Αν θέλει κανείς να βρει και
δεύτερο νικητή στις χτεσινές εκλογές μετά τον θρίαμβο του ΣΥΡΙΖΑ,
δύσκολα θα αποφύγει να αναφέρει τη Χρυσή Αυγή. Μπορεί η ναζιστική
οργάνωση να μην έφτασε τα ποσοστά των ευρωεκλογών του Μαΐου (9,38%),
αλλά το γεγονός ότι προσέγγισε τις επιδόσεις της κατά τις προηγούμενες
εθνικές εκλογές του Μαΐου και του Ιουνίου 2012 (6,97 και 6,92%) ασφαλώς
επιβεβαιώνει την εκτίμηση ότι δεν πρόκειται για ένα κόμμα-πομφόλυγα, το
οποίο γεννήθηκε μέσα στις συνθήκες της κρίσης και θα εξαφανιστεί με τον
ίδιο αιφνίδιο τρόπο που εμφανίστηκε στην πολιτική σκηνή της κρίσης το
2010-2011.
Βεβαίως, ήδη οι επιδόσεις της οργάνωσης στις ευρωεκλογές έδειξαν ότι η άσκηση των διώξεων εις βάρος του ηγετικού της πυρήνα με την κατηγορία της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση δεν έπεισαν μεγάλο μέρος του εκλογικού της ακροατηρίου. Μπορεί να εξαφανίστηκαν μετά τον Σεπτέμβριο του 2013 από τους δρόμους τα Τάγματα Εφόδου, να μειώθηκαν δραστικά οι νυχτερινές επιθέσεις και τα κρούσματα ρατσιστικών εγκλημάτων (όπως καταγράφονται από το Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας), αλλά η πολιτική επιρροή της δεν έπαψε να είναι αξιοσημείωτη σε όλο το διάστημα των τελευταίων τριών χρόνων. Ο λόγος είναι ότι ενώ οι διωκτικές αρχές και η Δικαιοσύνη έθεσαν από το 2013 τις πρώτες βάσεις για την αντιμετώπιση του νεοναζιστικού εγκληματικού φαινομένου, δεν υπήρξε όλο αυτό το διάστημα μια ανάλογη αντιμετώπιση σε πολιτικό επίπεδο από τα κόμματα του λεγόμενου «συνταγματικού τόξου». Μάλιστα, κατά την προεκλογική περίοδο εξαφανίστηκε εντελώς από την πολιτική συζήτηση το πρόβλημα αυτό, κανείς δεν ασχολιόταν με την ύπαρξη αυτού του αγκαθιού στα πλευρά της δημοκρατίας. Λες και ο φασισμός και ο ρατσισμός θα εξαφανιστούν αυτόματα μετά από κάποιο θαύμα, μαζί με την κατάργηση των μνημονίων.
Αυτή η πλήρης αποσιώπηση της δράσης των ναζιστών, ακόμα και από την Αριστερά, λειτούργησε άτυπα ως ένα μήνυμα ανοχής προς την οργάνωση και αναπτέρωσε τις ελπίδες των φανατικών της οπαδών ότι μπορεί ακόμα και η Δικαιοσύνη να «λησμονήσει» την εγκληματική της δράση.
Προς την ίδια κατεύθυνση λειτούργησε και ο διαγκωνισμός των κομμάτων της Κεντροαριστεράς (Ποτάμι, ΠΑΣΟΚ), τα οποία έκαναν κεντρικό στοιχείο της καμπάνιας τους τη διεκδίκηση της ψήφου των πολιτών για να στερήσουν την τρίτη θέση από τη Χρυσή Αυγή. Αθελά τους, με την επαναλαμβανόμενη αυτή παράκληση, έβαλαν την οργάνωση στην πολιτική εξίσωση της επόμενης μέρας, ενώ έμμεσα έπεσαν στην παγίδα της Χρυσής Αυγής που στήριζε στην «τρίτη θέση» όλη την επιχείρηση επανανομιμοποίησής της.
Αλλά εκείνοι που έδωσαν την τελική ώθηση στους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής ήταν το επιτελείο της Συγγρού, ο ίδιος ο πρωθυπουργός και οι γνωστών ακροδεξιών πεποιθήσεων συνεργάτες του Βορίδης και Γεωργιάδης. Με τις αναφορές σε εμφυλιοπολεμικά συνθήματα, με τις επιθέσεις εναντίον «μαρξιστών», «κομμουνιστών», ακόμα και «συμμοριτών», το προπαγανδιστικό οπλοστάσιο της Νέας Δημοκρατίας υπήρξε ο καλύτερος σύμμαχος της ναζιστικής οργάνωσης. Διότι είναι γνωστό από όλες τις επιστημονικές πολιτικές μελέτες ότι όπου συντηρητικά ευρωπαϊκά κόμματα υιοθέτησαν σε προεκλογικές περιόδους στοιχεία της ατζέντας της Ακροδεξιάς, η κατάληξη ήταν να ενισχυθούν τα αυθεντικά ακροδεξιά κόμματα.
