Τα πρόσφατα αιματηρά γεγονότα που έλαβαν χώρα στην
Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας αποτελούν έναν ακόμα
κρίκο στη μακριά αλυσίδα των βίαιων συγκρούσεων που, με
μικρότερη ή μεγαλύτερη συχνότητα, συγκλονίζουν τα δυτικά Βαλκάνια τα
τελευταία είκοσι πέντε χρόνια.
Εντούτοις, σε αντίθεση με παρόμοιες περιπτώσεις στο παρελθόν, όταν τα αίτια της βίας ήταν περισσότερο ορατά, η αιματοχυσία στο Κουμάνοβο χρήζει ιδιαίτερης προσοχής καθώς γεννά μια σειρά από ερωτήματα, με σημαντικότερο όλων το τί πραγματικά προκάλεσε τις συγκρούσεις που άφησαν πίσω τους είκοσι δύο νεκρούς και τριάντα επτά τραυματίες στην τρίτη μεγαλύτερη πόλη της ΠΓΔΜ, και είχαν ως αποτέλεσμα τη σύλληψη περισσότερων από τριάντα ατόμων με κατηγορίες για τρομοκρατία.Η επίσημη περιγραφή των γεγονότων κάνει λόγο για μια σχεδιασμένη προσπάθεια των δυνάμεων ασφαλείας στης χώρας να αντιμετωπίσουν μια καλά οργανωμένη ομάδα Αλβανών τρομοκρατών, που προερχόμενοι από "γειτονική χώρα" είχαν εισέλθει στην ΠΓΔΜ στις αρχές Απριλίου, σχεδιάζοντας επιθέσεις εναντίον κυβερνητικών στόχων προκειμένου να αποσταθεροποιήσουν τη χώρα.
Μια συνολική θεώρηση όλων των πληροφοριών και δηλώσεων που προέρχονται από κυβερνητικές πηγές της γείτονος χώρας οδηγεί στο ακόλουθο συμπέρασμα: Οι αρχές της ΠΓΔΜ, πριν καν κοπάσει ο θόρυβος από τις συγκρούσεις στο Κουμάνοβο, επαναφέρουν στο προσκήνιο το μείζον θέμα της εθνοτικής αντιπαλότητας στα Βαλκάνια. Δεδομένου ότι δεν έχει περάσει αρκετός χρόνος ώστε να ερευνηθούν σε βάθος τα εν λόγω γεγονότα και να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα, η βιασύνη των αρχών να παρουσιάσουν τις εξελήξεις ως μια σπουδαία νίκη εναντίον της αλβανικής τρομοκρατίας στην περιοχή μοιάζει το λιγότερο ύποπτη, για δύο λόγους.
Πρώτον, γιατί πίσω από την επίσημη παρουσίαση των γεγονότων ελλοχεύει ο κίνδυνος της αναζωπύρωσης του εθνικιστικού μίσους μεταξύ των Αλβανών και των Σλάβων στην ευρύτερη περιοχή, καθώς οι συλλογικές μνήμες φέρουν ακόμα τα τραύματα από τις δύο προηγούμενες δεκαετίες. Ήδη, το εθνικιστικό Κίνημα Αυτοδιάθεσης του Κοσόβου κατηγόρησε τον Γκρουέφσκι για στοχοποίηση των Αλβανών της ΠΓΔΜ και χρήση υπερβολικής βίας από την αστυνομία εναντίον τους, ενώ ο Αλβανός πρωθυπουργός Ράμα ακύρωσε την προγραμματισμένη για τις 14 Μαϊου επίσκεψη του στην ΠΓΔΜ υπό το βάρος της κλιμακούμενης έντασης στη χώρα.
Καταλήγοντας, και ενώ κανείς δεν μπορεί να προβέψει με σιγουριά τί θα συμβεί στο πολιτικό σκηνικό της ΠΓΔΜ στο άμεσο μέλλον, το συμπέρασμα που προκύπτει τη δεδομένη χρονική στιγμή είναι το εξής: Η κυβέρνηση Γκρουέφσκι έχει χάσει εδώ και πολύ καιρό την εμπιστοσύνη μιας μεγάλης μερίδας του πληθυσμού ανεξαρτήτως εθνοτικής προέλευσης, και η χώρα συνεχίζει να μαστίζεται από σοβαρά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα. Οι προαναφερθείσες κατηγορίες εναντίον του πρωθυπουργού και άλλων αξιωματούχων για διαφθορά και συμμετοχή σε εγκληματικές πράξεις οξύνουν περαιτέρω το ήδη τεταμένο κλίμα, και μειώνουν σημαντικά τα περιθώρια της κυβέρνησης για πολιτικούς ελιγμούς. Υπό αυτό το πρίσμα, τα γεγονότα στο Κουμάνοβο σηματοδοτούν μια άκρως επικίνδυνη καμπή για την χώρα.
