Γράφει: Θανάσης Γκότοβος
Η τρέχουσα – και όχι και τόσο πρόσφατη – γερμανική πολιτική
σε σχέση με τη διαχείριση της κρίσης χρέους, και εν γένει της
οικονομικής κρίσης, στην Ευρωζώνη έχει ερμηνευτεί ποικιλοτρόπως από
χιλιάδες σχολιαστές τα τελευταία χρόνια. Ασφαλώς δεν έχουν όλα τα
κείμενα που γράφτηκαν για το θέμα αυτό την ίδια βαρύτητα, ούτε είναι
όλοι οι σχολιαστές εξομοιωμένοι σε ό,τι αφορά τις γνώσεις που διαθέτουν
για την παγκόσμια και την ευρωπαϊκή οικονομική κατάσταση και τη
γερμανική πολιτική. Πέραν τούτου, άλλος σχολιασμός προκύπτει, όταν
αυτός γίνεται στις γερμανικές εφημερίδες, διαφορετικός όταν γίνεται σε
ελληνικά έντυπα, συμβατικά και ηλεκτρονικά.
Αφήνω κατά μέρος το ερώτημα κατά πόσον η συγκεκριμένη πολιτική διαχείρισης της κρίσης που έχει επιβάλει η γερμανική ελίτ – πολιτική, οικονομική και μιντιακή, με κεντρικό σύμβολο την Άγκελα Μέρκελ – είναι ορθή ή λανθασμένη, χρήσιμη ή βλαπτική (για ποιον άλλωστε;), αναγκαστικός μονόδρομος ή προϊόν επιλογής ανάμεσα σε περισσότερες εναλλακτικές λύσεις.
Θα συζητήσω μόνο μία διάσταση της πολιτικής αυτής: κατά πόσον αυτή αποτελεί προϊόν «γερμανικών» ειδικά προκαταλήψεων και εμμονών ιστορικού χαρακτήρα (λ.χ. αυτό υπαινίσσονται όσοι την συνδέουν με τις τραυματικές εμπειρίες της χώρας στο μεσοπόλεμο που οδήγησαν στην άνοδο και την κυριαρχία του Εθνικοσοσιαλισμού) ή οικονομικού τύπου (ιδεολογία του ακραιφνούς Νεοφιλελευθερισμού) ή αν, τελικά, πρόκειται για συνειδητή επιλογή του γερμανικού κατεστημένου για την προώθηση της γερμανικής πολιτικής και οικονομικής ηγεμονίας στην Ευρώπη μέσω του μετασχηματισμού της έννοιας της αλληλεξάρτησης στην Ευρωζώνη σε μονομερή γερμανική εξάρτηση.
Με άλλα λόγια, μέσω της επιβολής στην Ευρωζώνη ενός κυρίαρχου, ηγεμονικού πολιτικού πόλου, χωρίς τη συναίνεση του οποίου δεν μπορεί να ασκηθεί πλέον καμία ευρωπαϊκή πολιτική, πολύ περισσότερο ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική. Τα δύο σημερινά κυβερνητικά κόμματα (αλλά και τα άλλα δύο μικρότερα που συγκυβέρνησαν για μικρό διάστημα στο παρελθόν) γνωρίζουν από πρώτο χέρι τη γερμανική ακαμψία.
Μένει να τη βιώσει στην πράξη ως κυβερνητικός εταίρος και η αξιωματική αντιπολίτευση. Γιατί τότε θα δούμε αν η ίδια ακαμψία – που προβλέπω ότι θα συνεχιστεί – ερμηνευτεί, όπως γίνεται σήμερα από τους κυβερνώντες, ως αγαστή και εποικοδομητική και φιλική συνεργασία ισότιμων εταίρων ή ως ιταμή επιβολή εσωτερικής πολιτικής από άλλη ευρωπαϊκή χώρα, όπως ισχυρίζεται, εν μέρει ορθώς, η αξιωματική αντιπολίτευση – και όχι μόνο.
