Του Σταύρου Λυγερού
Αντιμέτωποι με το φάσμα των ανεξέλεγκτων επιπτώσεων ενός ναυαγίου τόσο η ελληνική κυβέρνηση όσο και το ευρωιερατείο, υποχρεώθηκαν να κάνουν τις αναγκαίες υποχωρήσεις ώστε το Eurogroup της Παρασκευής να καταλήξει σε μία αρχική συμφωνία, η οποία αποτυπώθηκε στην κοινή ανακοίνωση. Η αρχική αυτή συμφωνία αναμένεται να καταστεί λειτουργική, όταν τη Δευτέρα η Αθήνα θα καταθέσει έναν κατάλογο με τις μεταρρυθμίσεις, τις οποίες προτίθεται να εφαρμόσει κατά τη διάρκεια του τετραμήνου της παράτασης.Ο ελληνικός κατάλογος θα περιλαμβάνει όλες τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες είναι επιθυμητές και από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Παρά τις διαφωνίες που έχουν μαζί της, τα αφεντικά της ΕΕ έχουν συνειδητοποιήσει ότι μόνο αυτή, λόγω της απουσίας εξαρτήσεων, έχει την πολιτική βούληση και ως εκ τούτου πιθανότητες να καθαρίσει την κόπρο του Αυγείου σε κρίσιμους τομείς, όπως είναι η καταπολέμηση της διαπλοκής, της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής.
Σύμφωνα με κοινοτικό αξιωματούχο, το ευρωιερατείο θα επιδιώξει να συμπεριλάβει στον κατάλογο που θα στείλει η Αθήνα και δεσμεύσεις, οι οποίες είναι αντιπαθείς στην ελληνική πλευρά. Μ’ αυτή την έννοια, στις αρχές αυτής της εβδομάδας θα έχουμε έναν ακόμα μικρό κύκλο διαπραγμάτευσης. Ο ίδιος, ωστόσο, θεωρεί ελάχιστα πιθανό να προκληθεί αδιέξοδο ικανό να σκοτώσει τη συμφωνία της Παρασκευής.
Όλα δείχνουν, λοιπόν, ότι το διάχυτο κλίμα αβεβαιότητας των τελευταίων ημερών διαλύεται. Δεν υπάρχουν, άλλωστε, πολλά περιθώρια ακόμα. Η κλιμακούμενη αιμορραγία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα χορηγούσε με το σταγονόμετρο την αύξηση του ορίου πρόσβασης των ελληνικών τραπεζών στην έκτακτη χρηματοδότηση του ELA, θα καθιστούσε την επόμενη εβδομάδα αναπόφευκτη την επιβολή περιορισμών στην ελευθερία κυκλοφορίας κεφαλαίων και στο ύψος των αναλήψεων.
Η κυβέρνηση Τσίπρα είχε κάνει βήματα για να διευκολύνει την επίτευξη μίας μεταβατικής συμφωνίας που θα της εξασφάλιζε ηρεμία και τον απαραίτητο χρόνο για να δώσει δείγματα γραφής. Οι προγραμματικές δηλώσεις είχαν αρκετές εκπτώσεις συγκρινόμενες με το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης. Εκτός αυτού, με την έναρξη των διαπραγματεύσεων, η Αθήνα εγκατέλειψε την απαίτησή της για κούρεμα του ελληνικού χρέους και αποδέχθηκε πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ.
Οι σημαντικές αυτές υποχωρήσεις, ωστόσο, δεν στάθηκαν ικανές να σπάσουν το τείχος που ύψωσε ο Σόιμπλε στο Eurogroup της 16ης Φεβρουαρίου, καταφέρνοντας όχι μόνο να τορπιλίσει τη μεσολαβητική προσπάθεια του επιτρόπου Μοσκοβισί, αλλά και να απομονώσει την ελληνική πλευρά. Υπό τον πέλεκυ της απειλής του επικείμενου τραπεζικού πανικού, η επιστολή Βαρουφάκη ήταν το ύστατο βήμα της Αθήνας για να αποτρέψει τη ρήξη.
Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, η κίνηση αυτή έγινε σε συνεννόηση με παράγοντες του ευρωιερατείου που επιδιώκουν τον συμβιβασμό. Οι ίδιοι αυτοί παράγοντες έστειλαν το μήνυμα στο Μαξίμου ότι πρόθεση του Σόιμπλε ήταν να μην επιτρέψει συμφωνία και ως εκ τούτου να τραβήξει τις διαπραγματεύσεις μέχρι την τελευταία στιγμή. Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών θεωρούσε δικαιολογημένα ότι ο αναπόφευκτος τραπεζικός πανικός θα προκαλούσε υψηλό πολιτικό κόστος στην ελληνική κυβέρνηση και θα την υποχρέωνε στο παρά ένα να υποκύψει και να παραδοθεί.
Οι παράγοντες που παρότρυναν την Αθήνα να ζητήσει παράταση του προηγούμενου προγράμματος είχαν υποσχεθεί ότι με την κίνησή της αυτή θα έβγαζε στην επιφάνεια τις ενδοευρωπαϊκές αντιθέσεις και κατ’ επέκτασιν θα προκαλούσε ρήγματα στην ενότητα γύρω από τη γραμμή του Βερολίνου που –έστω και με πολλές επιφυλάξεις– είχε επιτύχει ο Σόιμπλε στις 16 Φεβρουαρίου.
