Βαγγέλης Αγγελής Μερικές φορές η πραγματικότητα είναι πιο περίπλοκη απ’ όσο
νομίζουμε. Η γερμανική στάση δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο μέσα από
στερεοτυπικές εξηγήσεις περί γερμανικού χαρακτήρα και μεσογειακού
ταμπεραμέντου, από αναλύσεις περί εξουσιαζόμενου και εξουσιαστή, από
προσομοιώσεις Δαυίδ και Γολιάθ. Η αλήθεια βρίσκεται στα ψιλά γράμματα.
Ενώ μια μάχη δινόταν στις Βρυξέλλες (και συνήθως στις μάχες τα ψιλά
γράμματα μπαίνουν σε δεύτερο πλάνο), την ίδια στιγμή σε ένα παράλληλο
σύμπαν που αποτελείται από μελέτες και αναλύσεις που γίνονται μακριά από
τα φώτα της δημοσιότητας, αποκαλύπτονταν λεπτότερες αποχρώσεις της
αλήθειας.
Τρία άρθρα που γράφτηκαν το τελευταίο διάστημα μπορούν να μας δώσουν
μια άλλη αίσθηση για το τι συμβαίνει, δείχνοντας πως πίσω από τις λέξεις
δεν κρύβεται μόνο ο Αλέξης και το «ελληνικό πρόβλημα», αλλά μάλλον ο
Σόιμπλε και το γερμανικό πρόβλημα. Έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι πολλοί
αναλυτές σήμερα χρησιμοποιούν αυτόν τον όρο για να περιγράψουν την
ευρωπαϊκή κατάσταση: ο Hans Kudnani (Διευθυντής Έρευνας στο European
Council on Foreign Relations), χρησιμοποιεί τον όρο «το γερμανικό
ζήτημα» («The Return Of The German Question»), ενώ και ο George Friedman
μιλάει με ανάλογους όρους σε πρόσφατο άρθρο του στο Geopolitical
Weekly. Ακόμα και ο Economist, σε ένα κείμενο πιο ‘οικονομικό’ με τίτλο
«Γιατί η γερμανική οικονομία βρίσκεται σε τέλμα», εξηγεί μια κατάσταση
όχι άμεσα ορατή, αλλά πάντως επικείμενη.
Ας δούμε λίγο κωδικοποιημένα τι προκύπτει από τα τρία αυτά άρθρα. Η γερμανική πολιτική είναι εγκλωβισμένη σε κάποιες επιμέρους αντιφάσεις, που μάλλον έχουν ως αφετηρία μία βασική αντίφαση: η Γερμανία είναι πολύ μεγάλη για να επιβάλει κάποιες πολιτικές της, αλλά ταυτόχρονα πολύ εύθραυστη για να τις διαχειριστεί. Δεν είναι ούτε ηγεμονική δύναμη, ούτε μικρός παίκτης. Είναι μάλλον μια ημι-ηγεμονική δύναμη που έχει εγκλωβιστεί στον ρόλο της ηγεμονίας της. Με λίγα λόγια : η οικονομική της δύναμη δεν είναι ούτε τόσο σταθερή όσο νομίζεται, ούτε έχουμε να κάνουμε με μια χώρα που μπορεί να διαχειριστεί πολιτικά την όποια οικονομική της υπεροχή. Το γεγονός αυτό δημιουργεί μια σειρά από αντιφάσεις, οι οποίες είναι και σύμπτωμα του «γερμανικού προβλήματος».
1) Οικονομική δύναμη vs πολιτικής αδυναμίας και οικονομικής αστάθειας. Η οικονομική υπεροχή των τελευταίων ετών οδήγησε αναπόφευκτα σε μία τάση για πολιτική ηγεμονία. Ο ρόλος αυτός έγινε προφανής και στα τελευταία Eurogroup, όταν κατέστη φανερή η στάση της γερμανικής ηγεσίας να εμφανίζεται στο προσκήνιο ως ένας παίκτης που δεν του επιτρέπεται να κάνει παραχωρήσεις. Ο Σόιμπλε έσπευδε να προκαταβάλλει αποφάσεις, υπογραμμίζοντας με αυτόν τον τρόπο πως μόνο ένα είναι το αφεντικό.
