20 Οκτωβρίου 2014

«ΜΕΘΥΣΜΕΝΟ ΚΑΡΑΒΙ» Η ΓΑΛΛΙΑ ΤΟΥ ΟΛΑΝΤ


Του Π.ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ*
Φρασεολογία που θύμιζε Ντε Γκωλ υιοθέτησε ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Μισέλ Σαπέν για να υπερασπιστεί την αθέτηση των ευρωπαϊκών συμφωνιών με τον ελλειμματικό κρατικό προϋπολογισμό για το 2015. «Η Κομισιόν, σας υπενθυμίζω, δεν έχει απολύτως καμία εξουσία να απορρίψει τον προϋπολογισμό. Στο θέμα αυτό, όπως και σε όλα τα άλλα, η κυριαρχία ανήκει στο γαλλικό Κοινοβούλιο», δήλωσε ο Σαπέν στην εφημερίδα Les Echos, την περασμένη Τρίτη. Την ίδια ημέρα, ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος των Σοσιαλιστών, Ιγκ Φουράζ, προειδοποιούσε: «Ουδείς μπορεί να θέσει τη Γαλλία υπό κηδεμονία».Η αναγγελία θυέλλης είχε γίνει από τον ίδιο τον πρωθυπουργό Μανουέλ Βαλς, το περασμένο Σάββατο. Επιμένοντας στην απόφαση της κυβέρνησής του για έναν προϋπολογισμό με προβλεπόμενο έλλειμμα 4,3% –έναντι του πολύ 3%, που προβλέπει το Σύμφωνο Σταθερότητας– ο Βαλς προειδοποίησε τους Ευρωπαίους εταίρους ότι οφείλουν «να σεβαστούν τη Γαλλία, μια μεγάλη χώρα». Ουσιαστικά, ο Γάλλος πολιτικός μάς είπε ότι η ανταρσία είναι προνόμιο των «μεγάλων χωρών», ενώ για τις μικρές χώρες η μνημονιακή πειθαρχία αποτελεί μονόδρομο, επί ποινή πτώχευσης.
Τουλάχιστον ο Μανουέλ Βαλς υπήρξε απολύτως ειλικρινής, κάτι που δεν χαρακτήριζε την αντίδραση της Αγκελα Μέρκελ. «Ολα, επαναλαμβάνω όλα τα κράτη-μέλη», δήλωσε την Πέμπτη η Γερμανίδα καγκελάριος φωτογραφίζοντας τη Γαλλία, «υποχρεούνται να εφαρμόζουν τους κανόνες του ενισχυμένου Συμφώνου Σταθερότητας». Ολα; Οχι ακριβώς. Δεν ήταν η Γερμανία και η Γαλλία οι δύο κατεξοχήν «μεγάλες χώρες» της Ευρωζώνης, εκείνες που πρώτες παραβίασαν τους κανόνες του Μάαστριχτ, το 2003, ανοίγοντας διάπλατα τον δρόμο σε όσους με τόση αυστηρότητα καυτηριάζει σήμερα το Βερολίνο;

Δυστυχώς για τη Γαλλία, στα 11 χρόνια που μεσολάβησαν, οι συσχετισμοί δύναμης ανάμεσα στο Παρίσι και το Βερολίνο άλλαξαν άρδην σε βάρος του πρώτου. Και μόνο το γεγονός ότι η Γαλλία έχει έλλειμμα 2,2% στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, ενώ η Γερμανία απολαμβάνει πλεονάσματος 7%, μιλάει από μόνο του. Χάνοντας διαρκώς έδαφος στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, η Γαλλία περιγράφεται ολοένα και συχνότερα από τον αγγλοσαξονικό Τύπο ως ο «μεγάλος ασθενής» της Ευρώπης – ένας ελάχιστα κολακευτικός παραλληλισμός με την παρακμάζουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά τον 19ο αιώνα.

Τον περασμένο Ιανουάριο, το περιοδικό Newsweek προκάλεσε θόρυβο με δύο άρθρα που ανήγγειλαν την «πτώση της Γαλλίας». Οι αρθρογράφοι εμφάνιζαν τον πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ περίπου ως λυσσαλέο εχθρό του κεφαλαίου λόγω της απόφασής του να επιβάλει φόρο εισοδήματος 75% στους εκατομμυριούχους, υποστηρίζοντας ότι είχε ως αποτέλεσμα την έξοδο επιχειρηματιών και επιστημόνων από τη Γαλλία, ανάλογη με εκείνη του... 17ου αιώνα μετά το πογκρόμ κατά των Ουγενότων! «Ο γαλλικός πετεινός έγινε στρουθοκάμηλος», έγραψε μία εκ των αρθρογράφων, εννοώντας την υποτιθέμενη άρνηση των Γάλλων να δουν τον εαυτό τους στον καθρέφτη και να αλλάξουν πορεία.

