Οι άνθρωποι στο πένθος τους.
Άλλος για τη χαμένη του δουλειά, άλλος για τα παιδιά που δεν μπορεί πια να αναθρέψει καλά.
Στην πόλη, σαν να’ χει σκάσει βόμβα υδρογόνου. Οι γειτονιές σαν από σκηνές ταινίας επιστημονικής φαντασίας, με τους δρόμους να χορταριάζουν και τον άνεμο να δέρνει μισάνοιχτες πόρτες και ξεχαρβαλωμένα πατζούρια. Ο ουρανός μολύβι, σαν από χειμώνα που έχει πετρώσει.
Οι λύκοι πάνω στις στέγες επιτηρούν τις πλατείες. Οι άνθρωποι δεν τους δίνουν πια ιδιαίτερη σημασία. Τους έχουν συνηθίσει οι περισσότεροι κι άλλοι συνεχίζουν να τους φοβούνται ακόμα, αλλά όλοι ξέρουν να τους αποφεύγουν, κλείνουν τα μάτια και βλέπουν διαφημίσεις.
Οι διαφημίσεις είναι το μόνον όνειρο που μας έχει απομείνει. Διαλέγεις και βλέπεις όποια θέλεις, με αυτοκίνητα, με ψυγεία, με έξυπνες βούρτσες, με κινητά φουλ έξτρα γκουντ, ό,τι τραβάει η ψυχή σου. Οι διαφημίσεις είναι ένας ευδαίμων μετακομμουνιστικός κόσμος, διαλέγεις ρόλους χωρίς ωράριο και ζεις ανεξάντλητα παιδικά χρόνια.
Κάπου στο βάθος της πόλης ακούγονταν όργανα και τύμπανα, ψαλμωδίες κι εμβατήρια, ο άνεργος με τα χέρια στις τσέπες δεν έδωσε καμμιά σημασία, ήξερε από καιρό τι αξία είχαν οι κούφιες παράτες των νικηφόρων στρατευμένων – κάθε στρατιώτης κι ένας τάφος μέσα του.
Ο άνεργος κοιτούσε στη στέγη τον λύκο
Ο λύκος απ’ τη στέγη κοιτούσε τον άνεργο.
Γουέστερν.
Ο άνεργος πήρε μια πέτρα και την έσφιξε στο χέρι του, ο λύκος όπλισε το όπλο του. Κάθε μέρα το ίδιο σκηνικό, ο άνεργος έβαζε την πέτρα στην τσέπη του, ο λύκος ασφάλιζε πάλι το όπλο του κι άναβαν και οι δύο το τσιγάρο τους. Σήμερα δεν έγινε έτσι. Ο λύκος στένεψε τα μάτια του και πυροβόλησε.
Ως φαίνεται, οι άνεργοι ελπίζουν υπερβολικά πολύ και οι λύκοι κάνουν τη δουλειά τους υπερβολικά γρήγορα – όπως και να ΄χει ο άνεργος έγειρε κι έπεσε, τα χορτάρια του δρόμου τον σκέπασαν απαλά. Η σκιά του ανέργου έμεινε να κοιτά τον λύκο.
Άλλος για τη χαμένη του δουλειά, άλλος για τα παιδιά που δεν μπορεί πια να αναθρέψει καλά.
Στην πόλη, σαν να’ χει σκάσει βόμβα υδρογόνου. Οι γειτονιές σαν από σκηνές ταινίας επιστημονικής φαντασίας, με τους δρόμους να χορταριάζουν και τον άνεμο να δέρνει μισάνοιχτες πόρτες και ξεχαρβαλωμένα πατζούρια. Ο ουρανός μολύβι, σαν από χειμώνα που έχει πετρώσει.
Οι λύκοι πάνω στις στέγες επιτηρούν τις πλατείες. Οι άνθρωποι δεν τους δίνουν πια ιδιαίτερη σημασία. Τους έχουν συνηθίσει οι περισσότεροι κι άλλοι συνεχίζουν να τους φοβούνται ακόμα, αλλά όλοι ξέρουν να τους αποφεύγουν, κλείνουν τα μάτια και βλέπουν διαφημίσεις.
Οι διαφημίσεις είναι το μόνον όνειρο που μας έχει απομείνει. Διαλέγεις και βλέπεις όποια θέλεις, με αυτοκίνητα, με ψυγεία, με έξυπνες βούρτσες, με κινητά φουλ έξτρα γκουντ, ό,τι τραβάει η ψυχή σου. Οι διαφημίσεις είναι ένας ευδαίμων μετακομμουνιστικός κόσμος, διαλέγεις ρόλους χωρίς ωράριο και ζεις ανεξάντλητα παιδικά χρόνια.
Κάπου στο βάθος της πόλης ακούγονταν όργανα και τύμπανα, ψαλμωδίες κι εμβατήρια, ο άνεργος με τα χέρια στις τσέπες δεν έδωσε καμμιά σημασία, ήξερε από καιρό τι αξία είχαν οι κούφιες παράτες των νικηφόρων στρατευμένων – κάθε στρατιώτης κι ένας τάφος μέσα του.
Ο άνεργος κοιτούσε στη στέγη τον λύκο
Ο λύκος απ’ τη στέγη κοιτούσε τον άνεργο.
Γουέστερν.
Ο άνεργος πήρε μια πέτρα και την έσφιξε στο χέρι του, ο λύκος όπλισε το όπλο του. Κάθε μέρα το ίδιο σκηνικό, ο άνεργος έβαζε την πέτρα στην τσέπη του, ο λύκος ασφάλιζε πάλι το όπλο του κι άναβαν και οι δύο το τσιγάρο τους. Σήμερα δεν έγινε έτσι. Ο λύκος στένεψε τα μάτια του και πυροβόλησε.
Ως φαίνεται, οι άνεργοι ελπίζουν υπερβολικά πολύ και οι λύκοι κάνουν τη δουλειά τους υπερβολικά γρήγορα – όπως και να ΄χει ο άνεργος έγειρε κι έπεσε, τα χορτάρια του δρόμου τον σκέπασαν απαλά. Η σκιά του ανέργου έμεινε να κοιτά τον λύκο.