Έτσι ο Τσίπρας άναψε το πράσινο φως για την επιστολή Βαρουφάκη. Όταν, μάλιστα, ήρθε η άμεση απόρριψη του ελληνικού αιτήματος από τον Σόιμπλε, η Αθήνα εισήλθε σε φάση κόκκινου συναγερμού. Το παρήγορο σημάδι ήταν ότι η άρνηση του Γερμανού υπουργού Οικονομικών εν μέρει μετατράπηκε σε μπούμεραγκ. Θεσμικά προκάλεσε επειδή προκατέλαβε το Eurogroup. Πολιτικά, επέτρεψε στους υποστηρικτές μίας συμβιβαστικής λύσης να διαφοροποιηθούν δημοσίως από την ανελαστική γραμμή του, η οποία ουσιαστικά συνοψιζόταν στο εκβιαστικό δίλημμα “ή παράδοση άνευ όρων ή στραγγαλισμός”.
Είναι αξιοσημείωτο ότι η γραμμή Σόιμπλε επικρίθηκε δημοσίως και στο εσωτερικό της Γερμανίας. Οι Πράσινοι χαρακτήρισαν αυθάδη την απόρριψη του ελληνικού αιτήματος. Ο δε σοσιαλδημοκράτης αντικαγκελάριος και υπουργός Οικονομικών Γκάμπριελ διαφοροποιήθηκε δημοσίως. Ακόμα και η Μέρκελ φρόντισε να τηρήσει αποστάσεις από την αδιάλλακτη ρητορική του υπουργού της, διαβλέποντας ότι κέρδιζε έδαφος το σενάριο του συμβιβασμού και ως εκ τούτου δεν ήθελε να εκτεθεί προσωπικά.
Παρόλα αυτά, το απειλητικό παιχνίδι των δηλώσεων και των διαρροών, σε συνδυασμό με την έκδηλη εχθρότητα όχι μόνο των παραδοσιακών συμμάχων της Γερμανίας, αλλά και των κυβερνήσεων της ευρωπαϊκής περιφέρειας που πουλάνε πολιτικά στους λαούς τους τον μονόδρομο της λιτότητας, τροφοδοτούσε στην Αθήνα τον φόβο νέου αδιεξόδου. Και όχι αδίκως. Οι υπουργοί Οικονομικών της Ισπανίας και της Πορτογαλίας έκαναν τα πάντα για να τορπιλίσουν τη συμφωνία της Παρασκευής.
Μη διαθέτοντας χρόνο λόγω της κλιμακούμενης φυγής καταθέσεων, ο Τσίπρας αναμίχθηκε απευθείας στις διαπραγματεύσεις. Τηλεφώνησε στον Ολάντ και στη Μέρκελ, ενώ επικοινώνησε και με τον Ρέντσι. Παραλλήλως, την Παρασκευή ζήτησε επισήμως από τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Τουσκ να συγκαλέσει έκτακτη σύνοδο κορυφής για σήμερα Κυριακή, εάν το Eurogroup έληγε χωρίς συμφωνία.
Σύμφωνα με αξιόπιστη πηγή, μάλιστα, έστειλε το μήνυμα ότι εάν επιχειρούσαν να στραγγαλίσουν την κυβέρνησή του θα τον εξωθούσαν στη σύνοδο κορυφής να ανακοινώσει την προκήρυξη δημοψηφίσματος. Το ερώτημα θα ήταν η αποδοχή ή όχι του γερμανικού/ευρωπαϊκού τελεσιγράφου. Αυτό είναι και το “σχέδιο Β” που η Κουμουνδούρου έχει εδώ και ένα χρόνο επεξεργασθεί για να αντιμετωπίσει ενδεχόμενη προσπάθεια στραγγαλισμού της τότε μελλοντικής κυβέρνησης Τσίπρα.
Μία ρήξη θα οδηγούσε σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις με απροσδιόριστες επιπτώσεις όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για την Ευρωζώνη. Ο Σόιμπλε και οι σύμμαχοι του υποστηρίζουν δημοσίως ότι ακόμα κι αν προκύψει Grexit, οι επιπτώσεις για το ευρώ θα είναι ελεγχόμενες. Οι υπόλοιποι (κυβερνήσεις, πολιτικοί, οικονομολόγοι και δημοσιογράφοι), όμως, προειδοποιούν ότι η Ευρωζώνη θα εισέλθει σε αχαρτογράφητα ύδατα κι ότι το ενδεχόμενο ενός καταστροφικού ντόμινο είναι πολύ πιθανό.
Είναι αξιοσημείωτο και ενδεικτικό για το πόσο έχει στην πράξη καταργηθεί η ισοτιμία των χωρών-μελών το γεγονός ότι τη συμφωνία της Παρασκευής επεξεργάσθηκαν οι παράγοντες του ευρωιερατείου με την ενδιαφερόμενη ελληνική πλευρά κι όχι συλλογικά το Eurogroup. Το ίδιο είχε συμβεί πριν δύο χρόνια με την επιβολή Μνημονίου και το κούρεμα καταθέσεων στην Κύπρο.
Η αρχική συμφωνία στο Eurogroup της Παρασκευής δεν αποτελεί νίκη της Αθήνας, αλλά αποτελεί ήττα της κυβέρνησης Μέρκελ με ευρύτερες, μάλιστα, επιπτώσεις. Στην πραγματικότητα, αμφισβητείται για πρώτη φορά ευθέως η γερμανική τάξη πραγμάτων που το Βερολίνο έχει τα τελευταία χρόνια επιβάλει στην Ευρώπη.