Η Χρυσή Αυγή φρόντισε να αξιοποιήσει αυτό το δώρο της Νέας Δημοκρατίας, διεκδικώντας τον ρόλο της «γνήσιας Δεξιάς», της μόνης που μπορεί να εμφανιστεί ως κληρονόμος της εμφυλιοπολεμικής παράταξης. Το είχε προαναγγείλει ο Αρχηγός Μιχαλολιάκος στις 5.1.2015 από τη φυλακή με το μήνυμα ότι «μόνο μια δυνατή Χρυσή Αυγή μπορεί να σταματήσει τον ΣΥΡΙΖΑ», διότι μόνον αυτή «μπορεί να πολεμήσει τον μαρξιστικό εθνομηδενισμό του ΣΥΡΙΖΑ και όχι οι φιλελεύθεροι εθνομηδενιστές της κεντροδεξιάς». Την περασμένη Παρασκευή, με κείμενό του, ο μη προφυλακισμένος αλλά επίσης υπό δικαστική διερεύνηση Ηλίας Παναγιώταρος επανερχόταν στο ίδιο επιχείρημα: «Μόνο η Χρυσή Αυγή μπορεί να σώσει τη χώρα από τους κομμουνιστές του ΣΥΡΙΖΑ». Και απευθυνόμενος στους οπαδούς της «πατριωτικής δεξιάς, της λαϊκής δεξιάς, της Ε.Ρ.Ε.», τους «κλασικούς ψηφοφόρους της Ν.Δ.», ζητούσε να μη δώσουν την ψήφο τους «σε τούτους τους παλιάτσους της ψοφοδεξιάς». Η κατακλείδα του ήταν ότι «οι μόνοι οι οποίοι μπορούν πραγματικά να σταματήσουν τους "κομμουνιστές" είμαστε εμείς οι Χρυσαυγίτες».
Με δεδομένες τις εξελίξεις που θα δρομολογήσει στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας η εκλογική συντριβή, η Χρυσή Αυγή, ενόψει της επικείμενης δίκης της, προσβλέπει στην ανασύσταση μιας άτυπης συνεννόησης με την ακροδεξιά ομάδα γύρω από τον κ. Σαμαρά, πάνω στο μοντέλο της υπόγειας συνεργασίας Μπαλτάκου-Κασιδιάρη, μόνο που αυτή τη φορά θα διεκδικήσει η ίδια την ηγεμονία. Αυτή θα είναι μια επιπλέον πρόκληση για το πολιτικό μέλλον του απερχόμενου πρωθυπουργού, αλλά και για το σύνολο του πολιτικού συστήματος.
Βεβαίως, ήδη οι επιδόσεις της οργάνωσης στις ευρωεκλογές έδειξαν ότι η άσκηση των διώξεων εις βάρος του ηγετικού της πυρήνα με την κατηγορία της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση δεν έπεισαν μεγάλο μέρος του εκλογικού της ακροατηρίου. Μπορεί να εξαφανίστηκαν μετά τον Σεπτέμβριο του 2013 από τους δρόμους τα Τάγματα Εφόδου, να μειώθηκαν δραστικά οι νυχτερινές επιθέσεις και τα κρούσματα ρατσιστικών εγκλημάτων (όπως καταγράφονται από το Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας), αλλά η πολιτική επιρροή της δεν έπαψε να είναι αξιοσημείωτη σε όλο το διάστημα των τελευταίων τριών χρόνων. Ο λόγος είναι ότι ενώ οι διωκτικές αρχές και η Δικαιοσύνη έθεσαν από το 2013 τις πρώτες βάσεις για την αντιμετώπιση του νεοναζιστικού εγκληματικού φαινομένου, δεν υπήρξε όλο αυτό το διάστημα μια ανάλογη αντιμετώπιση σε πολιτικό επίπεδο από τα κόμματα του λεγόμενου «συνταγματικού τόξου». Μάλιστα, κατά την προεκλογική περίοδο εξαφανίστηκε εντελώς από την πολιτική συζήτηση το πρόβλημα αυτό, κανείς δεν ασχολιόταν με την ύπαρξη αυτού του αγκαθιού στα πλευρά της δημοκρατίας. Λες και ο φασισμός και ο ρατσισμός θα εξαφανιστούν αυτόματα μετά από κάποιο θαύμα, μαζί με την κατάργηση των μνημονίων.
