Χαράματα της 16ης Αυγούστου 1943 ο 12ος λόχος του τρίτου Τάγματος του 98ου Συντάγματος Ορεινών Καταδρομών της γερμανικής Μεραρχίας Έντελβαϊς,
που είχε εισβάλει μόλις πριν από έναν μήνα στην Ήπειρο, φτάνει με
στρατιωτικά φορτηγά έξω από το χωριό Κομμένο της Άρτας, ύστερα από
διαδρομή περίπου μιας ώρας για να καλυφθεί η απόσταση
Φιλιππιάδας-Κομμένου.Δεν πρόκειται για συνηθισμένη εκκαθαριστική επιχείρηση, ούτε για
επιχείρηση επιβολής αντιποίνων μετά από προηγούμενη επίθεση ανταρτών
εναντίον ανδρών ή υλικού της Βέρμαχτ.Σε αντίθεση με την τυπική δράση της γερμανικής κατοχικής δύναμης στην Ελλάδα, η επιχείρηση «Κομμένο» έχει έναν αντικειμενικό σκοπό: να τρομοκρατήσει τον πληθυσμό.
Και μέσω του τρόμου να επιβάλει τη συμμόρφωσή του στη νέα τάξη, την
τάξη της κατοχής, η οποία θεωρεί αταξία την αντίσταση –ενεργητική και
παθητική– και την τιμωρεί δεόντως, μάλιστα χωρίς όρια στο είδος και την
έκταση της ποινής.
Στη γλώσσα των επιτελών της Μεραρχίας, αυτό που πρέπει τελικά να επιτευχθεί σε σχέση με τον άμαχο πληθυσμό είναι ο σεβασμός απέναντι στις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις, και ο σεβασμός κερδίζεται μόνο μέσα από τον τρόμο που αυτές μπορούν να προκαλέσουν όταν αφανίζουν ζωές και περιουσίες. Τρόμος εδώ σημαίνει η εμπέδωση του αισθήματος ανασφάλειας για όλους τους κατοίκους.Κανείς δεν μπορεί να αισθάνεται ασφαλής, όσο εκδηλώνονται επιθέσεις και σαμποτάζ εναντίον της Βέρμαχτ ή όσο υπάρχουν υποψίες ότι σχεδιάζονται παρόμοιες ενέργειες στο μέλλον με την ενεργητική ή παθητική στήριξη του πληθυσμού.Το Κομμένο είναι η εφαρμογή αυτού του δόγματος με εργαλείο τις 317 ζωές αμάχων του ομώνυμου χωριού: ανδρών και γυναικών, παιδιών, νέων και γέρων.
Το πρωινό της 16ης Αυγούστου 1943, 317 κάτοικοι του Κομμένου θα γίνουν τα μαρτυρικά πειραματόζωα για να αποδειχθεί και στην πράξη πόσο πόνο μπορούν να προκαλέσουν τα γερμανικά στρατεύματα, πόσο αξιόπιστη είναι η Βέρμαχτ σε θέματα καταστροφής, και να κερδίσει έτσι τον απαιτούμενο σεβασμό.
Οι Έλληνες που έχασαν τη ζωή τους εξ αιτίας του πολέμου και της κατοχής από το 1940 μέχρι το 1944, πέθαναν κατά κανόνα με έναν από τους επόμενους τρόπους εφαρμογής βίας:
1. Eίτε ως πολεμιστές στο μέτωπο και στην αντίσταση, σε εχθροπραξίες με εχθρικές δυνάμεις, όπου η επιθετική βία του κατακτητή συνάντησε την αμυντική βία των πατριωτών, μια βία όμως που ήταν νομιμοποιημένη στις συνειδήσεις της μεγάλης πλειοψηφίας των Ελλήνων.
2. Είτε ως άμαχοιπου βρέθηκαν σε περιοχές, όπου οι κατακτητές διενεργούσαν στρατιωτικές επιχειρήσεις, από τις οποίες υπήρξαν θύματα ως «παράπλευρες απώλειες».
3. Είτε ως άμαχοι που εξ αιτίας της πολιτικής του κατακτητή στη χώρα στερήθηκαν και τα πιο στοιχειώδη μέσα που μπορούν να κρατήσουν κάποιον στη ζωή.
