Η αποτυχία παρέμβασης δημιούργησε έντονα προβλήματα στην παγκόσμια
καπιταλιστική οικονομία και άρχισε ένας έντονος προβληματισμός για την
αναγκαιότητα ή όχι του κρατικού παρεμβατισμού. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα του
έντονου προβληματισμού υπήρξαν κάποια δείγματα κρατικής παρέμβασης τα
οποία όμως δεν ήταν ικανά να αποτρέψουν το κραχ του χρηματιστηρίου της
Νέας Υόρκης το 1929.
Η μεγάλη ανεργία στις χώρες της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης και η έλλειψη κοινωνικής ασφάλισης, δημιούργησαν δυσάρεστα κοινωνικά φαινόμενα όπως τα συσσίτια των ανέργων και οι πορείες των πεινασμένων στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Η έκρηξη των κοινωνικών αντιδράσεων οδήγησε στην αναγκαιότητα της επιλογής για την ύπαρξη του κράτους κοινωνικής πρόνοιας που έγινε σχεδόν καθολικό αίτημα των ευρωπαϊκών λαών.
Η οικονομική κρίση της εποχής του μεσοπολέμου δημιούργησε μια έντονη κινητικότητα στο πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο που ευνόησαν την ανάπτυξη κινημάτων της άκρας δεξιάς που κατάφεραν να χτυπήσουν τα εργατικά συνδικάτα ως δύναμη κοινωνικής ανατροπής και να προβάλλουν το πρότυπο του «εθνικιστικού καπιταλισμού» με χαρακτηριστικό παράδειγμα την εντυπωσιακή βιομηχανική οικονομία του Γ΄ Ράιχ στη Γερμανία, που οδήγησε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η άνοδος της φασιστικής Γερμανίας επηρέασε αρκετές χώρες όπως το Βέλγιο που άρχισε να ελπίζει στην ευρωπαϊκή ανοικοδόμηση υπό γερμανικό έλεγχο. Ο γερμανοκεντρισμός επιδίωκε μια πανευρωπαϊκή ενοποιημένη οικονομία μέσω μιας ελεύθερης από δασμούς συναλλαγματικής ζώνης και με μια υπερεθνική επένδυση κεφαλαίων σε λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές. Η επικράτηση της Γερμανίας στην αρχή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οδήγησε γρήγορα σε μια νέα φεουδαρχοποίηση της Ευρώπης υπό γερμανική κατοχή καθώς μεγάλο μέρος της κεντροευρωπαϊκής βαριάς βιομηχανίας ενσωματώθηκε στη γερμανική εθνική βιομηχανία.
Παράλληλα οι φυλετικές εθνοκαθάρσεις οδήγησαν στην ραγδαία μείωση του πληθυσμού τόσο στη Δυτική όσο και στην Ανατολική Ευρώπη και σε συνδυασμό με την καταστροφή των υποδομών, τους εκτοπισμένους, τους πρόσφυγες, τους απελευθερωμένους αιχμαλώτους και τους σκλάβους εργασίας δημιούργησαν ένα εκρηκτικό κοινωνικό μίγμα. Η απώλεια των παραγωγικών πόρων και η μείωση του εργατικού δυναμικού δημιούργησαν μεταπολεμικά μια δεινή οικονομική κατάσταση. Μετά το τέλος του πολέμου αναζωπυρώθηκαν παλιές έχθρες και υπήρξαν έντονες διαβουλεύσεις για τη δημιουργία νέων πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών στρατηγικών που οδήγησαν τελικά στην εποχή του διπολισμού και του ψυχρού πολέμου.
Στην Δυτική Ευρώπη μεταπολεμικά άρχισε ο σχεδιασμός μιας νέας καπιταλιστικής οικονομίας που βασιζόταν σε κεϋνσιανές παρεμβατικές πολιτικές σε μια προσπάθεια από την πλευρά του κράτους για την στήριξη των εισοδημάτων, την κάλυψη της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, την κοινωνική ασφάλιση, την εκπαίδευση και παράλληλα την παρότρυνση της υψηλής παραγωγικότητας, της μαζικής κατανάλωσης, της αύξησης των επενδύσεων και της αναζωογόνησης των εμπορικών συναλλαγών. Στο πλαίσιο αυτό επιχειρήθηκε η πολιτική και οικονομική ομογενοποίηση αρχικά με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα που δημιουργήθηκε σχεδόν ταυτόχρονα με την Ευρωπαϊκή Ένωση Πληρωμών που βοηθούσε τα κράτη οφειλέτες και στη συνέχεια με την δημιουργία το 1959 της ΕΟΚ.
