Ολα είχαν ειπωθεί από καιρό. Ολα είχαν προβλεφθεί, και με μεγάλη
ακρίβεια μάλιστα. Είναι ίσως παράξενο, αλλά είναι αλήθεια: Ποτέ τόσοι
πολλοί άνθρωποι δεν είχαν προειδοποιήσει τόσο έγκαιρα και με τέτοια
ακρίβεια τους συμπολίτες τους για τα μελλοντικά δεινά.
Πολύ πριν από τις εκλογές του περασμένου Ιανουαρίου, μεγάλος αριθμός ανθρώπων με εξειδικευμένες γνώσεις στα θέματα που μας απασχολούν (π.χ., οικονομολόγοι, ειδικοί στα ευρωπαϊκά και τις διεθνείς σχέσεις, κ.ά.) είχαν επισημάνει τα αδιέξοδα και τα διλήμματα που θα αντιμετώπιζε η νέα εξουσία εφόσον εφάρμοζε μετεκλογικά, έστω και μέρος, των προεκλογικών της επαγγελιών. Συστηματικά εδώ και αρκετά χρόνια, μέχρι και λίγο πριν από το δημοψήφισμα, πολλές δεκάδες Ελληνες οικονομολόγοι καθηγητές πανεπιστημίων, μερικοί από αυτούς από τα μεγαλύτερα επιστημονικά ονόματα που διαθέτουμε ως χώρα, προειδοποίησαν για τις δραματικές συνέπειες της ακολουθούμενης πολιτικής «έξαλλης διαπραγμάτευσης».
Αντίθετα από την υποτιθέμενη πεποίθηση περί της σιωπής των διανοουμένων, δεν θυμάμαι ποτέ τόσους πνευματικούς ανθρώπους να παίρνουν δημόσια θέση για την εξέλιξη των πραγμάτων και να προειδοποιούν για τις καταστάσεις που μας περιμένουν. Στην «Καθημερινή» αλλά και σε πλείστα άλλα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα δεκάδες, ίσως και εκατοντάδες, άρθρα και παρεμβάσεις ανέλυσαν με απόλυτη διαύγεια τη δυναμική των πραγμάτων.
Για παράδειγμα, στις 10 Ιανουαρίου 2015, σε ένα από τα πιο διορατικά κείμενα που γράφτηκαν για τις επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ, με τίτλο «Το παράδοξο της κωλοτούμπας», ο Απόστολος Δοξιάδης περιέγραψε με εκπληκτική ακρίβεια το δίλημμα: «Ο Τσίπρας πήγε γυρεύοντας για το αδιέξοδο: αν κάνει την κωλοτούμπα που θεωρούν βέβαιη οι πασοκογενείς ψηφοφόροι του και δεν τηρήσει τις απειλές του προς την Ευρώπη, χάνει το κύρος όχι μόνο του μεγάλου αριστερού ηγέτη αλλά και του ορκισμένα “αντιμνημονιακού”, οδηγώντας το κόμμα του σε εσωτερική κρίση […] Αν δεν την κάνει, η κατάρρευση θα είναι κατά πάσα πιθανότητα της χώρας». Πόσο πιο καθαρά να μιλήσει κάποιος για να εξηγήσει το αδιέξοδο στο οποίο παρασύρθηκε ο πρωθυπουργός;
Πόσοι ήθελαν να ακούσουν; Οχι πάντως η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας και βεβαίως ούτε ο πρωθυπουργός Α. Τσίπρας, που αναγνωρίζει τώρα πως υποτίμησε τις δυσκολίες και ομολογεί πως δεν πίστευε πως θα είχαμε σοβαρά προβλήματα με τις τράπεζες και την οικονομία με τις επιλογές του.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι απλό αλλά εξαιρετικά σκληρό. Γιατί η πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας δεν αντιλήφθηκε πως ο δρόμος που ακολουθούσε από τις αρχές του 2015 έως τον περασμένο Ιούλιο οδηγούσε ταχύτατα στην καταστροφή; Γιατί οι φωνές του ορθολογισμού που ακούγονταν από τόσους διαφορετικούς ανθρώπους είχαν σχετικά περιορισμένη απήχηση στη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας;
Από το ξέσπασμα της κρίσης έχουν γίνει πολλές προσπάθειες κατανόησης της ανορθολογικής αντίδρασης της ελληνικής κοινωνίας. Ο θυμός, η οργή και η αγανάκτηση των πολιτών ερμηνεύτηκαν ποικιλοτρόπως.Αλλοτε θεωρήθηκαν ως το αποτέλεσμα της απότομης πτώσης του βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων που βρέθηκαν μέσα σε μια στιγμή από την εποχή του «λεφτά υπάρχουν» στην εποχή των περικοπών, της ύφεσης, της ανεργίας και των κλειστών επιχειρήσεων. Αλλοτε πάλι θεωρήθηκε πρωταρχικώς υπεύθυνη για την κατάσταση αυτή η διατάραξη της σχέσης ανάμεσα στο κυρίαρχο πολιτικό προσωπικό και τους ψηφοφόρους που αντιλήφθηκαν την κατάσταση, πρώτα απ’ όλα, ως χρεοκοπία του καθιερωμένου πολιτικού συστήματος. Τέλος, σε πολλές αναλύσεις επισημάνθηκε η δυναμική του εθνολαϊκισμού, η ικανότητα δηλαδή πολιτικών δυνάμεων του εξτρεμισμού και του λαϊκισμού να μαγεύουν τα ακροατήρια προτείνοντας αντιμνημονιακούς παραδείσους και άλλες καταστροφικές, εντέλει, φαντασιώσεις.