Πρόκειται για μια γερμανική αυταπάτη; Σύμφωνα και με την ανάλυση του Economist, η γερμανική οικονομία αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα που θα εμφανιστούν στο μεσοπρόθεσμο μέλλον. Η οριακή ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας κατά μόλις 0,2% στο δεύτερο εξάμηνο του 2014 είναι απλώς ένα αρχικό σύμπτωμα. Δεν είναι θέμα παραγωγικότητας, αλλά περισσότερο εγκλωβισμού σε ιδεοληψίες, οι οποίες πιθανόν να γίνουν σύντομα ορατές. Μία από αυτές είναι πως δεν αποφασίζεται μια στροφή της μεγάλης γερμανικής παραγωγής στην εσωτερική κατανάλωση (η Κίνα, αντίθετα, έλαβε μια τέτοια απόφαση, η οποία συγκράτησε την πτώση της ανάπτυξής της στο 7%). Μπορεί βέβαια να είναι ευκολότερη η εσωτερική κατανάλωση για μια Κίνα 1,3 δις κατοίκων, έχει όμως να κάνει και με κάτι άλλο: η γερμανική λιτότητα είναι ένα θέσφατο που δεν μπορεί να παραβιαστεί, ακόμα και στο εσωτερικό της χώρας. Μια άλλη ιδεοληψία είναι ότι η Γερμανία διστάζει να στραφεί προς τις δημόσιες επενδύσεις για να δώσει ώθηση στην οικονομία της, μένοντας προσκολλημένη στον εξαγωγικό της προσανατολισμό. Και εδώ παίζει ρόλο η «ιερότητα» του δόγματος της λιτότητας.
Μια τέτοια επένδυση της τάξης του 0,7% του ΑΕΠ της θα έδινε σημαντική ώθηση στην οικονομία χωρίς να παραβιάζει ιδιαίτερα τους δημοσιονομικούς της κανόνες, αλλά είναι μια κίνηση που η Γερμανία διστάζει να κάνει, τη στιγμή που το γερμανικό ποσοστό των δημόσιων επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη (1,6% του ΑΕΠ).
Ταυτόχρονα, η όποια οικονομική ευμάρεια, συνοδεύεται από μια αμφισβητήσιμη πολιτική δύναμη, που μόνο εν μέρει οφείλεται στη μικρή στρατιωτική της ισχύ, η οποία ξεκινά από τους περιορισμούς που της επιβλήθηκαν από τους νικητές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και συνεχίζεται έως σήμερα. Οι περιορισμοί της γερμανικής διπλωματικής ισχύος φάνηκαν τόσο στην περίπτωση της Ουκρανίας, όσο και στην περίπτωση της Ελλάδας, όπου και έγινε ένας εκατέρωθεν συμβιβασμός. Η σπουδή του κ. Σόιμπλε να δηλώσει ότι αναρωτιέται πως θα παρουσιάσει η ελληνική κυβέρνηση την πρόσφατη συμφωνία στους πολίτες της ήταν μάλλον δείγμα αδυναμίας, παρά δύναμης. Είχε σκοπό να πείσει το εσωτερικό του ακροατήριο ότι η συμφωνία ήταν συντριπτικά υπέρ των γερμανικών συμφερόντων.
