Η σύλληψη και η εκτέλεση της αφρόκρεμας της αρμενικής διανόησης της
Κωνσταντινούπολης, τη νύχτα της 24ης προς 25η Απριλίου 1915,
σηματοδοτούν την έναρξη της γενοκτονίας. Μέσα σε μερικούς μήνες τα δύο
τρίτα των Αρμενίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δηλαδή περίπου ένα
εκατομμύριο τριακόσιες χιλιάδες άνθρωποι, θα εξαφανιστούν. Εδώ και εκατό
χρόνια όλες οι μειονότητες της Τουρκίας πληρώνουν το τίμημα της
ατιμωρησίας και των αρνήσεων αναγνώρισης της γενοκτονίας από το κράτος.
Του Vicken Cheterian*
Κωνσταντινούπολη, Νοέμβριος 2013. Συνέδριο με θέμα τους εξισλαμισμένους Αρμένιους γεμίζει για τρίτη συνεχόμενη ημέρα την αίθουσα τετρακοσίων ατόμων στο Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου. Μια νεαρή γυναίκα σηκώνεται και παίρνει τον λόγο: «Παρακολούθησα τις δύο πρώτες μέρες του συνεδρίου από το Διαδίκτυο. Και αποφάσισα να έρθω εδώ σήμερα για να σας διηγηθώ την ιστορία του παππού μου, ο οποίος ήταν ένας από τους ανθρώπους αυτούς». Μολονότι νιώθει την ανάγκη να διηγηθεί τον βίαιο εξισλαμισμό του παππού της, μιλά και για όσα έζησε η ίδια -και για την κοινωνία στην οποία ζει.
Μετά τη γενοκτονία του 1915-1916, η τύχη των Αρμενίων που εξισλαμίστηκαν και «εκτουρκίστηκαν» με τη βία ήταν θέμα ταμπού. Χρειάστηκε να περάσουν ενενήντα χρόνια, μέχρι που μία Τουρκάλα δικηγόρος και ακτιβίστρια των κοινωνικών δικαιωμάτων, η Φετιγιέ Τσετίν, να τολμήσει να σπάσει τη σιωπή δημοσιεύοντας τα απομνημονεύματα της γιαγιάς της, μιας νεαρής Αρμένιας, της οποίας η οικογένεια εκτοπίστηκε και σφαγιάστηκε, ενώ την ίδια την απήγαγαν και την έδωσαν σε μια οικογένεια Τούρκων.1 Τότε έγραψαν στην Τσετίν δεκάδες άνθρωποι που είχαν γνωρίσει την ίδια τύχη. Η δικηγόρος συγκέντρωσε τις μαρτυρίες αυτές σε ένα νέο βιβλίο,2 αλλά κανείς δεν θέλησε να αναφερθεί το όνομά του ούτε και πληροφορίες όπως η ημερομηνία γέννησής του.
Ο αριθμός των απογόνων των 200.000 - 300.000 γυναικών και παιδιών αρμενικής καταγωγής που εξισλαμίστηκαν με τη βία παραμένει δύσκολο να υπολογιστεί. Θα μπορούσε να φτάνει τα δύο εκατομμύρια ανθρώπους. Για πολλές δεκαετίες σιώπησαν για τις ρίζες τους και για την τύχη των προγόνων τους. Οι γύρω τους, ωστόσο, ήξεραν. Οι γείτονες αντιμετώπιζαν με περιφρόνηση αυτούς τους νεόκοπους μουσουλμάνους, οι οποίοι δεν είχαν ασπαστεί το ισλάμ από πίστη, αλλά από συμφέρον, για να γλιτώσουν από βέβαιο θάνατο. Στη σύγχρονη τουρκική κοινωνία, ήταν στιγματισμένοι και αποκαλούνταν «τα υπολείμματα του σπαθιού».3 Μάλιστα, το κράτος διατηρούσε στοιχεία για την καταγωγή τους και τους απαγόρευε την πρόσβαση σε ορισμένες θέσεις, όπως ο στρατός ή η εκπαίδευση.
Η υπενθύμιση της γενοκτονίας των Αρμενίων, η οποία έκλεισε 100 χρόνια στις 24 Απριλίου, δεν αφορά μόνο τη μνήμη. Αποκαλύπτει ορισμένα πράγματα σχετικά με τους ζωντανούς και ρίχνει φως στον σύγχρονο πολιτισμό και ορισμένες από τις σοβαρές αποτυχίες του. Έναν πολιτισμό που όχι μόνο δεν απέδωσε δικαιοσύνη στα θύματα, αλλά ανέχθηκε έναν αιώνα άρνησης του εγκλήματος από την Τουρκία, όπως και την αδιαφορία των παρατηρητών. Το τουρκικό κράτος αρνείται ακόμη και σήμερα ότι υπήρξε γενοκτονία, υποστηρίζοντας ότι οι εξαφανίσεις οφείλονται σε μια σύγκρουση μεταξύ κοινοτήτων, ότι η μεταφορά του συνόλου του αρμενικού πληθυσμού ήταν στρατιωτική αναγκαιότητα σε καιρό πολέμου, ακόμη και ότι οι Αρμένιοι επιδείκνυαν ανυπακοή και ότι βαρύνονταν οι ίδιοι με μαζικές σφαγές ή ότι εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα της Ρωσίας.
Τι γίνεται, όμως, όταν μια γενοκτονία λαμβάνει χώρα, όταν ένας ολόκληρος λαός αφανίζεται στο περιθώριο μιας μεγάλης πολεμικής σύρραξης και, στη συνέχεια, η διεθνής πολιτική τάξη συμπεριφέρεται σαν να μην συνέβη τίποτα; Ποιο τίμημα πληρώνουμε για την αποτυχία της Δικαιοσύνης και τι επιπτώσεις έχει μια τέτοια αποτυχία στην πολιτική κουλτούρα μας;
Ένα έγκλημα που δεν αναγνωρίζεται ως τέτοιο μπορεί να συνεχιστεί. Μολονότι οι Αρμένιοι ήταν ο κύριος στόχος της γενοκτονίας του 1915, δεν ήταν ο μόνος: οι Έλληνες, οι Ασσυροχαλδαίοι4 και οι Κούρδοι Γιεζίντι5 έπεσαν θύματα σφαγών και εκτοπίσεων που είχαν στόχο τον αφανισμό τους ως κοινοτήτων.