Στην πέριπτωση που πρόκειται όντως για μια αλβανική τρομοκρατική ομάδα, επανέρχεται στο προσκήνιο το εφιαλτικό σενάριο της αναζωπύρωσης του εθνικισμού στα Βαλκάνια, οι επιπτώσεις του οποίου είναι αδύνατο να υπολογιστούν. Από την άλλη πλευρά, αν επαληθευτούν οι υποψίες πως πρόκειται για ένα σκηνοθετημένο επεισόδιο, με στόχο να βγάλει από το στόχαστρο της κοινής γνώμης την κυβέρνηση κατασκευάζοντας έναν εξωτερικό κίνδυνο, θα μπορεί να γίνει λόγος για μια πράξη κυβερνητικής τρομοκρατίας εναντίον όλων των πολιτών της ΠΓΔΜ. Και τα δύο σενάρια είναι το ίδιο επικίνδυνα, καθώς εμπεριέχουν την πιθανότητα αποσταθεροποίησης μιας ήδη ασταθούς περιοχής πολύ κοντά στα ελληνικά σύνορα.
Εντούτοις, σε αντίθεση με παρόμοιες περιπτώσεις στο παρελθόν, όταν τα αίτια της βίας ήταν περισσότερο ορατά, η αιματοχυσία στο Κουμάνοβο χρήζει ιδιαίτερης προσοχής καθώς γεννά μια σειρά από ερωτήματα, με σημαντικότερο όλων το τί πραγματικά προκάλεσε τις συγκρούσεις που άφησαν πίσω τους είκοσι δύο νεκρούς και τριάντα επτά τραυματίες στην τρίτη μεγαλύτερη πόλη της ΠΓΔΜ, και είχαν ως αποτέλεσμα τη σύλληψη περισσότερων από τριάντα ατόμων με κατηγορίες για τρομοκρατία.Η επίσημη περιγραφή των γεγονότων κάνει λόγο για μια σχεδιασμένη προσπάθεια των δυνάμεων ασφαλείας στης χώρας να αντιμετωπίσουν μια καλά οργανωμένη ομάδα Αλβανών τρομοκρατών, που προερχόμενοι από "γειτονική χώρα" είχαν εισέλθει στην ΠΓΔΜ στις αρχές Απριλίου, σχεδιάζοντας επιθέσεις εναντίον κυβερνητικών στόχων προκειμένου να αποσταθεροποιήσουν τη χώρα.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον εκπρόσωπο τύπου της αστυνομίας, η εν λόγω τρομοκρατική ομάδα ήταν υπεύθυνη για την επίθεση της 21ης Απριλίου στο αστυνομικό φυλάκιο του Γκόσιντσε, στα σύνορα ΠΓΔΜ - Κοσόβου, και για την σύντομη ομηρία των τεσσάρων αστυνομικών που βρίσκονταν εκεί. Αμέσως μετά τη λήξη των επιχειρήσεων στο Κουμάνοβο, ο πρωθυπουργός Γκρουέφσκι σε τηλεοπτικό του διάγγελμα έσπευσε να εξάρει τον επαγγελματισμό των δυνάμεων ασφαλείας της χώρας, δηλώνοντας περίφανος για την εξουδετέρωση της πιο επικίνδυνης τρομοκρατικής ομάδας στα Βαλκάνια. Σύμφωνα με πηγές της αστυνομίας και του Υπουργείου Εσωτερικών, η ένοπλη ομάδα που εξουδετερώθηκε στο Κουμάνοβο αποτελούνταν από πρώην μέλη του αλβανικού Εθνικού Απελευθερωτικού Στρατού (National Liberation Army) που έδρασε στην ΠΓΔΜ από το 1999 εως το 2001, και που θεωρούνταν ευρέως ως συγγενική οργάνωση του Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσόβου (Kosovo Liberation Army).
Μια συνολική θεώρηση όλων των πληροφοριών και δηλώσεων που προέρχονται από κυβερνητικές πηγές της γείτονος χώρας οδηγεί στο ακόλουθο συμπέρασμα: Οι αρχές της ΠΓΔΜ, πριν καν κοπάσει ο θόρυβος από τις συγκρούσεις στο Κουμάνοβο, επαναφέρουν στο προσκήνιο το μείζον θέμα της εθνοτικής αντιπαλότητας στα Βαλκάνια. Δεδομένου ότι δεν έχει περάσει αρκετός χρόνος ώστε να ερευνηθούν σε βάθος τα εν λόγω γεγονότα και να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα, η βιασύνη των αρχών να παρουσιάσουν τις εξελήξεις ως μια σπουδαία νίκη εναντίον της αλβανικής τρομοκρατίας στην περιοχή μοιάζει το λιγότερο ύποπτη, για δύο λόγους.