Από την αρχή οι περισσότερες χώρες με εξαίρεση την Γερμανία και την Ιταλία προσεταιρίστηκαν τον κρατισμό δίνοντας έμφαση στην κοινωνική αλληλεγγύη με την μετατόπιση του κέντρου βάρους από τους οικονομικούς δείκτες και ενισχύοντας την πλήρη απασχόληση και την ανάπτυξη. Επιπρόσθετα όμως υπήρξε μια παράλληλη ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα που σε συνδυασμό με τον δημόσιο επιχείρησαν την μεταπολεμική ανοικοδόμηση και την ανάπτυξη. Σε αυτόν το στόχο βοήθησε η τεχνολογική επανάσταση που ευνόησε τη βιομηχανία σε διάφορους κλάδους όπως για παράδειγμα τον κλάδο της αυτοκινητοβιομηχανίας.
Το κράτος πρόνοιας υπήρξε ως μια επιλογή για την ανακούφιση των λαϊκών στρωμάτων από τα δεινά που επέφερε ο πόλεμος και υπό τον φόβο των κοινωνικών αντιδράσεων λόγω της φτώχειας και της εξαθλίωσης. Μέσω του κράτους πρόνοιας επιχειρήθηκε η αποτροπή του κομμουνιστικού κινδύνου και οι κυβερνήσεις επιδόθηκαν σε μια προσπάθεια κοινωνικών παροχών που θα έφερνε την κοινωνική ειρήνη και ομαλοποίηση. Οι κοινωνικές παροχές αποτέλεσαν το όχημα για την ανεμπόδιστη κυριαρχία του καπιταλιστικού συστήματος.
Ο σχεδιασμός της μεταπολεμικής Ευρώπης εγκαινιάστηκε από τις ΗΠΑ καθώς σημαντικό ρόλο για τις ευρωπαϊκές οικονομίες διαδραμάτισε το σχέδιο Μάρσαλ με το οποίο επιχειρήθηκε το ξεπέρασμα της απορρύθμισης και της κρίσης μέσω της αυτοσυντηρούμενης ανάπτυξης. Για την εφαρμογή του σχεδίου Μάρσαλ δημιουργήθηκε το 1948 ο Οργανισμός Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας. Το σχέδιο Μάρσαλ εφαρμόστηκε σε πολλές χώρες και κυρίως στην Ελλάδα και την Ιταλία όπου η οικονομική βοήθεια των ΗΠΑ στόχευε στην οικονομική τους ανάπτυξη. Η αμερικανική παρέμβαση έγινε και σε άλλες χώρες κυρίως όσον αφορούσε στην βιομηχανική και επιχειρηματική οργάνωση με προγράμματα ανταλλαγών και με ενημερωτικά σεμινάρια από διοικητικά ή συνδικαλιστικά στελέχη.
Η παραγραφή μεγάλου μέρους των πολεμικών αποζημιώσεων μαζί με το σχέδιο Μάρσαλ ευνόησαν πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Για παράδειγμα στη Μ. Βρετανία που είχε μεγάλο έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών το σχέδιο Μάρσαλ εξάλειψε κατά μεγάλο μέρος τις ελλείψεις σε τρόφιμα και δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την άρση έως το 1950 των πολυάριθμων ελέγχων στις τιμές, τις εισαγωγές και τις επενδύσεις. Με αυτήν την αφετηρία η Μ. Βρετανία κατάφερε μετά το 1950 να προχωρήσει χωρίς βοήθεια στην οικονομική της ανάπτυξη.
