17 Αυγούστου 2014

Νίκος Πλουμπίδης 60 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ


ploumpidis

 
Η «υπόθεση Πλουμπίδη», με το μεγαλείο και την τραγικότητά της, θα παραμείνει για δεκαετίες ανοιχτό τραύμα στην Αριστερά γιατί συμπυκνώνει, στην πιο ακραία εκδοχή, τις αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν τις ανθρώπινες διαδρομές των Ελλήνων κομμουνιστών. Αντιφάσεις που συχνά προσέλαβαν δραματικές διαστάσεις κατά τα χρόνια του Εμφυλίου και στη συνέχεια υπό το βάρος της ήττας.
Και όλα αυτά σε ένα εγκληματικά εκδικητικό περιβάλλον από την πλευρά των νικητών του Εμφυλίου, οι οποίοι επινοώντας την κατηγορία της κατασκοπίας και ανασύροντας τον μεταξικό νόμο 375/1936 συνέχισαν μέχρι και το 1955 (όταν εκτελέστηκαν στην Κρήτη και τη Θεσσαλονίκη αντίστοιχα οι Χρ. Καρανταής και Ν. Καρδαμύλας) τις ανθρωποθυσίες που πριν από λίγα χρόνια (από τον Ιούλιο του 1946 μέχρι τον Οκτώβριο του 1949) είχαν οδηγήσει στο εκτελεστικό απόσπασμα πάνω από 3.000 αγωνιστές της Αριστεράς (μεταξύ των οποίων και εκατοντάδες γυναίκες).

Η βάρβαρη πρακτική των ομαδικών εκτελέσεων, που είχε προσωρινά ανασταλεί, λόγω διεθνών πιέσεων, με τη λήξη του Εμφυλίου, ενεργοποιήθηκε και πάλι το 1951 με την εκτέλεση τον Μάρτιο στη Θεσσαλονίκη του Νίκου Νικηφορίδη (μαζί με ακόμη έξι συντρόφους του) και κορυφώθηκε στις 30 Μαρτίου 1952 με την εκτέλεση στο Γουδί των Μπελογιάννη, Μπάτση, Αργυριάδη και Καλούμενου.

Ο Μινώταυρος δεν είχε όμως ακόμη χορτάσει. Αναλαμβάνοντας το υπουργείο Δικαιοσύνης τον Απρίλιο του 1954 ο πρώην πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών Κλεάνθης Θεοφανόπουλος, ο αδελφός του οποίου (πρύτανης του ΕΜΠ το 1944) είχε εκτελεστεί από τον ΕΛΑΣ στην Αράχωβα τον Γενάρη του 1945, άρχισε να σχεδιάζει την εκτέλεση του Πλουμπίδη. Με τη σύμπραξη και των ηγετικών στελεχών της Ασφάλειας, Ρακιντζή και Κροντήρη, που δεν μπορούσαν να συγχωρήσουν στον Πλουμπίδη ότι παρέμενε ασύλληπτος επί πέντε χρόνια (1947-1952), οργάνωσαν την εκτέλεση, εκμεταλλευόμενοι αφ’ ενός το πολιτικό κλίμα της εποχής με την κρίση του Κυπριακού και αφ’ ετέρου την πρόσφατη τότε επιτυχία της Ασφάλειας με τη σύλληψη του Χαρ. Φλωράκη. Και την πραγματοποίησαν παραμονή Δεκαπενταύγουστου, και μάλιστα στο Δαφνί που δεν αποτελούσε έως τότ τόπο εκτελέσεων, ούτε και χρησιμοποιήθηκε στη συνέχεια.

Η μοναδικότητα της υπόθεσης Πλουμπίδη όμως δεν συνίσταται κυρίως στην εκδικητικότητα του μετεμφυλιακού κράτους, αλλά στο τραύμα που προκάλεσε η κομματική καταδίκη του στο ευρύτερο σώμα της Αριστεράς.

Ο ίδιος ο Πλουμπίδης διακήρυξε πεισματικά, για περισσότερο από δυο χρόνια και μέχρι τον θάνατό του, την πίστη του στην κομματική του οικογένεια και την αγωνιστική του ακεραιότητα. Τα πρακτικά της δίκης και ιδιαίτερα η απολογία του αναδεικνύουν την επιμονή του να αντικρούσει δημόσια όλες τις κατηγορίες που αφορούσαν την κομματική ηγεσία και τη δράση του κόμματος, ενώ ταυτόχρονα θεμελιώνει τη δική του υπεράσπιση σε ένα μελλοντικό κομματικό σώμα που θα συζητούσε την αποκατάστασή του. Αγωνία που διατρέχει επίσης το σύνολο των κειμένων που έγραψε στη φυλακή.

Η απεγνωσμένα ηρωική του στάση στο Εκτακτο Στρατοδικείο δεν στάθηκε πάντως ικανή για να κάμψει μια, χωρίς ηθικούς φραγμούς, κομματική ηγεσία που αναζητούσε, μέσω της χαφιεδολογίας, εξιλαστήρια θύματα για την ήττα. Και η οποία μάλιστα οργάνωσε στην υπερορία μια δεύτερη παράλληλη δίκη, επιχειρώντας να εκμαιεύσει ευρύτερη συνενοχή.

Στο σημείο αυτό εντοπίζεται άλλωστε και το κρισιμότερο στοιχείο, που τροφοδότησε στη συνέχεια προβληματισμούς, αναστολές και ενοχές. Δηλαδή στην αρχική αποδοχή που συνάντησε σε σημαντικά τμήματα της καθημαγμένης Αριστεράς στα πρώτα σκληρά μετεμφυλιακά χρόνια (με σχετικά λίγες φωτεινές εξαιρέσεις) η κατασκευή ενός φαντασιακού εσωκομματικού εχθρού. Παρόλο που η κατασκευή αυτή ερχόταν σε καταφανή αντίθεση με την πραγματικότητα ενός ανθρώπου που πορεύτηκε προς τον θάνατο επιζητώντας την κομματική του δικαίωση.

Οι πολύχρονες σιωπές, καθώς και η διστακτική και σταδιακή δημόσια αποκατάσταση (που ακολούθησε μετά το 1958, όπως αντίστοιχα συνέβη και με τον Κώστα Καραγιώργη) αντανακλούν αυτήν ακριβώς την τραυματική εμπειρία.

Εξήντα χρόνια μετά, το σημερινό αφιέρωμα θέλει να τιμήσει τη μνήμη ενός μοναδικού ανθρώπου που το όνομά του συμβολίζει ταυτόχρονα τις πιο φωτεινές αλλά και τις πιο σκοτεινές στιγμές της ελληνικής κομμουνιστικής Αριστεράς. Και παράλληλα να συμβάλει στον τόσο απαραίτητο ιστορικό αναστοχασμό.
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