Στο τέλος του πολέμου, όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία, ηττημένη, βρέθηκε κάτω από την κατοχή των συμμαχικών δυνάμεων, ορισμένοι Αρμένιοι και Ασσυροχαλδαίοι επιζώντες επέστρεψαν στις εστίες τους. Αλλά μετά τον νικηφόρο πόλεμο της ανεξαρτησίας οι τουρκικές εθνικιστικές δυνάμεις του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ προχώρησαν σε ανταλλαγή πληθυσμών με την Ελλάδα και υποχρέωσαν όσους είχαν επιστρέψει να φύγουν για τη Συρία, που βρισκόταν κάτω από γαλλική κατοχή, ή για το Ιράκ, το οποίο ήλεγχαν οι Βρετανοί. Έτσι το σύνολο της Ανατολίας άδειασε από τις χριστιανικές κοινότητές της.
Η Κωνσταντινούπολη, που είχε κυρίως χριστιανικό πληθυσμό το 1914, υπήρξε το μόνο μέρος όπου συνέχιζαν να ζουν Έλληνες και Αρμένιοι μετά τον κατακλυσμό. Επάνω τους ασκούνταν μόνιμα μια καταστροφική κρατική βία με δύο τρόπους: με τη στέρηση των μέσων οικονομικής επιβίωσης και με επιθέσεις στη φυσική τους ασφάλεια. Τη δεκαετία του 1930 πολλά περιουσιακά στοιχεία που ανήκαν στην αρμένικη εκκλησία και σε αρμενικά ιδρύματα κατασχέθηκαν, ανάμεσά τους το νεκροταφείο του Πανγκάλτι, κοντά στο πάρκο Γκεζί, όπου σήμερα ορθώνονται πολυτελή ξενοδοχεία.Η ευκατάστατη εβραϊκή μειονότητα της ευρωπαϊκής Τουρκίας αποδεκατίστηκε μετά από σφαγές που οργάνωσε το τουρκικό κράτος, τα «πογκρόμ της Θράκης το 1934».6
Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος προσέφερε νέα ευκαιρία επίθεσης κατά των μειονοτήτων με τη διάβρωση της οικονομικής θέσης τους. Με το πρόσχημα της μάχης κατά των «κερδοσκόπων», η τουρκική κυβέρνηση εισήγαγε φόρο επί του πλούτου, που μπορούσε να πληρωθεί μόνο σε είδος. Το ύψος του καθοριζόταν με αυθαίρετο τρόπο από τις δημοτικές αρχές και μπορούσε να ποικίλλει ανάλογα με την εθνοτική κοινότητα.
Έτσι σε έναν Αρμένιο μπορούσε να ζητηθεί ο πεντηκονταπλάσιος φόρος απ' ό,τι σε έναν «μουσουλμάνο». Ο «φόρος» αυτός στόχευε στην εξαφάνιση της αστικής τάξης των μειονοτήτων, με τις περιουσίες τους να πωλούνται στους μουσουλμάνους σε τιμές πολύ χαμηλότερες από την αξία τους. Όσοι δεν κατάφεραν να εξοφλήσουν τον φόρο, όχι μόνο είδαν τις περιουσίες τους να κατάσχονται, αλλά και στάλθηκαν σε στρατόπεδα καταναγκαστικών έργων κοντά στο Ερζερούμ, στην ανατολική Τουρκία.
Το κυπριακό ζήτημα οδήγησε σε περαιτέρω αποδεκατισμό των μειονοτήτων. Τον Σεπτέμβριο του 1955 στην Κωνσταντινούπολη ξέσπασαν πογκρόμ ενορχηστρωμένα από το κράτος, μετά από ψευδείς διαδόσεις ότι δέχθηκε επίθεση το σπίτι του Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη.Οι μυστικές υπηρεσίες έφεραν στο Πέραν (το σημερινό Μπέιογλου) λεωφορεία γεμάτα άτομα που επιτέθηκαν στις επιχειρήσεις, στα σχολεία και στα θρησκευτικά ιδρύματα των Ελλήνων και άλλων μειονοτήτων, την ώρα που η αστυνομία περιοριζόταν να παρακολουθεί και να μην επεμβαίνει παρά μόνο όταν οι ταραξίες στρέφονταν κατά λάθος εναντίον περιουσιών που ανήκαν σε μουσουλμάνους. Οι βιαιοπραγίες προκάλεσαν τη φυγή δεκάδων χιλιάδων Ελλήνων.
Στην Ανατολία η μνήμη των εκτοπισμένων πληθυσμών σβήστηκε. Η εγκατάλειψη της αραβικής γραφής και η καθιέρωση του λατινικού αλφαβήτου, την οποία επέβαλε ο Ατατούρκ, εορταζόταν για δεκαετίες ως νίκη του «εκσυγχρονισμού». Επέτρεψε, όμως, και την αντικατάσταση δεκάδων χιλιάδων γεωγραφικών ονομασιών αρμενικής, ασσυροχαλδαιικής, κουρδικής ή αραβικής προέλευσης από τουρκικές ονομασίες. Χιλιάδες εκκλησίες και μοναστήρια καταστράφηκαν με δυναμίτη.
Δύο συγκρίσεις αποτυπώνουν την κλίμακα της εκκαθάρισης. Το 1914 στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ο αρμενικός πληθυσμός ήταν, σύμφωνα με το αρμενικό Πατριαρχείο, σχεδόν δύο εκατομμύρια άνθρωποι σε σύνολο 16 με 20 εκατομμυρίων κατοίκων που αναφέρουν οι πηγές. Σήμερα, στην Τουρκία, δεν έχουν απομείνει παρά 60.000 Αρμένιοι. Από τις 2.500 αρμενικές εκκλησίες και τα 450 αρμενικά μοναστήρια υπάρχουν πια μόνο 40 εκκλησίες, οι 34 από τις οποίες βρίσκονται στην Κωνσταντινούπολη.