Πρώτον, γιατί πίσω από την επίσημη παρουσίαση των γεγονότων ελλοχεύει ο κίνδυνος της αναζωπύρωσης του εθνικιστικού μίσους μεταξύ των Αλβανών και των Σλάβων στην ευρύτερη περιοχή, καθώς οι συλλογικές μνήμες φέρουν ακόμα τα τραύματα από τις δύο προηγούμενες δεκαετίες. Ήδη, το εθνικιστικό Κίνημα Αυτοδιάθεσης του Κοσόβου κατηγόρησε τον Γκρουέφσκι για στοχοποίηση των Αλβανών της ΠΓΔΜ και χρήση υπερβολικής βίας από την αστυνομία εναντίον τους, ενώ ο Αλβανός πρωθυπουργός Ράμα ακύρωσε την προγραμματισμένη για τις 14 Μαϊου επίσκεψη του στην ΠΓΔΜ υπό το βάρος της κλιμακούμενης έντασης στη χώρα.
Στον αντίποδα, το Υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσίας εξέφρασε την ανησυχία του για τις αυξανόμενες αντιδράσεις εναντίον της κυβέρνησης Γκρουέφσκι, υποστηρίζοντας ότι η αντιπολίτευση και οι ΜΚΟ στην ΠΓΔΜ προωθούν τα συμφέροντα της Δύσης και αποσκοπούν στην αποστεθεροποίηση της χώρας. Στο ίδιο μήκος κύματος, ο επικεφαλής της Στρατιωτικής Υπηρεσίας Ασφάλειας της Σερβίας δήλωσε ότι ο στόχος των Αλβανών τρομοκρατών που συμμετείχαν στις συγκρούσεις στο Κουμάνοβο ήταν η αποσταθεροποίηση της ευρύτερης περιοχής και η προώθηση της ιδέας της Μεγάλης Αλβανίας. Μιας ιδέας που, σύμφωνα με την ίδια πηγή, απολαμβάνει την υποστήριξη συγκεκριμένων κύκλων της Δύσης.Δεύτερον, γιατί οι πρόσφατες εχθροπραξίες γεννούν έντονες υποψίες ως προς τη χρονική τους συγκυρία. Πιο συγκεκριμένα, τους τελευταίους μήνες η ΠΓΔΜ συγκλονίζεται από μια σειρά σκανδάλων, καθώς ο πρωθυπουργός και άλλα υψηλόβαθμα στελέχη της κυβέρνησης κατηγορούνται για διαφθορά, κατάχρηση εξουσίας, παραποίηση εκλογικών αποτελεσμάτων, χειραγώγηση του δικαστικού συστήματος, παράνομες συλλήψεις και φυλάκιση πολιτικών τους αντιπάλων, εκτεταμένη χρήση βίας από τις δυνάμεις ασφαλείας εναντίον διαδηλωτών, καθώς και για συμμετοχή και συγκάλυψη εγκλημάτων. Το Σοσιαλιστικό Δημοκρατικό κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης που ηγείται της προσπάθειας για την αλλαγή κυβέρνησης έχει δώσει στη δημοσιότητα στοιχεία που εμπλέκουν τον Γκρουέφκσι και μέλη του υπουργικού συμβουλίου στη συγκάλυψη της δολοφονίας ενός πολίτη το 2011 από πυρά της αστυνομίας.
Επιπλέον, από τον Φεβρουάριο, η αντιπολίτευση δημοσιεύει σταδιακά τηλεφωνικές συνομιλίες του Γκρουέφσκι με τον διοικητή της Υπηρεσίας Πληροφοριών της αστυνομίας, ο οποίος είναι εξάδελφος του πρωθυπουργού, κατηγορώντας τους για την παράνομη παρακολούθηση περίπου είκοσι χιλιάδων πολιτών τα τελευταία χρόνια, μεταξύ των οποίων δημοδιογράφοι, δικαστές και εισαγγελείς, δήμαρχοι, ακόμα και μέλη της κυβέρνησης. Οι εν λόγω κατηγορίες έχουν ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων στο εσωτερικό της χώρας, με σχεδόν καθημερινές διαδηλώσεις χιλιάδων πολιτών, που απαιτούν την παραίτηση της κυβέρνησης.Εύλογα λοιπόν γεννάται το ερώτημα αν τα γεγονότα στο Κουμάνοβο ήταν μια σχεδιασμένη απόπειρα της κυβέρνησης να στρέψει το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης μακριά από τις πολιτικές εξελίξεις, και παίζοντας το χαρτί του εθνικισμού να δημιουργήσει την εντύπωση ότι η χώρα κινδυνεύει από την δράση ένοπλων ριζοσπαστικών ομάδων που αποσκοπούν στην προώθηση μιας αλβανικής εθνικιστικής ατζέντας στην περιοχή.
