Με εξαίρεση μια λακωνική αναφορά του Ευ. Μεϊμαράκη στον
προγραμματισμό διαβουλεύσεων με τον πρόεδρο της Κομισιόν Ζαν Κλοντ
Γιούνκερ, οι πολιτικοί αρχηγοί δεν έχουν αντιληφθεί το βασικότερο: όπως
την περίοδο 2010-12 με τα μνημόνια Ελλάδας, Ιρλανδίας, Πορτογαλίας,
Ισπανίας και Κύπρου για την οικονομία, έτσι και τώρα αλλάζουν οι όροι
του παιχνιδιού, καθώς οι ισχυροί της Ε.Ε. παρεμβαίνουν αποφασιστικά για
την αντιμετώπιση (και) του μεταναστευτικού.
Επί της αρχής είναι θετικό ότι ιδίως η Γαλλία και η Γερμανία ασχολούνται, κατά προτεραιότητα, με τη μεταναστευτική και προσφυγική κρίση, αντί να κοιτούν από μακριά την ανθρωποπλημμύρα στα νησιά της Ελλάδας και τις ακτές της Ιταλίας, αλλά θα το κάνουν με τους όρους και στους χρόνους που επιθυμούν. Αν οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, όπως η Ελλάδα, δεν σπεύσουν να προτείνουν το δικό τους σχέδιο (μήπως και γίνει εν μέρει αποδεκτό), το λογικό επακόλουθο θα είναι να λάβουν και στο Μεταναστευτικό μια «έτοιμη» συμφωνία από τα ισχυρά μέλη της Ε.Ε., όπως ο Γ. Παπανδρέου τον Μάιο του 2010 με το πρώτο Μνημόνιο και ο Α. Τσίπρας τον Ιούλιο του 2015 με το τρίτο Μνημόνιο.
Οι πολιτικοί αρχηγοί, ειδικά όσοι πρόκειται να συμμετάσχουν στον (όποιο) μετεκλογικό συνασπισμό, έχουν ιστορική υποχρέωση όχι μόνο να παρουσιάσουν τις πρωτοβουλίες που οραματίζονται να αναλάβει η επόμενη κυβέρνηση αλλά και τη βήμα βήμα τακτική με την οποία θα πείσουν το Βερολίνο και το Παρίσι να στηρίξουν τις ελληνικές θέσεις. Δεν είναι δυνατόν τα κόμματα να μη λένε τίποτα για την ενίσχυση των συνόρων με τη Frontex και για την αναγκαία αναθεώρηση των σχεδίων της ΕΛ.ΑΣ., του Λιμενικού - Ακτοφυλακής και, κατά περίπτωση, των Ενόπλων Δυνάμεων σε ορισμένες περιοχές.
Αλλωστε τα χειρότερα είναι μπροστά μας καθώς, πέραν της ανθρωπιστικής πτυχής του Μεταναστευτικού και του αυξανόμενου προβλήματος εσωτερικής ασφάλειας, θα αντικρίσουμε σύντομα και τη διπλωματική διάσταση. Η Ελλάδα βρίσκεται ενώπιον της συνειδητής απραξίας της Αγκυρας, αν όχι ενώπιον της διευκόλυνσης της ροής μεταναστών προς την Ελλάδα, ενώ η ΠΓΔΜ αξιοποιεί την κρίση, για να προσκολληθεί στην Ε.Ε. και στο ΝΑΤΟ, προσπαθώντας να παρακάμψει την εκκρεμότητα της ονομασίας.
Η επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ να κρατήσει το θέμα μακριά από τους προεκλογικούς προβολείς είναι απόλυτα αναμενόμενη, γιατί ήταν ο κ. Τσίπρας εκείνος που εφάρμοσε την τραγική πολιτική ανοιχτών συνόρων, δίνοντας (φρούδες) ελπίδες στον κάθε αναξιοπαθούντα από την κεντρική Ασία και, δυστυχώς, πλούσια κέρδη στα κυκλώματα διακινητών. Αντίθετα, είναι απορίας άξιο γιατί η αξιωματική αντιπολίτευση πέφτει σε άλλη μια παγίδα του ΣΥΡΙΖΑ, εμμένοντας μόνον στην οικονομία (όπου, παρά το «δικό του» Μνημόνιο, ο κ. Τσίπρας ψελλίζει ακόμα αληθοφανείς δικαιολογίες), χωρίς να ανοίγει την ατζέντα και με το μεταναστευτικό, όπου η Ν.Δ. είναι, οφθαλμοφανώς, πιο αξιόπιστη.