4. Είτε ως άμαχοι που υπήρξαν θύματα αντιποίνων που επέβαλαν οι κατοχικές δυνάμεις ως απάντηση σε επιχειρήσεις ανταρτών εναντίον τους.
5. Είτε ως μέλη θρησκευτικής/εθνοτικής κοινότητας που το γερμανικό εθνικοσοσιαλιστικό κράτος θεωρούσε ανεπιθύμητη και εξαφανιστέα.
6. Είτε ως μέλη αντιστασιακών οργανώσεων ή επικίνδυνων για το καθεστώς ομάδων, για τα οποία οι κατοχικές αρχές διέθεταν (το πώς, είναιάλλη ιστορία) πληροφορίες που οδηγούσαν στη σύλληψη και την εκτέλεσή τους.
7. Είτε ως άμαχοι που συνελήφθησαν στην Ελλάδα και μεταφέρθηκαν για καταναγκαστική εργασία στη Γερμανία, όπου και πέθαναν από τις κακουχίες ή εκτελέστηκαν.
8. Είτε ως άμαχοι που έπρεπε να πεθάνουν για να διαπαιδαγωγηθούν οι υπόλοιποι στη συμμόρφωση και την ακώλυτη υποταγή στον κατοχικό κανόνα.
9. Είτε στο πλαίσιο της πρώιμης εμφύλιας σύρραξης που προκλήθηκε αρχικά από το δίλημμα «ρεαλισμός και αποδοχή της κατοχής ή αντίσταση στον κατακτητή με κάθε μέσο» (και που αργότερα έγινε «ΕΑΜ ή Δωσίλογοι»), ένα δίλημμα που δεν θα είχε γεννηθεί, αν δεν υπήρχε η Κατοχή.
Η βία που ασκήθηκε στο Κομμένο στις 16 Αυγούστου του 1943 από τις γερμανικές κατοχικές δυνάμεις ανήκει στην προτελευταία περίπτωση. Και είναι για το λόγο αυτό χαρακτηριστική, δείχνοντας ως πού μπορεί να φτάσει η χρήση βίας από ανθρώπους που έχουν εκπαιδευτεί να αντιμετωπίζουν με το όπλο ένοπλους αντιπάλους και όχι γυναικόπαιδα, αλλά ταυτόχρονα έχουν μάθει να υπακούουν χωρίς αντιρρήσεις στη διαταγή του ανωτέρου, όποια κι αν είναι αυτή.
Για το Κομμένο και τα γεγονότα της 16ης Αυγούστου υπάρχουν ήδη αρκετά βιβλία. Κάθε χρόνο τη μέρα αυτή γίνεται στο χωριό εκδήλωση μνήμης στην οποία συμμετέχουν συγγενείς των θυμάτων, κάτοικοι του χωριού, αντιστασιακοί, εκπρόσωποι των αρχών και ο Γερμανός πρέσβης.
Οι συμμετέχοντες στον εορτασμό ακούν λεπτομέρειες για το χρονικό της σφαγής, καταδίκες του ναζισμού και του πολέμου, όρκους πίστης για τη Δημοκρατία και την Αντίσταση, και κατά κανόνα το μήνυμα του Γερμανού πρέσβη ότι σήμερα πλέον Γερμανία και Ελλάδα, οι τότε εχθροί, βρίσκονται στην ίδια όχθη και εργάζονται για την οικοδόμηση μιας ειρηνικής και δημοκρατικής Ευρώπης.
Όλα αυτά είναι καλά και θετικά, αλλά τα άρρητα μηνύματα του Κομμένου είναι εξίσου ενδιαφέροντα, καθώς δείχνουν ανάγλυφα την όψη της ακραίας βίας, όταν αυτή αποτελεί προγραμματικό στοιχείο της διαπαιδαγώγησης μέσω του τρόμου.
Ποια είναι τα μηνύματα αυτά και πού μπορεί κανείς να τα εντοπίσει;
Τα γερμανικά στρατιωτικά αρχεία στην πόλη Φράϊμπουργκ είναι η μία πηγή, ενώ η δεύτερη είναι τα δικαστικά αρχεία για τις υποθέσεις εγκλημάτων πολέμου στην Ελλάδα που στεγάζονται στην αντίστοιχη κεντρική υπηρεσία του Λούντβιγκσμπουργκ, λίγο έξω από τη Στουτγάρδη.
