Οι προϋποθέσεις του 1923
Τη δραματική ήττα των ελληνικών στρατευμάτων τον Αύγουστο του 1922 είχε ακολουθήσει η συνειδητή εξόντωση του ελληνικού και αρμενικού πληθυσμού από τα ιωνικά παράλια. Ο Μουσταφά Κεμάλ και το επιτελείο του, έχοντας εξ αρχής την άποψη της πλήρους εκκαθάρισης των χριστιανικών πληθυσμών και την επιβολή της Τελικής Λύσης στο ζήτημα των μειονοτήτων, είχαν προβεί σε πρωτοφανείς αγριότητες κατά του άμαχου πληθυσμού, με αποκορύφωμα τη σφαγή και την πυρπόληση της Σμύρνης.
Αποτέλεσμα της ακραίας βίας των νικητών ήταν να καταφύγουν στα ελεύθερα ελληνικά εδάφη περί τα 800.000 άτομα. Οπότε η Ανταλλαγή των πληθυσμών ήρθε να νομιμοποιήσει μια ήδη διαμορφωμένη κατάσταση, δεδομένου ότι οι μεγάλες συμμαχικές δυνάμεις είχαν ευνοήσει την τουρκική εθνικιστική νίκη.
Θεωρείται ότι εμπνευστής της Ανταλλαγής ήταν ο Φρίντγιοφ Νάνσεν, εκπρόσωπος της Κοινωνίας των Εθνών, ως ο πρώτος ύπατος αρμοστής για τους πρόσφυγες. Ο Νάνσεν θωρούνταν καλός διπλωμάτης, ο οποίος γνώριζε το προσφυγικό πρόβλημα της Ανατολής και είχε διαχειριστεί το μεγάλο ζήτημα των εκτοπισμένων πληθυσμών του Α' Παγκοσμίου.
Η Ανταλλαγή των πληθυσμών ικανοποιούσε πρωτίστως τα συμφέροντα της εθνικιστικής τουρκικής ομάδας που είχε κερδίσει τον πόλεμο, η οποία είχε στρατηγικό στόχο την απαλλαγή από τις μειονότητες. Ο Νάνσεν πίστευε ότι το κύριο ζήτημα ήταν η αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης. Η άποψή του για την Ανταλλαγή των πληθυσμών ήταν: «Μια τέτοια ανταλλαγή θα δώσει στην Τουρκία άμεσα και υπό τις καλύτερες συνθήκες τον απαραίτητο πληθυσμό για την εκμετάλλευση των καλλιεργήσιμων εκτάσεων γης που άφησαν οι Ελληνες που έφυγαν. Η αναχώρηση από την Ελλάδα των μουσουλμάνων πολιτών της θα δώσει τη δυνατότητα αυτοσυντήρησης μεγάλου αριθμού προσφύγων, οι οποίοι τώρα είναι συγκεντρωμένοι σε πόλεις και μέρη ανά την Ελλάδα».
Η απόπειρα
Η ιδέα για την Ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας είχε πρωτοεμφανιστεί μετά το 1912 και ειδικά κατά την ελληνοτουρκική κρίση του 1914. Ο υπεύθυνος για την ιδέα, Φρίντγιοφ Νάνσε, ήταν ο επικεφαλής των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων του Α' Βαλκανικού Πολέμου του 1912, μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας.
Η ιδέα αυτή ήρθε να αντιμετωπίσει μια κρίση που προήλθε με αφορμή την απόκτηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου από την Ελλάδα και την έναρξη των γενοκτονικών σχεδίων των Νεότουρκων κατά των χριστιανικών πληθυσμών. Φαίνεται ότι τον Μάιο-Ιούνιο του 1914 η Ελλάδα και η Νεοτουρκική Οθωμανική Αυτοκρατορία βρέθηκαν στα πρόθυρα ενός νέου πολέμου.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις κινητοποιήθηκαν τότε και ανάγκασαν τις δύο χώρες να διαπραγματευθούν για την προστασία των απειλούμενων πληθυσμών. Το ζήτημα αυτό και την ιδέα της πρώιμης Ανταλλαγής των πληθυσμών διαπραγματεύεται η ιστορικός Βάσω Τσακόγλου.
* Διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας, μαθηματικός, https://kars1918.wordpress.com/
Το «ανθρωποεμπόριο του 1914-
Η πρώτη νύξη για ανταλλαγή φαίνεται ότι έγινε στην Αθήνα, σε συνομιλία που είχε ο Ελληνας πρωθυπουργός Ε.Βενιζέλος με τον Οθωμανό πρεσβευτή στην Αθήνα Γκαλίπ Κεμαλή
μπέη, στις αρχές Απριλίου του 1914. Ο πρεσβευτής εξέφρασε την
«προσωπική» του άποψη, αν ήταν δυνατόν ο ελληνικός πληθυσμός της Θράκης,
που ήδη είχε εκδιωχθεί και υπολογιζόταν σε 70.000, να ανταλλαγεί με το
μουσουλμανικό της Μακεδονίας. Ο Ε. Βενιζέλος έσπευσε να δεχθεί την
τουρκική εισήγηση, γιατί βλέποντας την επερχόμενη λαίλαπα, όπως εξήγησε
στην ελληνική Βουλή στις 22 Δεκεμβρίου 1914, ζήτησε να προλάβει τη βίαιη
έξωση του ελληνικού πληθυσμού και τη διαρπαγή και καταστροφή των
κινητών περιουσιών του.
Στις 8 (21) Απριλίου 1914 ο Οθωμανός πρεσβευτής απηύθυνε έγγραφο υπόμνημα προς τον Ε. Βενιζέλο, στο οποίο εξέθετε πλήρες σύστημα ανταλλαγής των πληθυσμών και αμοιβαίας αποζημίωσης των περιουσιών. Η Τουρκία, δηλαδή, ενώ αποφάσισε το βίαιο αφελληνισμό, την πλήρη εκρίζωση του ελληνικού στοιχείου της χώρας της, τον εμφάνιζε σαν ειρηνική αμοιβαία ανταλλαγή των πληθυσμών. Το μέτρο της ανταλλαγής δεν ήταν άγνωστο στην Τουρκία. Είχε προηγηθεί συμφωνία ανταλλαγής των τουρκοβουλγαρικών πληθυσμών με τη Βουλγαρία τον Σεπτέμβριο του 1913 ένθεν κι ένθεν των συνόρων τους, σε ακτίνα βάθους 15 χιλιομέτρων.
Ο Ε. Βενιζέλος ζήτησε τη γνώμη του υπουργικού συμβουλίου, το οποίο αναγνώρισε ότι προ του τετελεσμένου γεγονότος των οργανωμένων διωγμών μόνη λύση ήταν η ανταλλαγή. Εκτίμησε ότι έτσι θα αποφεύγονταν οι θηριωδίες εις βάρος των ελληνικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ότι θα μετριάζονταν οι οικονομικές καταστροφές. Ο Ελληνας πρωθυπουργός υπέβαλε στην έγκριση του βασιλιά Κωνσταντίνου τις περαιτέρω διαπραγματεύσεις για τα νησιά και συγχρόνως το ζήτημα της ανταλλαγής, προκειμένου να ζητηθεί και για τα δύο θέματα η μεσολάβηση της Γερμανίας. Η έγκριση του βασιλιά ήταν ανεπιφύλακτη.
Η ελληνική απάντηση
Στις 9 (22) Μαΐου η ελληνική κυβέρνηση με επιστολή του πρωθυπουργού απάντησε καταφατικά στην πρόταση της Υψηλής Πύλης. Δήλωνε ότι δεχόταν να προχωρήσει σε συμφωνία με όρους:
1) Η ανταλλαγή να έχει προαιρετικό χαρακτήρα. Τον προαιρετικό χαρακτήρα θα ήλεγχαν οι μικτές επιτροπές, οι οποίες και θα εκτιμούσαν τις περιουσίες των ανταλλάξιμων. Η Ελλάδα, για να αρχίσει διαπραγματεύσεις, έθετε ως προϋπόθεση να σταματήσουν οι διωγμοί στην Ανατολική Θράκη. Στις 10 (23) Μαΐου το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών αποσαφήνισε ακόμη περισσότερο τις θέσεις του: οι Ελληνες κάτοικοι της Ανατολικής Θράκης και του βιλαετίου του Αϊδινίου θα ανταλλάσσονταν με τους μουσουλμάνους κατοίκους της Μακεδονίας και της Ηπείρου ταυτόχρονα και έπειτα από εξακρίβωση της επιθυμίας τους να μεταναστεύσουν.
2) Η ανταλλαγή έπρεπε να πραγματοποιηθεί με πλήρη συμφωνία των δύο κυβερνήσεων και κάτω από την προστασία τους.
