Δρ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΦΙΛΗΣ*
Το τελευταίο διάστημα οι εξελίξεις στην
Ανατολική Μεσόγειο έχουν πυκνώσει, πυροδοτώντας εν πολλοίς την τουρκική
επιθετικότητα. Η ευρύτερη περιοχή σημαδεύτηκε από τις αραβικές
εξεγέρσεις, τη διπλή αλλαγή σκηνικού στην Αίγυπτο, τον δραματικό εμφύλιο
στη Συρία, τα κύματα προσφύγων, τη διατήρηση των εντάσεων στο
Παλαιστινιακό, την αναβίωση θρησκευτικών και εθνοτικών διαφορών, την
οικονομική ύφεση, την παρατεταμένη αστάθεια στη Λιβύη, εσχάτως δε και
την ανάδυση της απειλής του Ισλαμικού Χαλιφάτου. Η γείτων, παρότι το
επεδίωξε, δεν κατάφερε να επωφεληθεί από την κρισιμότητα της κατάστασης,
κυρίως λόγω του ότι αντί να συμβάλει στις λύσεις, προσθέτει προβλήματα.
Σ’ ένα ευμετάβλητο περιβάλλον, η αυτονόητη επιλογή είναι η σταδιακή αποκατάσταση της τάξης, ειδάλλως, είναι υπαρκτός ο κίνδυνος αναζωπύρωσης. Με το μέτωπο της Ουκρανίας να παραμένει ανοικτό και την παγκόσμια οικονομία, με ελάχιστες εξαιρέσεις, να βρίσκεται σε στασιμότητα, τα νεύρα είναι τεντωμένα. Στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων και σημαντικών εμπορικών δραστηριοτήτων, το οποίο εντάσσεται δειλά στον ενεργειακό χάρτη, οι αντιπαραγωγικές και παρελκυστικές τακτικές, απ’ όπου και αν προέρχονται, είναι καταδικαστέες. Πολύ περισσότερο από τη στιγμή που σε πολωτικές καταστάσεις κοινωνικής και οικονομικής αστάθειας ευδοκιμούν ακραίες ιδεολογίες και διευκολύνεται ο προσηλυτισμός, ειδικότερα νέων ανθρώπων.
Τούτων δοθέντων, οι ενέργειες Ελλάδας και Κύπρου, με σκοπό την αναζήτηση ευρύτερων συμπράξεων, προκειμένου αρχικά να καλλιεργηθεί κλίμα αλληλοκατανόησης, και εν συνεχεία να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για προσέλκυση επενδύσεων και κατ’ επέκταση βελτίωσης των οικονομικών συνθηκών, κρίνονται ορθές. Αφήνοντας στην άκρη τις δεδομένες διαφορές μεταξύ των κρατών της Ανατολικής Μεσογείου, το κυριότερο διακύβευμα είναι η στροφή στην κανονικότητα, εν μέσω έντονων πιέσεων για κοινωνίες και καθεστώτα.
Η πρόσφατη εξεύρεση υδρογονανθράκων σε Ισραήλ και Κύπρο, με καλές πιθανότητες στο μέλλον να ακολουθήσουν Λίβανος και Ελλάδα (αλλά και η Παλαιστινιακή Αρχή), προσφέρουν δυνατότητες ουσιαστικής εμβάθυνσης των σχέσεων. Μπορεί μεν οι τωρινές ποσότητες να μη διαφοροποιούν τους παγκόσμιους συσχετισμούς, ωστόσο, η τροφοδοσία των εγγύτερων αγορών, υπογραμμίζει τη χρησιμότητα της ενέργειας ως παράγοντα συνέργειας αντί ανταγωνισμού. Στη δε περίπτωση της Αιγύπτου, η διάθεση σχετικά φθηνού φυσικού αερίου στην αγορά της αποτελεί κρίσιμη παράμετρο ενόψει της υποχρεωτικής αύξησης των εγχώριων τιμών, που ενδέχεται να επιφέρει κοινωνικές αναταραχές.