Η προσπάθεια του Σόιμπλε να συντρίψει τον “αντάρτη” Τσίπρα έχει σκοπό να δημιουργήσει ένα παράδειγμα προς αποφυγή και κατ’ αυτόν τον τρόπο να εξουδετερώσει το υποφώσκον κύμα αμφισβήτησης. Προς το παρόν απέτυχε, γεγονός που σύμφωνα με κοινοτικό αξιωματούχο ίσως είναι το έναυσμα για να αρχίσει να ξηλώνεται το πουλόβερ της “γερμανικής Ευρώπης”.
Προϋπόθεση για την αποσταθεροποίηση και πολύ περισσότερο για τη συντριβή της νέας ελληνικής κυβέρνησης ήταν η πολιτική απομόνωσή της και η δαιμονοποίησή της. Σ’ αυτό το επίπεδο οι γερμανικές προσπάθειες μάλλον έπεσαν στο κενό. Οι πρωτοφανείς στα χρονικά της ΕΕ δηλώσεις του Σόιμπλε εναντίον της Ελλάδας αντανακλούσαν τον έντονο εκνευρισμό του. Σύμφωνα με πληροφορίες από την Ουάσιγκτον, μάλιστα, απέφυγε να απαντήσει σε δύο προσπάθειες του Αμερικανού ομολόγου του Λιού να μιλήσει τηλεφωνικά μαζί του!
Ο Τσίπρας έχει καταφέρει να αναδείξει την ευρωπαϊκή διάσταση του ελληνικού προβλήματος και να το συνδέσει με το πανευρωπαϊκό αίτημα για την αντικατάσταση της λιτότητας από πολιτικές ανάπτυξης. Αυτός είναι ο λόγος που την ελληνική υπόθεση δεν υποστηρίζουν μόνο η ευρωπαϊκή Αριστερά και οι διαδηλωτές. Την υποστηρίζει και ένα φάσμα πολιτικών, οικονομολόγων και δημοσιογράφων, οι οποίοι συχνά δεν έχουν καμία ιδεολογική και πολιτική συγγένεια με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Η αρχική συμφωνία της Παρασκευής αποτρέπει προς το παρόν την προσπάθεια του Βερολίνου να αποσταθεροποιήσει την κυβέρνηση Τσίπρα. Καλά ενημερωμένες πηγές, ωστόσο, δεν αποκλείουν η γερμανική πλευρά να εκμεταλλευθεί την πρώτη αξιολόγηση του ελληνικού καταλόγου με τις μεταρρυθμίσεις για να εγείρει εμπόδια. Οι ίδιες πηγές, μάλιστα, θεωρούν απίθανο ο Σόιμπλε να εγκρίνει το ξήλωμα μνημονιακών νόμων το επόμενο τετράμηνο.
Η διατύπωση της κοινής ανακοίνωσης είναι σαφής όσον αφορά την ελληνική παραίτηση από το δικαίωμα μονομερούς ακύρωσης μνημονιακών νόμων. Ευρωπαϊκή έγκριση απαιτείται όχι μόνο για την ακύρωση μέτρων που έχουν δημοσιονομικό κόστος, αλλά και μέτρων που επηρεάζουν τη χρηματοοικονομική σταθερότητα και οικονομική ανάκαμψη. Δηλαδή σχεδόν για τα πάντα. Μόνο τα μέτρα για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης δεν αναμένεται να συναντήσουν εμπόδια, εφόσον βεβαίως έχει εξασφαλισθεί ότι η χρηματοδότησή τους δεν θα προκαλέσει δημοσιονομική απόκλιση.
Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, σ’ αυτό το επίπεδο η Αθήνα υποχώρησε. Η θέση της ότι η επιστολή Βαρουφάκη δεν θα γίνει αντικείμενο διαπραγμάτευσης διαψεύσθηκε. Δεν μπορούσε, βεβαίως, η επιστολή να αλλάξει, αλλά το κείμενο που δεσμεύει τους πάντες είναι η κοινή ανακοίνωση. Το ίδιο διαψεύσθηκε και η διαβεβαίωση του υπουργού Επικρατείας ότι η ελληνική κυβέρνηση θα συνεννοείται με το ευρωιερατείο μόνο για τα ζητήματα που έχουν δημοσιονομική επιβάρυνση.Ακόμα και όσοι στο ευρωιερατείο υποστηρίζουν μία συμβιβαστική λύση είχαν απαιτήσει από την Αθήνα να ζητήσει παράταση του προγράμματος. Η επιστολή Βαρουφάκη ικανοποίησε αυτή την απαίτηση, παρότι οι διατυπώσεις της επιχειρούν να αποσυνδέσουν τη δανειακή σύμβαση από τους συναρτώμενους μνημονιακούς όρους.
Η κυβέρνηση Τσίπρα δεν είχε την ψευδαίσθηση ότι θα εξασφάλιζε χρηματοδοτική κάλυψη, χωρίς όρους. Απλώς πρότεινε ως όρους τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις με τις οποίες συμφωνεί, καθώς και την υποχρέωση να αποφύγει την ψήφιση νόμων που θα προκαλέσουν δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Με άλλα λόγια, στόχος της ήταν να ενταφιάσει τα 18 επώδυνα προαπαιτούμενα της αξιολόγησης που εκκρεμεί από το φθινόπωρο και να δημιουργήσει ένα νέο πλαίσιο ελληνικών δεσμεύσεων πιο συμβατό με τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης.
