Για τους συνομιλητές μου όμως όλα αυτά δεν είχαν την παραμικρή σημασία. Η φωνή τους δεν αντηχούσε μίσος για τους «απέναντι» ούτε οι ίδιοι βρήκαν την ευκαιρία να κάνουν κήρυγμα «αντικομμουνισμού» (νέο φρούτο παλαιάς εσοδείας κι αυτό στο πολιτικό λεξιλόγιό μας). Είπαν τις ιστορίες τους από τον πόλεμο, ήπιαν στη μνήμη των νεκρών συμπολεμιστών τους αλλά και «των απέναντι, που νέα παιδιά ήταν κι αυτά και οι μανάδες τους τα έκλαψαν» και ευχήθηκαν να μη ζήσουμε ποτέ ό,τι έζησαν εκείνοι. Η συνάντησή μου αυτή μου θύμισε μια αντίστοιχη πριν από κάποια χρόνια με μία από τις κορυφαίες προσωπικότητα της ελληνικής Αριστεράς, τον Γρηγόρη Φαράκο. Συνέλεγα πρωτογενείς πηγές για τη συγγραφή μιας μελέτης για τον Εμφύλιο, ένας γνωστός μεσολάβησε και ο Φαράκος μού παραχώρησε δυο συναντήσεις-συνεντεύξεις. Η προσέγγισή του για τα τεκταινόμενα ήταν ψύχραιμη και νηφάλια. Δεν είχε μίσος η φωνή του για την άλλη πλευρά, παρά μόνο ένα τεράστιο παράπονο για τα χρόνια που έχασε η γενιά του πολεμώντας τον φίλο και τον γείτονα αντί να ερωτεύεται, να εργάζεται και να δημιουργεί.
Αντιπαραβάλλετε απέναντι στη μετρημένη αυτή συμπεριφορά των ανθρώπων που έζησαν τη φρίκη του εμφύλιου πολέμου την αμετροέπεια των συγκαιρινών συγκρουσιακών και εξάλλων που επαναφέρουν αχρείαστα μια εμφυλιοπολεμική ορολογία, μη αντιλαμβανόμενοι ότι ο Ψυχρός Πόλεμος έχει πλέον τελειώσει και ότι χρέος όλων μας είναι να μην επιτρέψουμε ποτέ την εμφάνιση προϋποθέσεων ενός νέου διχασμού. Επιδιώκοντας να βρουν ρόλο και χώρο στη σύγχρονη εποχή, καταφεύγουν στην αναμόχλευση των ιστορικών παθών λειτουργώντας ως ανάχωμα για το οριστικό κλείσιμο του βαθύτατου χάσματος που δημιούργησε ο αδελφοκτόνος εμφύλιος. Πόσο δύσκολο είναι άραγε να γίνει κατανοητό ότι μόνο όλοι μαζί θα καταφέρουμε να βρούμε την έξοδο από τον σημερινό λαβύρινθο; Οι ημέρες που έρχονται μας χρειάζονται ενωμένους. Νηφάλιους, συνετούς και μετριοπαθείς. Καλή Ανάσταση σε όλους!
Σπύρος Ν. Λίτσας