Η απάντηση στο ερώτημα είναι κρίσιμη, διότι από αυτήν εξαρτάται αν βρισκόμαστε μπροστά σε κάτι που μπορεί να διορθωθεί εντός της Ευρωζώνης (με συμμαχίες ή με καλύτερη διαπραγμάτευση ή με πολιτική πίεση και πλειοψηφίες στα εθνικά κράτη προς μία άλλη κατεύθυνση) ή αν πρόκειται για την προώθηση σκληρών γερμανικών εθνικών συμφερόντων με όχημα την Ευρωζώνη, οπότε ούτε επιχειρήματα, ούτε πιέσεις μπορούν να πιάσουν τόπο.
Στη δεύτερη περίπτωση, το πολιτικό σύστημα της Ελλάδας – και κάθε χώρας που βρίσκεται σήμερα ή κινδυνεύει στο μέλλον να βρεθεί σε παρόμοια θέση – έχει δύο επιλογές: είτε την αντίσταση στη νέα ηγεμονία και την αποφυγή της ένταξης της χώρας στην pax germanica, είτε την ένταξη σε αυτήν και τη συμπόρευση υπό καθεστώς δορυφόρου.
Το κλειδί για την απάντηση στο αρχικό ερώτημα – εμμονές ή σχέδιο ηγεμονίας – βρίσκεται στον τρίτο πόλο εξουσίας της γερμανικής ελίτ, στη συμπεριφορά των Μαζικών Μέσων Επικοινωνίας, ηλεκτρονικών και εντύπων, και ειδικότερα των μεγάλων γερμανικών εφημερίδων και των αντίστοιχων περιοδικών.
Από τα τέλη του 2009 μέχρι τα τέλη περίπου του 2012 ο γερμανικός Τύπος, σαν συντονισμένος από καιρό, πρόβαλε σε καθημερινή βάση το χρέος της Ελλάδας με τέτοιον τρόπο, ώστε η έξοδος της χώρας από την Ευρωζώνη να προκύπτει ως η μόνη λογική και επιθυμητή (για τον μέσο Γερμανό) λύση στο πρόβλημα. Δεν υπάρχει, πλέον, αμφιβολία ότι όχι μόνο μεγάλο τμήμα των Γερμανών, αλλά και ένα τμήμα της γερμανικής ελίτ είχε μπει στον πειρασμό να πειραματιστεί με την σμίκρυνση της Ευρωζώνης στις «εύρωστες» και «υγιείς» οικονομίες ή με τη διαίρεσή της σε δύο περιοχές: την καλή (των Βορείων) και την προβληματική (των Νοτίων).
Επί δύο και πλέον έτη ο αναγνώστης των γερμανικών εντύπων ερχόταν αντιμέτωπος με μια περιγραφή της Ελλάδας και των Ελλήνων – των Ελλήνων συλλήβδην, όχι του ελληνικού πολιτικού συστήματος ή των οικονομικών ελίτ της χώρας – που θύμιζε σε πολλά την περιγραφή των Εβραίων κατά τη διάρκεια του Εθνικοσοσιαλισμού. Για κάποιο λόγο, στα πλαίσια ενός επικοινωνιακού Blitzkrieg, έσπασε την περίοδο αυτή ένα πολύ ισχυρό μεταπολεμικό γερμανικό ταμπού, σύμφωνα με το οποίο δεν χρησιμοποιούμε τη γλώσσα του εθνικοσοσιαλισμού όταν περιγράφουμε ή ασκούμε κριτική σε συλλογικότητες, σε «λαούς» ή «έθνη».
Έτσι, οι Έλληνες συλλήβδην έγιναν ξαφνικά για τον μέσο Γερμανό η ενσάρκωση της οκνηρίας, της πονηρίας, της απάτης, της ασυδοσίας, του ψεύδους, του παρασιτικού βίου και του αμοραλισμού, της εκμετάλλευσης του μόχθου των άλλων λαών της Ευρώπης, και πρωτίστως του γερμανικού.
