Του Ephraim Kam. Το να ξεκινήσει η συζήτηση για το ποιος ήταν υπεύθυνος για την
αποτυχημένη στρατηγική αξιολόγηση του Ισλαμικού Κράτους του Ιράκ και της
Συρίας (ISIS) ήταν μόνο θέμα χρόνου. Πριν από λιγότερο από ένα χρόνο,
λίγοι άνθρωποι γνώριζαν την ISIS και τους κινδύνους που αντιπροσώπευε.
Ξαφνικά, μέσα σε μόλις λίγους μήνες, η ISIS βρίσκεται στην πρώτη θέση
στις λίστες των απειλών μιας μακράς λίστας εθνών, ξεκινώντας με τις
Ηνωμένες Πολιτείες και θεωρείται πως αποτελεί μια απειλή τόσο σοβαρή που
πρέπει να ληφθούν εξαιρετικά μέτρα για την αντιμετώπισή της. Η
δραματική άνοδος της ISIS στην επιτυχία, η απειλή την οποία αποτελεί, το
σοκ που προκλήθηκε από τη σκληρότητά της και η αίσθηση ότι η
καταπολέμησή της μπορεί να διαρκέσει ένα μεγάλο χρονικό διάστημα έχουν
οδηγήσει στην αναπόφευκτη απαγγελία κατηγοριών, κυρίως προς τις Ηνωμένες
Πολιτείες, σχετικά με το γιατί οι ικανότητες της ISIS δεν αξιολογήθηκαν
σωστά και για το ποιος φταίει.
Ο Πρόεδρος Obama συνέβαλε στη συζήτηση ρίχνοντας το φταίξιμο στην
κοινότητα των υπηρεσιών πληροφοριών των ΗΠΑ. Ο Obama υποστήριξε ότι ο
Στρατηγός James Clapper, ο διευθυντής της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών
και ως εκ τούτου, η πιο υψηλόβαθμη προσωπικότητα της κοινότητας των
μυστικών υπηρεσιών, επιβεβαίωσε το γεγονός ότι η πληροφόρηση από την
περιοχή υποτίμησε τη σημασία των εξελίξεων στη Συρία, γεγονός που είχε
δημιουργήσει ένα κενό εξουσίας το οποίο προσέλκυσε τζιχαντιστές από όλο
τον κόσμο και θα έχει ως τελικό αποτέλεσμα τη διάλυση του Ιράκ. Ο
Πρόεδρος πρόσθεσε ότι η ικανότητα του Ιρακινού στρατού για την
καταπολέμηση Σουνιτών εξτρεμιστών ήταν υπερεκτιμημένη.
Η κοινότητα των υπηρεσιών πληροφοριών των ΗΠΑ δεν έμεινε παθητική ενώπιον αυτών των κατηγοριών. Υψηλόβαθμες προσωπικότητες εντός της κοινότητας των μυστικών υπηρεσιών, τόσο εν ενεργεία, όσο και βετεράνοι, υποστήριξαν ότι από το τέλος του 2013 είχαν εκδοθεί προειδοποιήσεις που καταδείκνυαν την αυξανόμενη απειλή που αποτελούσαν οι τζιχαντιστές, αλλά πως οι προειδοποιήσεις αυτές δεν έτυχαν επαρκούς προσοχής από την κυβέρνηση, η οποία πίστευε πως αυτό αποτελούσε ένα τοπικό, περιορίσιμο πρόβλημα. Σύμφωνα με πηγές, από τις αρχές του 2014, ειδικά αφού η ISIS ανέλαβε τον έλεγχο της Φαλούτζα, 40 χιλιόμετρα δυτικά της Βαγδάτης, ένας αυξανόμενος αριθμός προειδοποιήσεων κατέδειξε την ISIS ως μια όλο και πιο ισχυρή δύναμη στο βόρειο και δυτικό Ιράκ, που μπορούσε πιθανώς να επεκτείνει την επιρροή της σε