Σε αυτό το τελευταίο ας προστεθεί η δαιμονοποίηση της διαφορετικής άποψης και του πολιτικού αντιπάλου. Η κατασκευή του «γερμανοτσολιά» αντιπάλου στη ρητορική του Τσίπρα και των αριστερών (αλλά και δεξιών) συντρόφων του βόλευε ώστε όχι μόνο να αγγίξει τις πιο ευαίσθητες χορδές των πολιτών αλλά ταυτόχρονα να απονομιμοποιήσει τους αντιπάλους του, να τους κάνει να σωπάσουν. Και να μην ξεχάσω την άρρητη νομιμοποίηση της βίας έναντι των αντιπάλων: από τα Δεκεμβριανά του 2008 μέχρι τις βίαιες επιθέσεις εναντίον μελών του πολιτικού συστήματος, οι δυνάμεις του εθνολαϊκισμού άλλοτε σιώπησαν και άλλοτε δικαιολόγησαν με ψευδοκοινωνιολογικούς όρους τις εξτρεμιστικές και παράνομες πρακτικές των βιαιοπραγούντων.
Και τώρα τι γίνεται; Τώρα που ως κοινωνία σιγά σιγά απομαγευόμαστε από την Κίρκη του εθνολαϊκισμού πρέπει να μαζέψουμε τα κομμάτια μας για να επανασχεδιάσουμε το μέλλον. Δεν αρκεί όμως απλά μια προσαρμογή στην πραγματικότητα αλλά πλέον είναι επιτακτικό να θέσουμε εκ νέου τα θεμέλια μιας σύγχρονης κοινωνίας και ενός φιλελεύθερου πολιτικού συστήματος. Και τα δύο προϋποθέτουν, πρώτα απ’ όλα, την ανάκτηση του χαμένου ορθολογισμού και την εμπέδωσή του ως κυρίαρχου πλαισίου ανάλυσης στα δημόσια πράγματα. Αν δεν βρούμε τη χαμένη λογική μας, τότε έχουμε να ζήσουμε πολλά δεινά ακόμη.
Πολύ πριν από τις εκλογές του περασμένου Ιανουαρίου, μεγάλος αριθμός ανθρώπων με εξειδικευμένες γνώσεις στα θέματα που μας απασχολούν (π.χ., οικονομολόγοι, ειδικοί στα ευρωπαϊκά και τις διεθνείς σχέσεις, κ.ά.) είχαν επισημάνει τα αδιέξοδα και τα διλήμματα που θα αντιμετώπιζε η νέα εξουσία εφόσον εφάρμοζε μετεκλογικά, έστω και μέρος, των προεκλογικών της επαγγελιών. Συστηματικά εδώ και αρκετά χρόνια, μέχρι και λίγο πριν από το δημοψήφισμα, πολλές δεκάδες Ελληνες οικονομολόγοι καθηγητές πανεπιστημίων, μερικοί από αυτούς από τα μεγαλύτερα επιστημονικά ονόματα που διαθέτουμε ως χώρα, προειδοποίησαν για τις δραματικές συνέπειες της ακολουθούμενης πολιτικής «έξαλλης διαπραγμάτευσης».
Αντίθετα από την υποτιθέμενη πεποίθηση περί της σιωπής των διανοουμένων, δεν θυμάμαι ποτέ τόσους πνευματικούς ανθρώπους να παίρνουν δημόσια θέση για την εξέλιξη των πραγμάτων και να προειδοποιούν για τις καταστάσεις που μας περιμένουν. Στην «Καθημερινή» αλλά και σε πλείστα άλλα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα δεκάδες, ίσως και εκατοντάδες, άρθρα και παρεμβάσεις ανέλυσαν με απόλυτη διαύγεια τη δυναμική των πραγμάτων.
