ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Ο Βλαντιμίρ Πούτιν και η ηγετική ομάδα του Κρεμλίνου
φοβούνται ότι στρατηγικός στόχος της Ουάσιγκτον είναι η αλλαγή
καθεστώτος στην ίδια τη Μόσχα.
Στους εκρηκτικά απρόβλεπτους καιρούς
που διανύουμε, η απόσταση ανάμεσα στον θρίαμβο και στην πανωλεθρία
αποδεικνύεται συχνά πολύ μικρή ακόμη και για μεγάλους πολιτικούς ηγέτες –
κάτι που μάλλον έχει αρχίσει να υποψιάζεται και ο Βλαντιμίρ Πούτιν,
δίχως αμφιβολία ένας από τους πρωταγωνιστές της χρονιάς που φεύγει.
Η στιγμή του θριάμβου ήρθε για τον Ρώσο πρόεδρο στις 18 Μαρτίου, όταν ανακοίνωνε, στη μεγαλοπρεπή αίθουσα του Αγίου Γεωργίου, στο Κρεμλίνο, την «επιστροφή της Κριμαίας στη μητέρα πατρίδα». Εχοντας προκαλέσει την ανατροπή του Ουκρανού προέδρου Βίκτορ Γιανουκόβιτς, ύστερα από την άρνησή του να υπογράψει τη συμφωνία σύνδεσης με την Ε.Ε., η Δύση έπαιρνε τώρα το μάθημά της, ενώ η Ρωσία μεθούσε σε μια έξαρση πατριωτισμού, με τη δημοτικότητα του Πούτιν να εκτοξεύεται στα ουράνια.
Οταν επέστρεψε στην ίδια αίθουσα του Κρεμλίνου, στις 4 Δεκεμβρίου, για να εκφωνήσει την καθιερωμένη ετήσια ομιλία του για την κατάσταση του έθνους, ο Βλαντιμίρ Πούτιν εμφανίστηκε πολύ περισσότερο συγκρατημένος. Με το ρούβλι να έχει χάσει μέσα σε δύο μήνες περίπου το 35% της αξίας του και τα αγαθά στα ράφια των σούπερ μάρκετ να αραιώνουν επικίνδυνα, η νυχτερινή μέθη έδινε τη θέση της στην επώδυνη αφύπνιση. Αναλαμβάνοντας προσωπικά την ευθύνη για τη ρήξη με τη Δύση και τις συνέπειές της, ο Ρώσος πρόεδρος προετοίμασε τους ομοεθνείς του για δύο δύσκολα χρόνια. Το ίδιο μήνυμα θα έστελνε στις 18 Δεκεμβρίου, ενώπιον 1.200 Ρώσων και ξένων δημοσιογράφων, προσθέτοντας προειδοποιήσεις για την «πέμπτη φάλαγγα» των «ξένων συμφερόντων» στο εσωτερικό της χώρας του.
Στον συνδυασμό τους, οι δύο πολύ διαφορετικές εμφανίσεις του Βλαντιμίρ Πούτιν στην αίθουσα του Αγίου Γεωργίου αντικατοπτρίζουν τη μεγάλη αντίφαση της σύγχρονης Ρωσίας: μιας χώρας που συμπεριφέρεται ως στρατιωτική υπερδύναμη και παγκόσμιος γεωπολιτικός παίκτης πρώτης διαλογής, αλλά δυσκολεύεται να στηρίξει αυτή την ισχύ της πάνω στα πήλινα πόδια της οικονομίας της. Αυτή η αντίφαση υποχρεώνει τον τολμηρό, αλλά πραγματιστή Πούτιν να συμπεριφέρεται συντηρητικά, κατά βάσιν αμυντικά στον διεθνή στίβο. Γιατί, βέβαια, όποιος έχει στοιχειώδη πολιτικό ρεαλισμό –ο πολύς Χένρι Κίσινγκερ είναι ένας από αυτούς– αναγνωρίζει ότι δεν ήταν ο Πούτιν, αλλά η εμμονή της Δύσης και κυρίως των ΗΠΑ να εντάξουν την Ουκρανία στο ΝΑΤΟ που προκάλεσε τη μετωπική ρήξη και τον εμφύλιο πόλεμο τη χρονιά που πέρασε.
