gmanettas@pegasus.gr
Μπορεί τα τελευταία χρόνια οι σχέσεις της Ελλάδας με τη Γερμανία να πέρασαν από «χίλια κύματα» και να δοκιμάστηκαν, με επίκεντρο τη διαχείριση της ελληνικής κρίσης, ωστόσο οι εμπορικές συναλλαγές των δύο χωρών παρέμειναν σε υψηλό επίπεδο. Παρά τα «σύννεφα» που παρουσιάστηκαν το διάστημα 2011-2012 όταν είχαν φουντώσει τα σενάρια περί Grexit, οι διμερείς οικονομικές ανταλλαγές άρχισαν να ομαλοποιούνται, με αποκορύφωμα την αύξηση των ελληνικών εξαγωγών (+1,67%) και τη θεαματική ανάκαμψη των άμεσων γερμανικών επενδύσεων στη χώρα μας (+48,7%) στη διάρκεια του 2013.
Ειδικά στον τομέα των Αμεσων Ξένων Επενδύσεων, η Γερμανία κατέχει διαχρονικά ξεχωριστή θέση, αποτελώντας έναν από τους σταθερούς ξένους επενδυτές της ελληνικής αγοράς. Σύμφωνα με στοιχεία της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Γερμανίας, οι γερμανικές επενδύσεις μετά την φθίνουσα πορεία που ακολούθησαν την τριετία 2009-2011 διαμορφώθηκαν στα 4,6 δισ. ευρώ στο τέλος του 2013, καλύπτοντας το 25,5% επί του συνόλου των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να καταλάβουν τη δεύτερη θέση μετά το Λουξεμβούργο και να αφήσουν στην τρίτη θέση την Ολλανδία.
Το ενδιαφέρον των Γερμανών εστιάζεται σε υποδομές μεταφορών (ιδίως περιφερειακά αεροδρόμια), στην ενέργεια και τον τουρισμό, ωστόσο, όπως επισημαίνει στην ετήσια έκθεσή του το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Σχέσεων της ελληνικής πρεσβείας στο Βερολίνο που δημοσιεύθηκε πρόσφατα, η Ελλάδα μπορεί να προσελκύσει ακόμη περισσότερα κεφάλαια από την ισχυρότερη οικονομία της Ευρωζώνης στους τομείς της ενέργειας, των ΑΠΕ και των τεχνολογιών περιβάλλοντος (διαχείριση υδάτινων πόρων, αποβλήτων, εξοικονόμησης ενέργειας, περιβαλλοντικές μελέτες), στα τρόφιμα και ποτά (ΠΟΠ/ΠΓΕ, βιολογικά), αλλά και στα δομικά υλικά (αλουμίνιο, μάρμαρα κ.λπ.).
Να σημειωθεί πως το 2012 δραστηριοποιούνταν στην Ελλάδα 143 επιχειρήσεις γερμανικών συμφερόντων με 32.000 εργαζομένους, έναντι 151 το 2011 (33.000 εργαζόμενοι) και 165 το 2010 (35.000 εργαζόμενοι) και κύκλο εργασιών 7,6 δισ. ευρώ, έναντι 8,2 δισ. και 9 δισ. ευρώ αντιστοίχως το 2011 και 2010. Στον αντίποδα, οι ελληνικές άμεσες επενδύσεις στη Γερμανία κινούνται διαχρονικά σε χαμηλά επίπεδα. Συγκεκριμένα, το 2012 διαμορφώθηκαν στο επίπεδο των 201 εκατ. ευρώ, με μερίδιο μόλις 0,025% επί του συνόλου των ΑΞΕ στη Γερμανία. Συνολικά, στη Γερμανία το 2012 λειτουργούσαν 14 επιχειρήσεις ελληνικών συμφερόντων (έναντι 15 το 2011), οι οποίες απασχολούσαν 2.000 εργαζομένους και είχαν τζίρο 500 εκατ. ευρώ.