Αυτή η πλήρης αποσιώπηση της δράσης των ναζιστών, ακόμα και από την Αριστερά, λειτούργησε άτυπα ως ένα μήνυμα ανοχής προς την οργάνωση και αναπτέρωσε τις ελπίδες των φανατικών της οπαδών ότι μπορεί ακόμα και η Δικαιοσύνη να «λησμονήσει» την εγκληματική της δράση.
Προς την ίδια κατεύθυνση λειτούργησε και ο διαγκωνισμός των κομμάτων της Κεντροαριστεράς (Ποτάμι, ΠΑΣΟΚ), τα οποία έκαναν κεντρικό στοιχείο της καμπάνιας τους τη διεκδίκηση της ψήφου των πολιτών για να στερήσουν την τρίτη θέση από τη Χρυσή Αυγή. Αθελά τους, με την επαναλαμβανόμενη αυτή παράκληση, έβαλαν την οργάνωση στην πολιτική εξίσωση της επόμενης μέρας, ενώ έμμεσα έπεσαν στην παγίδα της Χρυσής Αυγής που στήριζε στην «τρίτη θέση» όλη την επιχείρηση επανανομιμοποίησής της.
Αλλά εκείνοι που έδωσαν την τελική ώθηση στους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής ήταν το επιτελείο της Συγγρού, ο ίδιος ο πρωθυπουργός και οι γνωστών ακροδεξιών πεποιθήσεων συνεργάτες του Βορίδης και Γεωργιάδης. Με τις αναφορές σε εμφυλιοπολεμικά συνθήματα, με τις επιθέσεις εναντίον «μαρξιστών», «κομμουνιστών», ακόμα και «συμμοριτών», το προπαγανδιστικό οπλοστάσιο της Νέας Δημοκρατίας υπήρξε ο καλύτερος σύμμαχος της ναζιστικής οργάνωσης. Διότι είναι γνωστό από όλες τις επιστημονικές πολιτικές μελέτες ότι όπου συντηρητικά ευρωπαϊκά κόμματα υιοθέτησαν σε προεκλογικές περιόδους στοιχεία της ατζέντας της Ακροδεξιάς, η κατάληξη ήταν να ενισχυθούν τα αυθεντικά ακροδεξιά κόμματα.
Η Χρυσή Αυγή φρόντισε να αξιοποιήσει αυτό το δώρο της Νέας Δημοκρατίας, διεκδικώντας τον ρόλο της «γνήσιας Δεξιάς», της μόνης που μπορεί να εμφανιστεί ως κληρονόμος της εμφυλιοπολεμικής παράταξης. Το είχε προαναγγείλει ο Αρχηγός Μιχαλολιάκος στις 5.1.2015 από τη φυλακή με το μήνυμα ότι «μόνο μια δυνατή Χρυσή Αυγή μπορεί να σταματήσει τον ΣΥΡΙΖΑ», διότι μόνον αυτή «μπορεί να πολεμήσει τον μαρξιστικό εθνομηδενισμό του ΣΥΡΙΖΑ και όχι οι φιλελεύθεροι εθνομηδενιστές της κεντροδεξιάς». Την περασμένη Παρασκευή, με κείμενό του, ο μη προφυλακισμένος αλλά επίσης υπό δικαστική διερεύνηση Ηλίας Παναγιώταρος επανερχόταν στο ίδιο επιχείρημα: «Μόνο η Χρυσή Αυγή μπορεί να σώσει τη χώρα από τους κομμουνιστές του ΣΥΡΙΖΑ». Και απευθυνόμενος στους οπαδούς της «πατριωτικής δεξιάς, της λαϊκής δεξιάς, της Ε.Ρ.Ε.», τους «κλασικούς ψηφοφόρους της Ν.Δ.», ζητούσε να μη δώσουν την ψήφο τους «σε τούτους τους παλιάτσους της ψοφοδεξιάς». Η κατακλείδα του ήταν ότι «οι μόνοι οι οποίοι μπορούν πραγματικά να σταματήσουν τους "κομμουνιστές" είμαστε εμείς οι Χρυσαυγίτες».
Με δεδομένες τις εξελίξεις που θα δρομολογήσει στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας η εκλογική συντριβή, η Χρυσή Αυγή, ενόψει της επικείμενης δίκης της, προσβλέπει στην ανασύσταση μιας άτυπης συνεννόησης με την ακροδεξιά ομάδα γύρω από τον κ. Σαμαρά, πάνω στο μοντέλο της υπόγειας συνεργασίας Μπαλτάκου-Κασιδιάρη, μόνο που αυτή τη φορά θα διεκδικήσει η ίδια την ηγεμονία. Αυτή θα είναι μια επιπλέον πρόκληση για το πολιτικό μέλλον του απερχόμενου πρωθυπουργού, αλλά και για το σύνολο του πολιτικού συστήματος.