Η μελέτη των πρώτων μας επιτρέπει να δούμε πώς η στρατιωτική γραφειοκρατία αποσιωπά εν τη γενέσει τους εγκλήματα πολέμου, μετασχηματίζοντας τα πραγματικά γεγονότα σε εικονικά. Η διαστρέβλωση ξεκινά με τις ψευδείς αναφορές των κατώτερων μονάδων προς τις ανώτερες και ολοκληρώνεται με την περαιτέρω ωραιοποίηση του εγκλήματος με τις αναφορές της Μεραρχίας στην Ομάδα Στρατιών Ε στη Θεσσαλονίκη, στην οποία υπάγεται, και από εκεί στο Γενικό Επιτελείο.
Στις μεθοδικά παραπλανητικές αναφορές των συμβάντων, στις οποίες είχε εμπλακεί και ο τότε αξιωματικός πληροφοριών του γερμανικού στρατού στη Θεσσαλονίκη, και αργότερα Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, Κουρτ Βάλντχαϊμ, η απρόκλητη επίθεση εναντίον του Κομμένου μετατρέπεται σε αμυντική ενέργεια εναντίον ανταρτών, οι άμαχοι γίνονται επικίνδυνοι ένοπλοι αντάρτες, οι εν ψυχρώ εκτελέσεις παιδιών και γερόντων αναγορεύονται σε εχθροπραξίες με νεκρούς αντάρτες.
Η μελέτη των δικαστικών αρχείων μας επιτρέπει να δούμε πώς παρουσιάζουν τη συμμετοχή τους στη σφαγή δεκάδες στρατιώτες του 12ου λόχου που ανακρίθηκαν πολύ αργότερα από τη γερμανική δικαιοσύνη –χωρίς, τελικά, να απαγγελθεί σε κανέναν από αυτούς κατηγορία– προκειμένου να εντοπιστούν οι υπεύθυνοι και να αποδοθούν ευθύνες στους ενόχους.
Στις εκατοντάδες σελίδες που αποτελούν το προανακριτικό υλικό ο αναγνώστης θα δει ανθρώπους που φοβούμενοι, ίσως, ενδεχόμενες αρνητικές συνέπειες, ισχυρίζονται ότι δεν θυμούνται τίποτε ή ότι έλειπαν εκείνη την ημέρα σε άδεια ή ότι απλώς συμμετείχαν σε μια τυπική στρατιωτική επιχείρηση εναντίον ανταρτών με πολιτική περιβολή που άρχισαν πρώτοι να πυροβολούν.
Η ουσία, όμως, βρίσκεται στις λίγες ειλικρινείς καταθέσεις ανθρώπων που όντως συμμετείχαν στη σφαγή, όντως εκτέλεσαν αμάχους και παραδέχονται ότι δεν είχαν τότε το σθένος να αρνηθούν την εκτέλεση της διαταγής του αξιωματικού που συντόνιζε την επιχείρηση, επειδή φοβούνταν τις συνέπειες της απείθειας.
Χάρι στις καταθέσεις τους γνωρίζουμε σήμερα λεπτομέρειες της φρίκης, αλλά και στοιχεία γύρω από τον σχεδιασμό της επιχείρησης και της συμπεριφοράς των στρατιωτών πριν και μετά το αιματοκύλισμα.
Στις 16 Αυγούστου 1943 κόπηκε το νήμα της ζωής για 317 κατοίκους ενός χωριού της Ηπείρου, χωρίς να έχει εκδηλωθεί από κάποιον από αυτούς μία έστω εχθρική ενέργεια κατά της Βέρμαχτ και χωρίς οι κάτοικοι να αναγορευτούν όμηροι που πρέπει να θανατωθούν εξ αιτίας εχθρικής ενέργειας τρίτων εναντίον του γερμανικού στρατού στην ίδια περιοχή. Η ζωή τους τερματίστηκε βίαια, επειδή ο διοικητής του Συντάγματος, ζηλωτικός οπαδός του Φύρερ ο ίδιος, αποφάσισε να «διδάξει» στους Έλληνες της περιοχής τον σεβασμό στον γερμανικό στρατό μέσω του τρόμου που μπορεί να προκαλέσει μια άγρια σφαγή.
