Του Μιχάλη Παπαδόπουλου
Ο τουρκικός επεκτατισμός και η ελληνική «αποτροπή»
Η αντίδραση της ελληνικής πλευράς στην τουρκική επιθετικότητα υπήρξε
ένας εκ των υστέρων πολιτικός και διπλωματικός περισπασμός, με αμφίβολη
αποτρεπτική τελεστικότητα
ΟΣΑ άρχισαν ήδη να συντελούνται στην περιοχή μας δείχνουν πως, ίσως, είμαστε ήδη πολύ μακριά στο μέλλον, παρά στο παρόν…
Στην πολιτική, τα γεγονότα είναι στρατηγικές επιτελέσεις, συμπυκνώνουν και εκφράζουν μορφοποιήσεις δράσεων και σχέσεων δύναμης.Τα «γεγονότα», υπό αυτήν την άποψη, που επιχειρεί να διαμορφώσει η Τουρκία στην κυπριακή ΑΟΖ, αποτελούν προϊόν, διά της χρήσεως της στρατιωτικής ισχύος, παρέμβασης στο πεδίο του συσχετισμού δυνάμεων, προκειμένου να παραχθούν και να ενθυλακωθούν, σ’ αυτό το τελευταίο, ως αναπόδραστα, συγκεκριμένα πολιτικά αποτελέσματα.
Με τη δημιουργία κρίσης, και διά της διαχειρίσεως της κρίσης, η Άγκυρα επιχειρεί να αναδιευθετήσει προς όφελός της τους εξυφαινόμενους σχεδιασμούς στο ενεργειακό πεδίο, στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.Αφενός, να διεμβολίσει το μέτωπο των συνεργασιών που προωθούν Ελλάδα και Κύπρος με άλλους σημαντικούς ενεργειακούς παίκτες στην περιοχή, όπως η Αίγυπτος και το Ισραήλ και, ενδεχομένως, και άλλοι, και, αφετέρου, να αποτρέψει την Κυπριακή Δημοκρατία από το να προχωρήσει σε εκμετάλλευση των υποθαλάσσιων φυσικών πόρων της, υποβάλλοντας τη διαχείριση των υδρογονανθράκων σε μια λογική διαμοιρασμού, όπου, βεβαίως, η ίδια, διά της εργαλειοποίησης του Κυπριακού και του κατοχικού καθεστώτος, θα καρπωθεί έναν αναβαθμισμένο ενεργειακό ρόλο.
Εκ των υστέρων περισπασμοί
Ποιος υπήρξε ο σχεδιασμός αποτροπής της ελληνικής πλευράς στις τουρκικές ενέργειες και μεθοδεύσεις;
Ένας εκ των υστέρων πολιτικός και διπλωματικός περισπασμός, που δεν μπορεί να ενασκηθεί στο πεδίο της στρατιωτικής ισχύος -το οποίο πάντοτε η ελληνική πλευρά, ή τουλάχιστον τις τελευταίες δύο δεκαετίες, παραθεωρούσε ως δευτερεύοντα παράγοντα άσκησης πολιτικής-, όπου η Τουρκία επιχειρεί να παραγάγει απτά πολιτικά αποτελέσματα. Μια σύντομη αναδρομή στο ιστορικό των τουρκικών προκλήσεων στο Αιγαίο από τη δεκαετία του ’70, με στόχευση τα ενεργειακά κοιτάσματα του υποθαλάσσιου ελληνικού χώρου, είναι ενδεικτική της τεράστιας αλλαγής στους συσχετισμούς δύναμης που συντελέστηκε υπέρ της Τουρκίας και εις βάρος του Ελληνισμού την τελευταία τριακονταετία.Το ιστορικό «παράγγελμα» του Ανδρέα Παπανδρέου «βυθίστε το Χόρα», όσο και αν ερμηνεύτηκε ως μια επικίνδυνη πολεμοκάπηλη κραυγή ή ως ένα εθναμυντορικό πυροτέχνημα εσωτερικής κατανάλωσης, εξέφραζε, σε μεγάλο βαθμό, υπαρκτούς συσχετισμούς δύναμης ανάμεσα στις δύο χώρες, με δεδομένη την ικανότητα της ελληνικής ισχύος, χάρις στην αεροναυτική υπεροπλία που εξασφάλισε με τους ταχείς εξοπλισμούς της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου, να αποτρέψει οιαδήποτε τουρκική επιβουλή κατά της ελληνικής κυριαρχίας.