ολόκληρη τη χώρα και που οι Ιρακινές δυνάμεις δυσκολευόταν πάρα πολύ να αντιμετωπίσουν την απειλή που αποτελούσε. Σύμφωνα με τις πηγές αυτές, η κυβέρνηση απέφυγε να κάνει κάποια σοβαρή ενέργεια, εκτός από το να αυξήσει τη βοήθειά της προς τον Ιρακινό στρατό, επειδή δεν ήθελε να εμπλακεί σε άλλον έναν πόλεμο στο Ιράκ. Μερικοί λένε ότι η κυβέρνηση ήταν περισσότερο θορυβημένη από τον κίνδυνο που αποτελούσε η επιστροφή των τζιχαντιστών στην Ευρώπη για τα Δυτικά έθνη απ’ όσο ήταν με την κατάσταση στο ίδιο το Ιράκ. Ορισμένοι πολιτικοί υποστήριξαν επίσης ότι η αυξανόμενη δύναμη της ISIS δεν ήταν το αποτέλεσμα μιας αποτυχίας στον τομέα της πληροφόρησης, αλλά μάλλον μια αποτυχία στον τομέα της πολιτικής, συγκεκριμένα, μια έλλειψη κατανόησης της σύνδεσης μεταξύ των καταστάσεων στη Συρία και στο Ιράκ και την αποτυχία να αναλάβουν δράση εναντίον των τζιχαντιστών στη Συρία και να αποτρέψουν την πρόοδό τους στο Ιράκ.
Ελλείψει αξιόπιστων εγγράφων και άλλων αποδεικτικών στοιχείων, η συζήτηση δεν μπορεί να οδηγήσει σε συμπεράσματα αυτή τη στιγμή, αλλά η αλήθεια είναι πιθανό να βρίσκεται κάπου στη μέση. Τον Φεβρουάριο του 2014, σε μια μη απόρρητη μαρτυρία ενώπιον της Επιτροπής Ενόπλων Δυνάμεων της Γερουσίας, ο Αντιπτέραρχος Michael Flynn, ο Διευθυντής της Άμυνας του Ιρακινού και του Συριακού εδάφους, είπε τι συνέβη στην πραγματικότητα στη Φαλούτζα και πως η ISIS διατηρεί οχυρά στη Συρία. Αλλά, ο Flynn είπε, η ικανότητα της ISIS να ελέγξει την περιοχή θα εξαρτάται από τις πηγές της, την τοπική υποστήριξη και την ανταπόκριση των Ιρακινών δυνάμεων ασφαλείας και των ομάδων της αντιπολίτευσης της Συρίας. Ο Flynn εκτίμησε, επίσης, ότι οι περισσότεροι Σουνίτες προφανώς αντιτάσσονται στις ενέργειες και την ιδεολογία της ISIS, αλλά πως ορισμένες Σουνιτικές φυλές συνεργάζονται μαζί της ως απάντηση στην εχθρική στάση της κυβέρνησης του Ιράκ απέναντί τους.
Με άλλα λόγια, τουλάχιστον τέσσερις μήνες πριν από την σημαντική εξέλιξη για την ISIS στο Ιράκ και την κατάληψη της Μοσούλης από την οργάνωση τον Ιούνιο του 2014, η DIA είχε προειδοποιήσει ότι η ISIS θα προσπαθούσε να καταλάβει τον έλεγχο περισσότερων Ιρακινών περιοχών. Παρ’ όλα αυτά, η εκτίμηση φαίνεται να δείχνει επίσης ότι η DIA δεν είχε προβλέψει την κατάρρευση του Ιρακινού στρατού ή την ταχύτητα με την οποία η ISIS θα σάρωνε το Ιράκ και μπορεί να μην είχε κατανοήσει τη σχέση μεταξύ των οχυρών της ISIS στη Συρία και του Ιράκ, γεγονός που βοήθησε την ISIS να πετύχει στο Ιράκ.