Τέλος, για να ξαναγυρίσουμε στο εύθραυστο της γερμανικής οικονομίας, θυμίζουμε πως αυτή στηρίζεται υπερβολικά σε εξαγωγές που ταλαντεύονται σε μια λεπτή ισορροπία. Το 6% των εξαγωγών της διοχετεύονται στην Κίνα (που έχει σταματήσει να εισάγει γερμανικά προϊόντα στον ίδιο βαθμό), το 3% στην Ρωσία όπου υπάρχουν τα γνωστά προβλήματα και το 40% σε χώρες της Ευρωζώνης. Εδώ ακριβώς εντοπίζεται το μεγαλύτερο πρόβλημα…
2) Συνεκτική ευρωζώνη vs διασπασμένης ευρωζώνης. Η Γερμανία χρειάζεται μια συνεκτική ευρωζώνη για να εξάγει τα προϊόντα της, με τους ευνοϊκούς όρους που προσφέρει ένα κοινό νόμισμα σε μια οικονομία με εξαγωγικό προσανατολισμό, όπως η γερμανική. Η οικονομική κρίση και η κρίση χρέους που αντιμετώπισαν πολλές χώρες της ευρωζώνης, κατέστησαν δυσχερή την απορρόφηση των γερμανικών εξαγωγών. Μια λύση που δόθηκε, στην περίπτωση ειδικά της Ελλάδας, ήταν η διαχείριση όλου σχεδόν του ελληνικού χρέους που βρισκόταν σε γερμανικά χέρια (ιδιωτικά και μη) από το γερμανικό κράτος. Αυτό εξυπηρέτησε δύο στόχους: α) έσωσε τις γερμανικές τράπεζες, που ήταν υπερβολικά εκτεθειμένες στο ελληνικό χρέος και το μετακύλησαν στο γερμανικό δημόσιο β) έσωσε την ευρωζώνη από μια κατάρρευση, αφού η Ελλάδα μάλλον δεν είχε τη δυνατότητα να εξυπηρετήσει το δημόσιο χρέος της και πιθανόν να αναγκαζόταν να τυπώσει χρήμα. Το τελευταίο δεν ήταν μια επιθυμητή λύση για τη Γερμανία, αφού μια συνεπακόλουθη κατάρρευση όλης της ευρωζώνης με τη μορφή του ντόμινο, θα επέφερε καίριο πλήγμα στην απορρόφηση των γερμανικών εξαγωγών. Έτσι, η Γερμανία αποφάσισε να τετραγωνίσει τον κύκλο: να ‘σώσει’ την Ελλάδα και τις άλλες ‘επικίνδυνες’ χώρες από μια έξοδο από την ευρωζώνη, αλλά ταυτόχρονα να τις ελέγχει πολιτικά με τη μορφή της τρόικας, ώστε να συνεχίσει απρόσκοπτα την οικονομική της πολιτική.
Ταυτόχρονα όμως, η Γερμανία επέσυρε την απειλή μιας διασπασμένης ευρωζώνης: όποιος δεν μπορούσε να εναρμονιστεί με αυτές τις πολιτικές της, θα έπρεπε να βγει από το ενιαίο νόμισμα και να χρησιμοποιηθεί ως παράδειγμα για τους υπολοίπους. Προς το παρόν, και με βάση όσα συνέβησαν τις τελευταίες μέρες, φαίνεται πως η Γερμανία δεν έχει ούτε την πολιτική, ούτε την οικονομική δύναμη να πετύχει κάτι τέτοιο (και αν το κάνει θα διαπράξει μεγάλο λάθος). Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι η γερμανική πολιτική ηγεμονία φαίνεται να έχει προς ώρας οριακούς περιορισμούς από ευρωπαϊκούς θεσμούς. Κυρίως είναι και πάλι η αντίφαση στην οποία προσκρούουν τα γερμανικά σχέδια: η οικονομική ηγεμονία χωρίς την πολιτική επιβολή δεν μπορεί να λειτουργήσει, αλλά η γερμανική πολιτική επιβολή έχει περιορισμένες δυνατότητες. Η πολιτική επιβολή μέσω του ιδεολογήματος της λιτότητας, μπορεί να κρατά πολλές χώρες σε μια θέση αδυναμίας, πλήττει όμως τη Γερμανία και οικονομικά: η λιτότητα δεν ευνοεί την απορρόφηση των γερμανικών εξαγωγών. Φαύλος κύκλος…
3) Γερμανικός φιλελευθερισμός vs γερμανικού αυταρχισμού. Το μεγάλο γερμανικό αφήγημα του φιλελευθερισμού μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν πάντα σε αντιδιαστολή με το μεγάλο προπολεμικό γερμανικό αφήγημα. Η Γερμανία δε μπορεί να ξαναγυρίσει ποτέ στο ναζισμό, ο οποίος την στιγμάτισε για πάντα, ούτε και σε ένα αυταρχικό ύφος ηγεμονίας. Ο θεσμός της τρόικας άλλωστε εξυπηρετούσε και αυτόν τον σκοπό: κάποιος άλλος έπρεπε να κάνει τη βρώμικη δουλειά, επιβάλλοντας μια αποκρουστική πολιτική, και όχι η ίδια η Γερμανία. Ο οικονομικός φιλελευθερισμός ήταν επίσης ένα ζητούμενο, δεδομένου ότι θα βοηθούσε τις γερμανικές εξαγωγές (οποιαδήποτε μορφή ‘προστατευτισμού’ ήταν μίασμα για τη γερμανική ηγεσία). Να όμως που η Γερμανία εγκλωβίζεται σε μια κατάσταση που την ωθεί να παραβεί αυτό το μοντέλο. Για να επιβιώσει οικονομικά, επιστρατεύει έναν προφανή αυταρχισμό και αναπτύσσει και πάλι ηγεμονικές τάσεις έναντι της υπόλοιπης Ευρώπης. Τόσο αυτή η τάση, όσο και η επιβολή του δόγματος της λιτότητας, αναπτύσσει περιφερειακούς εθνικισμούς ως αντίδραση (που με τη σειρά τους σκληραίνουν τη γερμανική στάση), αλλά και τάσεις προστατευτισμού. Όπως επισημαίνει και ο Friedman «για πόσο ακόμα οι πιο αδύναμες οικονομίες δε θα χρησιμοποιούν προστατευτικά μέτρα για να συγκρατήσουν τα γερμανικά προϊόντα;».