Αλλαγή ισοζυγίου δυνάμεων
Οι τουρκικές προθέσεις, ωστόσο, ποτέ δεν έμειναν αφανέρωτες, με την Άγκυρα, μεθοδευμένα, να ανατρέπει τα δεδομένα στο γεωστρατηγικό και στρατιωτικό ισοζύγιο, επιβάλλοντας, υπό την απειλή των όπλων, στην Ελλάδα και στην Κύπρο, συνθήκες παραμείωσης της εθνικής τους κυριαρχίας.
Η πρόσφατη έξαρση της τουρκικής επιθετικότητας, όπως εκδηλώνεται στην κυπριακή ΑΟΖ αλλά και όπως κλιμακώνεται στο Αιγαίο, με διακύβευμα τον έλεγχο των ενεργειακών διαδρόμων και την εκμετάλλευση του υποθαλάσσιου φυσικού πλούτου, αναδεικνύει, γι' ακόμη μια φορά, ένα ασύγγνωστο έλλειμμα στρατηγικής κατανόησης των πραγματικών επιδιώξεων της Άγκυρας, και, συνακόλουθα, διαμόρφωσης των στρατηγικών προϋποθέσεων ανάσχεσής των.
Ο τουρκικός μαξιμαλισμός
Είχαμε και άλλοτε επισημάνει, πως μια από τις πλέον ολέθριες παρανοήσεις της πολιτικής μας υπήρξε, ανέκαθεν, η κοντόθωρη ερμήνευση του τουρκικού μαξιμαλισμού ως εκδήλωσης μιας ενδημικής αλαζονείας του τουρκικού πολιτικού συστήματος, συναρτημένη με απωθημένες αυτοκρατορικές βλέψεις της νεο-οθωμανικής πολιτικής ελίτ, η οποία, διερχόμενη μέσα από το ευρωπαϊκό δρομολόγιο του εκδημοκρατισμού και των εκσυγχρονιστικών μεταρρυθμίσεων, θα εξέβαλλε σε μια «πολιτισμένη» συμπεριφορά, προσαρμοσμένη στα θέσμια και τους κανόνες του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
Μέσα στα στενόχωρα σχήματα της παρανόησης αυτής, η έκφραση του τουρκικού επεκτατισμού θεωρήθηκε, μονίμως και με μια πληκτική αφέλεια, ως αναπάντεχη προσφορά «σανίδος σωτηρίας» από τους Τούρκους προς την πλευρά μας, που έβγαζε την πολιτική μας -και τους εμπνευστές της- από τα αδιέξοδα, εν όψει κρίσιμων ή και οδυνηρών αποφάσεων.
Η εκτίμηση αυτή της τουρκικής πολιτικής, μέσα στην κοντόθωρη ανάλυσή της, στηρίχθηκε, ακριβώς, σε μια επιφανειακή κατανόηση των τουρκικών επιδιώξεων, τις οποίες ενέτασσε μέσα σε μια περιορισμένη χρονική προοπτική, αγνοώντας την πολιτική συστημική του χρόνου.
Ο «ρεαλισμός» του μεγίστου
Ο τουρκικός μαξιμαλισμός, αντίθετα με ό,τι πίστεψαν και ενδεχομένως συνεχίζουν να πιστεύουν πολλοί στην ελληνική πλευρά, που διέβλεπαν απλώς λεονταριστικές εξάρσεις και ελεγχόμενες παρεκτροπές κάθε φορά που αυτός ξεδιπλωνόταν στο πεδίο της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ουσία της τουρκικής στρατηγικής, η μεθοδολογία και ο στόχος της.