3) Μικτή επιτροπή θα αναλάμβανε την εκτίμηση της ακίνητης και κινητής περιουσίας των ανταλλάξιμων, καθώς και την εξασφάλιση ομαλής διεξαγωγής της ανταλλαγής· θα καθόριζε τους όρους της όλης επιχείρησης, κυρίως σε ό,τι είχε σχέση με την προθεσμία αναχώρησης όσων θα έφευγαν και τον ακριβή καθορισμό των περιοχών, που θα υπόκεινταν στο μέτρο αυτό.
4) Η μικτή επιτροπή θα είχε την έδρα της στη Σμύρνη ή στη Θεσσαλονίκη και θα μπορούσε να συστήσει υποεπιτροπές.
5) Η ίδια επιτροπή θα αναλάμβανε και το έργο της εκτίμησης των περιουσιών των Ελλήνων και μουσουλμάνων, που ήδη είχαν εγκαταλείψει τις εστίες τους.
Η εναρκτήρια συνεδρίαση της μικτής επιτροπής πραγματοποιήθηκε στις 28 Ιουνίου (11 Ιουλίου) 1914 στη Σμύρνη. Μετείχαν δύο αντιπρόσωποι από κάθε πλευρά: ο Κ. Δημαράς, πρόξενος στη Σμύρνη, και ο Γ. Τζορμπατζόγλου, πρόξενος στην Αδριανούπολη, από ελληνικής πλευράς, και ο Μουχτάρ, πληρεξούσιος πρεσβευτής του σουλτάνου, και ο Σουκρή μπέης, από τουρκικής πλευράς. Σκοπός των εργασιών τής μικτής επιτροπής ήταν η σύναψη ειδικής συμφωνίας, που θα αποσαφήνιζε τα ακόλουθα σημεία:
α) τις συνθήκες κάτω από τις οποίες θα ήταν δυνατή η εκούσια μετανάστευση,
β) τον τρόπο εκτίμησης της κινητής και ακίνητης περιουσίας και την αποζημίωση των μεταναστών,
γ) τους όρους προσφυγής σε διαιτησία σε περίπτωση που τα δύο μέρη δεν θα κατέληγαν σε συμβιβασμό. Γύρω από αυτά τα θεμελιώδη θέματα περιστράφηκαν οι συνομιλίες μέχρι τον Δεκέμβριο του 1914.
Η ελληνική πλευρά είχε θέσει ως όρους για την έναρξη των διαπραγματεύσεων τον τερματισμό των διωγμών και την επάνοδο στις εστίες τους των περίπου 50.000 Ελλήνων προσφύγων των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας, που είχαν εκτοπιστεί στο εσωτερικό της. Επίσης, την επιστροφή εκείνων των Ελληνοοθωμανών που τις είχαν εγκαταλείψει, βρίσκονταν όμως ακόμη σε οθωμανικό έδαφος. Αντίθετα, όσοι Ελληνες, 150.000 άτομα περίπου, και μουσουλμάνοι είχαν ήδη καταφύγει στην Ελλάδα και στην Τουρκία αντίστοιχα, θεωρήθηκαν από κοινού ανταλλάξιμοι.
Οι διωγμοί όμως, αντί να περιοριστούν, κορυφώνονταν παρά τις υποσχέσεις των οθωμανικών αρχών. Είναι χαρακτηριστικό ότι τη μέρα της έναρξης των συνομιλιών ο τουρκικός στρατός δολοφόνησε Ελληνες φυγάδες στο Εγγλεζονήσι, στον κόλπο της Σμύρνης. Η προσπάθεια της ελληνικής αντιπροσωπείας επικεντρώθηκε στο να περιορίσει το κύμα της εξόδου. Για το λόγο αυτό επέμενε στα εξής σημεία:
α) στον απόλυτο σεβασμό του προαιρετικού χαρακτήρα των μεταναστεύσεων και
β) στην πλήρη αριθμητική ισορροπία Ελλήνων και Τούρκων ανταλλάξιμων.
Η τουρκική στάση
Οι Τούρκοι απέρριψαν και την πρόταση για πλήρη αριθμητική ισορροπία Ελλήνων και Τούρκων ανταλλάξιμων. Γι' αυτούς ο αριθμός των μεταναστών δεν έπρεπε να έχει σχέση με το μέτρο της ανταλλαγής. Μοναδική υποχρέωση κάθε πλευράς έπρεπε, κατά τη γνώμη τους, να είναι η καταβολή αποζημίωσης προς την άλλη πλευρά, ανάλογης με το υπόλοιπο του συμψηφισμού της αξίας των περιουσιών των ανταλλάξιμων. Κατά τη γνώμη των Τούρκων, η μικτή επιτροπή δεν έπρεπε να έχει αρμοδιότητες στο θέμα του προσδιορισμού του αριθμού των μεταναστών, αλλά μόνο στο θέμα της ανταλλαγής των περιουσιών.