4) Ορθολογισμός vs ανορθολογισμού. Εδώ δεν έχουμε κάποια σχετική αναφορά στα τρία άρθρα που προαναφέρθηκαν, αλλά αξίζει μέσα σε λίγες γραμμές να αναφερθούμε και σε αυτήν την αντίφαση. Ένα βασικό πρόβλημα της γερμανικής πολιτικής σκέψης ήταν κατά καιρούς το ότι αυτή ήταν ορθολογική στο ‘μικρό’ επίπεδο, αλλά ανορθολογική στο ‘μεγάλο’. Η γερμανική πολιτική ελίτ συχνά χρησιμοποιεί ορθολογικά μέσα για να πετύχει έναν σκοπό που σε τελική ανάλυση είναι ανορθολογικός. Η γερμανική ακροδεξιά χρησιμοποίησε μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εντελώς ορθολογικά μέσα (τεχνολογία, δημόσια διοίκηση) για να επιτευχθούν σκοποί πλήρως ανορθολογικοί (πόλεμος, ολοκαύτωμα, ναζισμός). Ήταν μια διαδικασία που ένας μελετητής ονόμασε «αντιδραστικό μοντερνισμό» .
Οι Γερμανοί σήμερα δεν είναι ούτε ναζί, ούτε ακροδεξιοί και όποιος έχει τέτοιες μαξιμαλιστικές αναφορές στην ρητορική του κάνει λάθος. Ο Παναγιώτης Κονδύλης είχε πει σε ένα προφητικό άρθρο που είχε γράψει το 1993 πως «είναι πλέον απαρχαιωμένο και μάλιστα εντελώς άνευ νοήματος να μιλούμε για μια ‘αντιδραστική’ γερμανική ‘ιδιαίτερη πορεία’». Αλλού είναι μάλλον το πρόβλημα. Στο ίδιο άρθρο του ο Κονδύλης είχε επισημάνει ότι «η τραγωδία των Γερμανών ήταν συχνά ότι οι θεωρητικές συλλήψεις και συνταγές τους υπερείχαν τόσο πολύ της πραγματικότητας, ώστε ήταν επόμενο να σκοντάφτουν με τη βαθυστόχαστη τελειότητά τους πάνω στη συγκεχυμένη ατέλεια της πραγματικής ζωής. Η θεωρητική εξιδανίκευση της πολιτικά χλιαρής ευημερίας μέσω της διχοτομίας μεταξύ οικονομίας και πολιτικής αποτελεί μια εξίσου αιθεροβάμονα κατασκευή…». Και είναι αυτή ακριβώς η αναντιστοιχία μεταξύ μιας ιδεαλιστικής κατάστασης που έχει η γερμανική πολιτική ηγεσία αυτή τη στιγμή και μιας άλλης πραγματικότητας που βιώνει ο κόσμος, η οποία μπορεί να φέρει τη Γερμανία σε νέες περιπέτειες. Θα μου πείτε, Γερμανία είναι αυτή. Πολύ μικρή με μία έννοια, αλλά και πολύ μεγάλη, ώστε μετά από ένα νέο στραπάτσο να επιτύχει έναν ευνοϊκό διακανονισμό. Αυτή ήταν περίπου και η ιστορία της διαγραφής του χρέους της στο Λονδίνο το 1953…
* Ο Βαγγέλης Αγγελής έχει master στην Ιστορία της Προπαγάνδας και διδακτορικό στη Σύγχρονη Ιστορία. Του αρέσει ο Μεσοπόλεμος. Έχει δημοσιεύσει κατά καιρούς βιβλία και άρθρα σχετικά με την Ιστορία, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, και διάφορα κείμενα σε δημοσιογραφικά έντυπα και έντυπα πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Η επαγγελματική του εμπειρία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, το Πανεπιστήμιο Κρήτης, ενασχόληση με προγράμματα έρευνας στο Υπουργείο Παιδείας, πολυετή συνεργασία με τη Δημόσια Τηλεόραση της Τσεχίας και με Ιστορικό Αρχείο στην Αθήνα. Συμμετέχει σε επιχείρηση που δραστηριοποιείται στο Γκάζι, στον τομέα του σύγχρονου χορού.