Ούτε η ομοιότητα των χαρακτηρισμών με τους αντίστοιχους του Εθνικοσοσιαλισμού για τους Εβραίους, ούτε τα εγκλήματα πολέμου που διέπραξε το γερμανικό κράτος στην Ελλάδα της κατοχής, ούτε τα ίδια τα εμπειρικά δεδομένα – τα πραγματικά γεγονότα και στοιχεία για την κατάσταση στην Ελλάδα πριν και μετά την κρίση – μπόρεσαν να αποτρέψουν αυτή την έκρηξη εθνοτικής σκέψης στη Γερμανία. Οι Έλληνες, μόνο λόγω της εθνικής τους ταυτότητας, έγιναν ανεπιθύμητοι στην Ευρώπη.
Η λέξη Έλληνας κατάντησε να σημαίνει «κίνδυνος για τις καταθέσεις μας» ή «πάλι θα πληρώσουμε γι αυτούς». Το γεγονός ότι οι Γερμανοί συνέχιζαν τα καλοκαίρια να επισκέπτονται ως τουρίστες τη χώρα δεν αφαιρεί τίποτε από αυτήν την άκρως αρνητική και υποτιμητική στάση για τον ελληνικό λαό, την ουσία της οποίας προσπάθησε να εκφράσει με ένα στοχαστικό ποίημά του ο νομπελίστας Γκύντερ Γκρας.Χωρίς να υπολογίσει, όμως, ότι την εποχή που το έγραφε πολύ λίγοι συμπατριώτες του ενδιαφέρονταν για τη δημόσια υπεράσπιση των Ελλήνων.
Έτσι, το πόνημά του, όπως και ένα αντίστοιχο με το οποίο ασκούσε κριτική όχι στους Εβραίους, αλλά στο κράτος του Ισραήλ για τις πολιτικές του στην περιοχή, θεωρήθηκαν από τους εκεί διαμορφωτές της κοινής γνώμης ό,τι χειρότερο θα μπορούσε να γράψει ένας τόσο μεγάλος Γερμανός λογοτέχνης και λίγο πολύ απέδωσαν αυτή την «έκπτωση» στην περασμένη ηλικία του συγγραφέα – εννοείται χωρίς διάθεση ρατσισμού…
Το σενάριο του Grexit δεν περπάτησε (μέχρι τώρα). Ο σχολαστικός ακροατής των λόγων σημαινόντων παραγόντων της γερμανικής πολιτικής ζωής, όμως, ακούει ακόμη από τα χείλη τους το δεύτερο σκέλος της όποιας σύνθετης πρότασης αφορά τις προδιαγραφές για τη σωστή συμπεριφορά των Ελλήνων. Και αυτό είναι «[…], αν οι Έλληνες επιθυμούν να παραμείνουν στην Ευρωζώνη».
Όταν διαβάζω, λοιπόν, ότι οι Γερμανοί πολιτικοί που κυβερνούν και επηρεάζουν τις ευρωπαϊκές υποθέσεις είναι «κολλημένοι» σε συνταγές ακραιφνούς Νεοφιλελευθερισμού, ή είναι ξεροκέφαλοι και πεισματάρηδες, εγωιστές και «ξερόλες», ότι δεν δίνουν καμία σημασία σε τούτον ή τον άλλον μεγάλο οικονομολόγο, Αμερικανό υπουργό Οικονομικών ή Γάλλο πρόεδρο, με άλλα λόγια ότι είναι παγιδευμένοι στη μεγαλομανία τους και ότι πρέπει να βρεθεί τρόπος να συνειδητοποιήσουν το σφάλμα και να διορθώσουν την λανθασμένη τους πολιτική στη διαχείριση της οικονομικής κρίσης στην Ευρωζώνη, αρχίζω να σκέφτομαι αν όσοι προβάλλουν αυτή την ερμηνεία όντως την πιστεύουν και τη διαδίδουν καλόπιστα, ή αν αδυνατούν να διακρίνουν τα σκληρά γερμανικά εθνικά συμφέροντα που κρύβονται – μόλις και μετά βίας – πίσω από τη φαινομενική οικονομική και ιδεολογική ακαμψία της γερμανικής ηγεσίας.