Η Γαλλία αμέσως μετά τον πόλεμο επιχείρησε να βασίσει την οικονομική της πρόοδο στην ανάπτυξη της τεχνολογίας. Ήδη από το 1945 υπήρξαν εθνικοποιήσεις σημαντικών παραγωγικών κλάδων όπως τα ανθρακωρυχεία, το γκάζι και το ηλεκτρικό, οι αερομεταφορές, οι μεγάλες ασφαλιστικές εταιρείες, η Τράπεζα της Γαλλίας, οι μεγαλύτερες εμπορικές τράπεζες και η αυτοκινητοβιομηχανία Renault. Με κύριο μέλημα τον εκσυγχρονισμό το εγχείρημα του Μονέ υπήρξε παράτολμο με βάση τις δυνατότητες της γαλλικής οικονομίας και η Γαλλία αναγκάστηκε να βασιστεί και αυτή σε σημαντικό βαθμό στην εξωτερική βοήθεια από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Στη Γερμανία τα πράγματα αρχικά ήταν πιο δύσκολα καθώς από τις συμμαχικές δυνάμεις θεωρήθηκε πως μια αδύναμη Γερμανία είναι μια ακίνδυνη Γερμανία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τον έλεγχο της βιομηχανικής παραγωγής και τον περιορισμό της σε ποσοστό 50% του αντίστοιχου επιπέδου του 1938. Η επιλογή αυτή δημιούργησε φαινόμενα φτώχειας στη Γερμανία ακόμη και στα μεσαία κοινωνικά στρώματα. Αργότερα όμως στοχεύοντας στην απομάκρυνση της Γερμανίας από την Ρωσική επιρροή έγινε η επιλογή της ανάκαμψης της γερμανικής οικονομίας, με την παραγραφή του χρέους της και με κινητήρια δύναμη την νομισματική μεταρρύθμιση και τη δημιουργία του νέου γερμανικού μάρκου.
Στην μεταπολεμική Ευρώπη και κυρίως στα βιομηχανικά κέντρα υπήρξε επίσης μια μεγάλη εισροή μεταναστών που ενδυνάμωσαν το εργατικό δυναμικό κυρίως σε χειρονακτικές δουλειές. Η προσφορά εργατικού δυναμικού, οι υψηλές αποδόσεις του κεφαλαίου και η δημιουργία ενός ενιαίου οικονομικού χώρου μεταξύ των Δυτικοευρωπαϊκών χωρών υπήρξαν καθοριστικοί παράγοντες της οικονομικής ανάπτυξης με καπιταλιστικά πρότυπα. Αυτό σε συνδυασμό με την διεθνή συνεργασία και ενσωμάτωση σε σχέση με τις ΗΠΑ δημιούργησε στο μεταπολεμικό κόσμο δύο πόλους με διαφορετικές σφαίρες επιρροής.
Αξίζει να σημειωθεί πως η μοναδική χώρα που δεν επηρεάστηκε από την οικονομική κρίση του 1929 ήταν η Σοβιετική Ένωση η οποία ακολουθώντας ένα άλλο μοντέλο ανάπτυξης και ανεπηρέαστη από την κατάρρευση του διεθνούς εμπορίου, ήταν η μόνη χώρα που παρουσίαζε εντυπωσιακό ρυθμό ανάπτυξης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα πολλοί οικονομολόγοι της εποχής εκείνης να μελετήσουν την σοβιετική οικονομία επιχειρώντας με την μελέτη του δικού της παραδείγματος να προκρίνουν λύσεις για την οικονομική κρίση του δυτικού κόσμου που έπληξε αρχικά την οικονομία των ΗΠΑ με την ραγδαία μείωση της εισαγωγικής και εξαγωγικής δραστηριότητας.
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Σοβιετική Ένωση είχε αμέτρητα ανθρώπινα θύματα και μεγάλες υλικές καταστροφές στις υποδομές της. Αυτή η κατάσταση σε συνδυασμό με την εδραίωση της Οκτωβριανής Επανάστασης αλλά και την εχθρότητα και απομόνωση που βίωσαν οι Ρώσοι για πάνω από δυο δεκαετίες οδήγησε την Ρωσική οικονομία σε ακόμη μεγαλύτερη απομόνωση αλλά και επιφύλαξη απέναντι στον Δυτικό κόσμο. Με το δόγμα πως η ισχύς εγγυάται την ασφάλεια στη ΕΣΣΔ ένα νέο πλέγμα διεθνών σχέσεων άρχισε να οικοδομείται.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ένα διαφορετικό πρότυπο οικονομικής ανάπτυξης που βασίστηκε στον κρατικό παρεμβατισμό και την κοινοκτημοσύνη. Η οικονομία της Ανατολικής Ευρώπης απέκλεισε τους όρους και τα πρότυπα της ελεύθερης αγοράς και βασίστηκε σε έναν αυστηρά συγκεντρωτικό έλεγχο. Η οικονομία του ανατολικού μπλοκ βασίστηκε σε έναν κεντρικό σχεδιασμό σύμφωνα με τον οποίο την απόλυτη ευθύνη για την οικονομική δραστηριότητα και την παραγωγική διαδικασία την είχε η κεντρική κυβέρνηση γιατί υπήρχε η κυρίαρχη άποψη πως μόνο μέσω της κρατικής παρέμβασης μπορούσε να επέλθει η οικονομική ευημερία.