Δήλωσαν μάλιστα ότι σκοπός της κυβέρνησής τους ήταν η σταδιακή αποψίλωση των από κοινού επιλεγμένων περιοχών από Ελληνες και μουσουλμάνους αντίστοιχα για το καλό των δύο χωρών.
Οι Τούρκοι επέμεναν και στο θέμα της αλλαγής της ιθαγένειας των μεταναστών με την εγκατάστασή τους και μόνο σε ξένο έδαφος. Δήλωσαν επανειλημμένα ότι η οθωμανική κυβέρνηση είχε αποφασίσει να εφαρμόσει την οθωμανική νομοθεσία, κατά την οποία οι αλλάσσοντες την οθωμανική υπηκοότητα κάτοικοι της Αυτοκρατορίας δεν θα μπορούν να παραμένουν σε οθωμανικό έδαφος. Γνωστοποίησαν ακόμη ότι ήδη οι οθωμανικές αρχές είχαν αποσπάσει από τους Ελληνοοθωμανούς πρόσφυγες υπογραφές σε προετοιμασμένες δηλώσεις, όπου αναφερόταν «...ότι ουδέποτε θα επανέλθωσιν εν Τουρκία». Με την τακτική αυτή οι Τούρκοι διέλυαν κάθε υπόνοια επιστροφής των εκδιωχθέντων στις εστίες τους.
Το δεύτερο μεγάλο θέμα, που απασχόλησε τις εργασίες της μικτής επιτροπής, ήταν το πρόβλημα της εκτίμησης των περιουσιών και της αποζημίωσης των προσφύγων. Οι Τούρκοι συνομιλητές αντέδρασαν βίαια, όταν οι Ελληνες αντιπρόσωποι έθεσαν το θέμα της αποζημίωσης εκείνων των προσφύγων, που είχαν ήδη καταφύγει στην Ελλάδα πριν από την έναρξη των διαπραγματεύσεων για την ανταλλαγή.Οι πρόσφυγες αυτοί, πολλοί από τους οποίους κατάγονταν από τα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας, είχαν εγκαταλείψει και αστική περιουσία. Το επιχείρημα των Τούρκων για την αντίδρασή τους ήταν ότι η επιτροπή συγκροτήθηκε για να συζητήσει το θέμα της ανταλλαγής αγροτικών πληθυσμών και περιουσιών και όχι αστικών...Από την έναρξη των συνομιλιών οι Ελληνες αντιπρόσωποι διαπίστωσαν την κακοπιστία τής τουρκικής πλευράς.
Αντιδράσεις των Μικρασιατών
Η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να δεχθεί διαπραγματεύσεις για ανταλλαγή προκάλεσε θύελλα διαμαρτυριών και σχολιάστηκε σκληρά από τους ίδιους τους ενδιαφερομένους. Είναι γνωστή η αντίδραση του μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομου, που χαρακτήρισε την επιτροπή προς ανταλλαγή «επιτροπή προς ανθρωποεμπορίαν», που έμελλε να ανταλλάξει τους ανθρώπους ως κτήνη.
Τον Σεπτέμβριο του 1914 συστήθηκε στην Αθήνα ο σύλλογος «Καρτερία» από Θρακιώτες και Μικρασιάτες πρόσφυγες, με σκοπό να πολεμήσει το δόγμα της ανταλλαγής και να επιδιώξει την επάνοδο των προσφύγων και τη διαρκή εξασφάλιση της ζωής, της τιμής και της περιουσίας τους.
Διακήρυτταν προς κάθε κατεύθυνση ότι καθ' όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων το νεοτουρκικό πρόγραμμα της πολιτικής και εθνικής αφομοίωσης των πληθυσμών του οθωμανικού κράτους οργίαζε, ότι απειλούνταν ο εξανδραποδισμός και η ολοσχερής καταστροφή των δύο μεγάλων ελληνικών κέντρων της Μικρασίας, της ιωνικής δηλαδή Σμύρνης και των αιολικών Κυδωνιών.