Αντίθετα από όσα έχουν υποστηρίξει ο Γιούργκεν Χάμπερμας, αλλά και ο Χέλμουτ Σμιτ – και οι δύο σκληροί επικριτές της ακολουθούμενης μερκελικής γραμμής – περί μίας «εξ ανάγκης» διολίσθησης της Γερμανίας σε έναν ουσιαστικά ανεπιθύμητο ηγεμονικό ρόλο στην Ευρώπη, ο ηγεμονικός ρόλος της Γερμανίας είναι συνειδητή πολιτική επιλογή της κυρίαρχης γερμανικής πολιτικής και οικονομικής τάξης.
Ως τέτοια, είναι ένας από τους πιο σαφείς δείκτες του τρίτου κύματος γερμανικού εθνικισμού, αυτή τη φορά με όχημα την οικονομία, με το οποίο η Ευρώπη, Ανατολική, Δυτική και Νότια, θα πρέπει να λογαριάζει στο παρόν και στο μέλλον.
Και, όπως στο παρελθόν, ή θα προσπαθήσει να συμβιώσει μαζί του σε καθεστώς εξάρτησης, ή θα τον αποκρούσει. Αυτή τη φορά όχι με όπλα, αλλά με το όπλο της οικονομίας.
Μια ευρωπαϊκή Γερμανία δεν αποτελεί πρόβλημα για την Ευρώπη, το αντίθετο μάλιστα. Μια γερμανική Ευρώπη θυμίζει – δεν μπορούμε εύκολα να το προσπεράσουμε – το γερμανικό όραμα του παρελθόντος για μια «Νέα Ευρώπη». Το ότι στη νέα αυτή Ευρώπη οι ομοφυλόφιλοι θα μπορούν να παντρεύονται και όσοι αρνούνται τη γενοκτονία των Εβραίων θα μπαίνουν φυλακή, δεν αναιρεί το γεγονός ότι κουμάντο για τις ζωές των Ευρωπαίων θα κάνει η γερμανική ηγεσία.
Αφήνω κατά μέρος το ερώτημα κατά πόσον η συγκεκριμένη πολιτική διαχείρισης της κρίσης που έχει επιβάλει η γερμανική ελίτ – πολιτική, οικονομική και μιντιακή, με κεντρικό σύμβολο την Άγκελα Μέρκελ – είναι ορθή ή λανθασμένη, χρήσιμη ή βλαπτική (για ποιον άλλωστε;), αναγκαστικός μονόδρομος ή προϊόν επιλογής ανάμεσα σε περισσότερες εναλλακτικές λύσεις.
Θα συζητήσω μόνο μία διάσταση της πολιτικής αυτής: κατά πόσον αυτή αποτελεί προϊόν «γερμανικών» ειδικά προκαταλήψεων και εμμονών ιστορικού χαρακτήρα (λ.χ. αυτό υπαινίσσονται όσοι την συνδέουν με τις τραυματικές εμπειρίες της χώρας στο μεσοπόλεμο που οδήγησαν στην άνοδο και την κυριαρχία του Εθνικοσοσιαλισμού) ή οικονομικού τύπου (ιδεολογία του ακραιφνούς Νεοφιλελευθερισμού) ή αν, τελικά, πρόκειται για συνειδητή επιλογή του γερμανικού κατεστημένου για την προώθηση της γερμανικής πολιτικής και οικονομικής ηγεμονίας στην Ευρώπη μέσω του μετασχηματισμού της έννοιας της αλληλεξάρτησης στην Ευρωζώνη σε μονομερή γερμανική εξάρτηση.