Η ιδέα του μεγίστου, όπως επιβεβαιώνει σήμερα η «τρίτη τουρκική εισβολή» κατά της Κύπρου, αποδεικνύεται μέρα με τη μέρα ολοένα και πιο ρεαλιστική για την τουρκική ηγεσία, η οποία βλέπει πως η «κυριαρχία» του παράγοντα χρόνος συνεπιφέρει, σταδιακά, επικυριαρχία και στον παράγοντα «χώρος», αλλά και το αντίστροφο. Κατ’ αντιδιαστολήν, η τρομακτική προοπτική του ελαχίστου γίνεται ολοένα και πιο ορατή και επίφοβη για την πλευρά μας, που, πλέον, ούτε πάνω στα «αυτονόητα» δεν μπορεί να οικοδομήσει μια στοιχειώδη πολιτική του εφικτού. Και τι μπορεί να είναι εφικτό για ένα κράτος, όταν δεν καθίσταται εφικτή η εθνική του κυριαρχία.
Με άλλους λόγους, η τουρκική στρατηγική είναι ο στρατηγικός μαξιμαλισμός εν δράσει, και, καθώς δεν είναι ούτε απότοκος της αλαζονείας, ούτε υπερβαίνει το μέτρο της ιστορίας και του λόγου της, προβάλλει ως ένας εχέφρων υπο-λογισμός του Καιρού, που τον διακρίνει η υπομονή και η σοφή αξιοποίηση του πρόσκαιρου.
Είναι η τέχνη του Χρόνου που ξέρει να συντονίζει τον ρυθμό της ευκαιρίας με το ρυθμό της αναγκαιότητας. Και, αλίμονο, αν γίνει και κύριός του...
Αλλαγή στρατηγικής
ΥΠΟ αυτό το πρίσμα, το αίτημα για αλλαγή και αναπροσανατολισμό της εθνικής στρατηγικής προϋποθέτει αλλά και εκφράζει την αναγκαιότητα μιας λελογισμένης κατανόησης του τουρκικού επεκτατισμού, στις ρίζες, στο εύρος και στις προεκτάσεις του.
Και θα πρέπει να εκκινεί από την απομάγευση από την ψευδαίσθηση, πως στην εκδίπλωση της τουρκικής εθνικής στρατηγικής, η οποία υπέχει θέση δόγματος, διακυμαίνονται αντίρροπες δυνάμεις, που την ανακατευθύνουν είτε προς τη μια είτε προς την άλλη κατεύθυνση, αναλόγως του κοσμικού ή νεο-οθωμανικού προσανατολισμού τους.
Όσοι σαγηνεύτηκαν από τον Ταγίπ Ερντογάν, ως εμπνευστή και φορέα των αξιών μιας νέας, σύγχρονης φιλειρηνικής Τουρκίας, θα αισθάνονται τώρα την κρύα, παραλυτική γύμνια του τέλους της σαγήνης, ανίκανοι να κατανοήσουν την έξαρση του νεοτουρκικού ηγεμονισμού.
Ο οποίος, ως αντιστάθμισμα στα αδιέξοδα που αντιμετωπίζει όσον αφορά τα μεσανατολικά του προτάγματα, στρέφεται προς νότον και προς δυσμάς, εναντίον της Κύπρου και της Ελλάδας.
Μετατόπιση της κρίσης
ΕΙΝΑΙ, σ’ αυτό το πλαίσιο, αρκετά πιθανό, η Τουρκία να επιχειρήσει να κλιμακώσει την κρίση, εκδιπλώνοντας τους βραχίονες των προκλήσεων και των αξιώσεών της και προς το Αιγαίο (ίδε Καστελλόριζο, όπου βρίσκεται το εγγύτερο σημείο μεταξύ της τουρκικής ΑΟΖ και των ενεργειακών κοιτασμάτων), αναγκάζοντας την Ελλάδα να εισέλθει σε μια «διαπραγμάτευση» από μειονεκτική θέση.Αθήνα και Λευκωσία, λοιπόν, ευρισκόμενες σε μια εξαιρετικά ασταθή συγκυρία διαρκών μετατοπίσεων και ανακατατάξεων, όπου τα συνοριακά δεδομένα τού χθες, γίνονται οι διαφιλονικούμενες γκρίζες μεθόριοι του σήμερα, επιβάλλεται, εφεξής, να συνεργούν σε όλο το βάθος και το εύρος των δυνατών συμμαχιών τους, με όλα τα μέσα και σε όλα τα επίπεδα. Γιατί, όσα άρχισαν ήδη να συντελούνται στην περιοχή μας, δείχνουν πως, ίσως, είμαστε ήδη πολύ μακριά στο μέλλον, παρά στο παρόν…
ΣΗΜΕΡΙΝΗ
Ο τουρκικός επεκτατισμός και η ελληνική «αποτροπή»
Στην πολιτική, τα γεγονότα είναι στρατηγικές επιτελέσεις, συμπυκνώνουν και εκφράζουν μορφοποιήσεις δράσεων και σχέσεων δύναμης.Τα «γεγονότα», υπό αυτήν την άποψη, που επιχειρεί να διαμορφώσει η Τουρκία στην κυπριακή ΑΟΖ, αποτελούν προϊόν, διά της χρήσεως της στρατιωτικής ισχύος, παρέμβασης στο πεδίο του συσχετισμού δυνάμεων, προκειμένου να παραχθούν και να ενθυλακωθούν, σ’ αυτό το τελευταίο, ως αναπόδραστα, συγκεκριμένα πολιτικά αποτελέσματα.