Για πολλές δεκαετίες, ακτιβιστές που ζητούσαν δικαιοσύνη υποστήριζαν ότι η μη αναγνώριση της γενοκτονίας ενθαρρύνει νέα εγκλήματα. Στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο ο οθωμανικός στρατός βρισκόταν κάτω από τις διαταγές των Γερμανών και χιλιάδες Γερμανοί αξιωματικοί υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες, ή και συμμετείχαν, στον αφανισμό των χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.7 Η Γερμανία του Μεσοπολέμου, που βρισκόταν σε μεγάλη κρίση, δεν είχε αντλήσει κανένα δίδαγμα από την προηγούμενη καταστροφή: μάλιστα, οι ναζί εμπνέονταν από τους Τούρκους εθνικιστές.8
Βέβαια, τις χειρότερες συνέπειες της ατιμωρησίας αυτής μπορεί κανείς να τις εντοπίσει στην ίδια την Τουρκία. Στις ανατολικές επαρχίες οι Κούρδοι, που είχαν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη γενοκτονία των Οθωμανών Αρμενίων, σύντομα έπεσαν, με τη σειρά τους, θύματα κοινωνικού στιγματισμού. Είχαν παραμείνει πιστοί τόσο στους Οθωμανούς όσο και στους Νεότουρκους και τον Ατατούρκ. Ο Κεμάλ, όμως, αθετεί την υπόσχεσή του να τους παραχωρήσει αυτονομία και βάζει τέλος στο χαλιφάτο εγκαθιδρύοντας τουρκικό εθνικό κράτος.Όταν οι Κούρδοι εξεγείρονται, ο ξεσηκωμός τους καταπνίγεται και ακολουθούν σφαγές και εκτοπίσεις. Το τουρκικό κράτος αρνείται ακόμη και την ύπαρξη κουρδικής ταυτότητας. Οι Κούρδοι απλώς δεν υπάρχουν και όποιος τολμά να υποστηρίξει το αντίθετο τιμωρείται.
Η Τουρκία δεν έχει καταφέρει να απαλλαγεί από την τραγική κληρονομιά της γενοκτονίας. Ο μηχανισμός που ευθυνόταν για το έγκλημα αποτέλεσε, στη συνέχεια, τη ραχοκοκαλιά της κεμαλικής Δημοκρατίας, η οποία γεννήθηκε μέσα από τα ερείπια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Ειδική Οργάνωση (ΤΜ, Teskilati Mahsusa) ήταν ένας μυστικός μηχανισμός στο εσωτερικό της Επιτροπής Ένωση και Πρόοδος του κυβερνώντος κόμματος επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο οποίος δημιουργήθηκε με σκοπό να υποδαυλίσει την αναταραχή στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Τσαρικής και της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.
Μολονότι η αποστολή αυτή απέτυχε στο εξωτερικό, η ΤΜ έπαιξε ρόλο κλειδί στο εσωτερικό μέτωπο, στην οργάνωση των εκτοπίσεων και των σφαγών. Οι παλαιοί αξιωματικοί της ΤΜ παρενέβησαν με καθοριστικό τρόπο κατά τη διάρκεια του πολέμου της ανεξαρτησίας (1920-1922), τον οποίο ξεκίνησε ο Ατατούρκ κατά των ελληνικών, γαλλικών και βρετανικών δυνάμεων, πριν σχηματίσουν τη ραχοκοκαλιά του «βαθέος κράτους».
Ένα δίκτυο αξιωματικών στους κόλπους της Τουρκικής Δημοκρατίας, το οποίο διέθετε απεριόριστη εξουσία και λειτουργούσε έξω από κάθε νομικό πλαίσιο. Κατέπνιγαν συστηματικά τα δημοκρατικά βήματα προόδου της κοινωνίας, διαπράττοντας πολιτικές δολοφονίες και πολεμώντας απέναντι σε Κούρδους, αλλά και αριστερούς, αντάρτες. Και, αξιοποιώντας τη βιτρίνα του κράτους, επιδόθηκαν, επίσης, σε εμπόριο ναρκωτικών τεράστιας κλίμακας.
Η βία του παρελθόντος τροφοδοτεί τη βία. Κατά τη διάρκεια του πολέμου του Ναγκόρνο Καραμπάχ, η Άγκυρα έσπευσε να πάρει το μέρος του Αζερμπαϊτζάν. Από το 1993 έχει επιβάλει εμπάργκο στην Αρμενία, ενώ τα σύνορα Τουρκίας - Αρμενίας παραμένουν ερμητικά κλειστά και φυλάσσονται αυστηρά, όπως στο απόγειο του ψυχρού πολέμου. Το ταξίδι του τότε προέδρου Αμπντουλάχ Γκιουλ στο Ερεβάν και η υπογραφή του πρωτοκόλλου της Ζυρίχης, τον Οκτώβριο του 2009, γέννησαν ελπίδες ότι η Τουρκία θα μπορούσε να παρέμβει με θετικό τρόπο και να συμβάλει σε μια ειρηνευτική λύση.9
Τα κείμενα, όμως, δεν επικυρώθηκαν ποτέ. Στις 16 Φεβρουαρίου, ο τότε Αρμένιος πρόεδρος Σερζ Σαρκισιάν ανακοίνωσε ότι η χώρα του αποσύρεται από τη διαδικασία καταγγέλλοντας «την έλλειψη πολιτικής βούλησης από την πλευρά της τουρκικής κυβέρνησης» και «τη διαρκή αλλοίωση που επιφέρει στο πνεύμα και στους όρους του πρωτοκόλλου». Η Άγκυρα φαίνεται να ενθαρρύνει την κυβέρνηση του Αζερμπαϊτζάν στην τήρηση μαξιμαλιστικής γραμμής, την ώρα που οι Αζέροι συνεχίζουν να απειλούν τακτικά ότι θα καταφύγουν στη βία για να επιλύσουν τη διένεξη.
