Ο Bυζαντινός αυτοκράτορας Ιουλιανός λεγόταν Παραβάτης.
Στο μυαλό μου όμως παρουσιαζόταν πάντοτε ως αποστάτης. Και αυτό διότι
είχε αποστατήσει από τη χριστιανική πίστη και ενέδωσε στη γοητεία των
αρχαίων θεών, τους οποίους όμως δεν μπόρεσε να παλινορθώσει παρά για ένα
μικρό διάστημα, μέχρι δηλαδή τον πρόωρο –και κάπως σκοτεινό– θάνατό του
σε πόλεμο εναντίον των Περσών. Στο μεταξύ το μαντείο των Δελφών πρόλαβε
να του στείλει έναν έξοχο έμμετρο χρησμό, που αποδείκνυε ότι η μεγάλη
ελληνική ποίηση έμενε ζωντανή, αλλά δήλωνε ότι οι αγαπημένοι του θεοί
είχαν πεθάνει. Ετσι ή αλλιώς, ο θάνατός του εμφανιζόταν στο βιβλίο της
Ιστορίας σαν η δίκαιη τιμωρία της αποστασίας του.
Πριν ακόμα από την εποχή μας η αποστασία δεν πληρωνόταν πια με θάνατο. Ακόμα και οι διαβόητοι αποστάτες που έδωσαν κοινοβουλευτική κάλυψη στο βασιλικό λευκό πραξικόπημα του 1965, καταγγέλθηκαν άγρια από τον ελληνικό λαό, αλλά διέσωσαν τις περιουσίες και τις καριέρες τους. Τα δεινά της δικτατορίας έσβησαν σε μεγάλο βαθμό τη μνήμη της πράξης τους και κυρίως αφαίρεσαν δύο στοιχεία: Πρώτον, το ευρύτερο πλαίσιο στο οποίο συντελέστηκε η αποστασία, δηλαδή τη θέληση των επικυρίαρχων Ηνωμένων Πολιτειών να ελέγξουν πλήρως Ελλάδα και Κύπρο εν όψει της επερχόμενης αραβο-ισραηλινής σύγκρουσης. Και, δεύτερον, την πολιτική σήψη που γέννησε η εξαγορά συνειδήσεων και κοινοβουλευτικών ψήφων που υπέσκαψε κάθε έννοια νομιμότητας και άνοιξε τον δρόμο στη δικτατορία.
Ακούγοντας σήμερα από τα μνημονιακά κανάλια την κυβερνητική ρητορική παρακολουθούμε μια ακόμη μεταβολή σε αυτό που ο Θουκυδίδης αποκαλούσε «αξίωσιν των ονομάτων»- δηλαδή σημασία των λέξεων: Η μεταπήδηση βουλευτών στα μνημονιακά κόμματα και στο γκρουπ που επιχειρεί να εξασφαλίσει την εκλογή Προέδρου από την παρούσα Βουλή δεν αποκαλείται πια αποστασία. Εχει βαφτιστεί «ελεύθερη μετακίνηση βουλευτών που δεν μένουν εγκλωβισμένοι στα κομματικά μαντριά». Και για να υποστηριχτεί η άποψη αυτή υπενθυμίζεται η μετακίνηση στο αντιμνημονιακό στρατόπεδο βουλευτών από τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ.
Αυτό που λησμονούν οι κυβερνητικοί ρήτορες και οι δημοσιογράφοι που τους πλαισιώνουν είναι και πάλι το πραγματικό πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο, στο οποίο αυτές οι «ελεύθερες μετακινήσεις» σημειώνονται. Το πρώτο στοιχείο είναι η κραυγαλέα ατμόσφαιρα εξαγοράς –όχι αναγκαστικά οικονομικής– μέσα στην οποία διαδραματίζονται. Ατμόσφαιρα που διαλύει ό,τι έχει απομείνει από εμπιστοσύνη στους θεσμούς που έχουν ήδη δραματικά φθαρεί από την υποβάθμιση του Κοινοβουλίου. Και που, αν η κοινωνία μας δεν αντιδράσει, απειλεί να διευκολύνει αύριο ακόμη πιο άγριες εκτροπές.
Ηεκτροπή βρίσκεται ήδη εν εξελίξει. Εντοπίζεται στη συνεχιζόμενη προσπάθεια της παρούσας κυβέρνησης –προσπάθεια που δεν ανέστειλε η φυλάκιση των βουλευτών της ναζιστικής Χρυσής Αυγής– να διασωθεί εκμεταλλευόμενη πολιτικά τα ακροδεξιά ανακλαστικά των νοσταλγών ενός καθεστώτος με σιδηρά πυγμή. Η τεχνητή όξυνση της κατάστασης στα Πανεπιστήμια και γενικά στην εκπαίδευση και ευρύτερα η «στρατηγική της έντασης» που καλλιεργεί χαρακτηρίζουν την πολιτική αυτή που αναμένεται να πάρει αγριότερες διαστάσεις στην διάρκεια της προεκλογικής περιόδου που έχει πια επισήμως εξαγγελθεί.
Στο γενικό αυτό πλαίσιο υπάρχει και μια –«αμελητέα»– λεπτομέρεια. Πρόκειται για τη ζωή του Νίκου Ρωμανού. Σε πείσμα της κοινής λογικής και των δεδομένων, καλυπτόμενη πίσω από τον μανδύα της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης που η ίδια έχει καταρρακώσει- η κυβέρνηση τζογάρει με τη ζωή του. Οσο πιο πολύ σκύβει το κεφάλι προς τα έξω, όσο πιο πολύ γίνεται ενδοτική στους εκβιασμούς των επικυριάρχων, τόσο πιο πολύ σκληραίνει στο εσωτερικό για να επιβεβαιώσει τη βούληση και την ικανότητά της να κυβερνήσει με σιδηρά ράβδο. Με κίνδυνο για την ίδια να αποφασίσουν, αν δεν έχουν ήδη αποφασίσει, οι πάτρωνές της ότι δεν έχει πια τίποτε άλλο να τους προσφέρει. Αλλά και με δικό μας κίνδυνο να ανακαλύψουμε, αν δεν αντιδράσουμε, ότι έχουμε χάσει κάθε ελευθερία.