Με τη δημιουργία κρίσης, και διά της διαχειρίσεως της κρίσης, η Άγκυρα επιχειρεί να αναδιευθετήσει προς όφελός της τους εξυφαινόμενους σχεδιασμούς στο ενεργειακό πεδίο, στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.Αφενός, να διεμβολίσει το μέτωπο των συνεργασιών που προωθούν Ελλάδα και Κύπρος με άλλους σημαντικούς ενεργειακούς παίκτες στην περιοχή, όπως η Αίγυπτος και το Ισραήλ και, ενδεχομένως, και άλλοι, και, αφετέρου, να αποτρέψει την Κυπριακή Δημοκρατία από το να προχωρήσει σε εκμετάλλευση των υποθαλάσσιων φυσικών πόρων της, υποβάλλοντας τη διαχείριση των υδρογονανθράκων σε μια λογική διαμοιρασμού, όπου, βεβαίως, η ίδια, διά της εργαλειοποίησης του Κυπριακού και του κατοχικού καθεστώτος, θα καρπωθεί έναν αναβαθμισμένο ενεργειακό ρόλο.
Εκ των υστέρων περισπασμοί
Ποιος υπήρξε ο σχεδιασμός αποτροπής της ελληνικής πλευράς στις τουρκικές ενέργειες και μεθοδεύσεις;
Ένας εκ των υστέρων πολιτικός και διπλωματικός περισπασμός, που δεν μπορεί να ενασκηθεί στο πεδίο της στρατιωτικής ισχύος -το οποίο πάντοτε η ελληνική πλευρά, ή τουλάχιστον τις τελευταίες δύο δεκαετίες, παραθεωρούσε ως δευτερεύοντα παράγοντα άσκησης πολιτικής-, όπου η Τουρκία επιχειρεί να παραγάγει απτά πολιτικά αποτελέσματα. Μια σύντομη αναδρομή στο ιστορικό των τουρκικών προκλήσεων στο Αιγαίο από τη δεκαετία του ’70, με στόχευση τα ενεργειακά κοιτάσματα του υποθαλάσσιου ελληνικού χώρου, είναι ενδεικτική της τεράστιας αλλαγής στους συσχετισμούς δύναμης που συντελέστηκε υπέρ της Τουρκίας και εις βάρος του Ελληνισμού την τελευταία τριακονταετία.Το ιστορικό «παράγγελμα» του Ανδρέα Παπανδρέου «βυθίστε το Χόρα», όσο και αν ερμηνεύτηκε ως μια επικίνδυνη πολεμοκάπηλη κραυγή ή ως ένα εθναμυντορικό πυροτέχνημα εσωτερικής κατανάλωσης, εξέφραζε, σε μεγάλο βαθμό, υπαρκτούς συσχετισμούς δύναμης ανάμεσα στις δύο χώρες, με δεδομένη την ικανότητα της ελληνικής ισχύος, χάρις στην αεροναυτική υπεροπλία που εξασφάλισε με τους ταχείς εξοπλισμούς της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου, να αποτρέψει οιαδήποτε τουρκική επιβουλή κατά της ελληνικής κυριαρχίας.