Μετά από σιωπή αρκετών δεκαετιών, η Τουρκία ξαφνικά θυμήθηκε και πάλι τους Αρμένιους, χάρη στη δουλειά μιας χούφτας θαρραλέων ανδρών και γυναικών. Ο Ρατζίπ Ζαράκολου, ακτιβιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εκδότης, μετέφρασε στην τουρκική γλώσσα βιβλία για τη γενοκτονία των Αρμενίων, γεγονός που κόστισε στον ίδιο και τη σύζυγό του πολλές διώξεις και φυλακίσεις.
Ο Τανέρ Ακτζάμ ξεκίνησε έρευνες για τα βασανιστήρια στην Τουρκία, οι οποίες τον οδήγησαν στην ανακάλυψη των σφαγών των Αρμενίων στα τέλη του 19ου αιώνα και, τελικά, στη γενοκτονία. Η συνεργασία του με τον διαπρεπή Αρμένιο ιστορικό Βαχάκν Νταντριάν έδωσε ορισμένα ιστορικά έργα και αποκατέστησε τους δεσμούς και τη φιλία μεταξύ Αρμενίων και Τούρκων διανοουμένων, η οποία είχε διακοπεί με τη γενοκτονία.10
Μια μικρή ομάδα καθηγητών του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν επιχείρησε να μελετήσει την τουρκο-αρμενική ιστορία ακολουθώντας διεπιστημονική προσέγγιση. Τα επτά διεθνή συνέδρια που οργάνωσε η ομάδα επέτρεψαν να βγει η γενοκτονία των Αρμενίων από το περιθώριο του πανεπιστημιακού κόσμου και να βρεθεί στην καρδιά των οθωμανικών σπουδών και της μελέτης των γενοκτονιών.11
Έλαχε, όμως, στον Χραντ Ντινκ, δημοσιογράφο τουρκο-αρμενικής καταγωγής και συντάκτη της εβδομαδιαίας εφημερίδας «Agos», να κεντρίσει το ενδιαφέρον της τουρκικής κοινής γνώμης για το αρμενικό ζήτημα. Απευθύνθηκε στη συνείδηση των Τούρκων με απλές λέξεις. Κάποτε υπήρχε ένας λαός που λεγόταν Αρμένιοι και ζούσε στα χώματα αυτά, τώρα δεν υπάρχει πια. Τι του συνέβη;
Ο Ντινκ διώχθηκε από το κράτος, σύρθηκε από δίκη σε δίκη, μέχρι που δολοφονήθηκε μέρα μεσημέρι μπροστά στα γραφεία της εφημερίδας του, το 2007. Ο φόνος πυροδότησε μαζική διαδήλωση, όπου οι εκατό χιλιάδες άνθρωποι που ακολουθούσαν το φέρετρό του τραγουδούσαν: «Είμαστε όλοι Χραντ Ντινκ! Είμαστε όλοι Αρμένιοι». Κάποτε ο Ντινκ είχε πει ότι οι δύο λαοί είναι άρρωστοι: «Οι Αρμένιοι υποφέρουν από τραύμα και οι Τούρκοι από παράνοια». Μπορεί να ελπίσει κανείς ότι η αλήθεια θα είναι θεραπευτική;
* O Vicken Cheterian είναι δημοσιογράφος, συγγραφέας του βιβλίου «Open Wounds: Armenians, Turks, and a Century of Genocide», Hurst & Company, Λονδίνο, 2015.
1 Fethiye Cetin, «Le Livre de ma grand-mère», L'Aube, Λα Τουρ ντ'Εγκ, 2006.
2 Ayse Gul Altinay και Fethiye Cetin, «Les Petits-Enfants», Actes Sud, Αρλ, 2011.
3 Laurence Ritter και Max Sivaslian, «Les Restes de l'épée. Les Arméniens cachés et islamisés de Turquie», Thaddée, Παρίσι, 2012.
4 (Σ.τ.Μ.) Οι Ασσυροχαλδαίοι είναι εθνικο-θρησκευτική μειονότητα στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Είναι χριστιανοί και, κατά την εποχή της γενοκτονίας, ζούσαν κυρίως σε εδάφη του σημερινού Ιράκ, αλλά, επίσης, της σημερινής Τουρκίας, της Συρίας και του Ιράν.
5 (Σ.τ.Μ.) Οι Γιεζίντι είναι κουρδική θρησκευτική κοινότητα. Την εποχή της γενοκτονίας ζούσαν σε εδάφη του σημερινού Ιράκ, της Τουρκίας και της Συρίας. Το καλοκαίρι του 2014 οι Γιεζίντι του βορείου Ιράκ δέχτηκαν επίθεση από το Ισλαμικό Κράτος (IS).
6 Βλ. Rifat N. Bali, «Model Citizens of the State: The Jews of Turkey During the Multi-Party Period», Fairleigh Dickinson, Μάντισον, 2012.
7 Βλ. Vahakn N. Dadrian, «German Responsibility in the Armenian Genocide: A Review of the Historical Evidence of German Complicity», Blue Crane Books, Γουότερταουν, 1998.
8 Βλ. Stefan Ihrig, «Ataturk in the Nazi Imagination», Harvard University Press, Κέιμπριτζ, 2014.
9 Βλ. το κεφάλαιο ΙΙΙ του «War and Peace in the Caucasus: Russia's Troubled Frontier», Hurst & Company, 2009.
10 Βλ., για παράδειγμα, Vahakn N. Dadrian, και Taner Akçam, «Judgment at Istanbul: The Armenian Genocide Trials», Berghahn Books, Νέα Υόρκη, 2011.