Αυτό εν μέρει το επέτυχε. Οι διατυπώσεις της κοινής ανακοίνωσης επιτρέπουν συχνά διπλή ανάγνωση, ώστε να ικανοποιούν τις εκατέρωθεν επικοινωνιακές σκοπιμότητες. Αυτό που μετράει, όμως, είναι ο τελικός κατάλογος των ελληνικών δεσμεύσεων. Το γεγονός ότι θα τον καταρτίσει η Αθήνα και θα τον συνδιαμορφώσει με το ευρωιερατείο είναι σημαντικό.
Ο Βαρουφάκης διαβεβαιώνει πως δεν θα υπάρχουν δεσμεύσεις για μέτρα λιτότητας, όπως επίσης κι ότι δεν θα μειωθούν οι συντάξεις και δεν θα αυξηθεί ο ΦΠΑ όπου είναι χαμηλότερος. Η πραγματική πολιτική αποτίμηση, όμως, θα γίνει όταν ο εγκεκριμένος και από το ευρωιερατείο κατάλογος συγκριθεί με τα 18 μνημονιακά προαπαιτούμενα και με το μέηλ του Χαρδούβελη.
Είναι αξιοσημείωτος και ο τρόπος που παρακάμφθηκε ο σκόπελος με το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος. Για να μην υποχωρήσει ούτε η μία ούτε η άλλη πλευρά το ύψος αφέθηκε να καθορισθεί με βάση τις συνθήκες που θα επικρατούν στην ελληνική οικονομία. Η Αθήνα μπορεί να ισχυρισθεί δικαιολογημένα ότι αυτό την ευνοεί, έστω κι αν επιτρέπει στα γεράκια του ευρωιερατείου να κρύψουν την υποχώρησή τους.
Από την άλλη πλευρά, η χρηματοδότηση της ελληνικής πλευράς για να ανταποκριθεί στις δανειακές υποχρεώσεις της είναι φειδωλή. Η δόση των 7,2 δισ θα εκταμιευθεί μόνο όταν οι συμφωνημένες μεταρρυθμίσεις εφαρμοσθούν. Το ίδιο και τα 1,9 δις, που είναι η επιστροφή των κερδών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας από τα ελληνικά ομόλογα το 2014. Τέλος, τα 11 δισ του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας θα είναι διαθέσιμα μόνο για ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών. Ανακεφαλαιοποίηση που θα καταστεί απαραίτητη όταν ρυθμισθούν τα κόκκινα δάνεια.
Η κυβέρνηση αναμφισβήτητα έκανε πολλά βήματα πίσω, αλλά το μεγάλο κέρδος της είναι ότι απέφυγε τη ρήξη, η οποία θα την οδηγούσε σε επώδυνες καταστάσεις όχι μόνο στο οικονομικό-κοινωνικό, αλλά και στο πολιτικό επίπεδο. Και την απέφυγε υποχωρώντας σε αρκετά ζητήματα, αλλά χωρίς να παραδοθεί άνευ όρων, όπως επιδίωξε το Βερολίνο.
Εάν μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου οριστικοποιηθεί η μεταβατική αυτή συμφωνία, η μεγάλη μάχη για τον Τσίπρα και τους υπουργούς του δεν θα είναι με τα λιοντάρια του ευρωιερατείου, αλλά με τους αναρίθμητους κοριούς των ελληνικών παθογενειών. Κι αυτή η μάχη θα είναι πιο δύσκολη. Όχι μόνο λόγω της δεδομένης απειρίας των κυβερνητικών στελεχών, αλλά και λόγω των ισχυρών ιδεοληψιών του “μικρού ΣΥΡΙΖΑ”, οι οποίες ήδη ρίχνουν τη σκιά τους.
Αν και οι διαμαρτυρίες που ήδη διατυπώνονται στους κόλπους του ΣΥΡΙΖΑ για τη συμφωνία εδράζονται στις δεδομένες υποχωρήσεις από το κυβερνητικό πρόγραμμα, δεν φαίνονται προς το παρόν ικανές να δημιουργήσουν σοβαρό πολιτικό πρόβλημα στην κυβέρνηση. Η συμφωνία δεν συνιστά παράδοση και έχει προκαλέσει ανακούφιση στην κοινή γνώμη. Δεν αποκλείεται καθόλου, ωστόσο, να προκαλέσει τριβές και δυσλειτουργίες στο κυβερνητικό σχήμα.