Εν κατακλείδι στη Δυτική Ευρώπη ακολουθήθηκε η επιλογή της ελεύθερης αγοράς που σε συνδυασμό με τον κεϋνσιανισμό έδωσε ένα νέο πλαίσιο κίνησης του καπιταλιστικού συστήματος ώστε να έχει την κοινωνική συναίνεση. Από την άλλη στην Ανατολική Ευρώπη ακολουθήθηκε το μοντέλο της απόλυτα ελεγχόμενης οικονομίας από το κράτος. Δύο διαφορετικά μοντέλα πολιτικής κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης που καθόρισαν την πορεία του κόσμου μέχρι δυο δεκαετίες πριν με την ύπαρξη του ψυχρού πολέμου και του διπολισμού.
Σήμερα τίποτε δεν είναι δεδομένο. Νέοι δρόμοι περιμένουν την ευρωπαϊκή ήπειρο να τους διαβεί. Η νέα οικονομική κρίση απαιτεί γενναίες παρεμβάσεις υπέρ της ανάπτυξης και της συλλογικής αντιμετώπισης της υπερχρέωσης των ευρωπαϊκών κρατών. Απέναντι στην καταστροφική λιτότητα δεν επιτρέπεται να προτάξουμε νέους διαχωρισμούς στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Η Ευρώπη οφείλει να προτάξει κοινούς στόχους και με δημοκρατία, αλληλεγγύη και κοινωνική δικαιοσύνη να προχωρήσει στο μέλλον χωρίς να αφήνει περιθώρια για τη δημιουργία ενός νέου ψυχροπολεμικού κλίματος που ελλοχεύει κινδύνους και περιπέτειες.
Η μεγάλη ανεργία στις χώρες της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης και η έλλειψη κοινωνικής ασφάλισης, δημιούργησαν δυσάρεστα κοινωνικά φαινόμενα όπως τα συσσίτια των ανέργων και οι πορείες των πεινασμένων στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Η έκρηξη των κοινωνικών αντιδράσεων οδήγησε στην αναγκαιότητα της επιλογής για την ύπαρξη του κράτους κοινωνικής πρόνοιας που έγινε σχεδόν καθολικό αίτημα των ευρωπαϊκών λαών.
Η οικονομική κρίση της εποχής του μεσοπολέμου δημιούργησε μια έντονη κινητικότητα στο πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο που ευνόησαν την ανάπτυξη κινημάτων της άκρας δεξιάς που κατάφεραν να χτυπήσουν τα εργατικά συνδικάτα ως δύναμη κοινωνικής ανατροπής και να προβάλλουν το πρότυπο του «εθνικιστικού καπιταλισμού» με χαρακτηριστικό παράδειγμα την εντυπωσιακή βιομηχανική οικονομία του Γ΄ Ράιχ στη Γερμανία, που οδήγησε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η άνοδος της φασιστικής Γερμανίας επηρέασε αρκετές χώρες όπως το Βέλγιο που άρχισε να ελπίζει στην ευρωπαϊκή ανοικοδόμηση υπό γερμανικό έλεγχο. Ο γερμανοκεντρισμός επιδίωκε μια πανευρωπαϊκή ενοποιημένη οικονομία μέσω μιας ελεύθερης από δασμούς συναλλαγματικής ζώνης και με μια υπερεθνική επένδυση κεφαλαίων σε λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές. Η επικράτηση της Γερμανίας στην αρχή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οδήγησε γρήγορα σε μια νέα φεουδαρχοποίηση της Ευρώπης υπό γερμανική κατοχή καθώς μεγάλο μέρος της κεντροευρωπαϊκής βαριάς βιομηχανίας ενσωματώθηκε στη γερμανική εθνική βιομηχανία.
