13 Νοεμβρίου 2014

Από τον Γκάιτνερ στον Τσίπρα


Αθανάσιος Έλλις  ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΕΛΛΙΣ Την ώρα που ο Αλέξης Τσίπρας εξακολουθεί να δηλώνει έτοιμος να συγκρουστεί με τους εταίρους και να υπόσχεται με τόση άνεση και απολυτότητα ότι δεν πρόκειται να δεχθεί «ούτε απαιτούμενα ούτε τίποτα», ήρθε ο πρώην υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Τίμοθι Γκάιτνερ, να μας υπενθυμίσει κάποιες σκληρές αλήθειες για το πώς βλέπουν οι Ευρωπαίοι την Ελλάδα, τις οποίες δεν μπορεί να αγνοήσει κανένας Ελληνας πολιτικός, ιδιαίτερα όταν διεκδικεί την εξουσία.Οι σημειώσεις του κ. Γκάιτνερ, που είχαν χρησιμοποιηθεί στην προετοιμασία του βιβλίου του «Stress Test: Reflections on Financial Crises» αλλά δεν είχαν δημοσιευθεί, επαναφέρουν στο προσκήνιο την περιρρέουσα ατμόσφαιρα με την οποία βρέθηκε αντιμέτωπος αρχικά ο Γιώργος Παπανδρέου, αλλά και στη συνέχεια ο Αντώνης Σαμαράς. Είναι μια χρήσιμη υπενθύμιση, που ελπίζεται ότι θα προσγειώσει μερικούς στο εσωτερικό της αξιωματικής αντιπολίτευσης οι οποίοι νομίζουν ότι οι Ευρωπαίοι θα «υποχωρήσουν» μπροστά σε μια κυβέρνηση υπό τον ΣΥΡΙΖΑ και θα αποδεχθούν τις πιο «σκληρές» θέσεις του.
Αν και η Ελλάδα του 2015 δεν έχει σχέση με αυτή του 2010 –ο ίδιος ο πρόεδρος του Eurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ, αναγνώρισε ότι η χώρα μας θα μπορεί πλέον να σταθεί μόνη της στα πόδια της– η δυσπιστία έναντι της χώρας μας δεν έχει εκλείψει και τα απορριπτικά μηνύματα που εκπέμπει ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να χαϊδεύουν αυτιά στο εσωτερικό, αλλά εξοργίζουν αυτούς που μας έχουν δανείσει και τους οποίους έχουμε ανάγκη.

Θα ήταν, λοιπόν, χρήσιμο, στην πορεία προς τις εκλογές, είτε αυτές διεξαχθούν τον Μάρτιο του ’15 είτε κάποια άλλη στιγμή έως τον Ιούνιο του ’16, ο κ. Τσίπρας να αξιοποιεί όλο και περισσότερο τα πιο μετριοπαθή στελέχη του κόμματος και να μετακινείται σταδιακά προς πιο ρεαλιστικές θέσεις. Θα προκαλέσει δυσφορία σε μέρος της εκλογικής του βάσης, αλλά θα καθησυχάσει, εν μέρει τουλάχιστον, τους διεθνείς παρατηρητές, από τους εταίρους μέχρι τις αγορές. Εχει κάθε δικαίωμα να εστιάσει στην προβολή στοχευμένων εναλλακτικών δράσεων οι οποίες, όμως, δεν θα οδηγούν σε πλήρη μετωπική σύγκρουση με τους εταίρους.

Ο κ. Γκάιτνερ αναφέρει ότι τον Φεβρουάριο του 2010, στη συνάντηση των υπουργών Οικονομικών του G7 στον Καναδά, και ενώ δεν είχε συμφωνηθεί ακόμη η οικονομική διάσωση της Ελλάδας, οι Ευρωπαίοι ήθελαν «να δώσουν στους Ελληνες ένα μάθημα» και να τους «τσακίσουν». Κατηγορούσαν τους Ελληνες ότι τους είπαν ψέματα και ότι με αυτό τον τρόπο κατάφεραν να δανειστούν τεράστια ποσά, τα οποία στη συνέχεια σπατάλησαν. Καλώς ή κακώς, η συμπεριφορά των Ελλήνων –πολιτικών, επιχειρηματιών, συνδικαλιστών, ελεύθερων επαγγελματιών, δημοσίων υπαλλήλων– τους είχε εξοργίσει και τους είχε κάνει εκδικητικούς.

Η αρνητική αυτή διάθεση έναντι της Ελλάδας δεν υπήρχε μόνο το ’10. Ακόμη και τον Ιούλιο του ’12, στη συνάντηση που είχαν στη νήσο Σιλτ, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε τόνισε στον Αμερικανό ομόλογό του ότι «υπήρχαν πολλοί» στην Ευρώπη που πίστευαν πως το να διώξουν τους Ελληνες από την Ευρωζώνη ήταν μία «επιθυμητή στρατηγική». Το σκεπτικό ήταν ότι, μετά την έξοδο της Ελλάδας, η Γερμανία θα μπορούσε να στηρίξει οικονομικά την υπόλοιπη Ευρωζώνη, διότι ο γερμανικός λαός δεν θα εκλάμβανε τη βοήθεια αυτή ως διάσωση των «σπάταλων» Ελλήνων που έδιναν ψευδή στοιχεία και προκάλεσαν την κρίση.

Μπορεί ο κ. Γκάιτνερ να βρήκε την προδιάθεση των Ευρωπαίων υπέρ μιας σκληρής τιμωρίας της Ελλάδας «τρομακτική», αλλά αυτό που ενδιαφέρει εμάς είναι ότι αυτή δημιουργήθηκε και επικρατούσε επί μία διετία. Μετά έξι χρόνια ύφεσης και μια τεράστια δημοσιονομική προσαρμογή, το τελευταίο που πρέπει να κάνουμε είναι να την επαναφέρουμε στο προσκήνιο με τη συμπεριφορά μας.