Μόνο εάν η κυβέρνηση Τσίπρα φέρει αποτελέσματα στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που θα συμφωνηθούν θα έχει ελπίδες να διαπραγματευθεί με αξιώσεις το συμβόλαιο που θα καθορίσει τη σχέση της Ελλάδας με την Ευρωζώνη τα επόμενα χρόνια. Στο πλαίσιο αυτό του συμβολαίου, άλλωστε, εντάσσεται και η ζωτικά αναγκαία αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, ώστε να εξαλειφθεί η αβεβαιότητα που αποτρέπει τις παραγωγικές επενδύσεις.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Πρώτο Θέμα την Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2015 – www. protothema.gr
Αντιμέτωποι με το φάσμα των ανεξέλεγκτων επιπτώσεων ενός ναυαγίου τόσο η ελληνική κυβέρνηση όσο και το ευρωιερατείο, υποχρεώθηκαν να κάνουν τις αναγκαίες υποχωρήσεις ώστε το Eurogroup της Παρασκευής να καταλήξει σε μία αρχική συμφωνία, η οποία αποτυπώθηκε στην κοινή ανακοίνωση. Η αρχική αυτή συμφωνία αναμένεται να καταστεί λειτουργική, όταν τη Δευτέρα η Αθήνα θα καταθέσει έναν κατάλογο με τις μεταρρυθμίσεις, τις οποίες προτίθεται να εφαρμόσει κατά τη διάρκεια του τετραμήνου της παράτασης.Ο ελληνικός κατάλογος θα περιλαμβάνει όλες τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες είναι επιθυμητές και από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Παρά τις διαφωνίες που έχουν μαζί της, τα αφεντικά της ΕΕ έχουν συνειδητοποιήσει ότι μόνο αυτή, λόγω της απουσίας εξαρτήσεων, έχει την πολιτική βούληση και ως εκ τούτου πιθανότητες να καθαρίσει την κόπρο του Αυγείου σε κρίσιμους τομείς, όπως είναι η καταπολέμηση της διαπλοκής, της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής.
Σύμφωνα με κοινοτικό αξιωματούχο, το ευρωιερατείο θα επιδιώξει να συμπεριλάβει στον κατάλογο που θα στείλει η Αθήνα και δεσμεύσεις, οι οποίες είναι αντιπαθείς στην ελληνική πλευρά. Μ’ αυτή την έννοια, στις αρχές αυτής της εβδομάδας θα έχουμε έναν ακόμα μικρό κύκλο διαπραγμάτευσης. Ο ίδιος, ωστόσο, θεωρεί ελάχιστα πιθανό να προκληθεί αδιέξοδο ικανό να σκοτώσει τη συμφωνία της Παρασκευής.
Όλα δείχνουν, λοιπόν, ότι το διάχυτο κλίμα αβεβαιότητας των τελευταίων ημερών διαλύεται. Δεν υπάρχουν, άλλωστε, πολλά περιθώρια ακόμα. Η κλιμακούμενη αιμορραγία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα χορηγούσε με το σταγονόμετρο την αύξηση του ορίου πρόσβασης των ελληνικών τραπεζών στην έκτακτη χρηματοδότηση του ELA, θα καθιστούσε την επόμενη εβδομάδα αναπόφευκτη την επιβολή περιορισμών στην ελευθερία κυκλοφορίας κεφαλαίων και στο ύψος των αναλήψεων.
Η κυβέρνηση Τσίπρα είχε κάνει βήματα για να διευκολύνει την επίτευξη μίας μεταβατικής συμφωνίας που θα της εξασφάλιζε ηρεμία και τον απαραίτητο χρόνο για να δώσει δείγματα γραφής. Οι προγραμματικές δηλώσεις είχαν αρκετές εκπτώσεις συγκρινόμενες με το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης. Εκτός αυτού, με την έναρξη των διαπραγματεύσεων, η Αθήνα εγκατέλειψε την απαίτησή της για κούρεμα του ελληνικού χρέους και αποδέχθηκε πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ.
Οι σημαντικές αυτές υποχωρήσεις, ωστόσο, δεν στάθηκαν ικανές να σπάσουν το τείχος που ύψωσε ο Σόιμπλε στο Eurogroup της 16ης Φεβρουαρίου, καταφέρνοντας όχι μόνο να τορπιλίσει τη μεσολαβητική προσπάθεια του επιτρόπου Μοσκοβισί, αλλά και να απομονώσει την ελληνική πλευρά. Υπό τον πέλεκυ της απειλής του επικείμενου τραπεζικού πανικού, η επιστολή Βαρουφάκη ήταν το ύστατο βήμα της Αθήνας για να αποτρέψει τη ρήξη.
Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, η κίνηση αυτή έγινε σε συνεννόηση με παράγοντες του ευρωιερατείου που επιδιώκουν τον συμβιβασμό. Οι ίδιοι αυτοί παράγοντες έστειλαν το μήνυμα στο Μαξίμου ότι πρόθεση του Σόιμπλε ήταν να μην επιτρέψει συμφωνία και ως εκ τούτου να τραβήξει τις διαπραγματεύσεις μέχρι την τελευταία στιγμή. Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών θεωρούσε δικαιολογημένα ότι ο αναπόφευκτος τραπεζικός πανικός θα προκαλούσε υψηλό πολιτικό κόστος στην ελληνική κυβέρνηση και θα την υποχρέωνε στο παρά ένα να υποκύψει και να παραδοθεί.
Οι παράγοντες που παρότρυναν την Αθήνα να ζητήσει παράταση του προηγούμενου προγράμματος είχαν υποσχεθεί ότι με την κίνησή της αυτή θα έβγαζε στην επιφάνεια τις ενδοευρωπαϊκές αντιθέσεις και κατ’ επέκτασιν θα προκαλούσε ρήγματα στην ενότητα γύρω από τη γραμμή του Βερολίνου που –έστω και με πολλές επιφυλάξεις– είχε επιτύχει ο Σόιμπλε στις 16 Φεβρουαρίου.