Αν όλα αυτά ήταν περασμένα, κάτι που έγινε στο μακρινό παρελθόν και δεν πρόκειται να επαναληφθεί, θα αρκούσε ίσως να μην ξεχνούμε να τιμούμε κάθε χρόνο τους νεκρούς. Δυστυχώς, το μοντέλο επαναλήφθηκε από τον Αύγουστο του ‘43 μέχρι σήμερα στην Ελλάδα και την Ευρώπη πολλές φορές.
Η παιδαγωγική του τρόμου δεν έχει μπει ακόμη στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας. Έχουν αλλάξει μόνον τα μέσα του τρόμου. Συνεπώς, δεν ανησυχούμε αδίκως.
Στη γλώσσα των επιτελών της Μεραρχίας, αυτό που πρέπει τελικά να επιτευχθεί σε σχέση με τον άμαχο πληθυσμό είναι ο σεβασμός απέναντι στις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις, και ο σεβασμός κερδίζεται μόνο μέσα από τον τρόμο που αυτές μπορούν να προκαλέσουν όταν αφανίζουν ζωές και περιουσίες. Τρόμος εδώ σημαίνει η εμπέδωση του αισθήματος ανασφάλειας για όλους τους κατοίκους.Κανείς δεν μπορεί να αισθάνεται ασφαλής, όσο εκδηλώνονται επιθέσεις και σαμποτάζ εναντίον της Βέρμαχτ ή όσο υπάρχουν υποψίες ότι σχεδιάζονται παρόμοιες ενέργειες στο μέλλον με την ενεργητική ή παθητική στήριξη του πληθυσμού.Το Κομμένο είναι η εφαρμογή αυτού του δόγματος με εργαλείο τις 317 ζωές αμάχων του ομώνυμου χωριού: ανδρών και γυναικών, παιδιών, νέων και γέρων.
Το πρωινό της 16ης Αυγούστου 1943, 317 κάτοικοι του Κομμένου θα γίνουν τα μαρτυρικά πειραματόζωα για να αποδειχθεί και στην πράξη πόσο πόνο μπορούν να προκαλέσουν τα γερμανικά στρατεύματα, πόσο αξιόπιστη είναι η Βέρμαχτ σε θέματα καταστροφής, και να κερδίσει έτσι τον απαιτούμενο σεβασμό.
Οι Έλληνες που έχασαν τη ζωή τους εξ αιτίας του πολέμου και της κατοχής από το 1940 μέχρι το 1944, πέθαναν κατά κανόνα με έναν από τους επόμενους τρόπους εφαρμογής βίας:
1. Eίτε ως πολεμιστές στο μέτωπο και στην αντίσταση, σε εχθροπραξίες με εχθρικές δυνάμεις, όπου η επιθετική βία του κατακτητή συνάντησε την αμυντική βία των πατριωτών, μια βία όμως που ήταν νομιμοποιημένη στις συνειδήσεις της μεγάλης πλειοψηφίας των Ελλήνων.
2. Είτε ως άμαχοιπου βρέθηκαν σε περιοχές, όπου οι κατακτητές διενεργούσαν στρατιωτικές επιχειρήσεις, από τις οποίες υπήρξαν θύματα ως «παράπλευρες απώλειες».
3. Είτε ως άμαχοι που εξ αιτίας της πολιτικής του κατακτητή στη χώρα στερήθηκαν και τα πιο στοιχειώδη μέσα που μπορούν να κρατήσουν κάποιον στη ζωή.
4. Είτε ως άμαχοι που υπήρξαν θύματα αντιποίνων που επέβαλαν οι κατοχικές δυνάμεις ως απάντηση σε επιχειρήσεις ανταρτών εναντίον τους.
5. Είτε ως μέλη θρησκευτικής/εθνοτικής κοινότητας που το γερμανικό εθνικοσοσιαλιστικό κράτος θεωρούσε ανεπιθύμητη και εξαφανιστέα.
6. Είτε ως μέλη αντιστασιακών οργανώσεων ή επικίνδυνων για το καθεστώς ομάδων, για τα οποία οι κατοχικές αρχές διέθεταν (το πώς, είναιάλλη ιστορία) πληροφορίες που οδηγούσαν στη σύλληψη και την εκτέλεσή τους.