Πριν ακόμα από την εποχή μας η αποστασία δεν πληρωνόταν πια με θάνατο. Ακόμα και οι διαβόητοι αποστάτες που έδωσαν κοινοβουλευτική κάλυψη στο βασιλικό λευκό πραξικόπημα του 1965, καταγγέλθηκαν άγρια από τον ελληνικό λαό, αλλά διέσωσαν τις περιουσίες και τις καριέρες τους. Τα δεινά της δικτατορίας έσβησαν σε μεγάλο βαθμό τη μνήμη της πράξης τους και κυρίως αφαίρεσαν δύο στοιχεία: Πρώτον, το ευρύτερο πλαίσιο στο οποίο συντελέστηκε η αποστασία, δηλαδή τη θέληση των επικυρίαρχων Ηνωμένων Πολιτειών να ελέγξουν πλήρως Ελλάδα και Κύπρο εν όψει της επερχόμενης αραβο-ισραηλινής σύγκρουσης. Και, δεύτερον, την πολιτική σήψη που γέννησε η εξαγορά συνειδήσεων και κοινοβουλευτικών ψήφων που υπέσκαψε κάθε έννοια νομιμότητας και άνοιξε τον δρόμο στη δικτατορία.
Ακούγοντας σήμερα από τα μνημονιακά κανάλια την κυβερνητική ρητορική παρακολουθούμε μια ακόμη μεταβολή σε αυτό που ο Θουκυδίδης αποκαλούσε «αξίωσιν των ονομάτων»- δηλαδή σημασία των λέξεων: Η μεταπήδηση βουλευτών στα μνημονιακά κόμματα και στο γκρουπ που επιχειρεί να εξασφαλίσει την εκλογή Προέδρου από την παρούσα Βουλή δεν αποκαλείται πια αποστασία. Εχει βαφτιστεί «ελεύθερη μετακίνηση βουλευτών που δεν μένουν εγκλωβισμένοι στα κομματικά μαντριά». Και για να υποστηριχτεί η άποψη αυτή υπενθυμίζεται η μετακίνηση στο αντιμνημονιακό στρατόπεδο βουλευτών από τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ.
Αυτό που λησμονούν οι κυβερνητικοί ρήτορες και οι δημοσιογράφοι που τους πλαισιώνουν είναι και πάλι το πραγματικό πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο, στο οποίο αυτές οι «ελεύθερες μετακινήσεις» σημειώνονται. Το πρώτο στοιχείο είναι η κραυγαλέα ατμόσφαιρα εξαγοράς –όχι αναγκαστικά οικονομικής– μέσα στην οποία διαδραματίζονται. Ατμόσφαιρα που διαλύει ό,τι έχει απομείνει από εμπιστοσύνη στους θεσμούς που έχουν ήδη δραματικά φθαρεί από την υποβάθμιση του Κοινοβουλίου. Και που, αν η κοινωνία μας δεν αντιδράσει, απειλεί να διευκολύνει αύριο ακόμη πιο άγριες εκτροπές.
Ηεκτροπή βρίσκεται ήδη εν εξελίξει. Εντοπίζεται στη συνεχιζόμενη προσπάθεια της παρούσας κυβέρνησης –προσπάθεια που δεν ανέστειλε η φυλάκιση των βουλευτών της ναζιστικής Χρυσής Αυγής– να διασωθεί εκμεταλλευόμενη πολιτικά τα ακροδεξιά ανακλαστικά των νοσταλγών ενός καθεστώτος με σιδηρά πυγμή. Η τεχνητή όξυνση της κατάστασης στα Πανεπιστήμια και γενικά στην εκπαίδευση και ευρύτερα η «στρατηγική της έντασης» που καλλιεργεί χαρακτηρίζουν την πολιτική αυτή που αναμένεται να πάρει αγριότερες διαστάσεις στην διάρκεια της προεκλογικής περιόδου που έχει πια επισήμως εξαγγελθεί.
Στο γενικό αυτό πλαίσιο υπάρχει και μια –«αμελητέα»– λεπτομέρεια. Πρόκειται για τη ζωή του Νίκου Ρωμανού. Σε πείσμα της κοινής λογικής και των δεδομένων, καλυπτόμενη πίσω από τον μανδύα της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης που η ίδια έχει καταρρακώσει- η κυβέρνηση τζογάρει με τη ζωή του. Οσο πιο πολύ σκύβει το κεφάλι προς τα έξω, όσο πιο πολύ γίνεται ενδοτική στους εκβιασμούς των επικυριάρχων, τόσο πιο πολύ σκληραίνει στο εσωτερικό για να επιβεβαιώσει τη βούληση και την ικανότητά της να κυβερνήσει με σιδηρά ράβδο. Με κίνδυνο για την ίδια να αποφασίσουν, αν δεν έχουν ήδη αποφασίσει, οι πάτρωνές της ότι δεν έχει πια τίποτε άλλο να τους προσφέρει. Αλλά και με δικό μας κίνδυνο να ανακαλύψουμε, αν δεν αντιδράσουμε, ότι έχουμε χάσει κάθε ελευθερία.