Παράλληλα οι φυλετικές εθνοκαθάρσεις οδήγησαν στην ραγδαία μείωση του πληθυσμού τόσο στη Δυτική όσο και στην Ανατολική Ευρώπη και σε συνδυασμό με την καταστροφή των υποδομών, τους εκτοπισμένους, τους πρόσφυγες, τους απελευθερωμένους αιχμαλώτους και τους σκλάβους εργασίας δημιούργησαν ένα εκρηκτικό κοινωνικό μίγμα. Η απώλεια των παραγωγικών πόρων και η μείωση του εργατικού δυναμικού δημιούργησαν μεταπολεμικά μια δεινή οικονομική κατάσταση. Μετά το τέλος του πολέμου αναζωπυρώθηκαν παλιές έχθρες και υπήρξαν έντονες διαβουλεύσεις για τη δημιουργία νέων πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών στρατηγικών που οδήγησαν τελικά στην εποχή του διπολισμού και του ψυχρού πολέμου.
Στην Δυτική Ευρώπη μεταπολεμικά άρχισε ο σχεδιασμός μιας νέας καπιταλιστικής οικονομίας που βασιζόταν σε κεϋνσιανές παρεμβατικές πολιτικές σε μια προσπάθεια από την πλευρά του κράτους για την στήριξη των εισοδημάτων, την κάλυψη της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, την κοινωνική ασφάλιση, την εκπαίδευση και παράλληλα την παρότρυνση της υψηλής παραγωγικότητας, της μαζικής κατανάλωσης, της αύξησης των επενδύσεων και της αναζωογόνησης των εμπορικών συναλλαγών. Στο πλαίσιο αυτό επιχειρήθηκε η πολιτική και οικονομική ομογενοποίηση αρχικά με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα που δημιουργήθηκε σχεδόν ταυτόχρονα με την Ευρωπαϊκή Ένωση Πληρωμών που βοηθούσε τα κράτη οφειλέτες και στη συνέχεια με την δημιουργία το 1959 της ΕΟΚ.
Από την αρχή οι περισσότερες χώρες με εξαίρεση την Γερμανία και την Ιταλία προσεταιρίστηκαν τον κρατισμό δίνοντας έμφαση στην κοινωνική αλληλεγγύη με την μετατόπιση του κέντρου βάρους από τους οικονομικούς δείκτες και ενισχύοντας την πλήρη απασχόληση και την ανάπτυξη. Επιπρόσθετα όμως υπήρξε μια παράλληλη ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα που σε συνδυασμό με τον δημόσιο επιχείρησαν την μεταπολεμική ανοικοδόμηση και την ανάπτυξη. Σε αυτόν το στόχο βοήθησε η τεχνολογική επανάσταση που ευνόησε τη βιομηχανία σε διάφορους κλάδους όπως για παράδειγμα τον κλάδο της αυτοκινητοβιομηχανίας.
Το κράτος πρόνοιας υπήρξε ως μια επιλογή για την ανακούφιση των λαϊκών στρωμάτων από τα δεινά που επέφερε ο πόλεμος και υπό τον φόβο των κοινωνικών αντιδράσεων λόγω της φτώχειας και της εξαθλίωσης. Μέσω του κράτους πρόνοιας επιχειρήθηκε η αποτροπή του κομμουνιστικού κινδύνου και οι κυβερνήσεις επιδόθηκαν σε μια προσπάθεια κοινωνικών παροχών που θα έφερνε την κοινωνική ειρήνη και ομαλοποίηση. Οι κοινωνικές παροχές αποτέλεσαν το όχημα για την ανεμπόδιστη κυριαρχία του καπιταλιστικού συστήματος.