Ας δούμε λίγο κωδικοποιημένα τι προκύπτει από τα τρία αυτά άρθρα. Η γερμανική πολιτική είναι εγκλωβισμένη σε κάποιες επιμέρους αντιφάσεις, που μάλλον έχουν ως αφετηρία μία βασική αντίφαση: η Γερμανία είναι πολύ μεγάλη για να επιβάλει κάποιες πολιτικές της, αλλά ταυτόχρονα πολύ εύθραυστη για να τις διαχειριστεί. Δεν είναι ούτε ηγεμονική δύναμη, ούτε μικρός παίκτης. Είναι μάλλον μια ημι-ηγεμονική δύναμη που έχει εγκλωβιστεί στον ρόλο της ηγεμονίας της. Με λίγα λόγια : η οικονομική της δύναμη δεν είναι ούτε τόσο σταθερή όσο νομίζεται, ούτε έχουμε να κάνουμε με μια χώρα που μπορεί να διαχειριστεί πολιτικά την όποια οικονομική της υπεροχή. Το γεγονός αυτό δημιουργεί μια σειρά από αντιφάσεις, οι οποίες είναι και σύμπτωμα του «γερμανικού προβλήματος».
1) Οικονομική δύναμη vs πολιτικής αδυναμίας και οικονομικής αστάθειας. Η οικονομική υπεροχή των τελευταίων ετών οδήγησε αναπόφευκτα σε μία τάση για πολιτική ηγεμονία. Ο ρόλος αυτός έγινε προφανής και στα τελευταία Eurogroup, όταν κατέστη φανερή η στάση της γερμανικής ηγεσίας να εμφανίζεται στο προσκήνιο ως ένας παίκτης που δεν του επιτρέπεται να κάνει παραχωρήσεις. Ο Σόιμπλε έσπευδε να προκαταβάλλει αποφάσεις, υπογραμμίζοντας με αυτόν τον τρόπο πως μόνο ένα είναι το αφεντικό.
Πρόκειται για μια γερμανική αυταπάτη; Σύμφωνα και με την ανάλυση του Economist, η γερμανική οικονομία αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα που θα εμφανιστούν στο μεσοπρόθεσμο μέλλον. Η οριακή ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας κατά μόλις 0,2% στο δεύτερο εξάμηνο του 2014 είναι απλώς ένα αρχικό σύμπτωμα. Δεν είναι θέμα παραγωγικότητας, αλλά περισσότερο εγκλωβισμού σε ιδεοληψίες, οι οποίες πιθανόν να γίνουν σύντομα ορατές. Μία από αυτές είναι πως δεν αποφασίζεται μια στροφή της μεγάλης γερμανικής παραγωγής στην εσωτερική κατανάλωση (η Κίνα, αντίθετα, έλαβε μια τέτοια απόφαση, η οποία συγκράτησε την πτώση της ανάπτυξής της στο 7%). Μπορεί βέβαια να είναι ευκολότερη η εσωτερική κατανάλωση για μια Κίνα 1,3 δις κατοίκων, έχει όμως να κάνει και με κάτι άλλο: η γερμανική λιτότητα είναι ένα θέσφατο που δεν μπορεί να παραβιαστεί, ακόμα και στο εσωτερικό της χώρας. Μια άλλη ιδεοληψία είναι ότι η Γερμανία διστάζει να στραφεί προς τις δημόσιες επενδύσεις για να δώσει ώθηση στην οικονομία της, μένοντας προσκολλημένη στον εξαγωγικό της προσανατολισμό. Και εδώ παίζει ρόλο η «ιερότητα» του δόγματος της λιτότητας.