Αλλαγή ισοζυγίου δυνάμεων
Οι τουρκικές προθέσεις, ωστόσο, ποτέ δεν έμειναν αφανέρωτες, με την Άγκυρα, μεθοδευμένα, να ανατρέπει τα δεδομένα στο γεωστρατηγικό και στρατιωτικό ισοζύγιο, επιβάλλοντας, υπό την απειλή των όπλων, στην Ελλάδα και στην Κύπρο, συνθήκες παραμείωσης της εθνικής τους κυριαρχίας.
Η πρόσφατη έξαρση της τουρκικής επιθετικότητας, όπως εκδηλώνεται στην κυπριακή ΑΟΖ αλλά και όπως κλιμακώνεται στο Αιγαίο, με διακύβευμα τον έλεγχο των ενεργειακών διαδρόμων και την εκμετάλλευση του υποθαλάσσιου φυσικού πλούτου, αναδεικνύει, γι' ακόμη μια φορά, ένα ασύγγνωστο έλλειμμα στρατηγικής κατανόησης των πραγματικών επιδιώξεων της Άγκυρας, και, συνακόλουθα, διαμόρφωσης των στρατηγικών προϋποθέσεων ανάσχεσής των.
Ο τουρκικός μαξιμαλισμός
Είχαμε και άλλοτε επισημάνει, πως μια από τις πλέον ολέθριες παρανοήσεις της πολιτικής μας υπήρξε, ανέκαθεν, η κοντόθωρη ερμήνευση του τουρκικού μαξιμαλισμού ως εκδήλωσης μιας ενδημικής αλαζονείας του τουρκικού πολιτικού συστήματος, συναρτημένη με απωθημένες αυτοκρατορικές βλέψεις της νεο-οθωμανικής πολιτικής ελίτ, η οποία, διερχόμενη μέσα από το ευρωπαϊκό δρομολόγιο του εκδημοκρατισμού και των εκσυγχρονιστικών μεταρρυθμίσεων, θα εξέβαλλε σε μια «πολιτισμένη» συμπεριφορά, προσαρμοσμένη στα θέσμια και τους κανόνες του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
Μέσα στα στενόχωρα σχήματα της παρανόησης αυτής, η έκφραση του τουρκικού επεκτατισμού θεωρήθηκε, μονίμως και με μια πληκτική αφέλεια, ως αναπάντεχη προσφορά «σανίδος σωτηρίας» από τους Τούρκους προς την πλευρά μας, που έβγαζε την πολιτική μας -και τους εμπνευστές της- από τα αδιέξοδα, εν όψει κρίσιμων ή και οδυνηρών αποφάσεων.
Η εκτίμηση αυτή της τουρκικής πολιτικής, μέσα στην κοντόθωρη ανάλυσή της, στηρίχθηκε, ακριβώς, σε μια επιφανειακή κατανόηση των τουρκικών επιδιώξεων, τις οποίες ενέτασσε μέσα σε μια περιορισμένη χρονική προοπτική, αγνοώντας την πολιτική συστημική του χρόνου.
Ο «ρεαλισμός» του μεγίστου
Ο τουρκικός μαξιμαλισμός, αντίθετα με ό,τι πίστεψαν και ενδεχομένως συνεχίζουν να πιστεύουν πολλοί στην ελληνική πλευρά, που διέβλεπαν απλώς λεονταριστικές εξάρσεις και ελεγχόμενες παρεκτροπές κάθε φορά που αυτός ξεδιπλωνόταν στο πεδίο της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ουσία της τουρκικής στρατηγικής, η μεθοδολογία και ο στόχος της.
Η ιδέα του μεγίστου, όπως επιβεβαιώνει σήμερα η «τρίτη τουρκική εισβολή» κατά της Κύπρου, αποδεικνύεται μέρα με τη μέρα ολοένα και πιο ρεαλιστική για την τουρκική ηγεσία, η οποία βλέπει πως η «κυριαρχία» του παράγοντα χρόνος συνεπιφέρει, σταδιακά, επικυριαρχία και στον παράγοντα «χώρος», αλλά και το αντίστροφο. Κατ’ αντιδιαστολήν, η τρομακτική προοπτική του ελαχίστου γίνεται ολοένα και πιο ορατή και επίφοβη για την πλευρά μας, που, πλέον, ούτε πάνω στα «αυτονόητα» δεν μπορεί να οικοδομήσει μια στοιχειώδη πολιτική του εφικτού. Και τι μπορεί να είναι εφικτό για ένα κράτος, όταν δεν καθίσταται εφικτή η εθνική του κυριαρχία.