Ο σχεδιασμός της μεταπολεμικής Ευρώπης εγκαινιάστηκε από τις ΗΠΑ καθώς σημαντικό ρόλο για τις ευρωπαϊκές οικονομίες διαδραμάτισε το σχέδιο Μάρσαλ με το οποίο επιχειρήθηκε το ξεπέρασμα της απορρύθμισης και της κρίσης μέσω της αυτοσυντηρούμενης ανάπτυξης. Για την εφαρμογή του σχεδίου Μάρσαλ δημιουργήθηκε το 1948 ο Οργανισμός Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας. Το σχέδιο Μάρσαλ εφαρμόστηκε σε πολλές χώρες και κυρίως στην Ελλάδα και την Ιταλία όπου η οικονομική βοήθεια των ΗΠΑ στόχευε στην οικονομική τους ανάπτυξη. Η αμερικανική παρέμβαση έγινε και σε άλλες χώρες κυρίως όσον αφορούσε στην βιομηχανική και επιχειρηματική οργάνωση με προγράμματα ανταλλαγών και με ενημερωτικά σεμινάρια από διοικητικά ή συνδικαλιστικά στελέχη.
Η παραγραφή μεγάλου μέρους των πολεμικών αποζημιώσεων μαζί με το σχέδιο Μάρσαλ ευνόησαν πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Για παράδειγμα στη Μ. Βρετανία που είχε μεγάλο έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών το σχέδιο Μάρσαλ εξάλειψε κατά μεγάλο μέρος τις ελλείψεις σε τρόφιμα και δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την άρση έως το 1950 των πολυάριθμων ελέγχων στις τιμές, τις εισαγωγές και τις επενδύσεις. Με αυτήν την αφετηρία η Μ. Βρετανία κατάφερε μετά το 1950 να προχωρήσει χωρίς βοήθεια στην οικονομική της ανάπτυξη.
Η Γαλλία αμέσως μετά τον πόλεμο επιχείρησε να βασίσει την οικονομική της πρόοδο στην ανάπτυξη της τεχνολογίας. Ήδη από το 1945 υπήρξαν εθνικοποιήσεις σημαντικών παραγωγικών κλάδων όπως τα ανθρακωρυχεία, το γκάζι και το ηλεκτρικό, οι αερομεταφορές, οι μεγάλες ασφαλιστικές εταιρείες, η Τράπεζα της Γαλλίας, οι μεγαλύτερες εμπορικές τράπεζες και η αυτοκινητοβιομηχανία Renault. Με κύριο μέλημα τον εκσυγχρονισμό το εγχείρημα του Μονέ υπήρξε παράτολμο με βάση τις δυνατότητες της γαλλικής οικονομίας και η Γαλλία αναγκάστηκε να βασιστεί και αυτή σε σημαντικό βαθμό στην εξωτερική βοήθεια από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Στη Γερμανία τα πράγματα αρχικά ήταν πιο δύσκολα καθώς από τις συμμαχικές δυνάμεις θεωρήθηκε πως μια αδύναμη Γερμανία είναι μια ακίνδυνη Γερμανία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τον έλεγχο της βιομηχανικής παραγωγής και τον περιορισμό της σε ποσοστό 50% του αντίστοιχου επιπέδου του 1938. Η επιλογή αυτή δημιούργησε φαινόμενα φτώχειας στη Γερμανία ακόμη και στα μεσαία κοινωνικά στρώματα. Αργότερα όμως στοχεύοντας στην απομάκρυνση της Γερμανίας από την Ρωσική επιρροή έγινε η επιλογή της ανάκαμψης της γερμανικής οικονομίας, με την παραγραφή του χρέους της και με κινητήρια δύναμη την νομισματική μεταρρύθμιση και τη δημιουργία του νέου γερμανικού μάρκου.
Στην μεταπολεμική Ευρώπη και κυρίως στα βιομηχανικά κέντρα υπήρξε επίσης μια μεγάλη εισροή μεταναστών που ενδυνάμωσαν το εργατικό δυναμικό κυρίως σε χειρονακτικές δουλειές. Η προσφορά εργατικού δυναμικού, οι υψηλές αποδόσεις του κεφαλαίου και η δημιουργία ενός ενιαίου οικονομικού χώρου μεταξύ των Δυτικοευρωπαϊκών χωρών υπήρξαν καθοριστικοί παράγοντες της οικονομικής ανάπτυξης με καπιταλιστικά πρότυπα. Αυτό σε συνδυασμό με την διεθνή συνεργασία και ενσωμάτωση σε σχέση με τις ΗΠΑ δημιούργησε στο μεταπολεμικό κόσμο δύο πόλους με διαφορετικές σφαίρες επιρροής.