Θεωρούσαν αδιανόητο ότι σε αυτήν την προγραμμένη καταστροφή του Ελληνισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συμμετείχε και η ελληνική κυβέρνηση με την κάλυψη που πρόσφερε στη νεοτουρκική. Θεώρησαν τον όρο «ανταλλαγή» ευφημισμό. Σάρκασαν τη λύση, που διαπραγματεύονταν οι δύο κυβερνήσεις, μια λύση «παράδοξη και πρωτοφανής»: «Εγκατάστασις των ακτημόνων εργατών εν Μακεδονία μεταξύ των αγροτικών και αστικών πληθυσμών».
Απορούσαν που η ελληνική κυβέρνηση σιωπούσε για την τύχη των βιομηχάνων, των εμπόρων, των ελεύθερων επαγγελματιών, όλων όσοι ζούσαν από τη διακίνηση κεφαλαίων. Εκτιμούσαν ότι έτσι υπογραφόταν η καταδίκη ευημερούντων και πολιτισμένων κοινωνικών παραγόντων της Θράκης και της Μικράς Ασίας.
Αποτυχία των διαπραγματεύσεων
Τελικά οι διαπραγματεύσεις αυτές δεν κατέληξαν σε κάποια συμφωνία. Κατά την εκτίμηση των ίδιων των προσφύγων, η Υψηλή Πύλη χρειαζόταν τη συναίνεση της ελληνικής κυβέρνησης για να παρουσιάσει το διωγμό ως νόμιμη συμφωνία ανταλλαγής πληθυσμών και περιουσιών. Την απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να δεχθεί την ανταλλαγή τη θεώρησαν νομιμοποίηση και μονιμοποίηση «της μεγίστης αδικοπραγίας και του βιαίου εκπατρισμού» που γινόταν εις βάρος τους.
Οι δύο κυβερνήσεις δεν ενημέρωσαν τους ενδιαφερόμενους πληθυσμούς και το Οικουμενικό Πατριαρχείο ούτε ζήτησαν τη γνώμη τους.Οι μητροπολίτες Σμύρνης και Δράμας, που αντιτάχθηκαν σθεναρά και δημόσια κατά του δόγματος της ανταλλαγής, τιμωρήθηκαν. Ο Χρυσόστομος απελάθηκε, επειδή «εξερέθιζε τους χριστιανούς εναντίον των Τούρκων» και κανείς, εκτός από το ποίμνιό του, δεν διαμαρτυρήθηκε.
Οι διωγμοί δεν έπαυσαν.
* Ιστορικός. Η μεταπτυχιακή εργασία της στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ αφορούσε τις διώξεις του 1913-1918 στην Ανατολική Θράκη. Το 2010 εκδόθηκε η μονογραφία της «Ο πρώτος διωγμός των Ελλήνων στην Ανατολική Θράκη (1913-1918)».
Στις 8 (21) Απριλίου 1914 ο Οθωμανός πρεσβευτής απηύθυνε έγγραφο υπόμνημα προς τον Ε. Βενιζέλο, στο οποίο εξέθετε πλήρες σύστημα ανταλλαγής των πληθυσμών και αμοιβαίας αποζημίωσης των περιουσιών. Η Τουρκία, δηλαδή, ενώ αποφάσισε το βίαιο αφελληνισμό, την πλήρη εκρίζωση του ελληνικού στοιχείου της χώρας της, τον εμφάνιζε σαν ειρηνική αμοιβαία ανταλλαγή των πληθυσμών. Το μέτρο της ανταλλαγής δεν ήταν άγνωστο στην Τουρκία. Είχε προηγηθεί συμφωνία ανταλλαγής των τουρκοβουλγαρικών πληθυσμών με τη Βουλγαρία τον Σεπτέμβριο του 1913 ένθεν κι ένθεν των συνόρων τους, σε ακτίνα βάθους 15 χιλιομέτρων.
Ο Ε. Βενιζέλος ζήτησε τη γνώμη του υπουργικού συμβουλίου, το οποίο αναγνώρισε ότι προ του τετελεσμένου γεγονότος των οργανωμένων διωγμών μόνη λύση ήταν η ανταλλαγή. Εκτίμησε ότι έτσι θα αποφεύγονταν οι θηριωδίες εις βάρος των ελληνικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ότι θα μετριάζονταν οι οικονομικές καταστροφές. Ο Ελληνας πρωθυπουργός υπέβαλε στην έγκριση του βασιλιά Κωνσταντίνου τις περαιτέρω διαπραγματεύσεις για τα νησιά και συγχρόνως το ζήτημα της ανταλλαγής, προκειμένου να ζητηθεί και για τα δύο θέματα η μεσολάβηση της Γερμανίας. Η έγκριση του βασιλιά ήταν ανεπιφύλακτη.
