Σπύρος ΛίτσαςΜία από τις πλέον ενδιαφέρουσες Κυριακές του Πάσχα των
τελευταίων χρόνων ήταν πέρυσι στo Μαυροχώρι της όμορφης Καστοριάς, όταν
βρέθηκα στο ίδιο τραπέζι με δύο παλαιμάχους του Εθνικού Στρατού, ο ένας
πολυβολητής και ο άλλος ναρκαλιευτής, που είχαν πάρει μέρος πραγματικά
και όχι στη φαντασία τους στις τελικές μάχες του Εμφυλίου στο Βίτσι και
στον Γράμμο.
Γρήγορα η συζήτηση στράφηκε προς εκείνες τις ημέρες. Εβγαλα την
κάμερα και άρχισα να καταγράφω τις μαρτυρίες τους. Ευθύς εξαρχής μου
έκανε εντύπωση η σεμνότητα και των δύο, καθώς και ο σεβασμός για τον
«απέναντι», αφού σε καμία στιγμή δεν μίλησαν για εχθρό. Δεν θέλησαν να
κάνουν βαθυστόχαστες αναλύσεις, να βρουν ποιος είχε δίκιο και ποιος
άδικο. Κοιτούσαν ο ένας τον άλλο και μιλούσαν για τις ημέρες της φωτιάς
με την καθαρότητα αυτών που έζησαν τον όλεθρο. Είχα μπροστά μου
εκπροσώπους της πλέον άξιας γενιάς της σύγχρονης Ιστορίας μας, του
Μεσοπολέμου, που έγραψε χρυσές σελίδες στον ελληνοϊταλικό και τον
ελληνογερμανικό πόλεμο, δημιούργησε την εποποιία της Εθνικής Αντίστασης
και αφανίστηκε στον καταστροφικό Εμφύλιο που ακολούθησε εξαιτίας
αμφοτέρων λαθών· της αστικής πλευράς που δεν πέτυχε την κάθαρση και την
τιμωρία αυτών που συνεργάστηκαν με τον κατακτητή κατά τη διάρκεια της
Κατοχής και εμφανίστηκαν στη συνέχεια ως προστάτες και τιμητές του
πατριωτισμού των Ελλήνων και της κομμουνιστικής πλευράς που δεν
κατανόησε ορθά τα δεδομένα που δημιουργούνταν για τη μεταπολεμική ΝΑ
Ευρώπη, θεωρώντας, λανθασμένα, ότι η βίαιη ρήξη με τον αστικό κόσμο ήταν
μονόδρομος αντί της πολιτικής διευθέτησης των διαφορών, όπως έκαναν για
παράδειγμα οι Μορίζ Θορέζ και Παλμίρο Τολιάτι, οι ηγέτες του Γαλλικού
και του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, αντιστοίχως.Για τους συνομιλητές μου όμως όλα αυτά δεν είχαν την παραμικρή σημασία. Η φωνή τους δεν αντηχούσε μίσος για τους «απέναντι» ούτε οι ίδιοι βρήκαν την ευκαιρία να κάνουν κήρυγμα «αντικομμουνισμού» (νέο φρούτο παλαιάς εσοδείας κι αυτό στο πολιτικό λεξιλόγιό μας). Είπαν τις ιστορίες τους από τον πόλεμο, ήπιαν στη μνήμη των νεκρών συμπολεμιστών τους αλλά και «των απέναντι, που νέα παιδιά ήταν κι αυτά και οι μανάδες τους τα έκλαψαν» και ευχήθηκαν να μη ζήσουμε ποτέ ό,τι έζησαν εκείνοι. Η συνάντησή μου αυτή μου θύμισε μια αντίστοιχη πριν από κάποια χρόνια με μία από τις κορυφαίες προσωπικότητα της ελληνικής Αριστεράς, τον Γρηγόρη Φαράκο. Συνέλεγα πρωτογενείς πηγές για τη συγγραφή μιας μελέτης για τον Εμφύλιο, ένας γνωστός μεσολάβησε και ο Φαράκος μού παραχώρησε δυο συναντήσεις-συνεντεύξεις. Η προσέγγισή του για τα τεκταινόμενα ήταν ψύχραιμη και νηφάλια. Δεν είχε μίσος η φωνή του για την άλλη πλευρά, παρά μόνο ένα τεράστιο παράπονο για τα χρόνια που έχασε η γενιά του πολεμώντας τον φίλο και τον γείτονα αντί να ερωτεύεται, να εργάζεται και να δημιουργεί.
Αντιπαραβάλλετε απέναντι στη μετρημένη αυτή συμπεριφορά των ανθρώπων που έζησαν τη φρίκη του εμφύλιου πολέμου την αμετροέπεια των συγκαιρινών συγκρουσιακών και εξάλλων που επαναφέρουν αχρείαστα μια εμφυλιοπολεμική ορολογία, μη αντιλαμβανόμενοι ότι ο Ψυχρός Πόλεμος έχει πλέον τελειώσει και ότι χρέος όλων μας είναι να μην επιτρέψουμε ποτέ την εμφάνιση προϋποθέσεων ενός νέου διχασμού. Επιδιώκοντας να βρουν ρόλο και χώρο στη σύγχρονη εποχή, καταφεύγουν στην αναμόχλευση των ιστορικών παθών λειτουργώντας ως ανάχωμα για το οριστικό κλείσιμο του βαθύτατου χάσματος που δημιούργησε ο αδελφοκτόνος εμφύλιος. Πόσο δύσκολο είναι άραγε να γίνει κατανοητό ότι μόνο όλοι μαζί θα καταφέρουμε να βρούμε την έξοδο από τον σημερινό λαβύρινθο; Οι ημέρες που έρχονται μας χρειάζονται ενωμένους. Νηφάλιους, συνετούς και μετριοπαθείς. Καλή Ανάσταση σε όλους!
Σπύρος Ν. Λίτσας