Με άλλα λόγια, μέσω της επιβολής στην Ευρωζώνη ενός κυρίαρχου, ηγεμονικού πολιτικού πόλου, χωρίς τη συναίνεση του οποίου δεν μπορεί να ασκηθεί πλέον καμία ευρωπαϊκή πολιτική, πολύ περισσότερο ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική. Τα δύο σημερινά κυβερνητικά κόμματα (αλλά και τα άλλα δύο μικρότερα που συγκυβέρνησαν για μικρό διάστημα στο παρελθόν) γνωρίζουν από πρώτο χέρι τη γερμανική ακαμψία.
Μένει να τη βιώσει στην πράξη ως κυβερνητικός εταίρος και η αξιωματική αντιπολίτευση. Γιατί τότε θα δούμε αν η ίδια ακαμψία – που προβλέπω ότι θα συνεχιστεί – ερμηνευτεί, όπως γίνεται σήμερα από τους κυβερνώντες, ως αγαστή και εποικοδομητική και φιλική συνεργασία ισότιμων εταίρων ή ως ιταμή επιβολή εσωτερικής πολιτικής από άλλη ευρωπαϊκή χώρα, όπως ισχυρίζεται, εν μέρει ορθώς, η αξιωματική αντιπολίτευση – και όχι μόνο.
Η απάντηση στο ερώτημα είναι κρίσιμη, διότι από αυτήν εξαρτάται αν βρισκόμαστε μπροστά σε κάτι που μπορεί να διορθωθεί εντός της Ευρωζώνης (με συμμαχίες ή με καλύτερη διαπραγμάτευση ή με πολιτική πίεση και πλειοψηφίες στα εθνικά κράτη προς μία άλλη κατεύθυνση) ή αν πρόκειται για την προώθηση σκληρών γερμανικών εθνικών συμφερόντων με όχημα την Ευρωζώνη, οπότε ούτε επιχειρήματα, ούτε πιέσεις μπορούν να πιάσουν τόπο.
Στη δεύτερη περίπτωση, το πολιτικό σύστημα της Ελλάδας – και κάθε χώρας που βρίσκεται σήμερα ή κινδυνεύει στο μέλλον να βρεθεί σε παρόμοια θέση – έχει δύο επιλογές: είτε την αντίσταση στη νέα ηγεμονία και την αποφυγή της ένταξης της χώρας στην pax germanica, είτε την ένταξη σε αυτήν και τη συμπόρευση υπό καθεστώς δορυφόρου.
Το κλειδί για την απάντηση στο αρχικό ερώτημα – εμμονές ή σχέδιο ηγεμονίας – βρίσκεται στον τρίτο πόλο εξουσίας της γερμανικής ελίτ, στη συμπεριφορά των Μαζικών Μέσων Επικοινωνίας, ηλεκτρονικών και εντύπων, και ειδικότερα των μεγάλων γερμανικών εφημερίδων και των αντίστοιχων περιοδικών.
Από τα τέλη του 2009 μέχρι τα τέλη περίπου του 2012 ο γερμανικός Τύπος, σαν συντονισμένος από καιρό, πρόβαλε σε καθημερινή βάση το χρέος της Ελλάδας με τέτοιον τρόπο, ώστε η έξοδος της χώρας από την Ευρωζώνη να προκύπτει ως η μόνη λογική και επιθυμητή (για τον μέσο Γερμανό) λύση στο πρόβλημα. Δεν υπάρχει, πλέον, αμφιβολία ότι όχι μόνο μεγάλο τμήμα των Γερμανών, αλλά και ένα τμήμα της γερμανικής ελίτ είχε μπει στον πειρασμό να πειραματιστεί με την σμίκρυνση της Ευρωζώνης στις «εύρωστες» και «υγιείς» οικονομίες ή με τη διαίρεσή της σε δύο περιοχές: την καλή (των Βορείων) και την προβληματική (των Νοτίων).
