Σπυρος Παναγιωτου
Σε περίοδο γεωπολιτικών αναταράξεων, ποια κρίσιμα ζητήματα έχουν να αντιμετωπίσουν ο λαϊκός παράγοντας, τα κινήματα, η Αριστερά
Η πρόσφατη Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ, οι δραματικές εξελίξεις στην Ουκρανία και ο κίνδυνος επέκτασης της αναταραχής στον Βαλκανικό Νότο, η εκ νέου ανατίναξη της Μ. Ανατολής και της Ανατ. Μεσογείου, οι υποκινούμενες συρράξεις αλλά και οι ανοιχτές επεμβάσεις στην αφρικάνική ήπειρο δεν αφήνουν περιθώρια για παρανοήσεις. Γίνεται φανερό πως ενώ η παγκόσμια οικονομική κρίση ολοένα και βαθαίνει, οι οικονομικοί ανταγωνισμοί μετακυλίονται γοργά σε γεωπολιτική σύγκρουση, με έντονα τα σημάδια επιβολής ενός παγκόσμιου ή περιφερειακού χάους, προάγγελο βίαιων ψυχροπολεμικών ή και ανοικτών πολεμικών αναμετρήσεων για την επαναχάραξη των συνόρων και το ξαναμοίρασμα του κόσμου σε σφαίρες επιρροής.
Βασικό χαρακτηριστικό της περιόδου είναι η ανάδυση νέων δυνάμεων στην παγκόσμια σκηνή (Κίνα, Ρωσία, BRICS) που άλλοτε από μόνες, άλλοτε σε συνεργασίες δυναμώνουν την οικονομική και στρατιωτική τους θέση, διευρύνοντας τις περιοχές παρέμβασής τους. Αλλά και η προσπάθεια των ΗΠΑ να αποτρέψουν αυτή την εξέλιξη, να περικυκλώσουν και να απομονώσουν ή να ανακόψουν την πορεία αυτών των δυνάμεων. Η πολιτική κρίση στην Ευρώπη που συνοδεύει την έλλειψη ενός στρατηγικού οράματος για την πορεία της Ε.Ε., οδηγεί τις χώρες-ατμομηχανή και το ευρωπαϊκό διευθυντήριο όλο και πιο βαθιά στους ατλαντικούς σχεδιασμούς, εδραιώνοντας αυτή τη στιγμή τον ευρωατλαντισμό σαν ευρωπαϊκή πολιτική.Η Ε.Ε. σύρεται πίσω από το αμερικανικό άρμα σε όλα τα ανοιχτά ζητήματα, σπρώχνεται σε διάρρηξη σχέσεων με άλλες πλευρές και οδηγείται σε πλήρη ένταξη στους ΝΑΤΟϊκούς και αμερικανικούς σχεδιασμούς σε όλα τα ανοιχτά μέτωπα.
Στο εσωτερικό της έχει στηθεί ένα «στρατόπεδο» ακραία φιλοαμερικανικών κρατών, που σε συνεργασία με το διευθυντήριο παίζουν το ρόλο του προβοκάτορα για πρόκληση εξελίξεων.
Όλα τα παραπάνω δοκιμάζουν και θα δοκιμάσουν τον λαϊκό παράγοντα, τα κινήματα, την Αριστερά. Η μετακύλιση της οικονομικής σε γεωπολιτική κρίση αλλάζει τα επίδικα και τα μεγέθη των συγκρούσεων. Βάζει δύσκολα προβλήματα για το «κοινωνικό ζήτημα», επιδρά πάνω στο λαϊκό παράγοντα, μπορεί να τον αποπροσανατολίζει, να τον απορροφά ή να τον στρατεύσει σε εθνικιστικές κατευθύνσεις.
Μέσα σε αυτό δεν μπορεί να υπάρχει αδιαφορία για τις γεωπολιτικές εξελίξεις, να νομίζουμε ότι μπορεί να χαραχθεί ένα σχέδιο ανακούφισης των εργαζομένων χωρίς να ληφθεί υπ’ όψιν η επίδραση των διεθνών εξελίξεων στο εσωτερικό της χώρας, αλλά και στη συνείδηση και άρα και στη στάση των εργαζομένων. Πολύ περισσότερο, τα κρίσιμα ερωτήματα δεν απαντιούνται ούτε με συνθήματα του τύπου «στρατηγικός στόχος έξω από το ΝΑΤΟ», ούτε με διαβεβαιώσεις ότι «ανήκουμε, αναμφισβήτητα, στη Δύση και το ΝΑΤΟ».Έχουμε ανάγκη από μια ρεαλιστική νέα εξωτερική πολιτική που θα παίρνει υπ’ όψιν της, δεν θα αγνοεί, τους διεθνείς συσχετισμούς, τα γεωπολιτικά παιχνίδια των ισχυρών και περιφερειακών δυνάμεων, τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις.