Ασφαλώς, η συμπαράταξη με το μεγαλύτερο αραβικό κράτος αποδυναμώνει το επιχείρημα ότι στόχος των συμφωνιών είναι η δήθεν περιθωριοποίηση του μουσουλμανικού στοιχείου, κάτι που θα τροφοδοτούσε τις όποιες αντιθέσεις. Εν προκειμένω, το Κάιρο έχει επιπλέον όφελος, καθώς, συν τω χρόνω, αυξάνονται οι πιθανότητες αξιοποίησης των παραμελημένων εγκαταστάσεων υγροποίησης φυσικού αερίου από το Ισραήλ, ίσως στο μέλλον και την Κύπρο. Αλλά και η προοπτική ενδυνάμωσης σχέσεων και εντατικοποίησης συναλλαγών μεταξύ Ε.Ε. και Αιγύπτου αποτελούν επιπρόσθετο λόγο θετικής εμπλοκής της τελευταίας στις συνεννοήσεις με κράτη της περιοχής, ιδίως με τα μέλη της ευρωπαϊκής οικογένειας. Σε αυτό το πακέτο αμοιβαίας ωφέλειας, χρήσιμο είναι να εξεταστεί το ενδεχόμενο διευθέτησης νομικών ζητημάτων, που αφενός θα εμπεδώσει την εμπιστοσύνη, αφετέρου θα αναπτύξει ένα νέο καθεστώς σταθερών και προβλέψιμων διμερών και πολυμερών δεσμών, μακριά από οπορτουνιστικές διαθέσεις.
Η μεγάλη ευκαιρία και ταυτόχρονα ο σοβαρότερος κίνδυνος για την Αθήνα προέρχονται από τη συγκυρία. Εδώ εντοπίζονται δύο ζητήματα: α) ο παραδοσιακός τριγωνικός συνασπισμός Ισραήλ-Αιγύπτου-Τουρκίας έχει κλονιστεί βαθύτατα, ίσως και ανεπανόρθωτα, με προφανή αντανάκλαση σε Ελλάδα και Κύπρο, β) το χάσμα των δύο πρώτων (ιδίως του Ισραήλ) με τον αμερικανικό και σημαντικό κομμάτι του ευρωπαϊκού παράγοντα ολοένα και διευρύνεται.
Ως προς το σκέλος Τουρκία, ο προσανατολισμός της διακυβέρνησης Ερντογάν φαίνεται να παγιώνεται. Στο επίκεντρο αυτού βρίσκονται η απροθυμία ταύτισης συμφερόντων με τη Δύση, η προσπάθεια προσεταιρισμού των σουνιτικών ισλαμικών δυνάμεων (ανεξαιρέτως) σε ρόλο προστάτιδας δύναμης και η συγκρουσιακή διάθεση έναντι οποιουδήποτε διαφωνεί ή δεν εντάσσεται στο τουρκικό άρμα. Η τωρινή Τουρκία σέβεται τα κράτη που προτάσσουν την ισχύ τους, θεωρώντας ότι έχει ενδυναμωθεί αρκετά για να «σύρεται» σε συμβιβασμούς ή να τηρεί απαρέγκλιτα κανόνες και νομιμότητα. Αποπειράται, έτσι, να παράξει δίκαιο, όπως πράττουν οι παγκόσμιες δυνάμεις. Αυτό είναι δυνητικά επικίνδυνο για την περιφερειακή ασφάλεια, εξ ου και η ανάγκη συσπείρωσης έναντι της τουρκικής εριστικής υπερκινητικότητας. Ομως, το μέγεθος και η θέση της δεν μπορούν να αγνοηθούν από τα υπόλοιπα κράτη της περιοχής, με συνέπεια πολλά να εξαρτώνται από τη διάρκεια και τη συνέπεια εκτέλεσης της ατζέντας Ερντογάν - Νταβούτογλου.
Η Αθήνα δύσκολα θα υποκαταστήσει την Αγκυρα στους σχεδιασμούς Τελ Αβίβ και Καΐρου, στο βάσιμο σενάριο επανόρθωσης των σχέσεών τους – η αλλαγή καθεστώτος στη γείτονα, πάντως, προβάλλει ως αναγκαία συνθήκη. Εντούτοις, μέχρι και εφόσον τροποποιηθούν τα δεδομένα, μπορούμε να «δέσουμε» την κατάσταση, ώστε η γνώμη μας να εξακολουθήσει να έχει βαρύνουσα αξία στο περιφερειακό γίγνεσθαι. Τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα συνίστανται στην εταιρική μας αξιοπιστία, την επίτευξη απτών αποτελεσμάτων μέσα από πρακτικές συμφωνίες, καθώς και τη δυτική/ευρωπαϊκή μας διάσταση. Ως προς την τελευταία, δεδομένης της απόκλισης τελευταία Αιγύπτου-Ισραήλ με τις ΗΠΑ και σημαντικό μέρος της Ε.Ε., φρόνιμο είναι να τους επισημανθεί ότι η εποικοδομητική συμμετοχή τους στην εδραίωση της ομαλότητας στην περιοχή θα εξισορροπήσει το αρνητικό momentum.
* Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.
Έντυπη
Σ’ ένα ευμετάβλητο περιβάλλον, η αυτονόητη επιλογή είναι η σταδιακή αποκατάσταση της τάξης, ειδάλλως, είναι υπαρκτός ο κίνδυνος αναζωπύρωσης. Με το μέτωπο της Ουκρανίας να παραμένει ανοικτό και την παγκόσμια οικονομία, με ελάχιστες εξαιρέσεις, να βρίσκεται σε στασιμότητα, τα νεύρα είναι τεντωμένα. Στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων και σημαντικών εμπορικών δραστηριοτήτων, το οποίο εντάσσεται δειλά στον ενεργειακό χάρτη, οι αντιπαραγωγικές και παρελκυστικές τακτικές, απ’ όπου και αν προέρχονται, είναι καταδικαστέες. Πολύ περισσότερο από τη στιγμή που σε πολωτικές καταστάσεις κοινωνικής και οικονομικής αστάθειας ευδοκιμούν ακραίες ιδεολογίες και διευκολύνεται ο προσηλυτισμός, ειδικότερα νέων ανθρώπων.
Τούτων δοθέντων, οι ενέργειες Ελλάδας και Κύπρου, με σκοπό την αναζήτηση ευρύτερων συμπράξεων, προκειμένου αρχικά να καλλιεργηθεί κλίμα αλληλοκατανόησης, και εν συνεχεία να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για προσέλκυση επενδύσεων και κατ’ επέκταση βελτίωσης των οικονομικών συνθηκών, κρίνονται ορθές. Αφήνοντας στην άκρη τις δεδομένες διαφορές μεταξύ των κρατών της Ανατολικής Μεσογείου, το κυριότερο διακύβευμα είναι η στροφή στην κανονικότητα, εν μέσω έντονων πιέσεων για κοινωνίες και καθεστώτα.
Η πρόσφατη εξεύρεση υδρογονανθράκων σε Ισραήλ και Κύπρο, με καλές πιθανότητες στο μέλλον να ακολουθήσουν Λίβανος και Ελλάδα (αλλά και η Παλαιστινιακή Αρχή), προσφέρουν δυνατότητες ουσιαστικής εμβάθυνσης των σχέσεων. Μπορεί μεν οι τωρινές ποσότητες να μη διαφοροποιούν τους παγκόσμιους συσχετισμούς, ωστόσο, η τροφοδοσία των εγγύτερων αγορών, υπογραμμίζει τη χρησιμότητα της ενέργειας ως παράγοντα συνέργειας αντί ανταγωνισμού. Στη δε περίπτωση της Αιγύπτου, η διάθεση σχετικά φθηνού φυσικού αερίου στην αγορά της αποτελεί κρίσιμη παράμετρο ενόψει της υποχρεωτικής αύξησης των εγχώριων τιμών, που ενδέχεται να επιφέρει κοινωνικές αναταραχές.
Ασφαλώς, η συμπαράταξη με το μεγαλύτερο αραβικό κράτος αποδυναμώνει το επιχείρημα ότι στόχος των συμφωνιών είναι η δήθεν περιθωριοποίηση του μουσουλμανικού στοιχείου, κάτι που θα τροφοδοτούσε τις όποιες αντιθέσεις. Εν προκειμένω, το Κάιρο έχει επιπλέον όφελος, καθώς, συν τω χρόνω, αυξάνονται οι πιθανότητες αξιοποίησης των παραμελημένων εγκαταστάσεων υγροποίησης φυσικού αερίου από το Ισραήλ, ίσως στο μέλλον και την Κύπρο. Αλλά και η προοπτική ενδυνάμωσης σχέσεων και εντατικοποίησης συναλλαγών μεταξύ Ε.Ε. και Αιγύπτου αποτελούν επιπρόσθετο λόγο θετικής εμπλοκής της τελευταίας στις συνεννοήσεις με κράτη της περιοχής, ιδίως με τα μέλη της ευρωπαϊκής οικογένειας. Σε αυτό το πακέτο αμοιβαίας ωφέλειας, χρήσιμο είναι να εξεταστεί το ενδεχόμενο διευθέτησης νομικών ζητημάτων, που αφενός θα εμπεδώσει την εμπιστοσύνη, αφετέρου θα αναπτύξει ένα νέο καθεστώς σταθερών και προβλέψιμων διμερών και πολυμερών δεσμών, μακριά από οπορτουνιστικές διαθέσεις.