Επί δύο και πλέον έτη ο αναγνώστης των γερμανικών εντύπων ερχόταν αντιμέτωπος με μια περιγραφή της Ελλάδας και των Ελλήνων – των Ελλήνων συλλήβδην, όχι του ελληνικού πολιτικού συστήματος ή των οικονομικών ελίτ της χώρας – που θύμιζε σε πολλά την περιγραφή των Εβραίων κατά τη διάρκεια του Εθνικοσοσιαλισμού. Για κάποιο λόγο, στα πλαίσια ενός επικοινωνιακού Blitzkrieg, έσπασε την περίοδο αυτή ένα πολύ ισχυρό μεταπολεμικό γερμανικό ταμπού, σύμφωνα με το οποίο δεν χρησιμοποιούμε τη γλώσσα του εθνικοσοσιαλισμού όταν περιγράφουμε ή ασκούμε κριτική σε συλλογικότητες, σε «λαούς» ή «έθνη».
Έτσι, οι Έλληνες συλλήβδην έγιναν ξαφνικά για τον μέσο Γερμανό η ενσάρκωση της οκνηρίας, της πονηρίας, της απάτης, της ασυδοσίας, του ψεύδους, του παρασιτικού βίου και του αμοραλισμού, της εκμετάλλευσης του μόχθου των άλλων λαών της Ευρώπης, και πρωτίστως του γερμανικού.
Ούτε η ομοιότητα των χαρακτηρισμών με τους αντίστοιχους του Εθνικοσοσιαλισμού για τους Εβραίους, ούτε τα εγκλήματα πολέμου που διέπραξε το γερμανικό κράτος στην Ελλάδα της κατοχής, ούτε τα ίδια τα εμπειρικά δεδομένα – τα πραγματικά γεγονότα και στοιχεία για την κατάσταση στην Ελλάδα πριν και μετά την κρίση – μπόρεσαν να αποτρέψουν αυτή την έκρηξη εθνοτικής σκέψης στη Γερμανία. Οι Έλληνες, μόνο λόγω της εθνικής τους ταυτότητας, έγιναν ανεπιθύμητοι στην Ευρώπη.
Η λέξη Έλληνας κατάντησε να σημαίνει «κίνδυνος για τις καταθέσεις μας» ή «πάλι θα πληρώσουμε γι αυτούς». Το γεγονός ότι οι Γερμανοί συνέχιζαν τα καλοκαίρια να επισκέπτονται ως τουρίστες τη χώρα δεν αφαιρεί τίποτε από αυτήν την άκρως αρνητική και υποτιμητική στάση για τον ελληνικό λαό, την ουσία της οποίας προσπάθησε να εκφράσει με ένα στοχαστικό ποίημά του ο νομπελίστας Γκύντερ Γκρας.Χωρίς να υπολογίσει, όμως, ότι την εποχή που το έγραφε πολύ λίγοι συμπατριώτες του ενδιαφέρονταν για τη δημόσια υπεράσπιση των Ελλήνων.
Έτσι, το πόνημά του, όπως και ένα αντίστοιχο με το οποίο ασκούσε κριτική όχι στους Εβραίους, αλλά στο κράτος του Ισραήλ για τις πολιτικές του στην περιοχή, θεωρήθηκαν από τους εκεί διαμορφωτές της κοινής γνώμης ό,τι χειρότερο θα μπορούσε να γράψει ένας τόσο μεγάλος Γερμανός λογοτέχνης και λίγο πολύ απέδωσαν αυτή την «έκπτωση» στην περασμένη ηλικία του συγγραφέα – εννοείται χωρίς διάθεση ρατσισμού…
Το σενάριο του Grexit δεν περπάτησε (μέχρι τώρα). Ο σχολαστικός ακροατής των λόγων σημαινόντων παραγόντων της γερμανικής πολιτικής ζωής, όμως, ακούει ακόμη από τα χείλη τους το δεύτερο σκέλος της όποιας σύνθετης πρότασης αφορά τις προδιαγραφές για τη σωστή συμπεριφορά των Ελλήνων. Και αυτό είναι «[…], αν οι Έλληνες επιθυμούν να παραμείνουν στην Ευρωζώνη».
