28 Δεκεμβρίου 2014

Ιερουσαλήμ: η ιερή πόλη και ο μακρύς συμβολισμός της

Η ενίσχυση της οικοδομικής δραστηριότητας στις νέες εβραϊκές συνοικίες και η εγκατάλειψη των υποδομών στις αραβικές περιοχές εξοργίζουν τους Παλαιστίνιους.
Η ενίσχυση της οικοδομικής δραστηριότητας στις νέες εβραϊκές συνοικίες και η εγκατάλειψη των υποδομών στις αραβικές περιοχές εξοργίζουν τους Παλαιστίνιους.
Στη μακρά ιστορία της, η Ιερουσαλήμ καταλήφθηκε από δεκάδες κατακτητές. Βαβυλώνιοι και Πέρσες, Ελληνες και Ρωμαίοι, Μαμελούκοι και Οθωμανοί, Βρετανοί και Ιορδανοί μοιράσθηκαν την κυριαρχία της πόλης, όπως περιγράφει σε πρόσφατο άρθρο του ο Ισραηλινός ιστορικός Γιούρι Αβνέρι.

Η Ιερουσαλήμ ενσωματώθηκε στο κράτος του Ισραήλ αμέσως μετά τον Πόλεμο των Εξι Ημερών του 1967. Ο πόλεμος αυτός υπήρξε η σημαντικότερη στρατιωτική επιτυχία του Ισραήλ, αλλά και η μεγαλύτερη καταστροφή του, με το Θείο δώρο της ιερής πόλης να μετατρέπεται σε Θεία τιμωρία.Η προσάρτηση παρουσιάσθηκε στα μέλη της Βουλής-Κνέσετ της εποχής (της οποίας ο Αβνέρι ήταν τότε μέλος) ως ενοποίηση. Ολοι μνημόνευαν τον Ψαλμό 122 του Δαυίδ, που κάνει λόγο για ενιαία πόλη.


Μία πραγματική ενοποίηση όμως θα έπρεπε να περιλαμβάνει την άμεση απόδοση υπηκοότητας σε όλους τους κατοίκους και την επιστροφή όλων των αραβικών περιουσιών στη Δυτική Ιερουσαλήμ, που δημεύθηκαν από το Ισραήλ μετά τη διαίρεση της πόλης το 1948.Το αντίθετο όμως συνέβη: καμία περιουσία δεν επεστράφη, ενώ η δημοτική αρχή παρέμεινε στα χέρια του Ισραήλ. Ο δήμαρχος Τέντι Κόλεκ, που εξελέγη το 1965, έσπευσε να κατεδαφίσει την αραβική συνοικία Μουγκραπί, εκτοπίζοντας τους κατοίκους της.

Ο Κόλεκ όμως διακρίθηκε ως άσος των δημοσίων σχέσεων, διατηρώντας άριστες σχέσεις με την αραβική άρχουσα τάξη και προβάλλοντας εικόνα ειρήνης και ευημερίας. Την πολιτική του Κόλεκ ευνόησε και ο στρατηγός Μοσέ Νταγιάν, που διέταξε την αφαίρεση της ισραηλινής σημαίας από το Ορος του Ναού και απέδωσε τον έλεγχο του λατρευτικού συγκροτήματος του αλ Ακτσά στις μουσουλμανικές θρησκευτικές αρχές.Τα πρώτα χρόνια της κατοχής πέρασαν έτσι ειρηνικά, με Εβραίους και Αραβες να συναλλάσσονται ειρηνικά. Η ατμόσφαιρα αυτή όμως μεταβλήθηκε σταδιακά.

Η ροή κρατικών κεφαλαίων στη Δυτική Ιερουσαλήμ δεν συνοδεύθηκε από ανάλογες επενδύσεις στην αραβική Ανατολική Ιερουσαλήμ, ενώ η δημαρχία προσπάθησε να αποθαρρύνει νέους Παλαιστινίους από το να εγκατασταθούν στην πόλη, σπρώχνοντάς τους προς τα προάστια.Ακόμη όμως και μετά την οικοδόμηση του Τείχους, ο αραβικός πληθυσμός συνέχισε να αυξάνεται, φθάνοντας το 40% του συνόλου.Το πρόβλημα κορυφώθηκε πρόσφατα, με τη φυγή των κοσμικών Ισραηλινών από την Ιερουσαλήμ και τη μετατροπή της πόλης σε προπύργιο των Ορθόδοξων Εβραίων.

Η εκλογή του νέου δημάρχου της πόλης, Νιρ Μπαρκάτ, εξασφάλισε τη στήριξη της κοσμικής μερίδας του εκλογικού σώματος, το οποίο διαπίστωσε ότι ο υπερεθνικιστής Μπαρκάτ αποτελεί τον καλύτερο σύμμαχο των Ορθοδόξων στην αντιπαράθεσή τους με τον αραβικό πληθυσμό.

Ο δήμαρχος αντιμετωπίζει έτσι τους Παλαιστίνιους δημότες ως εχθρούς, που γίνονται ανεκτοί μόνο εφόσον παραμένουν υπάκουοι και υποταγμένοι στην ωμή αστυνομική βία. Την ίδια στιγμή, η ενίσχυση της οικοδομικής δραστηριότητας στις νέες εβραϊκές συνοικίες και η συστηματική εγκατάλειψη των υποδομών στις αραβικές περιοχές εγγυώνται τη διατήρηση της δικαιολογημένης παλαιστινιακής οργής.

Η κυβέρνηση Νετανιάχου και οι ακροδεξιοί της κοινοβουλευτικοί σύμμαχοι απέδειξαν ήδη την επιθυμία να συγκρουσθούν στρατιωτικά με τους Παλαιστινίους στον αιματηρό πόλεμο στη Γάζα το προηγούμενο καλοκαίρι. Η ρήξη των σχέσεων μεταξύ Τελ Αβίβ - Ουάσιγκτον στερεί την ίδια ώρα από το Ισραήλ μία αναγκαία τροχοπέδη στις επεκτατικές φιλοδοξίες των συντηρητικών.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