Διάφοροι λόγοι μπορούν να αποδοθούν για την εσφαλμένη εκτίμηση. Πρώτον, η συλλογή πληροφοριών είχε περιοριστεί σημαντικά. Ενώ οι δυνάμεις των ΗΠΑ βρισκόταν στο Ιρακινό έδαφος, αρχής γενομένης από το 2003, οι υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ είχαν δημιουργήσει μια εξαιρετική δομή πληροφόρησης, που βασιζόταν κυρίως στην SIGINT, την πληροφόρηση δια της όρασης και σε ένα μεγάλο δίκτυο HUMINT. Μόλις οι ΗΠΑ εγκατέλειψαν το Ιρακινό έδαφος στο τέλος του 2011, πολλές από αυτές τις δυνατότητες χάθηκαν. Η Ιρακινή κυβέρνηση δεν είχε υπογράψει μια συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες που θα επέτρεπε στις δυνάμεις των ΗΠΑ να διατηρήσουν μια φυσική στρατιωτική παρουσία στο Ιράκ, που θα ήταν χρήσιμη και από την άποψη της συλλογής πληροφοριών. Ως εκ τούτου, η κοινότητα των υπηρεσιών πληροφοριών δεν είχε τη δυνατότητα να παράσχει αξιόπιστες, λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τα σχέδια των επιθέσεων, τους στόχους και το χρονοδιάγραμμα της ISIS. Ακόμα και μετά τις επιτυχίες της ISIS, όταν η σοβαρότητα της απειλής που αποτελεί η οργάνωση ήταν σαφής, η κοινότητα των υπηρεσιών πληροφοριών δυσκολεύτηκε να παράσχει πληροφόρηση υψηλής ποιότητας σχετικά με το ανθρώπινο δυναμικό της οργάνωσης, τις στρατιωτικές και οικονομικές της δυνατότητες, την ηγεσία της και τους προγραμματισμένους για επίθεση στόχους της.
Δεύτερον, ένα σημαντικό μέρος της επιτυχίας της ISIS προήλθε από την αδυναμία και την έλλειψη αποφασιστικότητας των Ιρακινών δυνάμεων ασφαλείας, κάτι που δεν εκτιμήθηκε επαρκώς εγκαίρως. Η κοινή εκτίμηση έλεγε ότι οι Ιρακινές δυνάμεις ασφαλείας δεν μπορούσαν να υπερασπιστούν το Ιράκ εναντίον ενός εχθρικού στρατού από το εξωτερικό της χώρας, αλλά πως θα μπορούσαν να βασιστούν σε αυτές για την αντιμετώπιση εσωτερικών απειλών, συμπεριλαμβανομένων των ένοπλων οργανώσεων. Ως βάση της αυτή η προσδοκία είχε την υπόθεση ότι το μέγεθος των Ιρακινών δυνάμεων, περίπου 650.000 στρατιωτικού και αστυνομικού προσωπικού και οι σοβαρές προσπάθειες που καταβλήθηκαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες για την σύστασή τους για πάνω από κοντά έξι χρόνια, θα επαρκούσαν για να διατηρήσουν την εσωτερική ασφάλεια της χώρας. Το εάν η κοινότητα των υπηρεσιών πληροφοριών ή οποιοσδήποτε άλλος στις Ηνωμένες Πολιτείες είχαν τεθεί υπεύθυνοι για την εξέταση της αποτελεσματικότητας της απόδοσης των προαναφερθέντων δυνάμεων παραμένει ασαφές, εν πάση περιπτώσει, οι Ηνωμένες Πολιτείες φαίνεται ότι δεν είχαν σαφή ιδέα για το πώς θα λειτουργούσαν οι δυνάμεις ασφαλείας εάν η κατάσταση χειροτέρευε.