Η ελληνική απάντηση
Στις 9 (22) Μαΐου η ελληνική κυβέρνηση με επιστολή του πρωθυπουργού απάντησε καταφατικά στην πρόταση της Υψηλής Πύλης. Δήλωνε ότι δεχόταν να προχωρήσει σε συμφωνία με όρους:
1) Η ανταλλαγή να έχει προαιρετικό χαρακτήρα. Τον προαιρετικό χαρακτήρα θα ήλεγχαν οι μικτές επιτροπές, οι οποίες και θα εκτιμούσαν τις περιουσίες των ανταλλάξιμων. Η Ελλάδα, για να αρχίσει διαπραγματεύσεις, έθετε ως προϋπόθεση να σταματήσουν οι διωγμοί στην Ανατολική Θράκη. Στις 10 (23) Μαΐου το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών αποσαφήνισε ακόμη περισσότερο τις θέσεις του: οι Ελληνες κάτοικοι της Ανατολικής Θράκης και του βιλαετίου του Αϊδινίου θα ανταλλάσσονταν με τους μουσουλμάνους κατοίκους της Μακεδονίας και της Ηπείρου ταυτόχρονα και έπειτα από εξακρίβωση της επιθυμίας τους να μεταναστεύσουν.
2) Η ανταλλαγή έπρεπε να πραγματοποιηθεί με πλήρη συμφωνία των δύο κυβερνήσεων και κάτω από την προστασία τους.
3) Μικτή επιτροπή θα αναλάμβανε την εκτίμηση της ακίνητης και κινητής περιουσίας των ανταλλάξιμων, καθώς και την εξασφάλιση ομαλής διεξαγωγής της ανταλλαγής· θα καθόριζε τους όρους της όλης επιχείρησης, κυρίως σε ό,τι είχε σχέση με την προθεσμία αναχώρησης όσων θα έφευγαν και τον ακριβή καθορισμό των περιοχών, που θα υπόκεινταν στο μέτρο αυτό.
4) Η μικτή επιτροπή θα είχε την έδρα της στη Σμύρνη ή στη Θεσσαλονίκη και θα μπορούσε να συστήσει υποεπιτροπές.
5) Η ίδια επιτροπή θα αναλάμβανε και το έργο της εκτίμησης των περιουσιών των Ελλήνων και μουσουλμάνων, που ήδη είχαν εγκαταλείψει τις εστίες τους.
Η εναρκτήρια συνεδρίαση της μικτής επιτροπής πραγματοποιήθηκε στις 28 Ιουνίου (11 Ιουλίου) 1914 στη Σμύρνη. Μετείχαν δύο αντιπρόσωποι από κάθε πλευρά: ο Κ. Δημαράς, πρόξενος στη Σμύρνη, και ο Γ. Τζορμπατζόγλου, πρόξενος στην Αδριανούπολη, από ελληνικής πλευράς, και ο Μουχτάρ, πληρεξούσιος πρεσβευτής του σουλτάνου, και ο Σουκρή μπέης, από τουρκικής πλευράς. Σκοπός των εργασιών τής μικτής επιτροπής ήταν η σύναψη ειδικής συμφωνίας, που θα αποσαφήνιζε τα ακόλουθα σημεία:
α) τις συνθήκες κάτω από τις οποίες θα ήταν δυνατή η εκούσια μετανάστευση,
β) τον τρόπο εκτίμησης της κινητής και ακίνητης περιουσίας και την αποζημίωση των μεταναστών,
γ) τους όρους προσφυγής σε διαιτησία σε περίπτωση που τα δύο μέρη δεν θα κατέληγαν σε συμβιβασμό. Γύρω από αυτά τα θεμελιώδη θέματα περιστράφηκαν οι συνομιλίες μέχρι τον Δεκέμβριο του 1914.
Η ελληνική πλευρά είχε θέσει ως όρους για την έναρξη των διαπραγματεύσεων τον τερματισμό των διωγμών και την επάνοδο στις εστίες τους των περίπου 50.000 Ελλήνων προσφύγων των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας, που είχαν εκτοπιστεί στο εσωτερικό της. Επίσης, την επιστροφή εκείνων των Ελληνοοθωμανών που τις είχαν εγκαταλείψει, βρίσκονταν όμως ακόμη σε οθωμανικό έδαφος. Αντίθετα, όσοι Ελληνες, 150.000 άτομα περίπου, και μουσουλμάνοι είχαν ήδη καταφύγει στην Ελλάδα και στην Τουρκία αντίστοιχα, θεωρήθηκαν από κοινού ανταλλάξιμοι.