Οι υποψίες πως η αιματοχυσία στο Κουμάνοβο ήταν σκηνοθετημένη από την κυβέρνηση Γκρουέφσκι σε συνεργασία με τις δυνάμεις ασφαλείας γίνονται εντονότερες λαμβάνοντας υπόψιν μια σειρά από άλλα στοιχεία. Πιο συγκεκριμένα, την επαύριο των συγκρούσεων τόσο οι Σλάβοι όσο και οι Αλβανοί κάτοικοι του Κουμάνοβο δήλωσαν παντελή άγνοια για την παρουσία μιας τόσο μεγάλης και βαριά οπλισμένης τρομοκρατικής ομάδας στην περιοχή τους, υποστηρίζοντας ότι δεν είχαν παρατηρήσει τίποτα το ασυνήθιστο στην πόλη τους τις μέρες πριν από τις συγκρούσεις. Ακόμα μεγαλύτερη εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι μια εβδομάδα πριν απο τα τραγικά γεγονότα, το Κουμάνοβο φιλοξένησε το συνέδριο του κυβερνώντος κόμματος, κατά τη διάρκεια του οποίου τα μέτρα ασφαλείας στην περιοχή ήταν ιδιαίτερα αυξημένα.Η κυβέρνηση Γκρουέφσκι καλείται λοιπόν να εξηγήσει πώς η εν λόγω τρομοκρατική ομάδα κατάφερε να εισέλθει και να να εγκατασταθεί στο Κουμάνοβο παρά την έντονη αστυνομική παρουσία στην περιοχή, τη στιγμή μάλιστα που οι αρχές του Κοσόβου δήλωσαν ότι δεν παρατηρήθηκε κάμια ύποπτη διέλευση στα σύνορα Κοσόβου - ΠΓΔΜ το τελευταίο διάστημα. Επιπλέον, τα γεγονότα στο Κουμάνοβο συνέβησαν λιγότερο από δύο μήνες μετά τις καταγγελίες ενός πρώην στρατηγού της αστυνομίας και νυν ακτιβιστή της αντιπολίτευσης, ο οποίος τον Μάρτιο είχε δηλώσει δημοσίως πως σύμφωνα με πηγές του εντός των δυνάμεων ασφαλείας η κυβέρνηση σχεδίαζε την τεχνιτή πρόκληση εθνικιστικών εντάσεων στην περιοχή, παρά την ειρηνική συνύπαρξη όλων των εθνοτικών ομάδων της χώρας, προκειμένου να στρέψει το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης μακριά από τα εν εξελίξει σκάνδαλα.
Καταλήγοντας, και ενώ κανείς δεν μπορεί να προβέψει με σιγουριά τί θα συμβεί στο πολιτικό σκηνικό της ΠΓΔΜ στο άμεσο μέλλον, το συμπέρασμα που προκύπτει τη δεδομένη χρονική στιγμή είναι το εξής: Η κυβέρνηση Γκρουέφσκι έχει χάσει εδώ και πολύ καιρό την εμπιστοσύνη μιας μεγάλης μερίδας του πληθυσμού ανεξαρτήτως εθνοτικής προέλευσης, και η χώρα συνεχίζει να μαστίζεται από σοβαρά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα. Οι προαναφερθείσες κατηγορίες εναντίον του πρωθυπουργού και άλλων αξιωματούχων για διαφθορά και συμμετοχή σε εγκληματικές πράξεις οξύνουν περαιτέρω το ήδη τεταμένο κλίμα, και μειώνουν σημαντικά τα περιθώρια της κυβέρνησης για πολιτικούς ελιγμούς. Υπό αυτό το πρίσμα, τα γεγονότα στο Κουμάνοβο σηματοδοτούν μια άκρως επικίνδυνη καμπή για την χώρα.
Στην πέριπτωση που πρόκειται όντως για μια αλβανική τρομοκρατική ομάδα, επανέρχεται στο προσκήνιο το εφιαλτικό σενάριο της αναζωπύρωσης του εθνικισμού στα Βαλκάνια, οι επιπτώσεις του οποίου είναι αδύνατο να υπολογιστούν. Από την άλλη πλευρά, αν επαληθευτούν οι υποψίες πως πρόκειται για ένα σκηνοθετημένο επεισόδιο, με στόχο να βγάλει από το στόχαστρο της κοινής γνώμης την κυβέρνηση κατασκευάζοντας έναν εξωτερικό κίνδυνο, θα μπορεί να γίνει λόγος για μια πράξη κυβερνητικής τρομοκρατίας εναντίον όλων των πολιτών της ΠΓΔΜ. Και τα δύο σενάρια είναι το ίδιο επικίνδυνα, καθώς εμπεριέχουν την πιθανότητα αποσταθεροποίησης μιας ήδη ασταθούς περιοχής πολύ κοντά στα ελληνικά σύνορα.