Έτσι ο Τσίπρας άναψε το πράσινο φως για την επιστολή Βαρουφάκη. Όταν, μάλιστα, ήρθε η άμεση απόρριψη του ελληνικού αιτήματος από τον Σόιμπλε, η Αθήνα εισήλθε σε φάση κόκκινου συναγερμού. Το παρήγορο σημάδι ήταν ότι η άρνηση του Γερμανού υπουργού Οικονομικών εν μέρει μετατράπηκε σε μπούμεραγκ. Θεσμικά προκάλεσε επειδή προκατέλαβε το Eurogroup. Πολιτικά, επέτρεψε στους υποστηρικτές μίας συμβιβαστικής λύσης να διαφοροποιηθούν δημοσίως από την ανελαστική γραμμή του, η οποία ουσιαστικά συνοψιζόταν στο εκβιαστικό δίλημμα “ή παράδοση άνευ όρων ή στραγγαλισμός”.
Είναι αξιοσημείωτο ότι η γραμμή Σόιμπλε επικρίθηκε δημοσίως και στο εσωτερικό της Γερμανίας. Οι Πράσινοι χαρακτήρισαν αυθάδη την απόρριψη του ελληνικού αιτήματος. Ο δε σοσιαλδημοκράτης αντικαγκελάριος και υπουργός Οικονομικών Γκάμπριελ διαφοροποιήθηκε δημοσίως. Ακόμα και η Μέρκελ φρόντισε να τηρήσει αποστάσεις από την αδιάλλακτη ρητορική του υπουργού της, διαβλέποντας ότι κέρδιζε έδαφος το σενάριο του συμβιβασμού και ως εκ τούτου δεν ήθελε να εκτεθεί προσωπικά.
Παρόλα αυτά, το απειλητικό παιχνίδι των δηλώσεων και των διαρροών, σε συνδυασμό με την έκδηλη εχθρότητα όχι μόνο των παραδοσιακών συμμάχων της Γερμανίας, αλλά και των κυβερνήσεων της ευρωπαϊκής περιφέρειας που πουλάνε πολιτικά στους λαούς τους τον μονόδρομο της λιτότητας, τροφοδοτούσε στην Αθήνα τον φόβο νέου αδιεξόδου. Και όχι αδίκως. Οι υπουργοί Οικονομικών της Ισπανίας και της Πορτογαλίας έκαναν τα πάντα για να τορπιλίσουν τη συμφωνία της Παρασκευής.
Μη διαθέτοντας χρόνο λόγω της κλιμακούμενης φυγής καταθέσεων, ο Τσίπρας αναμίχθηκε απευθείας στις διαπραγματεύσεις. Τηλεφώνησε στον Ολάντ και στη Μέρκελ, ενώ επικοινώνησε και με τον Ρέντσι. Παραλλήλως, την Παρασκευή ζήτησε επισήμως από τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Τουσκ να συγκαλέσει έκτακτη σύνοδο κορυφής για σήμερα Κυριακή, εάν το Eurogroup έληγε χωρίς συμφωνία.
Σύμφωνα με αξιόπιστη πηγή, μάλιστα, έστειλε το μήνυμα ότι εάν επιχειρούσαν να στραγγαλίσουν την κυβέρνησή του θα τον εξωθούσαν στη σύνοδο κορυφής να ανακοινώσει την προκήρυξη δημοψηφίσματος. Το ερώτημα θα ήταν η αποδοχή ή όχι του γερμανικού/ευρωπαϊκού τελεσιγράφου. Αυτό είναι και το “σχέδιο Β” που η Κουμουνδούρου έχει εδώ και ένα χρόνο επεξεργασθεί για να αντιμετωπίσει ενδεχόμενη προσπάθεια στραγγαλισμού της τότε μελλοντικής κυβέρνησης Τσίπρα.
Μία ρήξη θα οδηγούσε σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις με απροσδιόριστες επιπτώσεις όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για την Ευρωζώνη. Ο Σόιμπλε και οι σύμμαχοι του υποστηρίζουν δημοσίως ότι ακόμα κι αν προκύψει Grexit, οι επιπτώσεις για το ευρώ θα είναι ελεγχόμενες. Οι υπόλοιποι (κυβερνήσεις, πολιτικοί, οικονομολόγοι και δημοσιογράφοι), όμως, προειδοποιούν ότι η Ευρωζώνη θα εισέλθει σε αχαρτογράφητα ύδατα κι ότι το ενδεχόμενο ενός καταστροφικού ντόμινο είναι πολύ πιθανό.
Είναι αξιοσημείωτο και ενδεικτικό για το πόσο έχει στην πράξη καταργηθεί η ισοτιμία των χωρών-μελών το γεγονός ότι τη συμφωνία της Παρασκευής επεξεργάσθηκαν οι παράγοντες του ευρωιερατείου με την ενδιαφερόμενη ελληνική πλευρά κι όχι συλλογικά το Eurogroup. Το ίδιο είχε συμβεί πριν δύο χρόνια με την επιβολή Μνημονίου και το κούρεμα καταθέσεων στην Κύπρο.
Η αρχική συμφωνία στο Eurogroup της Παρασκευής δεν αποτελεί νίκη της Αθήνας, αλλά αποτελεί ήττα της κυβέρνησης Μέρκελ με ευρύτερες, μάλιστα, επιπτώσεις. Στην πραγματικότητα, αμφισβητείται για πρώτη φορά ευθέως η γερμανική τάξη πραγμάτων που το Βερολίνο έχει τα τελευταία χρόνια επιβάλει στην Ευρώπη.