Οι διωγμοί όμως, αντί να περιοριστούν, κορυφώνονταν παρά τις υποσχέσεις των οθωμανικών αρχών. Είναι χαρακτηριστικό ότι τη μέρα της έναρξης των συνομιλιών ο τουρκικός στρατός δολοφόνησε Ελληνες φυγάδες στο Εγγλεζονήσι, στον κόλπο της Σμύρνης. Η προσπάθεια της ελληνικής αντιπροσωπείας επικεντρώθηκε στο να περιορίσει το κύμα της εξόδου. Για το λόγο αυτό επέμενε στα εξής σημεία:
α) στον απόλυτο σεβασμό του προαιρετικού χαρακτήρα των μεταναστεύσεων και
β) στην πλήρη αριθμητική ισορροπία Ελλήνων και Τούρκων ανταλλάξιμων.
Η τουρκική στάση
Οι Τούρκοι απέρριψαν και την πρόταση για πλήρη αριθμητική ισορροπία Ελλήνων και Τούρκων ανταλλάξιμων. Γι' αυτούς ο αριθμός των μεταναστών δεν έπρεπε να έχει σχέση με το μέτρο της ανταλλαγής. Μοναδική υποχρέωση κάθε πλευράς έπρεπε, κατά τη γνώμη τους, να είναι η καταβολή αποζημίωσης προς την άλλη πλευρά, ανάλογης με το υπόλοιπο του συμψηφισμού της αξίας των περιουσιών των ανταλλάξιμων. Κατά τη γνώμη των Τούρκων, η μικτή επιτροπή δεν έπρεπε να έχει αρμοδιότητες στο θέμα του προσδιορισμού του αριθμού των μεταναστών, αλλά μόνο στο θέμα της ανταλλαγής των περιουσιών.
Δήλωσαν μάλιστα ότι σκοπός της κυβέρνησής τους ήταν η σταδιακή αποψίλωση των από κοινού επιλεγμένων περιοχών από Ελληνες και μουσουλμάνους αντίστοιχα για το καλό των δύο χωρών.
Οι Τούρκοι επέμεναν και στο θέμα της αλλαγής της ιθαγένειας των μεταναστών με την εγκατάστασή τους και μόνο σε ξένο έδαφος. Δήλωσαν επανειλημμένα ότι η οθωμανική κυβέρνηση είχε αποφασίσει να εφαρμόσει την οθωμανική νομοθεσία, κατά την οποία οι αλλάσσοντες την οθωμανική υπηκοότητα κάτοικοι της Αυτοκρατορίας δεν θα μπορούν να παραμένουν σε οθωμανικό έδαφος. Γνωστοποίησαν ακόμη ότι ήδη οι οθωμανικές αρχές είχαν αποσπάσει από τους Ελληνοοθωμανούς πρόσφυγες υπογραφές σε προετοιμασμένες δηλώσεις, όπου αναφερόταν «...ότι ουδέποτε θα επανέλθωσιν εν Τουρκία». Με την τακτική αυτή οι Τούρκοι διέλυαν κάθε υπόνοια επιστροφής των εκδιωχθέντων στις εστίες τους.
Το δεύτερο μεγάλο θέμα, που απασχόλησε τις εργασίες της μικτής επιτροπής, ήταν το πρόβλημα της εκτίμησης των περιουσιών και της αποζημίωσης των προσφύγων. Οι Τούρκοι συνομιλητές αντέδρασαν βίαια, όταν οι Ελληνες αντιπρόσωποι έθεσαν το θέμα της αποζημίωσης εκείνων των προσφύγων, που είχαν ήδη καταφύγει στην Ελλάδα πριν από την έναρξη των διαπραγματεύσεων για την ανταλλαγή.Οι πρόσφυγες αυτοί, πολλοί από τους οποίους κατάγονταν από τα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας, είχαν εγκαταλείψει και αστική περιουσία. Το επιχείρημα των Τούρκων για την αντίδρασή τους ήταν ότι η επιτροπή συγκροτήθηκε για να συζητήσει το θέμα της ανταλλαγής αγροτικών πληθυσμών και περιουσιών και όχι αστικών...Από την έναρξη των συνομιλιών οι Ελληνες αντιπρόσωποι διαπίστωσαν την κακοπιστία τής τουρκικής πλευράς.