Μια τέτοια επένδυση της τάξης του 0,7% του ΑΕΠ της θα έδινε σημαντική ώθηση στην οικονομία χωρίς να παραβιάζει ιδιαίτερα τους δημοσιονομικούς της κανόνες, αλλά είναι μια κίνηση που η Γερμανία διστάζει να κάνει, τη στιγμή που το γερμανικό ποσοστό των δημόσιων επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη (1,6% του ΑΕΠ).
Ταυτόχρονα, η όποια οικονομική ευμάρεια, συνοδεύεται από μια αμφισβητήσιμη πολιτική δύναμη, που μόνο εν μέρει οφείλεται στη μικρή στρατιωτική της ισχύ, η οποία ξεκινά από τους περιορισμούς που της επιβλήθηκαν από τους νικητές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και συνεχίζεται έως σήμερα. Οι περιορισμοί της γερμανικής διπλωματικής ισχύος φάνηκαν τόσο στην περίπτωση της Ουκρανίας, όσο και στην περίπτωση της Ελλάδας, όπου και έγινε ένας εκατέρωθεν συμβιβασμός. Η σπουδή του κ. Σόιμπλε να δηλώσει ότι αναρωτιέται πως θα παρουσιάσει η ελληνική κυβέρνηση την πρόσφατη συμφωνία στους πολίτες της ήταν μάλλον δείγμα αδυναμίας, παρά δύναμης. Είχε σκοπό να πείσει το εσωτερικό του ακροατήριο ότι η συμφωνία ήταν συντριπτικά υπέρ των γερμανικών συμφερόντων.
Τέλος, για να ξαναγυρίσουμε στο εύθραυστο της γερμανικής οικονομίας, θυμίζουμε πως αυτή στηρίζεται υπερβολικά σε εξαγωγές που ταλαντεύονται σε μια λεπτή ισορροπία. Το 6% των εξαγωγών της διοχετεύονται στην Κίνα (που έχει σταματήσει να εισάγει γερμανικά προϊόντα στον ίδιο βαθμό), το 3% στην Ρωσία όπου υπάρχουν τα γνωστά προβλήματα και το 40% σε χώρες της Ευρωζώνης. Εδώ ακριβώς εντοπίζεται το μεγαλύτερο πρόβλημα…
2) Συνεκτική ευρωζώνη vs διασπασμένης ευρωζώνης. Η Γερμανία χρειάζεται μια συνεκτική ευρωζώνη για να εξάγει τα προϊόντα της, με τους ευνοϊκούς όρους που προσφέρει ένα κοινό νόμισμα σε μια οικονομία με εξαγωγικό προσανατολισμό, όπως η γερμανική. Η οικονομική κρίση και η κρίση χρέους που αντιμετώπισαν πολλές χώρες της ευρωζώνης, κατέστησαν δυσχερή την απορρόφηση των γερμανικών εξαγωγών. Μια λύση που δόθηκε, στην περίπτωση ειδικά της Ελλάδας, ήταν η διαχείριση όλου σχεδόν του ελληνικού χρέους που βρισκόταν σε γερμανικά χέρια (ιδιωτικά και μη) από το γερμανικό κράτος. Αυτό εξυπηρέτησε δύο στόχους: α) έσωσε τις γερμανικές τράπεζες, που ήταν υπερβολικά εκτεθειμένες στο ελληνικό χρέος και το μετακύλησαν στο γερμανικό δημόσιο β) έσωσε την ευρωζώνη από μια κατάρρευση, αφού η Ελλάδα μάλλον δεν είχε τη δυνατότητα να εξυπηρετήσει το δημόσιο χρέος της και πιθανόν να αναγκαζόταν να τυπώσει χρήμα. Το τελευταίο δεν ήταν μια επιθυμητή λύση για τη Γερμανία, αφού μια συνεπακόλουθη κατάρρευση όλης της ευρωζώνης με τη μορφή του ντόμινο, θα επέφερε καίριο πλήγμα στην απορρόφηση των γερμανικών εξαγωγών. Έτσι, η Γερμανία αποφάσισε να τετραγωνίσει τον κύκλο: να ‘σώσει’ την Ελλάδα και τις άλλες ‘επικίνδυνες’ χώρες από μια έξοδο από την ευρωζώνη, αλλά ταυτόχρονα να τις ελέγχει πολιτικά με τη μορφή της τρόικας, ώστε να συνεχίσει απρόσκοπτα την οικονομική της πολιτική.
