14 Αυγούστου 2015

Η νέα αμερικανική πολιτική, η Τουρκία και ο συριακός εμφύλιος


Η πρόσφατη στροφή των ΗΠΑ στο συριακό ζήτημα και η συνεργασία τους στο κουρδικό ζήτημα αποτελεί την πρώτη φάση της νέας αμερικανικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή που από καιρό όλοι αναζητούσαν. Βέβαια η ουσία της πολιτικής αυτής δεν είναι και τόσο νέα, αφού η Ουάσινγκτον επανέρχεται στην παλαιά δοκιμασμένη, αλλά όχι πάντα επιτυχημένη, γραμμή της διαχείρισης περιφερειακών ζητημάτων «δι’ αντιπροσώπου».
Επιλέγει δηλαδή μία ή περισσότερες περιφερειακές δυνάμεις που θα αποδεχθούν να υλοποιήσουν την αμερικανική πολιτική στην περιοχή με ανταλλάγματα την αύξηση της γεωπολιτικής επιρροής των δυνάμεων αυτών και την εξυπηρέτηση των αρχουσών ελίτ τους.

Η Αμερική βρίσκει λοιπόν «λυτρωτική» την ιδέα της Τουρκίας ως «αντιπροσώπου» των επιλογών της στη συριακή κρίση. Λυτρωτική γιατί η κυβέρνηση Ομπάμα δεν επιθυμεί κατ’ ουδένα τρόπο την επανάληψη της στρατιωτικής επέμβασης όπως στο Ιράκ και γιατί η επίτευξη του τριπλού στόχου, της ανατροπής του ασαντικού καθεστώτος, της εξουδετέρωσης του ισλαμικού «Χαλιφάτου» και της αποφυγής διαμελισμού της Συρίας, είναι εξόχως δυσχερής ακόμη και με μια μεγάλη αμερικανική στρατιωτική επέμβαση. Το πράσινο φως για επιθέσεις εναντίον του ΡΚΚ έρχεται ως αντάλλαγμα σε αυτό.

Η επιλογή της Τουρκίας έναντι άλλων χωρών ήταν μάλλον μονόδρομος. Η Ουάσινγκτον θεωρεί ότι η Σαουδική Αραβία δεν αποτελεί παράγοντα λύσης και ότι τα μεγάλα περιθώρια κινήσεων που της έδωσαν στη Συρία δεν οδήγησαν σε ανατροπή του Ασαντ, αλλά ενίσχυσαν τις τζιχαντιστικές σουνιτικές οργανώσεις στη Συρία και στο Ιράκ (απλά το βασίλειο έκανε αυτό που ήξερε: ένα νέο Αφγανιστάν στη Μεσοποταμία).

Το PYD και γενικότερα το κουρδικό στοιχείο της Συρίας αποτέλεσε με τη μαχητικότητά του και τις νίκες του εναντίον του «Χαλιφάτου» μια πρώτη επιλογή συμμάχου των ΗΠΑ, όμως δεν έχει τη δύναμη αλλά πιθανόν ούτε και την πρόθεση να αναλάβει δράση πέραν των κουρδικών περιοχών και να ανατρέψει το ασαντικό καθεστώς.Επίσης, η στενή πολιτική και στρατιωτική σχέση του PYD και του ΡΚΚ έθετε την αμερικανική πολιτική σε μάλλον άβολη θέση. Χώρες όπως η Αίγυπτος ή η Ιορδανία είτε είναι σε εσωτερική αναταραχή είτε βρίσκονται σε αδυναμία να αντιμετωπίσουν μια κρίση των διαστάσεων της συριακής.

Η αναβάθμιση των σχέσεων των ΗΠΑ και της Τουρκίας οφείλεται ακόμη στην υποχώρηση της ερντογανικής επιρροής, αλλά δεν είναι ευκαιριακή. Η τουρκική ελίτ και το πολιτικό σύστημα της χώρας βρίσκονται σε σταυροδρόμι. Είναι πολύ πιθανόν να δούμε μια ώσμωση της ισλαμικής πολιτικής και οικονομικής ελίτ που ανδρώθηκε επί παντοδυναμίας AKP με τις παλαιές ελίτ του κεμαλισμού.

Μια κατάσταση εθνικής πολεμικής εγρήγορσης θα διευκόλυνε μια τέτοια ώσμωση. Επίσης, η άνοδος και η είσοδος στη Βουλή του κουρδικού κόμματος HADEP και η συσπείρωση σε αυτό ευρύτερων μη κουρδικών αριστερών και ριζοσπαστικών κινημάτων δημιουργούν μεγάλη ανησυχία στις τουρκικές ελίτ. Τέλος, η προθυμία με την οποία η Ουάσινγκτον σύναψε συμμαχία με τους Κούρδους της Συρίας έκανε την Αγκυρα πολύ πιο ευεπίφορη στις αμερικανικές επιλογές ώστε να αποκλείσει την περαιτέρω ανάδειξη του κουρδικού παράγοντα.