Έχουμε ανάγκη από μια εξωτερική πολιτική η οποία θα ανταγωνίζεται πλήρως την αστική αντίληψη που αναζητά τη «διάσωση» του πολιτικού της προσωπικού (και προσχηματικά της χώρας) στην απολύτως δουλική ευθυγράμμιση με τις επιταγές ΗΠΑ και Ε.Ε. Απαιτείται κάθετος διαχωρισμός με την αντίληψη που καθιστά κριτήριο της στάσης της χώρας τις «οδηγίες» των αγορών και τα συμφέροντα των «συμμάχων» μας. Είναι αναγκαία η αποκάλυψη της στάσης της κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου στο θέμα της Ουκρανίας, αλλά και στην πρόσφατη συνέλευση του ΟΗΕ για την κρίση στη Αργεντινή που συντάχθηκε με τη Δύση, απεμπολώντας σημαντικές ευκαιρίες για κρίσιμα ζήτημα της χώρας (εξαγωγές αγροτικών προϊόντων, κίνδυνος ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας).
Γνώμονας της νέας εξωτερικής πολιτικής οφείλει να είναι η επανάκτηση της λαϊκής και εθνικής κυριαρχίας σαν μοναδικής ικανής και αναγκαίας συνθήκης για την υπηρέτηση ενός δρόμου διεξόδου της χώρας και σωτηρίας των εργαζόμενων από τη σημερινή μνημονιακή καταστροφή.
Μια τέτοια, όμως, εξωτερική πολιτική οικοδομείται ουσιαστικά από σήμερα.
Πρώτα από όλα με πρωτοβουλίες και δράσεις που έμπρακτα προωθούν συμμαχίες για κοινή στάση μεταξύ κινημάτων, κομμάτων, κυβερνήσεων για τα μεγάλα θέματα όπως η ειρήνη, η οικονομική κρίση, η ανθρωπιστική κρίση στον Ευρωπαϊκό Νότο, η πείνα στις περιφέρειες του κόσμου, τα περιβαλλοντικά προβλήματα κ.λπ.
Οικοδομείται, κυρίως, με την προετοιμασία του λαϊκού παράγοντα και τη συγκρότηση ενός πολιτικού κοινωνικού ρεύματος που αντιλαμβάνεται ότι η υπόθεση της διεξόδου και σωτηρίας της χώρας δεν είναι εύκολη υπόθεση, δεν μπορεί να εξαντλείται στο κυβερνητικό σχέδιο ενός κόμματος, δεν μπορεί να είναι σχέδιο μιας κυβέρνησης.
Απαιτεί αλλαγή συσχετισμών, σημαντικές εσωτερικές και διεθνείς ανακατατάξεις και επαναπροσδιορισμούς. Απαιτεί, δηλαδή, την ενεργοποίηση και τη συμμετοχή του ίδιου του λαϊκού παράγοντα.
Σε περίοδο γεωπολιτικών αναταράξεων, ποια κρίσιμα ζητήματα έχουν να αντιμετωπίσουν ο λαϊκός παράγοντας, τα κινήματα, η Αριστερά
Η πρόσφατη Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ, οι δραματικές εξελίξεις στην Ουκρανία και ο κίνδυνος επέκτασης της αναταραχής στον Βαλκανικό Νότο, η εκ νέου ανατίναξη της Μ. Ανατολής και της Ανατ. Μεσογείου, οι υποκινούμενες συρράξεις αλλά και οι ανοιχτές επεμβάσεις στην αφρικάνική ήπειρο δεν αφήνουν περιθώρια για παρανοήσεις. Γίνεται φανερό πως ενώ η παγκόσμια οικονομική κρίση ολοένα και βαθαίνει, οι οικονομικοί ανταγωνισμοί μετακυλίονται γοργά σε γεωπολιτική σύγκρουση, με έντονα τα σημάδια επιβολής ενός παγκόσμιου ή περιφερειακού χάους, προάγγελο βίαιων ψυχροπολεμικών ή και ανοικτών πολεμικών αναμετρήσεων για την επαναχάραξη των συνόρων και το ξαναμοίρασμα του κόσμου σε σφαίρες επιρροής.
Βασικό χαρακτηριστικό της περιόδου είναι η ανάδυση νέων δυνάμεων στην παγκόσμια σκηνή (Κίνα, Ρωσία, BRICS) που άλλοτε από μόνες, άλλοτε σε συνεργασίες δυναμώνουν την οικονομική και στρατιωτική τους θέση, διευρύνοντας τις περιοχές παρέμβασής τους. Αλλά και η προσπάθεια των ΗΠΑ να αποτρέψουν αυτή την εξέλιξη, να περικυκλώσουν και να απομονώσουν ή να ανακόψουν την πορεία αυτών των δυνάμεων. Η πολιτική κρίση στην Ευρώπη που συνοδεύει την έλλειψη ενός στρατηγικού οράματος για την πορεία της Ε.Ε., οδηγεί τις χώρες-ατμομηχανή και το ευρωπαϊκό διευθυντήριο όλο και πιο βαθιά στους ατλαντικούς σχεδιασμούς, εδραιώνοντας αυτή τη στιγμή τον ευρωατλαντισμό σαν ευρωπαϊκή πολιτική.Η Ε.Ε. σύρεται πίσω από το αμερικανικό άρμα σε όλα τα ανοιχτά ζητήματα, σπρώχνεται σε διάρρηξη σχέσεων με άλλες πλευρές και οδηγείται σε πλήρη ένταξη στους ΝΑΤΟϊκούς και αμερικανικούς σχεδιασμούς σε όλα τα ανοιχτά μέτωπα.