Αλέξαδρος Τάρκας
* Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη.
Επί της αρχής είναι θετικό ότι ιδίως η Γαλλία και η Γερμανία ασχολούνται, κατά προτεραιότητα, με τη μεταναστευτική και προσφυγική κρίση, αντί να κοιτούν από μακριά την ανθρωποπλημμύρα στα νησιά της Ελλάδας και τις ακτές της Ιταλίας, αλλά θα το κάνουν με τους όρους και στους χρόνους που επιθυμούν. Αν οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, όπως η Ελλάδα, δεν σπεύσουν να προτείνουν το δικό τους σχέδιο (μήπως και γίνει εν μέρει αποδεκτό), το λογικό επακόλουθο θα είναι να λάβουν και στο Μεταναστευτικό μια «έτοιμη» συμφωνία από τα ισχυρά μέλη της Ε.Ε., όπως ο Γ. Παπανδρέου τον Μάιο του 2010 με το πρώτο Μνημόνιο και ο Α. Τσίπρας τον Ιούλιο του 2015 με το τρίτο Μνημόνιο.
Οι πολιτικοί αρχηγοί, ειδικά όσοι πρόκειται να συμμετάσχουν στον (όποιο) μετεκλογικό συνασπισμό, έχουν ιστορική υποχρέωση όχι μόνο να παρουσιάσουν τις πρωτοβουλίες που οραματίζονται να αναλάβει η επόμενη κυβέρνηση αλλά και τη βήμα βήμα τακτική με την οποία θα πείσουν το Βερολίνο και το Παρίσι να στηρίξουν τις ελληνικές θέσεις. Δεν είναι δυνατόν τα κόμματα να μη λένε τίποτα για την ενίσχυση των συνόρων με τη Frontex και για την αναγκαία αναθεώρηση των σχεδίων της ΕΛ.ΑΣ., του Λιμενικού - Ακτοφυλακής και, κατά περίπτωση, των Ενόπλων Δυνάμεων σε ορισμένες περιοχές.
Αλλωστε τα χειρότερα είναι μπροστά μας καθώς, πέραν της ανθρωπιστικής πτυχής του Μεταναστευτικού και του αυξανόμενου προβλήματος εσωτερικής ασφάλειας, θα αντικρίσουμε σύντομα και τη διπλωματική διάσταση. Η Ελλάδα βρίσκεται ενώπιον της συνειδητής απραξίας της Αγκυρας, αν όχι ενώπιον της διευκόλυνσης της ροής μεταναστών προς την Ελλάδα, ενώ η ΠΓΔΜ αξιοποιεί την κρίση, για να προσκολληθεί στην Ε.Ε. και στο ΝΑΤΟ, προσπαθώντας να παρακάμψει την εκκρεμότητα της ονομασίας.
Η επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ να κρατήσει το θέμα μακριά από τους προεκλογικούς προβολείς είναι απόλυτα αναμενόμενη, γιατί ήταν ο κ. Τσίπρας εκείνος που εφάρμοσε την τραγική πολιτική ανοιχτών συνόρων, δίνοντας (φρούδες) ελπίδες στον κάθε αναξιοπαθούντα από την κεντρική Ασία και, δυστυχώς, πλούσια κέρδη στα κυκλώματα διακινητών. Αντίθετα, είναι απορίας άξιο γιατί η αξιωματική αντιπολίτευση πέφτει σε άλλη μια παγίδα του ΣΥΡΙΖΑ, εμμένοντας μόνον στην οικονομία (όπου, παρά το «δικό του» Μνημόνιο, ο κ. Τσίπρας ψελλίζει ακόμα αληθοφανείς δικαιολογίες), χωρίς να ανοίγει την ατζέντα και με το μεταναστευτικό, όπου η Ν.Δ. είναι, οφθαλμοφανώς, πιο αξιόπιστη.
Αλέξαδρος Τάρκας
* Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη.