18 Δεκεμβρίου 2014

Το μίνι κραχ ανέδειξε τις ρωσικές αντιφάσεις

Του Κώστα Ράπτη Τρία κρίσιμα χρονικά ορόσημα: στις 15 Ιουλίου 2014 οι ηγέτες των χωρών Brics υπέγραψαν την πράξη ίδρυσης της Νέας Αναπτυξιακής Τράπεζας, θεσμού εναλλακτικού προς την Παγκόσμια Τράπεζα, με αρχικά κεφάλαια ύψους 100 δισ. Δολαρίων. Την 1η Ιανουαρίου 2015 ιδρύεται η Ευρασιατική Ένωση, με αρχικά μέλη την Ρωσία, την Λευκορωσία, το Καζαχστάν, την Κιργιζία και την Αρμενία. Τον δε Μάιο του 2015 προβλέπεται να τεθεί σε λειτουργία το διατραπεζικό σύστημα που δημιουργεί η Ρωσία ως ανταγωνιστικό στο διεθνές σύστημα πληρωμών Swift, το οποίο εκτελεί περισσότερες από 15 εκατ. πράξεις ημερησίως μεταξύ των τουλαχιστον 10.000 μελών του σε περισσότερες από 200 επικράτειες. (Μολονότι το σύστημα Swift εδρεύει στις Βρυξέλλες, υπάγεται στο αμερικανικό δίκαιο σε ό,τι αφορά τις συναλλαγές σε δολάρια – με αποτέλεσμα λ.χ. να έχει αποκλεισθεί από αυτό το Ιράν στο πλαίσιο των κυρώσεων για το πυρηνικό του πρόγραμμα).
Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την αγορά 150 μετρικών τόνων χρυσού από τη ρωσική κεντρική τράπεζα εντός του 2014 (σε μια μορφή παράκαμψης του πετρο-δολαρίου), με την πώληση κατά το μήνα Οκτώβριο αμερικανικών Treasuries ύψους 10 και 14 δισ. αντιστοίχως από τη Ρωσία και την Κίνα (η οποία έχει ανακοινώσει επισήμως ότι σταματά την οικοδόμηση συναλλαγματικών αποθεμάτων), αλλά και με τη συνυπογραφή συμφωνιών swaps με την Κίνα και άλλες χώρες στα νομίσματά τους καταδεικνύουν την σαφή πρόθεση της Ρωσίας, αν όχι να κατακερματίσει την ενιαία διεθνή οικονομική αρχιτεκτονική που στηρίζεται στην κυριαρχία του δολαρίου, τουλάχιστον να διαπραγματευθεί τη θέση της σε αυτήν, επισείοντας τη δυνατότητα άλλων επιλογών.
Με την προϋπόθεση, βέβαια, ότι θα έχει καταφέρει μέσα στις επόμενες λίγες εβδομάδες να διαφυλάξει τη δική της οικονομία από την κατάρρευση...

Οι δραματικές εξελίξεις της Τρίτης, οπότε η ρωσική κεντρική τράπεζα αποφάσισε την πρώτη πρωινή να εκτοξεύσει το βασικό της επιτόκιο από το 10,5% στο 17%, χωρίς ωστόσο η κίνηση να μπορέσει να στηρίξει το ρούβλι παρά για το πρώτο μιοσάωρο μετά το άνοιγμα των αγορών, εικονογραφούν χαρακτηριστικά τις απειλές που αντιμετωπίζει η ρωσική οικονομία και δη το τραπεζικό σύστημα.

Οι αιτίες της υποχώρησης του ρωσικού νομίσματος είναι ευδιάκριτες. Οι χρηματοπιστωτικές κυρώσεις της Δύσης στη Ρωσία δημιούργησαν συνθήκες πιστωτικής ασφυξίας για τις ρωσικές επιχειρήσεις, οι οποίες μέχρι τέλους του έτους όφειλαν να αναχρηματοδοτήσουν χρέη ύψους 120 δισ. δολαρίων. Επιπλέον, η πτώση της τιμής του πετρελαίου επιδείνωσε τη “στενότητα” σε δολάρια, ενώ κερδοσκοπικές κινήσεις από το εσωτερικό και το εξωτερικό επιδείνωσαν το πτωτικό σπιράλ του ρουβλίου.

Όμως ο καθοριστικός παράγοντας υπήρξε ενδογενής και αφορούσε τις αμήχανες πολιτικές της ίδιας της Μόσχας.

Η κεντρική τράπεζα παλινδρομεί ανάμεσα στην επιθυμία της να διαφυλάξει τα ύψους 416 δισ. δολαρίων συναλλαγματικά της διαθέσιμα και το κόστος που έχει, ιδίως για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, η νομισματική περιστολή, χωρίς καν να αποδεικνύεται αποτελεσματική για τη στήριξη του νομίσματος.

Μέσα στο έτος, η κεντρική τράπεζα “έκαψε” 80 δισ. από τα συναλλαγματικά αποθέματα – πολιτική την οποία εγκατέλειψε προ 15μέρου, αφήνοντας το ρούβλι να πέσει. Όμως, η πτώση εξελίχθηκε σε ανεξέλεγκτη κατάρρευση: μόνο τη Δευτέρα οι απώλειες έφθασαν στο 11% ενώ την Τρίτη, παρά την (δεύτερη σε μια βδομάδα και έκτη από την αρχή του έτους) άνοδο των επιτοκίων, έφθασε το 14%.

Εξ ού και την Τετάρτη ανακοινώθηκε εκ νέου πώληση ξένων νομισμάτων από το υπουργείο Οικονομικών με αποτέλεσμα το ρούβλι να ενισχυθεί κατά 11%. Η δε άνοδος της τιμής του πετρελαίου πάνω από το ψυχολογικό όριο των 60 δολαρίων ανά βαρέλι έφερε μια τονωτική ένεση ηρεμίας. Τον συντονισμό των κυβερνητικών ενεργειών ανέλαβε το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας...

Οι προσπάθειες να “τσουρουφλιστούν” οι κερδοσκόποι με μακροπρόθεσμα μέτρα, όπως η άνοδος των επιτοκίων, δεν επαρκούν απέναντι σε βραχυπρόθεσμες κινήσεις, ενώ η κινητοποίηση των διαθεσίμων συναλλάγματος (και χρυσού) είναι ριψοκίνδυνη, ενόψει των αναγκάων αναχρηματοδότησης των αποκλεισμένων από τις δυτικές αγηορές κεφαλαίου ρωσικών επιχειρήσεων. Όμως κυβέρνηση και κεντρική τράπεζα αποκλείουν την τρίτη διαθέσιμη λύση που είναι η επιβολή (προσωρινών) ελέγχων στις ροές κεφαλαίων.

Οι ευθύγραμμες ιστορικές αναγωγές με το 1986 (οπότε συνετρίβη η τιμή του πετρελαίου οδηγώντας τη Σοβιετική Ένωση στην κατάρρευση εντός πενταετίας) ή το 1998, οπότε η Ρωσία κήρυξε στάση πληρωμών, δεν είναι ιδιαίτερα διευκολυντικές. Η ρωσική οικονομία μπορεί πλέον να προσβλέπει στα υγιή δημοσιονομικά της δεδομένα (ισχυρότερα από των άλλων αναδυόμενων οικονομιών) και τα 14πλάσια σε σύγκριση με το 1998 συναλλαγματικά διαθέσιμα της κεντρικής τράπεζας και των δύο κρατικών αποθεματικών ταμείων. Το δημόσιο χρέος (13,4% του ΑΕΠ) επί το πλείστον διακρατείται εγχωρίως (από την Sberbank), ενώ η ταυτόχρονη υποχώρηση της ισοτιμίας του ρουβλίου και των εσόδων από πετρέλαιο σε δολλάρια αλληλοεξουδετερώνονται, σε ό,τι αφορά το δημοσιονομικό αποτέλεσμα. Η αναλογία βασικών κεφαλαίων της κεντρικής τράπεζας ανέρχεται στο 12,5% (έναντι 1,26% της αμερικανικής ομοσπονδιακής τράπεζας) και τα αποθέματα χρυσού αντιστοιχούν στο 6,2% της νομισματικής κυκλοφορίας (από 5,5% πέρσι). Το εμπορικό ισοζύγιο (σε αντίθεση με το 1998) παραμένει πλεονασματικό κατά 10 δισ. δολάρια μηνιαίως.  

Άλλωστε, η σημασία της χρεωκοπίας του 1998 συνήθως παρερμηνεύεται: πρόκειται για πιστωτικό γεγονός το οποίο απάλλαξε την Ρωσία από το βάρος των χρεών της Σοβιετικής Ένωσης, που είχε αναλάβει ως διάδοχο κράτος, και έθεσε έτσι (σε συνδυασμό με την άνοδο της τιμής του πετρελαίου) τα θεμέλια της ανάκαμψης της ρωσικής ισχύος την επόμενη δεκαετία.

Στην πραγματικότητα, το αν στην παρούσα κρίση η Μόσχα θα καταφύγει σε “κρατικιστικές” ή “αγοραίες” λύσεις έχει επιπτώσεις αντίθετες από τις εκ πρώτης όψεως νομιζόμενες. Η απομάκρυνση της Ρωσίας από ένα μοντέλο στο οποίο, όπως το έθεσε ο ίδιος ο Putin, “πούλαγε πετρέλαιο και αγόραζε όλα τα άλλα”, και στο οποίο κυριαρχούσαν πέντε-δέκα “εθνικοί πρωταθλητές” με μονοπωλιακά χαρακτηριστικά, προϋποθέτει την ενίσχυση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, όπως την περιέγραψε ο Ρώσος πρόεδρος στην ετήσια ομιλία του προς το κοινοβούλιο, και άρα, σε συνθήκες πιστωτικής ασφυξίας, εντονότερη επενδυτική παρουσία του κράτους. Αντίθετα, η τωρινή πολιτική της κεντρικής Τράπεζας στραγγαλίζει τους μικρομεσαίους. Γεγονός, που την φέρνει στο επίκεντρο της σφοδρής πολιτικής κριτικής της τάσης των ευρασιατιστών, που επιθυμεί κινήσεις “υποκατάστασης εισαγωγών” (όπως αυτές ήδη διευκολύνονται από τις κυρώσεις) και αποκοπής από το σύστημα του δολαρίου.


Πηγή:www.capital.gr