Τελικά τον
Πρόεδρο Αναστασιάδη τον έσπρωξαν τα πράγματα. Και το παραδέχθηκε και ο
ίδιος. «Ανέστειλε» τη συμμετοχή της ελληνοκυπριακής πλευράς στις υπό την
αιγίδα του ΟΗΕ λεγόμενες διακοινοτικές συνομιλίες, διότι η τουρκική
πλευρά, υπογράμμισε, δεν του άφησε άλλη επιλογή. Τον ταπείνωνε κατά
συρροή. Τον ταπείνωνε ως αρχηγό του κράτους, τον ταπείνωνε ως ηγέτη της
καταπληκτικής πλειοψηφίας (80% του πληθυσμού) του κυπριακού λαού και τον
ταπείνωνε προσωπικά ως άτομο. Αυτά σε επίπεδο Άγκυρας. Αφήνω κατά μέρος
και την ταπεινωτική συμπεριφορά του ic oglan της Άγκυρας στη Λευκωσία,
του κλώνου του Ντενκτάς, Έρογλου, έναντι του Αναστασιάδη στις κατ' ιδίαν
συναντήσεις, τις οποίες ο Πρόεδρος «καταπίνει» χάριν του «καλού
κλίματος».Όπως φέρεται να είπε στη Βρετανία ο αντιπολιτευόμενος Τσόρτσιλ για τον
πρωθυπουργό Τσάμπερλεϊν το 1938, όταν αυτός εγκατέλειψε κάθε αρχή και
πούλησε την Τσεχοσλοβακία στο βουλιμικό ναζιστικό καθεστώς με την
περιβόητη Συνθήκη του Μονάχου, παραμυθιαζόμενος ότι έτσι θα διασφάλιζε
«ειρήνη για την εποχή» (peace in our time), ο Χίτλερ «του προσέφερε να
επιλέξει ανάμεσα στον πόλεμο και την ταπείνωση και επέλεξε την
ταπείνωση, αλλά πήρε και πόλεμο». Κατ' αναλογία, αυτή την επιλογή
προσφέρει και η Τουρκία, ενώ η δική μας πλευρά πιστεύει ότι αγωνίζεται
διαπραγματευόμενη και πιστεύοντας σε μια πραγματική ειρήνη.
Δεν γνωρίζω τι ακριβώς σημαίνει «αναστολή» των συνομιλιών και εάν η
απόφαση αυτή σηματοδοτεί κάτι περισσότερο από μια σπασμωδική κίνηση
τακτικισμού. Φοβάμαι ότι πρόκειται για το δεύτερο και όχι για μια κίνηση
που αποβλέπει στον απεγκλωβισμό του κυπριακού κράτους από τον θανάσιμο
εναγκαλισμό της Άγκυρας, έναν εναγκαλισμό που συντελείται μεθοδικά και
σταδιακά μέσα από την εκφυλισμένη διαδικασία των συνομιλιών.
Εάν ο Πρόεδρος και οι συμβουλάτορές του νομίζουν ότι με διάφορες κινήσεις και διαβήματα στα χαρτιά θα προκύψουν αποτελέσματα ώστε να αλλάξει συμπεριφορά η Άγκυρα και να «αποσύρει», όπως ζήτησε ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος, την οδηγία προς ναυτιλλομένους (NAVTEX) διά της οποίας δεσμεύει περιοχές εντός της κυπριακής ΑΟΖ, τότε συνεχίζουν να ζουν σε ένα σουρεαλιστικό περιβάλλον αναφορικά με τις βλέψεις της Τουρκίας στην Κύπρο. Για να υπάρξουν αποτελέσματα, οι κινήσεις αυτές πρέπει να ενταχθούν σε μια στρατηγική που να βραχυκυκλώνει την Άγκυρα κυρίως, αλλά όχι μόνο, στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και θα πρέπει η στρατηγική αυτή να ενισχύεται και να συμπληρώνεται με πρωτοβουλίες για τη δημιουργία ενός υποσυστήματος συνεργασίας και ασφάλειας στην περιοχή, με την ενέργεια και τον αντι-ηγεμονισμό ως καταλύτες.
Το ότι οι Τούρκοι δεν αποδέχονται την κρατική υπόσταση της Κύπρου είναι γνωστό. Το ότι γι' αυτούς δεν μπορεί να υπάρχει στην Κύπρο συγκροτημένο και αυτόνομο κράτος ες αεί, παρά μόνο μια Κύπρος που να λειτουργεί ως σατραπεία της Άγκυρας, αυτό η παρούσα (αλλά και η προηγούμενη κυβέρνηση στη Λευκωσία) φαίνεται να αδυνατεί να αντιληφθεί και να κατανοήσει. Τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα.
Με την Άγκυρα η Κύπρος βρίσκεται σε μια οιονεί αντιπαράθεση, αλλά ταυτόχρονα και σε μια οιονεί διαπραγμάτευση. Αυτό συμβαίνει καθημερινά, σε πολλαπλά και επάλληλα επίπεδα. Την επαύριον του ληστρικής μορφής «κουρέματος» του 2013, για παράδειγμα, η διαπραγματευτική ικανότητα της Κύπρου έναντι της Τουρκίας έπεσε κάτω από το μηδέν. Και οι Τούρκοι μαζί με τους καλούς φίλους της Κύπρου, ντόπιους και ξένους, δήλωναν διθυραμβικά ότι κλείνει «επιτέλους» το Κυπριακό.
Όταν ένα κράτος βρεθεί χωρίς επιλογές, σημαίνει ότι έχει ήδη χάσει την αυτονομία του. Η προαναφερθείσα περίπτωση της Τσεχοσλοβακίας το 1938 δεν προέκυψε από λανθασμένες κινήσεις του κράτους, αλλά από τη βουλιμία και επιθετικότητα του χιτλερικού καθεστώτος. Η εγκατάλειψη της Τσεχοσλοβακίας από την Αγγλία (αλλά και τη Γαλλία) το 1938 ήταν η τελευταία πράξη μιας κατευναστικής πολιτικής των δύο αυτών κρατών κατά της ανερχόμενης ναζιστικής Γερμανίας, που άρχισε το 1933 με την άνοδο του Χίτλερ και που συνεχίστηκε με το υστερόβουλο κίνητρο ότι τελικά ο Χίτλερ θα στρεφόταν κατά των Σοβιετικών και θα άφηνε τις «δυτικές δημοκρατίες» στην ησυχία τους.
Η περίπτωση της Κύπρου είναι διαφορετική. Διότι μετά το 1945 άλλαξε η νομιμοποιητική βάση του διεθνούς συστήματος, κυρίως με την προγραφή του πολέμου και της απειλής χρήσης βίας ως εργαλείου πολιτικής στις διακρατικές σχέσεις. Το κρίσιμο και απόλυτο είναι ότι μια επιδρομική χώρα, μετά το 1945, όπως είναι η Τουρκία έναντι στην Κύπρο, δεν μπορεί να νομιμοποιήσει τα αποτελέσματα της επιδρομής της. Και εδώ βρίσκεται το μεγάλο και αποδεδειγμένο όπλο του κυπριακού κράτους, ένα όπλο που η Τουρκία κυριολεκτικά σκυλιάζει καθημερινά να ακυρώσει, αλλά δεν μπορεί και δεν δύναται. Το κυπριακό κράτος διαθέτει ακαταμάχητα όπλα εναντίον μιας επιδρομικής Τουρκίας.