του Κώστα Ράπτη Οι ελληνορωσικές σχέσεις σημαδεύονται
από (τουλάχιστον) ένα παράδοξο. Από τη μία ο Έλληνας πρωθυπουργός
αποτελεί τον μόνο ηγέτη της Ε.Ε. που συμμετέχει στο Διεθνές Οικονομικό
Φόρουμ της Αγίας Πετρούπολης – στο οποίο και θα λάβει το λόγο τιμητικά
αμέσως μετά την εναρκτήρια ομιλία του Vladimir Putin. Από την άλλη,
όμως, η Αθήνα συναινεί στην πολιτική των ευρωπαϊκών κυρώσεων κατά της
Ρωσίας.Ήδη την Τετάρτη οι κυρώσεις που
υιοθετήθηκαν πέρσι και έληγαν τον Ιούλιο ανανεώθηκαν για άλλο ένα
εξάμηνο, διακριτικώς (σε επίπεδο Μονίμων Αντιπροσώπων της Ε.Ε.) και
ομοφώνως, όπως προβλέπεται. Δύσκολα θα χαρακτήριζε κανείς αυτή τη στάση
ως προετοιμασία για ρήξη με την ευρω-ατλαντική συναίνεση επί του θέματος
– όσο και αν η Αθήνα ή το Κρεμλίνο αρέσκονται να παίζουν επικοινωνιακά
με τα νεο-ψυχροπολεμικά αντανακλαστικά του δυτικού ακροατηρίου.
Η ελληνορωσική συνεργασία έχει όρια. Και
αυτό δεν το αποκαλύπτουν μόνο οι ενέργειες της ελληνικής πλευράς αλλά
και τα μηνύματα της Μόσχας – όταν λ.χ. τονίζει συχνά πυκνά ότι το
ενδεχόμενο χρηματοδοτικής βοήθειας προς την Ελλάδα "δεν έχει προβλεφθεί
στον ρωσικό προϋπολογισμό”.Το συγκεκριμένο modus vivendi είναι
αποκαλυπτικό για τις πραγματικές ιεραρχήσεις της ρωσικής ηγεσίας – και η
άρση των κυρώσεων (σε αντίθεση λ.χ. με το σχέδιο πλήρους παράκαμψης της
Ουκρανίας ως διακομιστή φυσικού αερίου μέχρι το 2019, μέσω της
κατασκευής εναλλακτικών αγωγών όπως ο Turkish Stream) δεν προέχει σε
αυτές.
Οι λόγοι είναι πολλοί. Το πλέγμα των
κυρώσεων και αντικυρώσεων έχει δώσει στη Ρωσία μια πρώτης τάξεως
ευκαιρία να ανακτήσει την εγχώρια αγορά της, ιδίως στα αγροτικά
προϊόντα. "Όσο νωρίτερα αρθούν οι κυρώσεις, τόσο το χειρότερο για τον
εκσυγχρονισμό της ρωσικής οικονομίας” δήλωσε τον Οκτώβριο ο αντιπρόεδρος
της ρωσικής κυβέρνησης Igor Shuvalov, τονίζοντας ότι το υφιστάμενο
περιβάλλον υποχρεώνει τις επιχειρήσεις να αυξήσουν την παραγωγικότητά
τους και να μειώσουν τη χρηματοδοτική εξάρτησή τους από τη Δύση.
Επιπλέον, η διαιώνιση των κυρώσεων
εξυπηρετεί πολιτικά τον Putin, εξασφαλίζοντάς του δημοτικότητα της τάξης
του 80%, καθώς ο ρωσικός πληθυσμός αποδίδει σε εχθρικές κινήσεις του
ξένου παράγοντα τις αναταράξεις στην οικονομία της Ρωσίας, οι οποίες
ούτως ή άλλως θα επέρχονταν και οφείλονται πρωτίστως στην πτώση της
οικονομίας του πετρελαίου.
Όλοι οι Ρώσοι ιθύνοντες τονίζουν ότι η
οικονομική πολιτική σχεδιάζεται για την επόμενη διετία με την παραδοχή
ότι οι κυρώσεις θα συνεχισθούν. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι η
ρωσική πλευρά δεν έθεσε ζήτημα άρσης τους ούτε κατά την επίσκεψη του
Ιταλού πρωθυπουργού Matteo Renzi στη Μόσχα τον Μάρτιο, ούτε κατά τις
πολύωρες διαβουλεύσεις με τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών John Kerry
στο Σότσι τον Μάιο.
Πράγματι, όπως σε κάθε αντίστοιχο
διεθνές προηγούμενο, οι κυρώσεις αποκτούν μια δική τους "ζωή” και
αποδεικνύεται δυσκολότερο να αρθούν, παρά να υιοθετηθούν. Άλλωστε, όπως
επίσης συνέβη σε άλλες περιπτώσεις κατά το παρελθόν, όλοι οι παίκτες της
διεθνούς αγορές μαθαίνουν να τις παρακάμπτουν. Είναι χαρακτηριστικό
ότι, όπως ανέφεραν οι Financial Times, η BP διαπραγματεύεται συμφωνία
για την απόκτηση από την Rosneft του 20% σιβηριανού πετρελαϊκού
κοιτάσματος έναντι 700 εκατ. δολαρίων. Η Eni και η Statoil έλαβαν από
τις πρωτεύουσές τους την άδεια να συνεχίσουν την συνεργασία τους με την
Rosneft, ενώ η Shell αναμένει από την ολλανδική κυβέρνηση το πράσινο φώς
για να προτείνει νέα projects στην Gazprom Neft.Επιπλέον, η ανανέωση των κυρώσεων της
Ε.Ε. για ένα εξάμηνο (η οποία είχε προαναγγελθεί από.... τον Barack
Obama στη Σύνοδο της G7) είναι ένα ζήτημα το οποίο αναμένεται να
εντείνει στο μέλλον τις τριβές μεταξύ των 28 – εξ ού και επιλέχθηκε η
χαμηλού προφίλ διαδικασία των Μονίμων Αντιπροσώπων. Η Ρωσία μπορεί να
αναμένει, χωρίς προς το παρόν να δρά.
CAPITAL.GR