Αντιδράσεις των Μικρασιατών
Η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να δεχθεί διαπραγματεύσεις για ανταλλαγή προκάλεσε θύελλα διαμαρτυριών και σχολιάστηκε σκληρά από τους ίδιους τους ενδιαφερομένους. Είναι γνωστή η αντίδραση του μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομου, που χαρακτήρισε την επιτροπή προς ανταλλαγή «επιτροπή προς ανθρωποεμπορίαν», που έμελλε να ανταλλάξει τους ανθρώπους ως κτήνη.
Τον Σεπτέμβριο του 1914 συστήθηκε στην Αθήνα ο σύλλογος «Καρτερία» από Θρακιώτες και Μικρασιάτες πρόσφυγες, με σκοπό να πολεμήσει το δόγμα της ανταλλαγής και να επιδιώξει την επάνοδο των προσφύγων και τη διαρκή εξασφάλιση της ζωής, της τιμής και της περιουσίας τους.
Διακήρυτταν προς κάθε κατεύθυνση ότι καθ' όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων το νεοτουρκικό πρόγραμμα της πολιτικής και εθνικής αφομοίωσης των πληθυσμών του οθωμανικού κράτους οργίαζε, ότι απειλούνταν ο εξανδραποδισμός και η ολοσχερής καταστροφή των δύο μεγάλων ελληνικών κέντρων της Μικρασίας, της ιωνικής δηλαδή Σμύρνης και των αιολικών Κυδωνιών.
Θεωρούσαν αδιανόητο ότι σε αυτήν την προγραμμένη καταστροφή του Ελληνισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συμμετείχε και η ελληνική κυβέρνηση με την κάλυψη που πρόσφερε στη νεοτουρκική. Θεώρησαν τον όρο «ανταλλαγή» ευφημισμό. Σάρκασαν τη λύση, που διαπραγματεύονταν οι δύο κυβερνήσεις, μια λύση «παράδοξη και πρωτοφανής»: «Εγκατάστασις των ακτημόνων εργατών εν Μακεδονία μεταξύ των αγροτικών και αστικών πληθυσμών».
Απορούσαν που η ελληνική κυβέρνηση σιωπούσε για την τύχη των βιομηχάνων, των εμπόρων, των ελεύθερων επαγγελματιών, όλων όσοι ζούσαν από τη διακίνηση κεφαλαίων. Εκτιμούσαν ότι έτσι υπογραφόταν η καταδίκη ευημερούντων και πολιτισμένων κοινωνικών παραγόντων της Θράκης και της Μικράς Ασίας.
Αποτυχία των διαπραγματεύσεων
Τελικά οι διαπραγματεύσεις αυτές δεν κατέληξαν σε κάποια συμφωνία. Κατά την εκτίμηση των ίδιων των προσφύγων, η Υψηλή Πύλη χρειαζόταν τη συναίνεση της ελληνικής κυβέρνησης για να παρουσιάσει το διωγμό ως νόμιμη συμφωνία ανταλλαγής πληθυσμών και περιουσιών. Την απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να δεχθεί την ανταλλαγή τη θεώρησαν νομιμοποίηση και μονιμοποίηση «της μεγίστης αδικοπραγίας και του βιαίου εκπατρισμού» που γινόταν εις βάρος τους.
Οι δύο κυβερνήσεις δεν ενημέρωσαν τους ενδιαφερόμενους πληθυσμούς και το Οικουμενικό Πατριαρχείο ούτε ζήτησαν τη γνώμη τους.Οι μητροπολίτες Σμύρνης και Δράμας, που αντιτάχθηκαν σθεναρά και δημόσια κατά του δόγματος της ανταλλαγής, τιμωρήθηκαν. Ο Χρυσόστομος απελάθηκε, επειδή «εξερέθιζε τους χριστιανούς εναντίον των Τούρκων» και κανείς, εκτός από το ποίμνιό του, δεν διαμαρτυρήθηκε.
Οι διωγμοί δεν έπαυσαν.
* Ιστορικός. Η μεταπτυχιακή εργασία της στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ αφορούσε τις διώξεις του 1913-1918 στην Ανατολική Θράκη. Το 2010 εκδόθηκε η μονογραφία της «Ο πρώτος διωγμός των Ελλήνων στην Ανατολική Θράκη (1913-1918)».