Πώς θα ήταν ο κόσμος αν οι
Ηνωμένες Πολιτείες είχαν αποφύγει κάποια από τα μεγαλύτερα λάθη τους
στην εξωτερική πολιτική; διερωτάται ο γνωστός καθηγητής Διεθνών Σχέσεων
και θεωρητικός της σχολής του ρεαλισμού Στίβεν Γουόλτ σε άρθρο του στο
αμερικανικό περιοδικό «Foreign Policy». Οπως σημειώνει, η ρεαλιστική
προσέγγιση, παρότι συνιστά δομικό στοιχείο της ακαδημαϊκής μελέτης των
διεθνών σχέσεων, δεν βρίσκει εφαρμογή στην πολιτική, όπου μετά το τέλος
του Ψυχρού Πολέμου κυριαρχεί είτε ο φιλελεύθερος διεθνισμός των
Δημοκρατικών είτε ο νεοσυντηρητισμός των Ρεπουμπλικανών.
Το αποτέλεσμα αυτής της τάσης «μιλάει από μόνο του», σχολιάζει ο
Γουόλτ. «Οταν τελείωσε ο Ψυχρός Πόλεμος, οι Ηνωμένες Πολιτείες
διατηρούσαν καλές σχέσεις με τις περισσότερε μεγάλες δυνάμεις στον
κόσμο, η Αλ Κάιντα ήταν μια μικρή ενόχληση, μια ειλικρινής ειρηνευτική
διαδικασία ελάμβανε χώρα στη Μέση Ανατολή και η Αμερική απολάμβανε τη
"μονοπολική στιγμή" της. Η πολιτική της ισχύος υποτίθεται ότι περνούσε
στο παρελθόν και η ανθρωπότητα ήταν απασχολημένη με το να πλουταίνει σε
έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο όπου η ευημερία, η δημοκρατία και τα
ανθρώπινα δικαιώματα κυριαρχούσαν στη διεθνή πολιτική ατζέντα» γράφει ο
Γουόλτ.
Τι συμβαίνει σήμερα; Οι σχέσεις των ΗΠΑ με τη Ρωσία και την Κίνα
γίνονται ολοένα πιο συγκρουσιακές, η δημοκρατία σε Τουρκία και Ανατολική
Ευρώπη κινδυνεύει και ολόκληρη η Μέση Ανατολή πηγαίνει από το κακό στο
χειρότερο. Οι Ταλιμπάν, για τους οποίους η Ουάσιγκτον έχει δαπανήσει
δισεκατομμύρια δολάρια για να τους πολεμήσει επί 14 χρόνια, είναι ακόμη
ισχυροί και μπορεί να κερδίζουν. Οι ειρηνευτικές συνομιλίες μεταξύ
Ισραηλινών και Παλαιστινίων έχουν βαλτώσει και η Ευρωπαϊκή Ενωση
- πιθανώς, όπως τη χαρακτηρίζει ο Γουόλτ, η πιο ξεκάθαρη ενσάρκωση των
φιλελεύθερων ιδεών στον πλανήτη - βρίσκεται αντιμέτωπη με σοβαρά
προβλήματα στα οποία δεν υπάρχει εμφανής λύση. Οπότε, συνεχίζει ο
αμερικανός ακαδημαϊκός, το ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής: Οι
Ηνωμένες Πολιτείες και ο κόσμος θα ήταν σε καλύτερη κατάσταση σήμερα αν
οι τελευταίοι τρεις πρόεδροι είχαν ακολουθήσει τις επιταγές του
ρεαλισμού αντί να επιτρέπουν σε φιλελεύθερους και νεοσυντηρητικούς
(neocons) να κάνουν κουμάντο;
«Η απάντηση είναι ναι» αναφέρει χαρακτηριστικά ο Γουόλτ. Και
εξηγεί: «Ο ρεαλισμός τοποθετεί την ισχύ στο επίκεντρο της πολιτικής ζωής
και θεωρεί ότι βασικό μέλημα των κρατών είναι να διασφαλίσουν την
ασφάλειά τους σε έναν κόσμο όπου δεν υπάρχει μια παγκόσμια κυβέρνηση για
να τα προστατεύσει από τους άλλους. Οι ρεαλιστές πιστεύουν ότι η
στρατιωτική ισχύς είναι απαραίτητη για να διατηρηθούν η ανεξαρτησία και η
αυτονομία ενός κράτους, αλλά αναγνωρίζουν ότι συχνά παράγει ανεπιθύμητα
αποτελέσματα. Οι ρεαλιστές πιστεύουν ότι ο εθνικισμός και άλλες τοπικές
ταυτότητες είναι ισχυρές και διαρκείς, ότι τα κράτη λειτουργούν
εγωιστικά, ότι η εμπιστοσύνη είναι δύσκολο να επιτευχθεί και ότι
διεθνείς νόρμες και οι θεσμοί έχουν περιορισμένη επίδραση στα ισχυρά
κράτη. Κοντολογίς, οι ρεαλιστές εν γένει έχουν μιαν απαισιόδοξη οπτική
για τις διεθνείς σχέσεις και παρουσιάζονται επιφυλακτικοί στις
προσπάθειες επαναδημιουργίας του κόσμου βάσει κάποιου ιδεολογικού
σχεδίου, ανεξαρτήτως του πόσο ελκυστικό μπορεί αυτό να ακούγεται».