7. Είτε ως άμαχοι που συνελήφθησαν στην Ελλάδα και μεταφέρθηκαν για καταναγκαστική εργασία στη Γερμανία, όπου και πέθαναν από τις κακουχίες ή εκτελέστηκαν.
8. Είτε ως άμαχοι που έπρεπε να πεθάνουν για να διαπαιδαγωγηθούν οι υπόλοιποι στη συμμόρφωση και την ακώλυτη υποταγή στον κατοχικό κανόνα.
9. Είτε στο πλαίσιο της πρώιμης εμφύλιας σύρραξης που προκλήθηκε αρχικά από το δίλημμα «ρεαλισμός και αποδοχή της κατοχής ή αντίσταση στον κατακτητή με κάθε μέσο» (και που αργότερα έγινε «ΕΑΜ ή Δωσίλογοι»), ένα δίλημμα που δεν θα είχε γεννηθεί, αν δεν υπήρχε η Κατοχή.
Η βία που ασκήθηκε στο Κομμένο στις 16 Αυγούστου του 1943 από τις γερμανικές κατοχικές δυνάμεις ανήκει στην προτελευταία περίπτωση. Και είναι για το λόγο αυτό χαρακτηριστική, δείχνοντας ως πού μπορεί να φτάσει η χρήση βίας από ανθρώπους που έχουν εκπαιδευτεί να αντιμετωπίζουν με το όπλο ένοπλους αντιπάλους και όχι γυναικόπαιδα, αλλά ταυτόχρονα έχουν μάθει να υπακούουν χωρίς αντιρρήσεις στη διαταγή του ανωτέρου, όποια κι αν είναι αυτή.
Για το Κομμένο και τα γεγονότα της 16ης Αυγούστου υπάρχουν ήδη αρκετά βιβλία. Κάθε χρόνο τη μέρα αυτή γίνεται στο χωριό εκδήλωση μνήμης στην οποία συμμετέχουν συγγενείς των θυμάτων, κάτοικοι του χωριού, αντιστασιακοί, εκπρόσωποι των αρχών και ο Γερμανός πρέσβης.
Οι συμμετέχοντες στον εορτασμό ακούν λεπτομέρειες για το χρονικό της σφαγής, καταδίκες του ναζισμού και του πολέμου, όρκους πίστης για τη Δημοκρατία και την Αντίσταση, και κατά κανόνα το μήνυμα του Γερμανού πρέσβη ότι σήμερα πλέον Γερμανία και Ελλάδα, οι τότε εχθροί, βρίσκονται στην ίδια όχθη και εργάζονται για την οικοδόμηση μιας ειρηνικής και δημοκρατικής Ευρώπης.
Όλα αυτά είναι καλά και θετικά, αλλά τα άρρητα μηνύματα του Κομμένου είναι εξίσου ενδιαφέροντα, καθώς δείχνουν ανάγλυφα την όψη της ακραίας βίας, όταν αυτή αποτελεί προγραμματικό στοιχείο της διαπαιδαγώγησης μέσω του τρόμου.
Ποια είναι τα μηνύματα αυτά και πού μπορεί κανείς να τα εντοπίσει;
Τα γερμανικά στρατιωτικά αρχεία στην πόλη Φράϊμπουργκ είναι η μία πηγή, ενώ η δεύτερη είναι τα δικαστικά αρχεία για τις υποθέσεις εγκλημάτων πολέμου στην Ελλάδα που στεγάζονται στην αντίστοιχη κεντρική υπηρεσία του Λούντβιγκσμπουργκ, λίγο έξω από τη Στουτγάρδη.
Η μελέτη των πρώτων μας επιτρέπει να δούμε πώς η στρατιωτική γραφειοκρατία αποσιωπά εν τη γενέσει τους εγκλήματα πολέμου, μετασχηματίζοντας τα πραγματικά γεγονότα σε εικονικά. Η διαστρέβλωση ξεκινά με τις ψευδείς αναφορές των κατώτερων μονάδων προς τις ανώτερες και ολοκληρώνεται με την περαιτέρω ωραιοποίηση του εγκλήματος με τις αναφορές της Μεραρχίας στην Ομάδα Στρατιών Ε στη Θεσσαλονίκη, στην οποία υπάγεται, και από εκεί στο Γενικό Επιτελείο.