Ταυτόχρονα όμως, η Γερμανία επέσυρε την απειλή μιας διασπασμένης ευρωζώνης: όποιος δεν μπορούσε να εναρμονιστεί με αυτές τις πολιτικές της, θα έπρεπε να βγει από το ενιαίο νόμισμα και να χρησιμοποιηθεί ως παράδειγμα για τους υπολοίπους. Προς το παρόν, και με βάση όσα συνέβησαν τις τελευταίες μέρες, φαίνεται πως η Γερμανία δεν έχει ούτε την πολιτική, ούτε την οικονομική δύναμη να πετύχει κάτι τέτοιο (και αν το κάνει θα διαπράξει μεγάλο λάθος). Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι η γερμανική πολιτική ηγεμονία φαίνεται να έχει προς ώρας οριακούς περιορισμούς από ευρωπαϊκούς θεσμούς. Κυρίως είναι και πάλι η αντίφαση στην οποία προσκρούουν τα γερμανικά σχέδια: η οικονομική ηγεμονία χωρίς την πολιτική επιβολή δεν μπορεί να λειτουργήσει, αλλά η γερμανική πολιτική επιβολή έχει περιορισμένες δυνατότητες. Η πολιτική επιβολή μέσω του ιδεολογήματος της λιτότητας, μπορεί να κρατά πολλές χώρες σε μια θέση αδυναμίας, πλήττει όμως τη Γερμανία και οικονομικά: η λιτότητα δεν ευνοεί την απορρόφηση των γερμανικών εξαγωγών. Φαύλος κύκλος…
3) Γερμανικός φιλελευθερισμός vs γερμανικού αυταρχισμού. Το μεγάλο γερμανικό αφήγημα του φιλελευθερισμού μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν πάντα σε αντιδιαστολή με το μεγάλο προπολεμικό γερμανικό αφήγημα. Η Γερμανία δε μπορεί να ξαναγυρίσει ποτέ στο ναζισμό, ο οποίος την στιγμάτισε για πάντα, ούτε και σε ένα αυταρχικό ύφος ηγεμονίας. Ο θεσμός της τρόικας άλλωστε εξυπηρετούσε και αυτόν τον σκοπό: κάποιος άλλος έπρεπε να κάνει τη βρώμικη δουλειά, επιβάλλοντας μια αποκρουστική πολιτική, και όχι η ίδια η Γερμανία. Ο οικονομικός φιλελευθερισμός ήταν επίσης ένα ζητούμενο, δεδομένου ότι θα βοηθούσε τις γερμανικές εξαγωγές (οποιαδήποτε μορφή ‘προστατευτισμού’ ήταν μίασμα για τη γερμανική ηγεσία). Να όμως που η Γερμανία εγκλωβίζεται σε μια κατάσταση που την ωθεί να παραβεί αυτό το μοντέλο. Για να επιβιώσει οικονομικά, επιστρατεύει έναν προφανή αυταρχισμό και αναπτύσσει και πάλι ηγεμονικές τάσεις έναντι της υπόλοιπης Ευρώπης. Τόσο αυτή η τάση, όσο και η επιβολή του δόγματος της λιτότητας, αναπτύσσει περιφερειακούς εθνικισμούς ως αντίδραση (που με τη σειρά τους σκληραίνουν τη γερμανική στάση), αλλά και τάσεις προστατευτισμού. Όπως επισημαίνει και ο Friedman «για πόσο ακόμα οι πιο αδύναμες οικονομίες δε θα χρησιμοποιούν προστατευτικά μέτρα για να συγκρατήσουν τα γερμανικά προϊόντα;».