Τέλος, η αξιολόγηση των εξελίξεων στο Ιράκ και των επιτυχιών της ISIS ήταν εξ ορισμού εξαιρετικά δύσκολη. Οι ερευνητές πληροφοριών και οι υπεύθυνοι για τη λήψη αποφάσεων προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν την ιστορία και την προσωπική τους εμπειρία για τη χώρα και την περιοχή ως λυδία λίθο για την αξιολόγηση των νέων φαινομένων. Αλλά στην περίπτωση της ISIS, η ιστορία δεν βοηθά. Δεν υπάρχει ιστορικό προηγούμενο, τουλάχιστον στη Μέση Ανατολή, μιας σχετικά μικρής τρομοκρατικής οργάνωσης που να καταλαμβάνει τον έλεγχο τεραστίων εκτάσεων γης, ενώ διαλύει γρήγορα μια στρατιωτική δύναμη που συστάθηκε και εκπαιδεύτηκε για να την αντιμετωπίσει. Και η ιστορία μπορεί να είναι παραπλανητική. Όταν οι δυνάμεις των ΗΠΑ εγκατέλειψαν το Ιράκ το 2011, η αλ-Κάιντα στο Ιράκ βρισκόταν σε πολύ δύσκολη θέση, χάρη στη σοβαρή ζημία που της είχε προκληθεί από το συνασπισμό από το 2007, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πως αυτή θα ήταν και η μοίρα του διαδόχου της. Επιπλέον, παρά τις δύσκολες εσωτερικές καταστάσεις του Ιράκ και της Συρίας και την εδαφική τους γειτνίαση, τα δύο έθνη αποτελούσαν ξεχωριστές οντότητες για δεκαετίες και ήταν δύσκολο να προβλέψει κανείς τη σχέση που θα σχηματιστεί μεταξύ των τζιχαντιστικών οργανώσεων που δραστηριοποιούνται και στις δύο χώρες, μια σχέση που έπαιξε βασικό ρόλο στην μετακίνηση των δυνάμεων της ISIS από τη μια χώρα στην άλλη, ενώ ουσιαστικά διέλυε τα κοινά τους σύνορα.
Επίσης, οι πληροφορίες δεν είναι πάντα χρήσιμες. Ακόμα και αν δεν υπήρχε η απώλεια των πηγών πληροφόρησης στο Ιράκ, θα ήταν δύσκολο να καταλήξουμε σε μια σωστή εκτίμηση σχετικά με την ταχεία επιτυχία της ISIS. Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν υπάρχουν αδιάσειστα στοιχεία που θα μπορούσαν να προβλέψουν αυτό που είναι πιθανό να συμβεί. Στην καλύτερη περίπτωση, η κοινότητα των υπηρεσιών πληροφοριών μπορεί να είχε λάβει πληροφορίες υψηλής ποιότητας σχετικά με τις προθέσεις της ISIS, αλλά και αυτό δε θα ήταν αρκετό για να καθορίσει την έκταση και την ταχύτητα με την οποία η οργάνωση θα υλοποιούσε τους στόχους της, αν το κατάφερνε ποτέ, γιατί αυτά τα πράγματα εξαρτώνται από τις ικανότητες και την αποφασιστικότητα των εχθρών της, από τους υλικούς πόρους που έχει στη διάθεσή της και από τη στήριξη από πιθανούς υποστηρικτές.
Είναι πιθανόν πως η κοινότητα των υπηρεσιών πληροφοριών των ΗΠΑ θα συνεχίσει να δυσκολεύεται να αντιμετωπίσει την ISIS. Πιθανώς θα μάθει από τα λάθη της και θα βελτιώσει την πληροφοριακή της κάλυψη, αλλά η ISIS θα εξακολουθεί να είναι ένα σκληρό καρύδι. Η διείσδυση σε μια τέτοια ιδεολογικά ωθούμενη οργάνωση, όπως η ISIS, είναι δύσκολη λόγω του κατηγοριοποιημένου χαρακτήρα μιας τέτοιας κλειστής οργάνωσης. Αναμειγνύεται με τον πληθυσμό, γεγονός που καθιστά δύσκολο το να εντοπιστούν οι πράκτορές της και αφήνει μια ελάχιστη χαρακτηριστική παρουσία, καθώς και ελάχιστους ευδιάκριτους στόχους. Επιπλέον, η κοινότητα των υπηρεσιών πληροφοριών των ΗΠΑ ανησυχεί ότι οι αποκαλύψεις του Edward Snowden, του πρώην πράκτορα της NSA, έχουν προδώσει μερικές από τις τεχνικές παρακολούθησης του οργανισμού και, ως εκ τούτου, οι τρομοκρατικές οργανώσεις, όπως η ISIS, βρίσκονται περισσότερο σε επιφυλακή ενάντια στην κατασκοπεία από ποτέ.
Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ: http://www.inss.org.il/index.aspx?id=4538&articleid=7860
Πηγή:www.capital.gr