Το πράσινο φως για επιθέσεις εναντίον του ΡΚΚ έρχεται ως αντάλλαγμα των ΗΠΑ στην τουρκική συνδρομή στην ανατροπή του ασαντικού καθεστώτος και την εξουδετέρωση του «Χαλιφάτου». Οι επιθέσεις όμως εναντίον του ΡΚΚ θα δημιουργήσουν πρόβλημα στους Κούρδους της Συρίας, με την οργάνωση των οποίων είναι συγκοινωνούντα δοχεία.

Εκτός και αν οι Κούρδοι της Συρίας εγκαταλείψουν τους συντρόφους τους στην άλλη άκρη των συνόρων, πράγμα όχι απίθανο αλλά πολύ δύσκολο λόγω και των τοπικών-οικογενειακών δεσμών μεταξύ τους. Είναι επίσης πιθανό η επίθεση αυτή να στρέψει τους Κούρδους της Συρίας προς το στρατόπεδο του ασαντικού καθεστώτος. Σε κάθε περίπτωση, η όξυνση του κουρδικού μετώπου χωρίς την επίλυση της συριακής κρίσης και του ιρακινού χάους θα αυξήσει την προσφυγική ροή με άμεση αποδέκτρια την Ελλάδα.

Μετά την οριστικοποίηση της νέας στρατηγικής σχέσης ΗΠΑ-Τουρκίας διαμορφώνεται ένας νέος άξονας για το συριακό ζήτημα της Αγκυρας με τη Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και την Ιορδανία. Είναι μάλιστα πιθανό να συμπαρασύρει και το Ισραήλ, ακόμη και την Αίγυπτο, η οποία αναθέρμανε εσχάτως τη στενή σχέση της με την Ουάσινγκτον, σε μια πιο γρήγορη επαναπροσέγγιση με την Αγκυρα.

Η πιθανή ισχυροποίηση του Ιράν μετά την άρση των κυρώσεων κάνει ακόμη πιο αναγκαία για τις ΗΠΑ την ύπαρξη μιας δύναμης που θα εξισορροπεί την ισχύ της Τεχεράνης. Το να «παίζεις» όμως αυξάνοντας την τουρκική περιφερειακή επιρροή ενέχει κινδύνους, ιδιαίτερα σε έναν κόσμο που περιφερειακές δυνάμεις αισθάνονται όλο και πιο χειραφετημένες από την υπερδύναμη.

Εν τω μεταξύ στη Μεσοποταμία δεν υπάρχουν σημάδια σημαντικής αποδυνάμωσης του «Χαλιφάτου» και οι δυνάμεις των αντικαθεστωτικών, που Ουάσινγκτον και Αγκυρα έχουν επιλέξει ως προνομιακούς συνομιλητές τους και τους υποστηρίζουν στρατιωτικά, δεν φαίνονται ικανές να γείρουν την πλάστιγγα του συριακού εμφυλίου υπέρ τους.

Αντιθέτως μικρές ομάδες και πολιτοφυλακές, ανεξέλεγκτες από κάθε κεντρικό έλεγχο και θολού ιδεολογικού χαρακτήρα, ξεφυτρώνουν σε ολόκληρη τη χώρα. Την ίδια στιγμή ο ρόλος της Χεζμπολάχ, των Ιρανών Φρουρών της Επανάστασης και των ιρακινών σιιτικών πολιτοφυλακών στη διατήρηση του καθεστώτος Ασαντ έχει αυξηθεί περισσότερο από ποτέ.

Γι' αυτό παραμένει ισχυρή η πεποίθησή μας ότι μόνο μια περιφερειακή συνεννόηση ΗΠΑ-Ιράν-Τουρκίας-Σαουδικής Αραβίας μπορεί να οδηγήσει τη συριακή κρίση σε λύση που όμως θα περιλαμβάνει με κάποιον τρόπο το ασαντικό σύστημα.

Η συμφωνία για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, εφόσον περάσει τις συμπληγάδες του αμερικανο-εβραϊκού λόμπι στο Κογκρέσο και του βαθέος στρατιωτικού-οικονομικού κατεστημένου στο Ιράν, μπορεί να είναι καταλύτης για μια τέτοια συνεννόηση.

*Αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και επιστημονικός υπεύθυνος του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών, www.cemmis.edu.gr
EFSYN.GR