11 Ορισμένα από τα έργα τους δημοσιεύτηκαν στην έκδοση Ronald Grigor Suny, Fatma Muge Goçek και Norman M. Naimark (διευθ.), «A Question of Genocide: Armenians and Turks at the end of the Ottoman Empire», Oxford University Press, 2011.
Επιμέλεια: Χάρης Λογοθέτης-AYΓΗ
Του Vicken Cheterian*
Κωνσταντινούπολη, Νοέμβριος 2013. Συνέδριο με θέμα τους εξισλαμισμένους Αρμένιους γεμίζει για τρίτη συνεχόμενη ημέρα την αίθουσα τετρακοσίων ατόμων στο Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου. Μια νεαρή γυναίκα σηκώνεται και παίρνει τον λόγο: «Παρακολούθησα τις δύο πρώτες μέρες του συνεδρίου από το Διαδίκτυο. Και αποφάσισα να έρθω εδώ σήμερα για να σας διηγηθώ την ιστορία του παππού μου, ο οποίος ήταν ένας από τους ανθρώπους αυτούς». Μολονότι νιώθει την ανάγκη να διηγηθεί τον βίαιο εξισλαμισμό του παππού της, μιλά και για όσα έζησε η ίδια -και για την κοινωνία στην οποία ζει.
Μετά τη γενοκτονία του 1915-1916, η τύχη των Αρμενίων που εξισλαμίστηκαν και «εκτουρκίστηκαν» με τη βία ήταν θέμα ταμπού. Χρειάστηκε να περάσουν ενενήντα χρόνια, μέχρι που μία Τουρκάλα δικηγόρος και ακτιβίστρια των κοινωνικών δικαιωμάτων, η Φετιγιέ Τσετίν, να τολμήσει να σπάσει τη σιωπή δημοσιεύοντας τα απομνημονεύματα της γιαγιάς της, μιας νεαρής Αρμένιας, της οποίας η οικογένεια εκτοπίστηκε και σφαγιάστηκε, ενώ την ίδια την απήγαγαν και την έδωσαν σε μια οικογένεια Τούρκων.1 Τότε έγραψαν στην Τσετίν δεκάδες άνθρωποι που είχαν γνωρίσει την ίδια τύχη. Η δικηγόρος συγκέντρωσε τις μαρτυρίες αυτές σε ένα νέο βιβλίο,2 αλλά κανείς δεν θέλησε να αναφερθεί το όνομά του ούτε και πληροφορίες όπως η ημερομηνία γέννησής του.
Ο αριθμός των απογόνων των 200.000 - 300.000 γυναικών και παιδιών αρμενικής καταγωγής που εξισλαμίστηκαν με τη βία παραμένει δύσκολο να υπολογιστεί. Θα μπορούσε να φτάνει τα δύο εκατομμύρια ανθρώπους. Για πολλές δεκαετίες σιώπησαν για τις ρίζες τους και για την τύχη των προγόνων τους. Οι γύρω τους, ωστόσο, ήξεραν. Οι γείτονες αντιμετώπιζαν με περιφρόνηση αυτούς τους νεόκοπους μουσουλμάνους, οι οποίοι δεν είχαν ασπαστεί το ισλάμ από πίστη, αλλά από συμφέρον, για να γλιτώσουν από βέβαιο θάνατο. Στη σύγχρονη τουρκική κοινωνία, ήταν στιγματισμένοι και αποκαλούνταν «τα υπολείμματα του σπαθιού».3 Μάλιστα, το κράτος διατηρούσε στοιχεία για την καταγωγή τους και τους απαγόρευε την πρόσβαση σε ορισμένες θέσεις, όπως ο στρατός ή η εκπαίδευση.
Η υπενθύμιση της γενοκτονίας των Αρμενίων, η οποία έκλεισε 100 χρόνια στις 24 Απριλίου, δεν αφορά μόνο τη μνήμη. Αποκαλύπτει ορισμένα πράγματα σχετικά με τους ζωντανούς και ρίχνει φως στον σύγχρονο πολιτισμό και ορισμένες από τις σοβαρές αποτυχίες του. Έναν πολιτισμό που όχι μόνο δεν απέδωσε δικαιοσύνη στα θύματα, αλλά ανέχθηκε έναν αιώνα άρνησης του εγκλήματος από την Τουρκία, όπως και την αδιαφορία των παρατηρητών. Το τουρκικό κράτος αρνείται ακόμη και σήμερα ότι υπήρξε γενοκτονία, υποστηρίζοντας ότι οι εξαφανίσεις οφείλονται σε μια σύγκρουση μεταξύ κοινοτήτων, ότι η μεταφορά του συνόλου του αρμενικού πληθυσμού ήταν στρατιωτική αναγκαιότητα σε καιρό πολέμου, ακόμη και ότι οι Αρμένιοι επιδείκνυαν ανυπακοή και ότι βαρύνονταν οι ίδιοι με μαζικές σφαγές ή ότι εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα της Ρωσίας.
Τι γίνεται, όμως, όταν μια γενοκτονία λαμβάνει χώρα, όταν ένας ολόκληρος λαός αφανίζεται στο περιθώριο μιας μεγάλης πολεμικής σύρραξης και, στη συνέχεια, η διεθνής πολιτική τάξη συμπεριφέρεται σαν να μην συνέβη τίποτα; Ποιο τίμημα πληρώνουμε για την αποτυχία της Δικαιοσύνης και τι επιπτώσεις έχει μια τέτοια αποτυχία στην πολιτική κουλτούρα μας;
Ένα έγκλημα που δεν αναγνωρίζεται ως τέτοιο μπορεί να συνεχιστεί. Μολονότι οι Αρμένιοι ήταν ο κύριος στόχος της γενοκτονίας του 1915, δεν ήταν ο μόνος: οι Έλληνες, οι Ασσυροχαλδαίοι4 και οι Κούρδοι Γιεζίντι5 έπεσαν θύματα σφαγών και εκτοπίσεων που είχαν στόχο τον αφανισμό τους ως κοινοτήτων.