Η προσπάθεια του Σόιμπλε να συντρίψει τον “αντάρτη” Τσίπρα έχει σκοπό να δημιουργήσει ένα παράδειγμα προς αποφυγή και κατ’ αυτόν τον τρόπο να εξουδετερώσει το υποφώσκον κύμα αμφισβήτησης. Προς το παρόν απέτυχε, γεγονός που σύμφωνα με κοινοτικό αξιωματούχο ίσως είναι το έναυσμα για να αρχίσει να ξηλώνεται το πουλόβερ της “γερμανικής Ευρώπης”.
Προϋπόθεση για την αποσταθεροποίηση και πολύ περισσότερο για τη συντριβή της νέας ελληνικής κυβέρνησης ήταν η πολιτική απομόνωσή της και η δαιμονοποίησή της. Σ’ αυτό το επίπεδο οι γερμανικές προσπάθειες μάλλον έπεσαν στο κενό. Οι πρωτοφανείς στα χρονικά της ΕΕ δηλώσεις του Σόιμπλε εναντίον της Ελλάδας αντανακλούσαν τον έντονο εκνευρισμό του. Σύμφωνα με πληροφορίες από την Ουάσιγκτον, μάλιστα, απέφυγε να απαντήσει σε δύο προσπάθειες του Αμερικανού ομολόγου του Λιού να μιλήσει τηλεφωνικά μαζί του!
Ο Τσίπρας έχει καταφέρει να αναδείξει την ευρωπαϊκή διάσταση του ελληνικού προβλήματος και να το συνδέσει με το πανευρωπαϊκό αίτημα για την αντικατάσταση της λιτότητας από πολιτικές ανάπτυξης. Αυτός είναι ο λόγος που την ελληνική υπόθεση δεν υποστηρίζουν μόνο η ευρωπαϊκή Αριστερά και οι διαδηλωτές. Την υποστηρίζει και ένα φάσμα πολιτικών, οικονομολόγων και δημοσιογράφων, οι οποίοι συχνά δεν έχουν καμία ιδεολογική και πολιτική συγγένεια με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Η αρχική συμφωνία της Παρασκευής αποτρέπει προς το παρόν την προσπάθεια του Βερολίνου να αποσταθεροποιήσει την κυβέρνηση Τσίπρα. Καλά ενημερωμένες πηγές, ωστόσο, δεν αποκλείουν η γερμανική πλευρά να εκμεταλλευθεί την πρώτη αξιολόγηση του ελληνικού καταλόγου με τις μεταρρυθμίσεις για να εγείρει εμπόδια. Οι ίδιες πηγές, μάλιστα, θεωρούν απίθανο ο Σόιμπλε να εγκρίνει το ξήλωμα μνημονιακών νόμων το επόμενο τετράμηνο.
Η διατύπωση της κοινής ανακοίνωσης είναι σαφής όσον αφορά την ελληνική παραίτηση από το δικαίωμα μονομερούς ακύρωσης μνημονιακών νόμων. Ευρωπαϊκή έγκριση απαιτείται όχι μόνο για την ακύρωση μέτρων που έχουν δημοσιονομικό κόστος, αλλά και μέτρων που επηρεάζουν τη χρηματοοικονομική σταθερότητα και οικονομική ανάκαμψη. Δηλαδή σχεδόν για τα πάντα. Μόνο τα μέτρα για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης δεν αναμένεται να συναντήσουν εμπόδια, εφόσον βεβαίως έχει εξασφαλισθεί ότι η χρηματοδότησή τους δεν θα προκαλέσει δημοσιονομική απόκλιση.
Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, σ’ αυτό το επίπεδο η Αθήνα υποχώρησε. Η θέση της ότι η επιστολή Βαρουφάκη δεν θα γίνει αντικείμενο διαπραγμάτευσης διαψεύσθηκε. Δεν μπορούσε, βεβαίως, η επιστολή να αλλάξει, αλλά το κείμενο που δεσμεύει τους πάντες είναι η κοινή ανακοίνωση. Το ίδιο διαψεύσθηκε και η διαβεβαίωση του υπουργού Επικρατείας ότι η ελληνική κυβέρνηση θα συνεννοείται με το ευρωιερατείο μόνο για τα ζητήματα που έχουν δημοσιονομική επιβάρυνση.Ακόμα και όσοι στο ευρωιερατείο υποστηρίζουν μία συμβιβαστική λύση είχαν απαιτήσει από την Αθήνα να ζητήσει παράταση του προγράμματος. Η επιστολή Βαρουφάκη ικανοποίησε αυτή την απαίτηση, παρότι οι διατυπώσεις της επιχειρούν να αποσυνδέσουν τη δανειακή σύμβαση από τους συναρτώμενους μνημονιακούς όρους.
Η κυβέρνηση Τσίπρα δεν είχε την ψευδαίσθηση ότι θα εξασφάλιζε χρηματοδοτική κάλυψη, χωρίς όρους. Απλώς πρότεινε ως όρους τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις με τις οποίες συμφωνεί, καθώς και την υποχρέωση να αποφύγει την ψήφιση νόμων που θα προκαλέσουν δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Με άλλα λόγια, στόχος της ήταν να ενταφιάσει τα 18 επώδυνα προαπαιτούμενα της αξιολόγησης που εκκρεμεί από το φθινόπωρο και να δημιουργήσει ένα νέο πλαίσιο ελληνικών δεσμεύσεων πιο συμβατό με τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης.