Με άλλους λόγους, η τουρκική στρατηγική είναι ο στρατηγικός μαξιμαλισμός εν δράσει, και, καθώς δεν είναι ούτε απότοκος της αλαζονείας, ούτε υπερβαίνει το μέτρο της ιστορίας και του λόγου της, προβάλλει ως ένας εχέφρων υπο-λογισμός του Καιρού, που τον διακρίνει η υπομονή και η σοφή αξιοποίηση του πρόσκαιρου.
Είναι η τέχνη του Χρόνου που ξέρει να συντονίζει τον ρυθμό της ευκαιρίας με το ρυθμό της αναγκαιότητας. Και, αλίμονο, αν γίνει και κύριός του...
Αλλαγή στρατηγικής
ΥΠΟ αυτό το πρίσμα, το αίτημα για αλλαγή και αναπροσανατολισμό της εθνικής στρατηγικής προϋποθέτει αλλά και εκφράζει την αναγκαιότητα μιας λελογισμένης κατανόησης του τουρκικού επεκτατισμού, στις ρίζες, στο εύρος και στις προεκτάσεις του.
Και θα πρέπει να εκκινεί από την απομάγευση από την ψευδαίσθηση, πως στην εκδίπλωση της τουρκικής εθνικής στρατηγικής, η οποία υπέχει θέση δόγματος, διακυμαίνονται αντίρροπες δυνάμεις, που την ανακατευθύνουν είτε προς τη μια είτε προς την άλλη κατεύθυνση, αναλόγως του κοσμικού ή νεο-οθωμανικού προσανατολισμού τους.
Όσοι σαγηνεύτηκαν από τον Ταγίπ Ερντογάν, ως εμπνευστή και φορέα των αξιών μιας νέας, σύγχρονης φιλειρηνικής Τουρκίας, θα αισθάνονται τώρα την κρύα, παραλυτική γύμνια του τέλους της σαγήνης, ανίκανοι να κατανοήσουν την έξαρση του νεοτουρκικού ηγεμονισμού.
Ο οποίος, ως αντιστάθμισμα στα αδιέξοδα που αντιμετωπίζει όσον αφορά τα μεσανατολικά του προτάγματα, στρέφεται προς νότον και προς δυσμάς, εναντίον της Κύπρου και της Ελλάδας.
Μετατόπιση της κρίσης
ΕΙΝΑΙ, σ’ αυτό το πλαίσιο, αρκετά πιθανό, η Τουρκία να επιχειρήσει να κλιμακώσει την κρίση, εκδιπλώνοντας τους βραχίονες των προκλήσεων και των αξιώσεών της και προς το Αιγαίο (ίδε Καστελλόριζο, όπου βρίσκεται το εγγύτερο σημείο μεταξύ της τουρκικής ΑΟΖ και των ενεργειακών κοιτασμάτων), αναγκάζοντας την Ελλάδα να εισέλθει σε μια «διαπραγμάτευση» από μειονεκτική θέση.Αθήνα και Λευκωσία, λοιπόν, ευρισκόμενες σε μια εξαιρετικά ασταθή συγκυρία διαρκών μετατοπίσεων και ανακατατάξεων, όπου τα συνοριακά δεδομένα τού χθες, γίνονται οι διαφιλονικούμενες γκρίζες μεθόριοι του σήμερα, επιβάλλεται, εφεξής, να συνεργούν σε όλο το βάθος και το εύρος των δυνατών συμμαχιών τους, με όλα τα μέσα και σε όλα τα επίπεδα. Γιατί, όσα άρχισαν ήδη να συντελούνται στην περιοχή μας, δείχνουν πως, ίσως, είμαστε ήδη πολύ μακριά στο μέλλον, παρά στο παρόν…
ΣΗΜΕΡΙΝΗ