4) Ορθολογισμός vs ανορθολογισμού. Εδώ δεν έχουμε κάποια σχετική αναφορά στα τρία άρθρα που προαναφέρθηκαν, αλλά αξίζει μέσα σε λίγες γραμμές να αναφερθούμε και σε αυτήν την αντίφαση. Ένα βασικό πρόβλημα της γερμανικής πολιτικής σκέψης ήταν κατά καιρούς το ότι αυτή ήταν ορθολογική στο ‘μικρό’ επίπεδο, αλλά ανορθολογική στο ‘μεγάλο’. Η γερμανική πολιτική ελίτ συχνά χρησιμοποιεί ορθολογικά μέσα για να πετύχει έναν σκοπό που σε τελική ανάλυση είναι ανορθολογικός. Η γερμανική ακροδεξιά χρησιμοποίησε μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εντελώς ορθολογικά μέσα (τεχνολογία, δημόσια διοίκηση) για να επιτευχθούν σκοποί πλήρως ανορθολογικοί (πόλεμος, ολοκαύτωμα, ναζισμός). Ήταν μια διαδικασία που ένας μελετητής ονόμασε «αντιδραστικό μοντερνισμό» .
Οι Γερμανοί σήμερα δεν είναι ούτε ναζί, ούτε ακροδεξιοί και όποιος έχει τέτοιες μαξιμαλιστικές αναφορές στην ρητορική του κάνει λάθος. Ο Παναγιώτης Κονδύλης είχε πει σε ένα προφητικό άρθρο που είχε γράψει το 1993 πως «είναι πλέον απαρχαιωμένο και μάλιστα εντελώς άνευ νοήματος να μιλούμε για μια ‘αντιδραστική’ γερμανική ‘ιδιαίτερη πορεία’». Αλλού είναι μάλλον το πρόβλημα. Στο ίδιο άρθρο του ο Κονδύλης είχε επισημάνει ότι «η τραγωδία των Γερμανών ήταν συχνά ότι οι θεωρητικές συλλήψεις και συνταγές τους υπερείχαν τόσο πολύ της πραγματικότητας, ώστε ήταν επόμενο να σκοντάφτουν με τη βαθυστόχαστη τελειότητά τους πάνω στη συγκεχυμένη ατέλεια της πραγματικής ζωής. Η θεωρητική εξιδανίκευση της πολιτικά χλιαρής ευημερίας μέσω της διχοτομίας μεταξύ οικονομίας και πολιτικής αποτελεί μια εξίσου αιθεροβάμονα κατασκευή…». Και είναι αυτή ακριβώς η αναντιστοιχία μεταξύ μιας ιδεαλιστικής κατάστασης που έχει η γερμανική πολιτική ηγεσία αυτή τη στιγμή και μιας άλλης πραγματικότητας που βιώνει ο κόσμος, η οποία μπορεί να φέρει τη Γερμανία σε νέες περιπέτειες. Θα μου πείτε, Γερμανία είναι αυτή. Πολύ μικρή με μία έννοια, αλλά και πολύ μεγάλη, ώστε μετά από ένα νέο στραπάτσο να επιτύχει έναν ευνοϊκό διακανονισμό. Αυτή ήταν περίπου και η ιστορία της διαγραφής του χρέους της στο Λονδίνο το 1953…
* Ο Βαγγέλης Αγγελής έχει master στην Ιστορία της Προπαγάνδας και διδακτορικό στη Σύγχρονη Ιστορία. Του αρέσει ο Μεσοπόλεμος. Έχει δημοσιεύσει κατά καιρούς βιβλία και άρθρα σχετικά με την Ιστορία, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, και διάφορα κείμενα σε δημοσιογραφικά έντυπα και έντυπα πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Η επαγγελματική του εμπειρία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, το Πανεπιστήμιο Κρήτης, ενασχόληση με προγράμματα έρευνας στο Υπουργείο Παιδείας, πολυετή συνεργασία με τη Δημόσια Τηλεόραση της Τσεχίας και με Ιστορικό Αρχείο στην Αθήνα. Συμμετέχει σε επιχείρηση που δραστηριοποιείται στο Γκάζι, στον τομέα του σύγχρονου χορού.