Αυτό εν μέρει το επέτυχε. Οι διατυπώσεις της κοινής ανακοίνωσης επιτρέπουν συχνά διπλή ανάγνωση, ώστε να ικανοποιούν τις εκατέρωθεν επικοινωνιακές σκοπιμότητες. Αυτό που μετράει, όμως, είναι ο τελικός κατάλογος των ελληνικών δεσμεύσεων. Το γεγονός ότι θα τον καταρτίσει η Αθήνα και θα τον συνδιαμορφώσει με το ευρωιερατείο είναι σημαντικό.
Ο Βαρουφάκης διαβεβαιώνει πως δεν θα υπάρχουν δεσμεύσεις για μέτρα λιτότητας, όπως επίσης κι ότι δεν θα μειωθούν οι συντάξεις και δεν θα αυξηθεί ο ΦΠΑ όπου είναι χαμηλότερος. Η πραγματική πολιτική αποτίμηση, όμως, θα γίνει όταν ο εγκεκριμένος και από το ευρωιερατείο κατάλογος συγκριθεί με τα 18 μνημονιακά προαπαιτούμενα και με το μέηλ του Χαρδούβελη.
Είναι αξιοσημείωτος και ο τρόπος που παρακάμφθηκε ο σκόπελος με το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος. Για να μην υποχωρήσει ούτε η μία ούτε η άλλη πλευρά το ύψος αφέθηκε να καθορισθεί με βάση τις συνθήκες που θα επικρατούν στην ελληνική οικονομία. Η Αθήνα μπορεί να ισχυρισθεί δικαιολογημένα ότι αυτό την ευνοεί, έστω κι αν επιτρέπει στα γεράκια του ευρωιερατείου να κρύψουν την υποχώρησή τους.
Από την άλλη πλευρά, η χρηματοδότηση της ελληνικής πλευράς για να ανταποκριθεί στις δανειακές υποχρεώσεις της είναι φειδωλή. Η δόση των 7,2 δισ θα εκταμιευθεί μόνο όταν οι συμφωνημένες μεταρρυθμίσεις εφαρμοσθούν. Το ίδιο και τα 1,9 δις, που είναι η επιστροφή των κερδών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας από τα ελληνικά ομόλογα το 2014. Τέλος, τα 11 δισ του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας θα είναι διαθέσιμα μόνο για ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών. Ανακεφαλαιοποίηση που θα καταστεί απαραίτητη όταν ρυθμισθούν τα κόκκινα δάνεια.
Η κυβέρνηση αναμφισβήτητα έκανε πολλά βήματα πίσω, αλλά το μεγάλο κέρδος της είναι ότι απέφυγε τη ρήξη, η οποία θα την οδηγούσε σε επώδυνες καταστάσεις όχι μόνο στο οικονομικό-κοινωνικό, αλλά και στο πολιτικό επίπεδο. Και την απέφυγε υποχωρώντας σε αρκετά ζητήματα, αλλά χωρίς να παραδοθεί άνευ όρων, όπως επιδίωξε το Βερολίνο.
Εάν μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου οριστικοποιηθεί η μεταβατική αυτή συμφωνία, η μεγάλη μάχη για τον Τσίπρα και τους υπουργούς του δεν θα είναι με τα λιοντάρια του ευρωιερατείου, αλλά με τους αναρίθμητους κοριούς των ελληνικών παθογενειών. Κι αυτή η μάχη θα είναι πιο δύσκολη. Όχι μόνο λόγω της δεδομένης απειρίας των κυβερνητικών στελεχών, αλλά και λόγω των ισχυρών ιδεοληψιών του “μικρού ΣΥΡΙΖΑ”, οι οποίες ήδη ρίχνουν τη σκιά τους.
Αν και οι διαμαρτυρίες που ήδη διατυπώνονται στους κόλπους του ΣΥΡΙΖΑ για τη συμφωνία εδράζονται στις δεδομένες υποχωρήσεις από το κυβερνητικό πρόγραμμα, δεν φαίνονται προς το παρόν ικανές να δημιουργήσουν σοβαρό πολιτικό πρόβλημα στην κυβέρνηση. Η συμφωνία δεν συνιστά παράδοση και έχει προκαλέσει ανακούφιση στην κοινή γνώμη. Δεν αποκλείεται καθόλου, ωστόσο, να προκαλέσει τριβές και δυσλειτουργίες στο κυβερνητικό σχήμα.
Μόνο εάν η κυβέρνηση Τσίπρα φέρει αποτελέσματα στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που θα συμφωνηθούν θα έχει ελπίδες να διαπραγματευθεί με αξιώσεις το συμβόλαιο που θα καθορίσει τη σχέση της Ελλάδας με την Ευρωζώνη τα επόμενα χρόνια. Στο πλαίσιο αυτό του συμβολαίου, άλλωστε, εντάσσεται και η ζωτικά αναγκαία αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, ώστε να εξαλειφθεί η αβεβαιότητα που αποτρέπει τις παραγωγικές επενδύσεις.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Πρώτο Θέμα την Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2015 – www. protothema.gr