Η μεγάλη ευκαιρία και ταυτόχρονα ο σοβαρότερος κίνδυνος για την Αθήνα προέρχονται από τη συγκυρία. Εδώ εντοπίζονται δύο ζητήματα: α) ο παραδοσιακός τριγωνικός συνασπισμός Ισραήλ-Αιγύπτου-Τουρκίας έχει κλονιστεί βαθύτατα, ίσως και ανεπανόρθωτα, με προφανή αντανάκλαση σε Ελλάδα και Κύπρο, β) το χάσμα των δύο πρώτων (ιδίως του Ισραήλ) με τον αμερικανικό και σημαντικό κομμάτι του ευρωπαϊκού παράγοντα ολοένα και διευρύνεται.
Ως προς το σκέλος Τουρκία, ο προσανατολισμός της διακυβέρνησης Ερντογάν φαίνεται να παγιώνεται. Στο επίκεντρο αυτού βρίσκονται η απροθυμία ταύτισης συμφερόντων με τη Δύση, η προσπάθεια προσεταιρισμού των σουνιτικών ισλαμικών δυνάμεων (ανεξαιρέτως) σε ρόλο προστάτιδας δύναμης και η συγκρουσιακή διάθεση έναντι οποιουδήποτε διαφωνεί ή δεν εντάσσεται στο τουρκικό άρμα. Η τωρινή Τουρκία σέβεται τα κράτη που προτάσσουν την ισχύ τους, θεωρώντας ότι έχει ενδυναμωθεί αρκετά για να «σύρεται» σε συμβιβασμούς ή να τηρεί απαρέγκλιτα κανόνες και νομιμότητα. Αποπειράται, έτσι, να παράξει δίκαιο, όπως πράττουν οι παγκόσμιες δυνάμεις. Αυτό είναι δυνητικά επικίνδυνο για την περιφερειακή ασφάλεια, εξ ου και η ανάγκη συσπείρωσης έναντι της τουρκικής εριστικής υπερκινητικότητας. Ομως, το μέγεθος και η θέση της δεν μπορούν να αγνοηθούν από τα υπόλοιπα κράτη της περιοχής, με συνέπεια πολλά να εξαρτώνται από τη διάρκεια και τη συνέπεια εκτέλεσης της ατζέντας Ερντογάν - Νταβούτογλου.
Η Αθήνα δύσκολα θα υποκαταστήσει την Αγκυρα στους σχεδιασμούς Τελ Αβίβ και Καΐρου, στο βάσιμο σενάριο επανόρθωσης των σχέσεών τους – η αλλαγή καθεστώτος στη γείτονα, πάντως, προβάλλει ως αναγκαία συνθήκη. Εντούτοις, μέχρι και εφόσον τροποποιηθούν τα δεδομένα, μπορούμε να «δέσουμε» την κατάσταση, ώστε η γνώμη μας να εξακολουθήσει να έχει βαρύνουσα αξία στο περιφερειακό γίγνεσθαι. Τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα συνίστανται στην εταιρική μας αξιοπιστία, την επίτευξη απτών αποτελεσμάτων μέσα από πρακτικές συμφωνίες, καθώς και τη δυτική/ευρωπαϊκή μας διάσταση. Ως προς την τελευταία, δεδομένης της απόκλισης τελευταία Αιγύπτου-Ισραήλ με τις ΗΠΑ και σημαντικό μέρος της Ε.Ε., φρόνιμο είναι να τους επισημανθεί ότι η εποικοδομητική συμμετοχή τους στην εδραίωση της ομαλότητας στην περιοχή θα εξισορροπήσει το αρνητικό momentum.
* Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.