Αν ο Μπιλ Κλίντον, ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος και ο Μπαράκ Ομπάμα
ακολουθούσαν τις ρεαλιστικές αρχές πόσο διαφορετική θα ήταν η
αμερικανική εξωτερική πολιτική από το 1993 ως σήμερα;
Πρώτον, αν ο Μπους είχε ακολουθήσει τις συμβουλές του συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας Μπρεντ Σκόουκροφτ, του Κόλιν Πάουελ και άλλων ρεαλιστών, δεν θα είχε εισβάλει στο Ιράκ το 2003 αλλά θα είχε επικεντρωθεί στην εξόντωση της Αλ Κάιντα. Η περιφερειακή επιρροή του Ιράν θα ήταν σημαντικά μικρότερη και το Ισλαμικό Κράτος δεν θα υπήρχε.
Πρώτον, αν ο Μπους είχε ακολουθήσει τις συμβουλές του συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας Μπρεντ Σκόουκροφτ, του Κόλιν Πάουελ και άλλων ρεαλιστών, δεν θα είχε εισβάλει στο Ιράκ το 2003 αλλά θα είχε επικεντρωθεί στην εξόντωση της Αλ Κάιντα. Η περιφερειακή επιρροή του Ιράν θα ήταν σημαντικά μικρότερη και το Ισλαμικό Κράτος δεν θα υπήρχε.
Δεύτερον, η Ουάσιγκτον δεν θα είχε επιδιώξει την επέκταση του ΝΑΤΟ τη δεκαετία του 1990 ή θα την είχε περιορίσει στην Πολωνία, στην Ουγγαρία και στην Τσεχία. Οι ρεαλιστές γνωρίζουν ότι οι μεγάλες δυνάμεις είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες σε ανακατανομές ισχύος στα σύνορα ή κοντά στα σύνορά τους. Ηταν επομένως αναμενόμενο, σύμφωνα με τον Γουόλτ, να δηλητηριαστούν οι σχέσεις με τη Ρωσία. Οι ρεαλιστές γνώριζαν ότι η προσέγγιση της Γεωργίας και της Ουκρανίας από τη Δύση θα προκαλούσε τη σφοδρή αντίδραση της Ρωσίας, η οποία είχε τη δυνατότητα να εκτροχιάσει τις προσπάθειες. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Ουκρανία δεν θα βρισκόταν ακόμη σε κακή κατάσταση, αλλά η Ρωσία δεν θα είχε προσαρτήσει την Κριμαία και η Ανατολική Ουκρανία δεν θα βίωνε τον πόλεμο από το 2014.
Τρίτον, οι ρεαλιστές δεν θα προσπαθούσαν να ανασχέσουν ταυτόχρονα το Ιράν και το Ιράκ αλλά θα εκμεταλλεύονταν την αμοιβαία αντιπαλότητα ώστε ο ένας να εξισορροπεί τον άλλον. Η πολιτική την οποία ακολούθησαν αντίθετα οι ΗΠΑ τις υποχρέωσε να διατηρούν μεγάλο αριθμό χερσαίων και αεροπορικών δυνάμεων στη Σαουδική Αραβία και στον Περσικό Κόλπο, και αυτό ήταν ένας από τους λόγους που οδήγησαν τον Οσάμα μπιν Λάντεν στις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου.
Τέλος, για τους ρεαλιστές, η πυρηνική συμφωνία με το Ιράν αποδεικνύει τι μπορούν να επιτύχουν οι ΗΠΑ όταν ακολουθούν αποφασιστική αλλά ευέλικτη εξωτερική πολιτική. Αλλά αυτό θα μπορούσαν να το είχαν επιτύχει αρκετά χρόνια πριν, όταν οι πυρηνικές υποδομές του Ιράν ήταν πολύ πιο περιορισμένες.
ΒΗΜΑ