Στο εσωτερικό της έχει στηθεί ένα «στρατόπεδο» ακραία φιλοαμερικανικών κρατών, που σε συνεργασία με το διευθυντήριο παίζουν το ρόλο του προβοκάτορα για πρόκληση εξελίξεων.
Όλα τα παραπάνω δοκιμάζουν και θα δοκιμάσουν τον λαϊκό παράγοντα, τα κινήματα, την Αριστερά. Η μετακύλιση της οικονομικής σε γεωπολιτική κρίση αλλάζει τα επίδικα και τα μεγέθη των συγκρούσεων. Βάζει δύσκολα προβλήματα για το «κοινωνικό ζήτημα», επιδρά πάνω στο λαϊκό παράγοντα, μπορεί να τον αποπροσανατολίζει, να τον απορροφά ή να τον στρατεύσει σε εθνικιστικές κατευθύνσεις.
Μέσα σε αυτό δεν μπορεί να υπάρχει αδιαφορία για τις γεωπολιτικές εξελίξεις, να νομίζουμε ότι μπορεί να χαραχθεί ένα σχέδιο ανακούφισης των εργαζομένων χωρίς να ληφθεί υπ’ όψιν η επίδραση των διεθνών εξελίξεων στο εσωτερικό της χώρας, αλλά και στη συνείδηση και άρα και στη στάση των εργαζομένων. Πολύ περισσότερο, τα κρίσιμα ερωτήματα δεν απαντιούνται ούτε με συνθήματα του τύπου «στρατηγικός στόχος έξω από το ΝΑΤΟ», ούτε με διαβεβαιώσεις ότι «ανήκουμε, αναμφισβήτητα, στη Δύση και το ΝΑΤΟ».Έχουμε ανάγκη από μια ρεαλιστική νέα εξωτερική πολιτική που θα παίρνει υπ’ όψιν της, δεν θα αγνοεί, τους διεθνείς συσχετισμούς, τα γεωπολιτικά παιχνίδια των ισχυρών και περιφερειακών δυνάμεων, τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις.
Έχουμε ανάγκη από μια εξωτερική πολιτική η οποία θα ανταγωνίζεται πλήρως την αστική αντίληψη που αναζητά τη «διάσωση» του πολιτικού της προσωπικού (και προσχηματικά της χώρας) στην απολύτως δουλική ευθυγράμμιση με τις επιταγές ΗΠΑ και Ε.Ε. Απαιτείται κάθετος διαχωρισμός με την αντίληψη που καθιστά κριτήριο της στάσης της χώρας τις «οδηγίες» των αγορών και τα συμφέροντα των «συμμάχων» μας. Είναι αναγκαία η αποκάλυψη της στάσης της κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου στο θέμα της Ουκρανίας, αλλά και στην πρόσφατη συνέλευση του ΟΗΕ για την κρίση στη Αργεντινή που συντάχθηκε με τη Δύση, απεμπολώντας σημαντικές ευκαιρίες για κρίσιμα ζήτημα της χώρας (εξαγωγές αγροτικών προϊόντων, κίνδυνος ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας).
Γνώμονας της νέας εξωτερικής πολιτικής οφείλει να είναι η επανάκτηση της λαϊκής και εθνικής κυριαρχίας σαν μοναδικής ικανής και αναγκαίας συνθήκης για την υπηρέτηση ενός δρόμου διεξόδου της χώρας και σωτηρίας των εργαζόμενων από τη σημερινή μνημονιακή καταστροφή.
Μια τέτοια, όμως, εξωτερική πολιτική οικοδομείται ουσιαστικά από σήμερα.
Πρώτα από όλα με πρωτοβουλίες και δράσεις που έμπρακτα προωθούν συμμαχίες για κοινή στάση μεταξύ κινημάτων, κομμάτων, κυβερνήσεων για τα μεγάλα θέματα όπως η ειρήνη, η οικονομική κρίση, η ανθρωπιστική κρίση στον Ευρωπαϊκό Νότο, η πείνα στις περιφέρειες του κόσμου, τα περιβαλλοντικά προβλήματα κ.λπ.
Οικοδομείται, κυρίως, με την προετοιμασία του λαϊκού παράγοντα και τη συγκρότηση ενός πολιτικού κοινωνικού ρεύματος που αντιλαμβάνεται ότι η υπόθεση της διεξόδου και σωτηρίας της χώρας δεν είναι εύκολη υπόθεση, δεν μπορεί να εξαντλείται στο κυβερνητικό σχέδιο ενός κόμματος, δεν μπορεί να είναι σχέδιο μιας κυβέρνησης.
Απαιτεί αλλαγή συσχετισμών, σημαντικές εσωτερικές και διεθνείς ανακατατάξεις και επαναπροσδιορισμούς. Απαιτεί, δηλαδή, την ενεργοποίηση και τη συμμετοχή του ίδιου του λαϊκού παράγοντα.