Στο τέλος του πολέμου, όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία, ηττημένη, βρέθηκε κάτω από την κατοχή των συμμαχικών δυνάμεων, ορισμένοι Αρμένιοι και Ασσυροχαλδαίοι επιζώντες επέστρεψαν στις εστίες τους. Αλλά μετά τον νικηφόρο πόλεμο της ανεξαρτησίας οι τουρκικές εθνικιστικές δυνάμεις του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ προχώρησαν σε ανταλλαγή πληθυσμών με την Ελλάδα και υποχρέωσαν όσους είχαν επιστρέψει να φύγουν για τη Συρία, που βρισκόταν κάτω από γαλλική κατοχή, ή για το Ιράκ, το οποίο ήλεγχαν οι Βρετανοί. Έτσι το σύνολο της Ανατολίας άδειασε από τις χριστιανικές κοινότητές της.
Η Κωνσταντινούπολη, που είχε κυρίως χριστιανικό πληθυσμό το 1914, υπήρξε το μόνο μέρος όπου συνέχιζαν να ζουν Έλληνες και Αρμένιοι μετά τον κατακλυσμό. Επάνω τους ασκούνταν μόνιμα μια καταστροφική κρατική βία με δύο τρόπους: με τη στέρηση των μέσων οικονομικής επιβίωσης και με επιθέσεις στη φυσική τους ασφάλεια. Τη δεκαετία του 1930 πολλά περιουσιακά στοιχεία που ανήκαν στην αρμένικη εκκλησία και σε αρμενικά ιδρύματα κατασχέθηκαν, ανάμεσά τους το νεκροταφείο του Πανγκάλτι, κοντά στο πάρκο Γκεζί, όπου σήμερα ορθώνονται πολυτελή ξενοδοχεία.Η ευκατάστατη εβραϊκή μειονότητα της ευρωπαϊκής Τουρκίας αποδεκατίστηκε μετά από σφαγές που οργάνωσε το τουρκικό κράτος, τα «πογκρόμ της Θράκης το 1934».6
Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος προσέφερε νέα ευκαιρία επίθεσης κατά των μειονοτήτων με τη διάβρωση της οικονομικής θέσης τους. Με το πρόσχημα της μάχης κατά των «κερδοσκόπων», η τουρκική κυβέρνηση εισήγαγε φόρο επί του πλούτου, που μπορούσε να πληρωθεί μόνο σε είδος. Το ύψος του καθοριζόταν με αυθαίρετο τρόπο από τις δημοτικές αρχές και μπορούσε να ποικίλλει ανάλογα με την εθνοτική κοινότητα.
Έτσι σε έναν Αρμένιο μπορούσε να ζητηθεί ο πεντηκονταπλάσιος φόρος απ' ό,τι σε έναν «μουσουλμάνο». Ο «φόρος» αυτός στόχευε στην εξαφάνιση της αστικής τάξης των μειονοτήτων, με τις περιουσίες τους να πωλούνται στους μουσουλμάνους σε τιμές πολύ χαμηλότερες από την αξία τους. Όσοι δεν κατάφεραν να εξοφλήσουν τον φόρο, όχι μόνο είδαν τις περιουσίες τους να κατάσχονται, αλλά και στάλθηκαν σε στρατόπεδα καταναγκαστικών έργων κοντά στο Ερζερούμ, στην ανατολική Τουρκία.
Το κυπριακό ζήτημα οδήγησε σε περαιτέρω αποδεκατισμό των μειονοτήτων. Τον Σεπτέμβριο του 1955 στην Κωνσταντινούπολη ξέσπασαν πογκρόμ ενορχηστρωμένα από το κράτος, μετά από ψευδείς διαδόσεις ότι δέχθηκε επίθεση το σπίτι του Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη.Οι μυστικές υπηρεσίες έφεραν στο Πέραν (το σημερινό Μπέιογλου) λεωφορεία γεμάτα άτομα που επιτέθηκαν στις επιχειρήσεις, στα σχολεία και στα θρησκευτικά ιδρύματα των Ελλήνων και άλλων μειονοτήτων, την ώρα που η αστυνομία περιοριζόταν να παρακολουθεί και να μην επεμβαίνει παρά μόνο όταν οι ταραξίες στρέφονταν κατά λάθος εναντίον περιουσιών που ανήκαν σε μουσουλμάνους. Οι βιαιοπραγίες προκάλεσαν τη φυγή δεκάδων χιλιάδων Ελλήνων.
Στην Ανατολία η μνήμη των εκτοπισμένων πληθυσμών σβήστηκε. Η εγκατάλειψη της αραβικής γραφής και η καθιέρωση του λατινικού αλφαβήτου, την οποία επέβαλε ο Ατατούρκ, εορταζόταν για δεκαετίες ως νίκη του «εκσυγχρονισμού». Επέτρεψε, όμως, και την αντικατάσταση δεκάδων χιλιάδων γεωγραφικών ονομασιών αρμενικής, ασσυροχαλδαιικής, κουρδικής ή αραβικής προέλευσης από τουρκικές ονομασίες. Χιλιάδες εκκλησίες και μοναστήρια καταστράφηκαν με δυναμίτη.
Δύο συγκρίσεις αποτυπώνουν την κλίμακα της εκκαθάρισης. Το 1914 στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ο αρμενικός πληθυσμός ήταν, σύμφωνα με το αρμενικό Πατριαρχείο, σχεδόν δύο εκατομμύρια άνθρωποι σε σύνολο 16 με 20 εκατομμυρίων κατοίκων που αναφέρουν οι πηγές. Σήμερα, στην Τουρκία, δεν έχουν απομείνει παρά 60.000 Αρμένιοι. Από τις 2.500 αρμενικές εκκλησίες και τα 450 αρμενικά μοναστήρια υπάρχουν πια μόνο 40 εκκλησίες, οι 34 από τις οποίες βρίσκονται στην Κωνσταντινούπολη.