Για παράδειγμα, στις 10 Ιανουαρίου 2015, σε ένα από τα πιο διορατικά κείμενα που γράφτηκαν για τις επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ, με τίτλο «Το παράδοξο της κωλοτούμπας», ο Απόστολος Δοξιάδης περιέγραψε με εκπληκτική ακρίβεια το δίλημμα: «Ο Τσίπρας πήγε γυρεύοντας για το αδιέξοδο: αν κάνει την κωλοτούμπα που θεωρούν βέβαιη οι πασοκογενείς ψηφοφόροι του και δεν τηρήσει τις απειλές του προς την Ευρώπη, χάνει το κύρος όχι μόνο του μεγάλου αριστερού ηγέτη αλλά και του ορκισμένα “αντιμνημονιακού”, οδηγώντας το κόμμα του σε εσωτερική κρίση […] Αν δεν την κάνει, η κατάρρευση θα είναι κατά πάσα πιθανότητα της χώρας». Πόσο πιο καθαρά να μιλήσει κάποιος για να εξηγήσει το αδιέξοδο στο οποίο παρασύρθηκε ο πρωθυπουργός;
Πόσοι ήθελαν να ακούσουν; Οχι πάντως η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας και βεβαίως ούτε ο πρωθυπουργός Α. Τσίπρας, που αναγνωρίζει τώρα πως υποτίμησε τις δυσκολίες και ομολογεί πως δεν πίστευε πως θα είχαμε σοβαρά προβλήματα με τις τράπεζες και την οικονομία με τις επιλογές του.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι απλό αλλά εξαιρετικά σκληρό. Γιατί η πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας δεν αντιλήφθηκε πως ο δρόμος που ακολουθούσε από τις αρχές του 2015 έως τον περασμένο Ιούλιο οδηγούσε ταχύτατα στην καταστροφή; Γιατί οι φωνές του ορθολογισμού που ακούγονταν από τόσους διαφορετικούς ανθρώπους είχαν σχετικά περιορισμένη απήχηση στη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας;
Από το ξέσπασμα της κρίσης έχουν γίνει πολλές προσπάθειες κατανόησης της ανορθολογικής αντίδρασης της ελληνικής κοινωνίας. Ο θυμός, η οργή και η αγανάκτηση των πολιτών ερμηνεύτηκαν ποικιλοτρόπως.Αλλοτε θεωρήθηκαν ως το αποτέλεσμα της απότομης πτώσης του βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων που βρέθηκαν μέσα σε μια στιγμή από την εποχή του «λεφτά υπάρχουν» στην εποχή των περικοπών, της ύφεσης, της ανεργίας και των κλειστών επιχειρήσεων. Αλλοτε πάλι θεωρήθηκε πρωταρχικώς υπεύθυνη για την κατάσταση αυτή η διατάραξη της σχέσης ανάμεσα στο κυρίαρχο πολιτικό προσωπικό και τους ψηφοφόρους που αντιλήφθηκαν την κατάσταση, πρώτα απ’ όλα, ως χρεοκοπία του καθιερωμένου πολιτικού συστήματος. Τέλος, σε πολλές αναλύσεις επισημάνθηκε η δυναμική του εθνολαϊκισμού, η ικανότητα δηλαδή πολιτικών δυνάμεων του εξτρεμισμού και του λαϊκισμού να μαγεύουν τα ακροατήρια προτείνοντας αντιμνημονιακούς παραδείσους και άλλες καταστροφικές, εντέλει, φαντασιώσεις.
Σε αυτό το τελευταίο ας προστεθεί η δαιμονοποίηση της διαφορετικής άποψης και του πολιτικού αντιπάλου. Η κατασκευή του «γερμανοτσολιά» αντιπάλου στη ρητορική του Τσίπρα και των αριστερών (αλλά και δεξιών) συντρόφων του βόλευε ώστε όχι μόνο να αγγίξει τις πιο ευαίσθητες χορδές των πολιτών αλλά ταυτόχρονα να απονομιμοποιήσει τους αντιπάλους του, να τους κάνει να σωπάσουν. Και να μην ξεχάσω την άρρητη νομιμοποίηση της βίας έναντι των αντιπάλων: από τα Δεκεμβριανά του 2008 μέχρι τις βίαιες επιθέσεις εναντίον μελών του πολιτικού συστήματος, οι δυνάμεις του εθνολαϊκισμού άλλοτε σιώπησαν και άλλοτε δικαιολόγησαν με ψευδοκοινωνιολογικούς όρους τις εξτρεμιστικές και παράνομες πρακτικές των βιαιοπραγούντων.
Και τώρα τι γίνεται; Τώρα που ως κοινωνία σιγά σιγά απομαγευόμαστε από την Κίρκη του εθνολαϊκισμού πρέπει να μαζέψουμε τα κομμάτια μας για να επανασχεδιάσουμε το μέλλον. Δεν αρκεί όμως απλά μια προσαρμογή στην πραγματικότητα αλλά πλέον είναι επιτακτικό να θέσουμε εκ νέου τα θεμέλια μιας σύγχρονης κοινωνίας και ενός φιλελεύθερου πολιτικού συστήματος. Και τα δύο προϋποθέτουν, πρώτα απ’ όλα, την ανάκτηση του χαμένου ορθολογισμού και την εμπέδωσή του ως κυρίαρχου πλαισίου ανάλυσης στα δημόσια πράγματα. Αν δεν βρούμε τη χαμένη λογική μας, τότε έχουμε να ζήσουμε πολλά δεινά ακόμη.