Ακόμη χειρότερα, η ηγετική ομάδα του Κρεμλίνου φοβάται ότι στρατηγικός στόχος της Ουάσιγκτον είναι όχι μόνο η δορυφοροποίηση του Κιέβου, αλλά και η αλλαγή καθεστώτος στην ίδια τη Μόσχα. Ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ δήλωσε πρόσφατα ότι οι Αμερικανοί επιδιώκουν, μέσω της ουκρανικής κρίσης και των κυρώσεων εις βάρος της ρωσικής οικονομίας, να πυροδοτήσουν μια «βελούδινη επανάσταση».
Ωστόσο το σενάριο μιας νέας ρωσικής χρεοκοπίας, τύπου 1998, δεν εμφανίζεται πολύ ισχυρό. Παρά τα προβλήματά της, η ρωσική οικονομία επί Πούτιν είναι πολύ ισχυρότερη από ό,τι ήταν επί του απερίγραπτου Γέλτσιν, με το μερίδιό της στο παγκόσμιο ΑΕΠ να είναι υπερδιπλάσιο. Παρά την πτώση της τιμής του πετρελαίου κατά 50%, το ρωσικό χρέος είναι μόλις 14% του ΑΕΠ και το έλλειμμα 1,4% –επιδόσεις αξιοζήλευτες και για μια Γερμανία– ενώ τα αποθέματα ξένου συναλλάγματος ξεπερνούν τα 400 δισ. δολάρια.
Εξάλλου, οι κυρώσεις της Δύσης –κυρίως των Αμερικανών– στη Ρωσία συσσωρεύουν σοβαρές απώλειες σε σειρά ευρωπαϊκών χωρών. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν αποθεώνεται στο Βελιγράδι, ενώ σειρά κρατών-μελών της Ε.Ε. (Ουγγαρία, Σλοβακία, Αυστρία, Ιταλία) δυσφορούν έντονα με την παράταση των κυρώσεων. Ακόμη και στο εσωτερικό της Γερμανίας, οι σοσιαλδημοκράτες και όλοι οι πρώην καγκελάριοι –Σμιτ, Κολ, Γκένσερ– παίρνουν αποστάσεις από τη Μέρκελ ζητώντας μια πιο ισορροπημένη πολιτική προς τη Ρωσία. Με αυτά τα δεδομένα, το 2015 εμφανίζεται εντελώς ανοιχτό σε κάθε πρόβλεψη, αναφορικά με το ουκρανικό δράμα, αλλά και με το πολύ ευρύτερο πρόβλημα των σχέσεων Ρωσίας - Δύσης.
Η στιγμή του θριάμβου ήρθε για τον Ρώσο πρόεδρο στις 18 Μαρτίου, όταν ανακοίνωνε, στη μεγαλοπρεπή αίθουσα του Αγίου Γεωργίου, στο Κρεμλίνο, την «επιστροφή της Κριμαίας στη μητέρα πατρίδα». Εχοντας προκαλέσει την ανατροπή του Ουκρανού προέδρου Βίκτορ Γιανουκόβιτς, ύστερα από την άρνησή του να υπογράψει τη συμφωνία σύνδεσης με την Ε.Ε., η Δύση έπαιρνε τώρα το μάθημά της, ενώ η Ρωσία μεθούσε σε μια έξαρση πατριωτισμού, με τη δημοτικότητα του Πούτιν να εκτοξεύεται στα ουράνια.
Οταν επέστρεψε στην ίδια αίθουσα του Κρεμλίνου, στις 4 Δεκεμβρίου, για να εκφωνήσει την καθιερωμένη ετήσια ομιλία του για την κατάσταση του έθνους, ο Βλαντιμίρ Πούτιν εμφανίστηκε πολύ περισσότερο συγκρατημένος. Με το ρούβλι να έχει χάσει μέσα σε δύο μήνες περίπου το 35% της αξίας του και τα αγαθά στα ράφια των σούπερ μάρκετ να αραιώνουν επικίνδυνα, η νυχτερινή μέθη έδινε τη θέση της στην επώδυνη αφύπνιση. Αναλαμβάνοντας προσωπικά την ευθύνη για τη ρήξη με τη Δύση και τις συνέπειές της, ο Ρώσος πρόεδρος προετοίμασε τους ομοεθνείς του για δύο δύσκολα χρόνια. Το ίδιο μήνυμα θα έστελνε στις 18 Δεκεμβρίου, ενώπιον 1.200 Ρώσων και ξένων δημοσιογράφων, προσθέτοντας προειδοποιήσεις για την «πέμπτη φάλαγγα» των «ξένων συμφερόντων» στο εσωτερικό της χώρας του.