Ευκαιρίες για τρόφιμα και φυτικά καλλυντικά
Την ίδια ώρα, η Γερμανία -μαζί με την Ιταλία και την Τουρκία- παραμένει ένας από τους βασικότερους προορισμούς των ελληνικών προϊόντων. Με εξαίρεση τα πετρελαιοειδή, το 2013 κατέλαβε τη δεύτερη θέση (δεύτερη και το 2012) μετά την Ιταλία, με την αξία των εξαγωγών να ανέρχεται στο 1,8 δισ. ευρώ. «Ατμομηχανή» αποτελούν τα τρόφιμα και ποτά (κυρίως φέτα, φρούτα, ελαιόλαδο, ιχθυηρά και ούζο), καθώς συνεισφέρουν το 40% (περίπου 687 εκατ. ευρώ) επί των συνολικών εξαγωγών. Το μερίδιο της χώρας μας στις συνολικές εισαγωγές της Γερμανίας ωστόσο είναι εξαιρετικά μικρό, καθώς μετά βίας φθάνει στο 0,20%. Προκειμένου να επεκταθεί το μερίδιο των ελληνικών προϊόντων και να αξιοποιηθεί η ελληνική ομογένεια, η ελληνική πρεσβεία στο Βερολίνο προτείνει, μεταξύ άλλων, τη διάθεση πόρων για να τοποθετηθούν κατάλληλα τα ελληνικά προϊόντα στα ράφια της γερμανικής αγοράς, ενώ τονίζει την ανάγκη για συνεπή και αδιάλειπτη παρουσία των ελληνικών επιχειρήσεων σε εμπορικές εκθέσεις και διαδίκτυο, και όχι διάσπαση σε μεμονωμένες και αποσπασματικές δράσεις. Ευκαιρίες ανάπτυξης υπάρχουν στον κλάδο των τροφίμων και ποτών, και σε επιμέρους κατηγορίες όπως η φέτα, ορισμένα νωπά ή παρασκευασμένα οπωροκηπευτικά, το ελαιόλαδο, οι ελιές, οι τσιπούρες, ενώ καλές θεωρούνται οι προοπτικές για τα φυτικά καλλυντικά, τα οποία μπορούν να συνδεθούν με την υγιεινή διατροφή, τον φυσικό τρόπο ζωής αλλά και τον ελληνικό τουρισμό και πολιτισμό.
«Πόλος έλξης» ο εναλλακτικός τουρισμός
Τέλος, η Γερμανία παραμένει ένας από τους βασικούς «αιμοδότες» του ελληνικού τουρισμού. Μετά την κάμψη που παρατηρήθηκε στον αριθμό των Γερμανών τουριστών το 2012, εξαιτίας των αρνητικών δημοσιευμάτων για την ελληνική οικονομία, τα τελευταία δύο χρόνια, η τουριστική κίνηση από τη Γερμανία επανακάμπτει. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το 2013 περίπου 2,3 εκατ. Γερμανοί πολίτες επισκέφθηκαν τα ελληνικά θέρετρα, καταλαμβάνοντας την πρώτη θέση, πάνω από τους Άγγλους, τους Ρώσους, τους Γάλλους και τους Ιταλούς.
Τα περιθώρια εκτιμάται πως είναι ακόμη μεγαλύτερα καθώς η Ελλάδα ακόμη υπολείπεται στις προτιμήσεις των Γερμανών έναντι της Ισπανίας, της Ιταλίας, της Τουρκίας αλλά και της Κροατίας. Σύμφωνα με την ελληνική πρεσβεία, «μαγνήτη» για την προσέλκυση ακόμη περισσότερων Γερμανών τουριστών μπορούν να αποτελέσουν οι τομείς της γαστριμαργίας, του πολιτισμού, των συνεδρίων και της ευεξίας (ποδηλατικός, περιπατητικός και γενικότερα αθλητικός τουρισμός), εφόσον βέβαια αξιοποιηθούν και προβληθούν κατάλληλα.
ΑΡΝΗΤΙΚΟ ΙΣΟΖΥΓΙΟ
Υπερδιπλάσιες εισαγωγές από Γερμανία
Δραστική μείωση των εισαγωγών από τη Γερμανία καταγράφεται τα τελευταία έτη, καθώς από 8 δισ. ευρώ που ήταν το 2008 υποχώρησαν σε 4,6 δισ. ευρώ το 2013. Η πτώση σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στην κρίση και τη συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμη που έπληξε συνολικά τις ελληνικές εισαγωγές, ωστόσο αυτές -όπως επισημαίνεται στην έκθεση της ελληνικής πρεσβείας στο Βερολίνο- παραμένουν ακόμη σε υψηλό επίπεδο και είναι υπερδιπλάσιες των ελληνικών εξαγωγών στη Γερμανία. Όσον αφορά στη σύνθεση των ελληνικών εισαγωγών από Γερμανία κυριαρχούν τα φάρμακα, οι συσκευές-ηλεκτρολογικό υλικό (κυρίως κινητά τηλέφωνα, δίοδοι και μετασχηματιστές), ο μηχανολογικός εξοπλισμός (κυρίως τουρμπίνες, μηχανήματα επεξεργασίας δεδομένων), τα επιβατικά αυτοκίνητα, τα γαλακτοκομικά προϊόντα (κυρίως τυριά Gouda/Edamer και γάλα), οι πλαστικές ύλες, τα ιατρικά μηχανήματα, τα κρέατα και τα αλλαντικά, τα χημικά προϊόντα, το χαρτί και τα καλλυντικά (κυρίως είδη περιποίησης μαλλιών).