Αξίζει να σημειωθεί πως η μοναδική χώρα που δεν επηρεάστηκε από την οικονομική κρίση του 1929 ήταν η Σοβιετική Ένωση η οποία ακολουθώντας ένα άλλο μοντέλο ανάπτυξης και ανεπηρέαστη από την κατάρρευση του διεθνούς εμπορίου, ήταν η μόνη χώρα που παρουσίαζε εντυπωσιακό ρυθμό ανάπτυξης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα πολλοί οικονομολόγοι της εποχής εκείνης να μελετήσουν την σοβιετική οικονομία επιχειρώντας με την μελέτη του δικού της παραδείγματος να προκρίνουν λύσεις για την οικονομική κρίση του δυτικού κόσμου που έπληξε αρχικά την οικονομία των ΗΠΑ με την ραγδαία μείωση της εισαγωγικής και εξαγωγικής δραστηριότητας.
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Σοβιετική Ένωση είχε αμέτρητα ανθρώπινα θύματα και μεγάλες υλικές καταστροφές στις υποδομές της. Αυτή η κατάσταση σε συνδυασμό με την εδραίωση της Οκτωβριανής Επανάστασης αλλά και την εχθρότητα και απομόνωση που βίωσαν οι Ρώσοι για πάνω από δυο δεκαετίες οδήγησε την Ρωσική οικονομία σε ακόμη μεγαλύτερη απομόνωση αλλά και επιφύλαξη απέναντι στον Δυτικό κόσμο. Με το δόγμα πως η ισχύς εγγυάται την ασφάλεια στη ΕΣΣΔ ένα νέο πλέγμα διεθνών σχέσεων άρχισε να οικοδομείται.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ένα διαφορετικό πρότυπο οικονομικής ανάπτυξης που βασίστηκε στον κρατικό παρεμβατισμό και την κοινοκτημοσύνη. Η οικονομία της Ανατολικής Ευρώπης απέκλεισε τους όρους και τα πρότυπα της ελεύθερης αγοράς και βασίστηκε σε έναν αυστηρά συγκεντρωτικό έλεγχο. Η οικονομία του ανατολικού μπλοκ βασίστηκε σε έναν κεντρικό σχεδιασμό σύμφωνα με τον οποίο την απόλυτη ευθύνη για την οικονομική δραστηριότητα και την παραγωγική διαδικασία την είχε η κεντρική κυβέρνηση γιατί υπήρχε η κυρίαρχη άποψη πως μόνο μέσω της κρατικής παρέμβασης μπορούσε να επέλθει η οικονομική ευημερία.
Εν κατακλείδι στη Δυτική Ευρώπη ακολουθήθηκε η επιλογή της ελεύθερης αγοράς που σε συνδυασμό με τον κεϋνσιανισμό έδωσε ένα νέο πλαίσιο κίνησης του καπιταλιστικού συστήματος ώστε να έχει την κοινωνική συναίνεση. Από την άλλη στην Ανατολική Ευρώπη ακολουθήθηκε το μοντέλο της απόλυτα ελεγχόμενης οικονομίας από το κράτος. Δύο διαφορετικά μοντέλα πολιτικής κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης που καθόρισαν την πορεία του κόσμου μέχρι δυο δεκαετίες πριν με την ύπαρξη του ψυχρού πολέμου και του διπολισμού.
Σήμερα τίποτε δεν είναι δεδομένο. Νέοι δρόμοι περιμένουν την ευρωπαϊκή ήπειρο να τους διαβεί. Η νέα οικονομική κρίση απαιτεί γενναίες παρεμβάσεις υπέρ της ανάπτυξης και της συλλογικής αντιμετώπισης της υπερχρέωσης των ευρωπαϊκών κρατών. Απέναντι στην καταστροφική λιτότητα δεν επιτρέπεται να προτάξουμε νέους διαχωρισμούς στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Η Ευρώπη οφείλει να προτάξει κοινούς στόχους και με δημοκρατία, αλληλεγγύη και κοινωνική δικαιοσύνη να προχωρήσει στο μέλλον χωρίς να αφήνει περιθώρια για τη δημιουργία ενός νέου ψυχροπολεμικού κλίματος που ελλοχεύει κινδύνους και περιπέτειες.