Στον συνδυασμό τους, οι δύο πολύ διαφορετικές εμφανίσεις του Βλαντιμίρ Πούτιν στην αίθουσα του Αγίου Γεωργίου αντικατοπτρίζουν τη μεγάλη αντίφαση της σύγχρονης Ρωσίας: μιας χώρας που συμπεριφέρεται ως στρατιωτική υπερδύναμη και παγκόσμιος γεωπολιτικός παίκτης πρώτης διαλογής, αλλά δυσκολεύεται να στηρίξει αυτή την ισχύ της πάνω στα πήλινα πόδια της οικονομίας της. Αυτή η αντίφαση υποχρεώνει τον τολμηρό, αλλά πραγματιστή Πούτιν να συμπεριφέρεται συντηρητικά, κατά βάσιν αμυντικά στον διεθνή στίβο. Γιατί, βέβαια, όποιος έχει στοιχειώδη πολιτικό ρεαλισμό –ο πολύς Χένρι Κίσινγκερ είναι ένας από αυτούς– αναγνωρίζει ότι δεν ήταν ο Πούτιν, αλλά η εμμονή της Δύσης και κυρίως των ΗΠΑ να εντάξουν την Ουκρανία στο ΝΑΤΟ που προκάλεσε τη μετωπική ρήξη και τον εμφύλιο πόλεμο τη χρονιά που πέρασε.
Ακόμη χειρότερα, η ηγετική ομάδα του Κρεμλίνου φοβάται ότι στρατηγικός στόχος της Ουάσιγκτον είναι όχι μόνο η δορυφοροποίηση του Κιέβου, αλλά και η αλλαγή καθεστώτος στην ίδια τη Μόσχα. Ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ δήλωσε πρόσφατα ότι οι Αμερικανοί επιδιώκουν, μέσω της ουκρανικής κρίσης και των κυρώσεων εις βάρος της ρωσικής οικονομίας, να πυροδοτήσουν μια «βελούδινη επανάσταση».
Ωστόσο το σενάριο μιας νέας ρωσικής χρεοκοπίας, τύπου 1998, δεν εμφανίζεται πολύ ισχυρό. Παρά τα προβλήματά της, η ρωσική οικονομία επί Πούτιν είναι πολύ ισχυρότερη από ό,τι ήταν επί του απερίγραπτου Γέλτσιν, με το μερίδιό της στο παγκόσμιο ΑΕΠ να είναι υπερδιπλάσιο. Παρά την πτώση της τιμής του πετρελαίου κατά 50%, το ρωσικό χρέος είναι μόλις 14% του ΑΕΠ και το έλλειμμα 1,4% –επιδόσεις αξιοζήλευτες και για μια Γερμανία– ενώ τα αποθέματα ξένου συναλλάγματος ξεπερνούν τα 400 δισ. δολάρια.
Εξάλλου, οι κυρώσεις της Δύσης –κυρίως των Αμερικανών– στη Ρωσία συσσωρεύουν σοβαρές απώλειες σε σειρά ευρωπαϊκών χωρών. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν αποθεώνεται στο Βελιγράδι, ενώ σειρά κρατών-μελών της Ε.Ε. (Ουγγαρία, Σλοβακία, Αυστρία, Ιταλία) δυσφορούν έντονα με την παράταση των κυρώσεων. Ακόμη και στο εσωτερικό της Γερμανίας, οι σοσιαλδημοκράτες και όλοι οι πρώην καγκελάριοι –Σμιτ, Κολ, Γκένσερ– παίρνουν αποστάσεις από τη Μέρκελ ζητώντας μια πιο ισορροπημένη πολιτική προς τη Ρωσία. Με αυτά τα δεδομένα, το 2015 εμφανίζεται εντελώς ανοιχτό σε κάθε πρόβλεψη, αναφορικά με το ουκρανικό δράμα, αλλά και με το πολύ ευρύτερο πρόβλημα των σχέσεων Ρωσίας - Δύσης.