Για πολλές δεκαετίες, ακτιβιστές που ζητούσαν δικαιοσύνη υποστήριζαν ότι η μη αναγνώριση της γενοκτονίας ενθαρρύνει νέα εγκλήματα. Στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο ο οθωμανικός στρατός βρισκόταν κάτω από τις διαταγές των Γερμανών και χιλιάδες Γερμανοί αξιωματικοί υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες, ή και συμμετείχαν, στον αφανισμό των χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.7 Η Γερμανία του Μεσοπολέμου, που βρισκόταν σε μεγάλη κρίση, δεν είχε αντλήσει κανένα δίδαγμα από την προηγούμενη καταστροφή: μάλιστα, οι ναζί εμπνέονταν από τους Τούρκους εθνικιστές.8
Βέβαια, τις χειρότερες συνέπειες της ατιμωρησίας αυτής μπορεί κανείς να τις εντοπίσει στην ίδια την Τουρκία. Στις ανατολικές επαρχίες οι Κούρδοι, που είχαν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη γενοκτονία των Οθωμανών Αρμενίων, σύντομα έπεσαν, με τη σειρά τους, θύματα κοινωνικού στιγματισμού. Είχαν παραμείνει πιστοί τόσο στους Οθωμανούς όσο και στους Νεότουρκους και τον Ατατούρκ. Ο Κεμάλ, όμως, αθετεί την υπόσχεσή του να τους παραχωρήσει αυτονομία και βάζει τέλος στο χαλιφάτο εγκαθιδρύοντας τουρκικό εθνικό κράτος.Όταν οι Κούρδοι εξεγείρονται, ο ξεσηκωμός τους καταπνίγεται και ακολουθούν σφαγές και εκτοπίσεις. Το τουρκικό κράτος αρνείται ακόμη και την ύπαρξη κουρδικής ταυτότητας. Οι Κούρδοι απλώς δεν υπάρχουν και όποιος τολμά να υποστηρίξει το αντίθετο τιμωρείται.
Η Τουρκία δεν έχει καταφέρει να απαλλαγεί από την τραγική κληρονομιά της γενοκτονίας. Ο μηχανισμός που ευθυνόταν για το έγκλημα αποτέλεσε, στη συνέχεια, τη ραχοκοκαλιά της κεμαλικής Δημοκρατίας, η οποία γεννήθηκε μέσα από τα ερείπια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Ειδική Οργάνωση (ΤΜ, Teskilati Mahsusa) ήταν ένας μυστικός μηχανισμός στο εσωτερικό της Επιτροπής Ένωση και Πρόοδος του κυβερνώντος κόμματος επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο οποίος δημιουργήθηκε με σκοπό να υποδαυλίσει την αναταραχή στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Τσαρικής και της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.
Μολονότι η αποστολή αυτή απέτυχε στο εξωτερικό, η ΤΜ έπαιξε ρόλο κλειδί στο εσωτερικό μέτωπο, στην οργάνωση των εκτοπίσεων και των σφαγών. Οι παλαιοί αξιωματικοί της ΤΜ παρενέβησαν με καθοριστικό τρόπο κατά τη διάρκεια του πολέμου της ανεξαρτησίας (1920-1922), τον οποίο ξεκίνησε ο Ατατούρκ κατά των ελληνικών, γαλλικών και βρετανικών δυνάμεων, πριν σχηματίσουν τη ραχοκοκαλιά του «βαθέος κράτους».
Ένα δίκτυο αξιωματικών στους κόλπους της Τουρκικής Δημοκρατίας, το οποίο διέθετε απεριόριστη εξουσία και λειτουργούσε έξω από κάθε νομικό πλαίσιο. Κατέπνιγαν συστηματικά τα δημοκρατικά βήματα προόδου της κοινωνίας, διαπράττοντας πολιτικές δολοφονίες και πολεμώντας απέναντι σε Κούρδους, αλλά και αριστερούς, αντάρτες. Και, αξιοποιώντας τη βιτρίνα του κράτους, επιδόθηκαν, επίσης, σε εμπόριο ναρκωτικών τεράστιας κλίμακας.
Η βία του παρελθόντος τροφοδοτεί τη βία. Κατά τη διάρκεια του πολέμου του Ναγκόρνο Καραμπάχ, η Άγκυρα έσπευσε να πάρει το μέρος του Αζερμπαϊτζάν. Από το 1993 έχει επιβάλει εμπάργκο στην Αρμενία, ενώ τα σύνορα Τουρκίας - Αρμενίας παραμένουν ερμητικά κλειστά και φυλάσσονται αυστηρά, όπως στο απόγειο του ψυχρού πολέμου. Το ταξίδι του τότε προέδρου Αμπντουλάχ Γκιουλ στο Ερεβάν και η υπογραφή του πρωτοκόλλου της Ζυρίχης, τον Οκτώβριο του 2009, γέννησαν ελπίδες ότι η Τουρκία θα μπορούσε να παρέμβει με θετικό τρόπο και να συμβάλει σε μια ειρηνευτική λύση.9
Τα κείμενα, όμως, δεν επικυρώθηκαν ποτέ. Στις 16 Φεβρουαρίου, ο τότε Αρμένιος πρόεδρος Σερζ Σαρκισιάν ανακοίνωσε ότι η χώρα του αποσύρεται από τη διαδικασία καταγγέλλοντας «την έλλειψη πολιτικής βούλησης από την πλευρά της τουρκικής κυβέρνησης» και «τη διαρκή αλλοίωση που επιφέρει στο πνεύμα και στους όρους του πρωτοκόλλου». Η Άγκυρα φαίνεται να ενθαρρύνει την κυβέρνηση του Αζερμπαϊτζάν στην τήρηση μαξιμαλιστικής γραμμής, την ώρα που οι Αζέροι συνεχίζουν να απειλούν τακτικά ότι θα καταφύγουν στη βία για να επιλύσουν τη διένεξη.