Στις μεθοδικά παραπλανητικές αναφορές των συμβάντων, στις οποίες είχε εμπλακεί και ο τότε αξιωματικός πληροφοριών του γερμανικού στρατού στη Θεσσαλονίκη, και αργότερα Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, Κουρτ Βάλντχαϊμ, η απρόκλητη επίθεση εναντίον του Κομμένου μετατρέπεται σε αμυντική ενέργεια εναντίον ανταρτών, οι άμαχοι γίνονται επικίνδυνοι ένοπλοι αντάρτες, οι εν ψυχρώ εκτελέσεις παιδιών και γερόντων αναγορεύονται σε εχθροπραξίες με νεκρούς αντάρτες.
Η μελέτη των δικαστικών αρχείων μας επιτρέπει να δούμε πώς παρουσιάζουν τη συμμετοχή τους στη σφαγή δεκάδες στρατιώτες του 12ου λόχου που ανακρίθηκαν πολύ αργότερα από τη γερμανική δικαιοσύνη –χωρίς, τελικά, να απαγγελθεί σε κανέναν από αυτούς κατηγορία– προκειμένου να εντοπιστούν οι υπεύθυνοι και να αποδοθούν ευθύνες στους ενόχους.
Στις εκατοντάδες σελίδες που αποτελούν το προανακριτικό υλικό ο αναγνώστης θα δει ανθρώπους που φοβούμενοι, ίσως, ενδεχόμενες αρνητικές συνέπειες, ισχυρίζονται ότι δεν θυμούνται τίποτε ή ότι έλειπαν εκείνη την ημέρα σε άδεια ή ότι απλώς συμμετείχαν σε μια τυπική στρατιωτική επιχείρηση εναντίον ανταρτών με πολιτική περιβολή που άρχισαν πρώτοι να πυροβολούν.
Η ουσία, όμως, βρίσκεται στις λίγες ειλικρινείς καταθέσεις ανθρώπων που όντως συμμετείχαν στη σφαγή, όντως εκτέλεσαν αμάχους και παραδέχονται ότι δεν είχαν τότε το σθένος να αρνηθούν την εκτέλεση της διαταγής του αξιωματικού που συντόνιζε την επιχείρηση, επειδή φοβούνταν τις συνέπειες της απείθειας.
Χάρι στις καταθέσεις τους γνωρίζουμε σήμερα λεπτομέρειες της φρίκης, αλλά και στοιχεία γύρω από τον σχεδιασμό της επιχείρησης και της συμπεριφοράς των στρατιωτών πριν και μετά το αιματοκύλισμα.
Στις 16 Αυγούστου 1943 κόπηκε το νήμα της ζωής για 317 κατοίκους ενός χωριού της Ηπείρου, χωρίς να έχει εκδηλωθεί από κάποιον από αυτούς μία έστω εχθρική ενέργεια κατά της Βέρμαχτ και χωρίς οι κάτοικοι να αναγορευτούν όμηροι που πρέπει να θανατωθούν εξ αιτίας εχθρικής ενέργειας τρίτων εναντίον του γερμανικού στρατού στην ίδια περιοχή. Η ζωή τους τερματίστηκε βίαια, επειδή ο διοικητής του Συντάγματος, ζηλωτικός οπαδός του Φύρερ ο ίδιος, αποφάσισε να «διδάξει» στους Έλληνες της περιοχής τον σεβασμό στον γερμανικό στρατό μέσω του τρόμου που μπορεί να προκαλέσει μια άγρια σφαγή.
Αν όλα αυτά ήταν περασμένα, κάτι που έγινε στο μακρινό παρελθόν και δεν πρόκειται να επαναληφθεί, θα αρκούσε ίσως να μην ξεχνούμε να τιμούμε κάθε χρόνο τους νεκρούς. Δυστυχώς, το μοντέλο επαναλήφθηκε από τον Αύγουστο του ‘43 μέχρι σήμερα στην Ελλάδα και την Ευρώπη πολλές φορές.
Η παιδαγωγική του τρόμου δεν έχει μπει ακόμη στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας. Έχουν αλλάξει μόνον τα μέσα του τρόμου. Συνεπώς, δεν ανησυχούμε αδίκως.
Γράφει: Θανάσης Γκότοβος