Πολεμική μιας τέτοιας ποιότητας δεν αντέχει στη σοβαρή κριτική. Πολύ πριν από τον Ολάντ, ο Αμερικανός πρόεδρος Φράνκλιν Ρούζβελτ ύψωσε την ανώτατη φορολογία εισοδήματος στο 79%, σε καιρό ειρήνης, για να αντιμετωπίσει τη Μεγάλη Υφεση, χωρίς αυτό να τον μετατρέψει σε παθιασμένο κομμουνιστή. Και πώς να χαρακτηρίσει κανείς «μεγάλο ασθενή» μια χώρα με το καλύτερο σύστημα υγείας και την υψηλότερη πυρηνική τεχνολογία του κόσμου, μια οικονομία που πρωτοπορεί σε ένα ευρύτατο φάσμα, από τα αγροτικά προϊόντα μέχρι τους εξοπλισμούς και από τον κινηματογράφο μέχρι τα Airbus;

Το μέγα πρόβλημα της Γαλλίας δεν είναι τόσο οικονομικό, όσο πολιτικό. Σε αντίθεση με τη Γερμανία, που κατάφερε, επί Γκέρχαρντ Σρέντερ, να μειώσει κατά πολύ το κόστος εργασίας κερδίζοντας σε ανταγωνιστικότητα, σε βάρος των εταίρων της, η Γαλλία επέλεξε τον δρόμο μιας «λιτότητας-λάιτ», διατηρώντας βασικές δομές του κοινωνικού κράτους, λόγω του φόβου των εκάστοτε κυβερνώντων για κοινωνική έκρηξη και πολιτική αποσταθεροποίηση.

Σήμερα, ο δρόμος αυτός φαίνεται να καταλήγει σε αδιέξοδο, αφού και η οικονομία αποτελματώνεται και η πολιτική αποσταθεροποίηση βρίσκεται σε εξέλιξη, με τους Σοσιαλιστές σε αποσύνθεση και το Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν Λεπέν σε τροχιά εξουσίας. Τίποτα δεν δείχνει, ωστόσο, ότι ο Φρανσουά Ολάντ είναι έτοιμος να κόψει τον Γόρδιο Δεσμό. Αντίθετα, συνεχίζει επί του παρόντος την παράδοση του «και τούτο ποιείν, κακείνο μη αφιέναι» που ακολούθησαν και οι προκάτοχοί του: περιορισμένο ψαλίδισμα του κοινωνικού κράτους στο εσωτερικό από την κυβέρνηση Βαλς και ξέπνοη «ανταρσία» απέναντι στις Βρυξέλλες για την εξασφάλιση στοιχειώδους δημοσιονομικής ευελιξίας και πολιτικού χρόνου. Μια άτολμη γραμμή μικρών φιλοδοξιών, ιδίως όταν εκπορεύεται από μια «μεγάλη χώρα»...

ΕΜΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΜΗΣ
«Η υποβάθμιση αποτελεί έμμονη ιδέα της Γαλλίας ήδη από την ήττα του 1940 και την απώλεια των αποικιών», εκτιμά ο ιστορικός Ρομπέρ Φρανκ, σε συνέντευξή του στη Liberation. «Ωστόσο, παλιότερα η εμμονή αυτή είχε να κάνει με τη διεθνή θέση της χώρας. Σήμερα, ο φόβος έχει εσωτερικευθεί. Φόβος για την ανεργία, φόβος για το μέλλον των παιδιών μας, για τους μετανάστες... Το φάντασμα της παρακμής ευνοεί τον υπερεθνικισμό».

Από την πλευρά του, ο οικονομολόγος Ελί Κοέν εκτιμά στη Le Monde ότι στη ρίζα των προβλημάτων βρίσκεται «η αδυναμία της Γαλλίας να προσαρμόσει το κοινωνικό της μοντέλο σε έναν κόσμο που αλλάζει με ολοένα και ταχύτερους ρυθμούς». Το πρόβλημα είναι πρωτίστως πολιτικό, εκτιμά στη σχετική ανάλυση η Φρανσουάζ Φρεσόζ: «Οπως ο Ζακ Σιράκ, έτσι και ο Νικολά Σαρκοζί, αλλά και ο Φρανσουά Ολάντ σκέφτονται ότι οι Γάλλοι είναι ένας λαός που έχει την τάση να καρατομεί τους ηγέτες του, επομένως είναι καλύτερα να μην τον νευριάζουμε». Μια διαφορετική διάσταση δίνει ο οικονομολόγος Ρενέ Ρικόλ, κατά τον οποίο η Γαλλία δυσκολεύεται να συμβιβαστεί στην ιδέα ότι δεν αποτελεί πια μεγάλη, αλλά μεσαία δύναμη. «Σήμερα, η μακροοικονομική εξουσία που διαθέτουμε προσεγγίζει το μηδέν, γιατί η Γαλλία μετράει λιγότερο από μια κινεζική επαρχία»...
*Δημοσιεύθηκε στην «Καθημερινή» της Κυριακής 19 Οκτωβρίου 2014