Μετά από σιωπή αρκετών δεκαετιών, η Τουρκία ξαφνικά θυμήθηκε και πάλι τους Αρμένιους, χάρη στη δουλειά μιας χούφτας θαρραλέων ανδρών και γυναικών. Ο Ρατζίπ Ζαράκολου, ακτιβιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εκδότης, μετέφρασε στην τουρκική γλώσσα βιβλία για τη γενοκτονία των Αρμενίων, γεγονός που κόστισε στον ίδιο και τη σύζυγό του πολλές διώξεις και φυλακίσεις.
Ο Τανέρ Ακτζάμ ξεκίνησε έρευνες για τα βασανιστήρια στην Τουρκία, οι οποίες τον οδήγησαν στην ανακάλυψη των σφαγών των Αρμενίων στα τέλη του 19ου αιώνα και, τελικά, στη γενοκτονία. Η συνεργασία του με τον διαπρεπή Αρμένιο ιστορικό Βαχάκν Νταντριάν έδωσε ορισμένα ιστορικά έργα και αποκατέστησε τους δεσμούς και τη φιλία μεταξύ Αρμενίων και Τούρκων διανοουμένων, η οποία είχε διακοπεί με τη γενοκτονία.10
Μια μικρή ομάδα καθηγητών του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν επιχείρησε να μελετήσει την τουρκο-αρμενική ιστορία ακολουθώντας διεπιστημονική προσέγγιση. Τα επτά διεθνή συνέδρια που οργάνωσε η ομάδα επέτρεψαν να βγει η γενοκτονία των Αρμενίων από το περιθώριο του πανεπιστημιακού κόσμου και να βρεθεί στην καρδιά των οθωμανικών σπουδών και της μελέτης των γενοκτονιών.11
Έλαχε, όμως, στον Χραντ Ντινκ, δημοσιογράφο τουρκο-αρμενικής καταγωγής και συντάκτη της εβδομαδιαίας εφημερίδας «Agos», να κεντρίσει το ενδιαφέρον της τουρκικής κοινής γνώμης για το αρμενικό ζήτημα. Απευθύνθηκε στη συνείδηση των Τούρκων με απλές λέξεις. Κάποτε υπήρχε ένας λαός που λεγόταν Αρμένιοι και ζούσε στα χώματα αυτά, τώρα δεν υπάρχει πια. Τι του συνέβη;
Ο Ντινκ διώχθηκε από το κράτος, σύρθηκε από δίκη σε δίκη, μέχρι που δολοφονήθηκε μέρα μεσημέρι μπροστά στα γραφεία της εφημερίδας του, το 2007. Ο φόνος πυροδότησε μαζική διαδήλωση, όπου οι εκατό χιλιάδες άνθρωποι που ακολουθούσαν το φέρετρό του τραγουδούσαν: «Είμαστε όλοι Χραντ Ντινκ! Είμαστε όλοι Αρμένιοι». Κάποτε ο Ντινκ είχε πει ότι οι δύο λαοί είναι άρρωστοι: «Οι Αρμένιοι υποφέρουν από τραύμα και οι Τούρκοι από παράνοια». Μπορεί να ελπίσει κανείς ότι η αλήθεια θα είναι θεραπευτική;
* O Vicken Cheterian είναι δημοσιογράφος, συγγραφέας του βιβλίου «Open Wounds: Armenians, Turks, and a Century of Genocide», Hurst & Company, Λονδίνο, 2015.
1 Fethiye Cetin, «Le Livre de ma grand-mère», L'Aube, Λα Τουρ ντ'Εγκ, 2006.
2 Ayse Gul Altinay και Fethiye Cetin, «Les Petits-Enfants», Actes Sud, Αρλ, 2011.
3 Laurence Ritter και Max Sivaslian, «Les Restes de l'épée. Les Arméniens cachés et islamisés de Turquie», Thaddée, Παρίσι, 2012.
4 (Σ.τ.Μ.) Οι Ασσυροχαλδαίοι είναι εθνικο-θρησκευτική μειονότητα στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Είναι χριστιανοί και, κατά την εποχή της γενοκτονίας, ζούσαν κυρίως σε εδάφη του σημερινού Ιράκ, αλλά, επίσης, της σημερινής Τουρκίας, της Συρίας και του Ιράν.
5 (Σ.τ.Μ.) Οι Γιεζίντι είναι κουρδική θρησκευτική κοινότητα. Την εποχή της γενοκτονίας ζούσαν σε εδάφη του σημερινού Ιράκ, της Τουρκίας και της Συρίας. Το καλοκαίρι του 2014 οι Γιεζίντι του βορείου Ιράκ δέχτηκαν επίθεση από το Ισλαμικό Κράτος (IS).
6 Βλ. Rifat N. Bali, «Model Citizens of the State: The Jews of Turkey During the Multi-Party Period», Fairleigh Dickinson, Μάντισον, 2012.
7 Βλ. Vahakn N. Dadrian, «German Responsibility in the Armenian Genocide: A Review of the Historical Evidence of German Complicity», Blue Crane Books, Γουότερταουν, 1998.
8 Βλ. Stefan Ihrig, «Ataturk in the Nazi Imagination», Harvard University Press, Κέιμπριτζ, 2014.
9 Βλ. το κεφάλαιο ΙΙΙ του «War and Peace in the Caucasus: Russia's Troubled Frontier», Hurst & Company, 2009.
10 Βλ., για παράδειγμα, Vahakn N. Dadrian, και Taner Akçam, «Judgment at Istanbul: The Armenian Genocide Trials», Berghahn Books, Νέα Υόρκη, 2011.
11 Ορισμένα από τα έργα τους δημοσιεύτηκαν στην έκδοση Ronald Grigor Suny, Fatma Muge Goçek και Norman M. Naimark (διευθ.), «A Question of Genocide: Armenians and Turks at the end of the Ottoman Empire», Oxford University Press, 2011.
Επιμέλεια: Χάρης Λογοθέτης-AYΓΗ