Όταν διαβάζω, λοιπόν, ότι οι Γερμανοί πολιτικοί που κυβερνούν και επηρεάζουν τις ευρωπαϊκές υποθέσεις είναι «κολλημένοι» σε συνταγές ακραιφνούς Νεοφιλελευθερισμού, ή είναι ξεροκέφαλοι και πεισματάρηδες, εγωιστές και «ξερόλες», ότι δεν δίνουν καμία σημασία σε τούτον ή τον άλλον μεγάλο οικονομολόγο, Αμερικανό υπουργό Οικονομικών ή Γάλλο πρόεδρο, με άλλα λόγια ότι είναι παγιδευμένοι στη μεγαλομανία τους και ότι πρέπει να βρεθεί τρόπος να συνειδητοποιήσουν το σφάλμα και να διορθώσουν την λανθασμένη τους πολιτική στη διαχείριση της οικονομικής κρίσης στην Ευρωζώνη, αρχίζω να σκέφτομαι αν όσοι προβάλλουν αυτή την ερμηνεία όντως την πιστεύουν και τη διαδίδουν καλόπιστα, ή αν αδυνατούν να διακρίνουν τα σκληρά γερμανικά εθνικά συμφέροντα που κρύβονται – μόλις και μετά βίας – πίσω από τη φαινομενική οικονομική και ιδεολογική ακαμψία της γερμανικής ηγεσίας.
Αντίθετα από όσα έχουν υποστηρίξει ο Γιούργκεν Χάμπερμας, αλλά και ο Χέλμουτ Σμιτ – και οι δύο σκληροί επικριτές της ακολουθούμενης μερκελικής γραμμής – περί μίας «εξ ανάγκης» διολίσθησης της Γερμανίας σε έναν ουσιαστικά ανεπιθύμητο ηγεμονικό ρόλο στην Ευρώπη, ο ηγεμονικός ρόλος της Γερμανίας είναι συνειδητή πολιτική επιλογή της κυρίαρχης γερμανικής πολιτικής και οικονομικής τάξης.
Ως τέτοια, είναι ένας από τους πιο σαφείς δείκτες του τρίτου κύματος γερμανικού εθνικισμού, αυτή τη φορά με όχημα την οικονομία, με το οποίο η Ευρώπη, Ανατολική, Δυτική και Νότια, θα πρέπει να λογαριάζει στο παρόν και στο μέλλον.
Και, όπως στο παρελθόν, ή θα προσπαθήσει να συμβιώσει μαζί του σε καθεστώς εξάρτησης, ή θα τον αποκρούσει. Αυτή τη φορά όχι με όπλα, αλλά με το όπλο της οικονομίας.
Μια ευρωπαϊκή Γερμανία δεν αποτελεί πρόβλημα για την Ευρώπη, το αντίθετο μάλιστα. Μια γερμανική Ευρώπη θυμίζει – δεν μπορούμε εύκολα να το προσπεράσουμε – το γερμανικό όραμα του παρελθόντος για μια «Νέα Ευρώπη». Το ότι στη νέα αυτή Ευρώπη οι ομοφυλόφιλοι θα μπορούν να παντρεύονται και όσοι αρνούνται τη γενοκτονία των Εβραίων θα μπαίνουν φυλακή, δεν αναιρεί το γεγονός ότι κουμάντο για τις ζωές των Ευρωπαίων θα κάνει η γερμανική ηγεσία.