02 Φεβρουαρίου 2014

Σκάει η «φούσκα» στα χέρια του Ερντογάν

Η Τουρκία φαίνεται πως οδεύει σε νέα οικονομική κρίση και ο πρωθυπουργός, που δεν επλήγη σοβαρά από τα σκάνδαλα διαφθοράς, φοβάται ότι θα έχει την τύχη του Ετσεβίτ το 2002...
Η πολιτική ένταση και αοριστία που κυριαρχούν στην Τουρκία εδώ και πάνω από ένα μήνα, λόγω των υποθέσεων διαφθοράς, πηγαίνουν πλέον παρέα με το κλίμα αοριστίας και στο χώρο της οικονομίας, πράγμα που μάλλον είναι πιο κρίσιμο σε σύγκριση με την πολιτική αναταραχή.
  Η τελευταία -προς το παρόν τουλάχιστον- δεν δείχνει να μειώνει πολύ την εκλογική επιρροή του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης.

Οι προβλέψεις για πρόβλημα στην οικονομία ήταν έτσι κι αλλιώς εδώ και καιρό δεδομένες. Αυτές αφορούσαν το έλλειμμα στο ισοζύγιο, τη μείωση της βιομηχανικής παραγωγής και των εξαγωγών και την ανοδική πορεία στην τιμή του συναλλάγματος (η οποία επηρεάζεται τόσο από την εσωτερική όσο κι από τη διεθνή συγκυρία). Το έλλειμμα στο εξωτερικό εμπόριο της Τουρκίας για το έτος 2013 αυξήθηκε κατά 18,7% σε σχέση με το 2012 και έφτασε στα 99,8 δισ. δολάρια. Για τον Δεκέμβριο του 2013 το έλλειμμα ήταν της τάξης των 7,2 δισ. ευρώ, αριθμός που αντιστοιχεί σε αύξηση 37,3%.
 
Προς νέα κρίση
Παράλληλα, ο υπερδανεισμός επιχειρήσεων και πολιτών, με δεδομένο το κλίμα υπερκατανάλωσης, είναι εδώ και καιρό μία αρνητική προϋπόθεση. Μετά τις αποφάσεις που έλαβε πρόσφατα η τουρκική Κεντρική Τράπεζα να αυξήσει τα επιτόκια ως μέσο ελέγχου της τιμής του συναλλάγματος, προστέθηκε και η προοπτική του αναποτελεσματικού φαύλου κύκλου της αύξησης των επιτοκίων.

Προς το παρόν, οι αποφάσεις της Κεντρικής Τράπεζας δεν αποδίδουν, τόσο ως προς τη μείωση της τιμής του συναλλάγματος όσο και ως προς την αναμονή εισροής ξένου συναλλάγματος. Αντιθέτως, εξακολουθεί να είναι κρίσιμο το ερώτημα αν ξένοι επενδυτές θα αποχωρήσουν από την Τουρκία.

Το οικονομικό «θαύμα» που έβγαλε την Τουρκία από την κρίση του 2001, στηριζόταν στη βιομηχανική παραγωγή, στις εξαγωγές και στην αξιοποίηση της τιμής του συναλλάγματος. Σήμερα υπάρχει πρόβλημα και στα τρία. Το ερώτημα είναι τι μπορεί να κάνει η κυβέρνηση Ερντογάν, για να μην οδηγηθεί σε νέα οικονομική κρίση, η οποία θα σημάνει το άμεσο τέλος γι' αυτήν. Οι εξαγγελίες Ερντογάν περί «σχεδίου Β'» στην οικονομία, σε περίπτωση που δεν αποδώσουν τα μέτρα της Κεντρικής Τράπεζας, είναι ανοιχτές σε ερμηνείες και παράγουν πρόσθετη αοριστία.
Το ενδεχόμενο ελέγχου των αγορών, η προώθηση των επενδύσεων και η αλλαγή του κεντρικού άξονα κίνησης της Κεντρικής Τράπεζας είναι τα ζητήματα, γύρω από τα οποία διεξάγεται αυτές τις ημέρες η συζήτηση στην Τουρκία. Ως προς τον κεντρικό άξονα, δημοσιεύονται πληροφορίες, όπως αυτή που αναφέρει ότι, ενώ αυτή τη στιγμή «θεμελιώδης σκοπός» της Τράπεζας είναι η «σταθερότητα των τιμών», η κυβέρνηση ετοιμάζεται να αντικαταστήσει την τελευταία με τη «σταθερότητα της οικονομίας»...

Οι δημοσκοπήσεις που γίνονται εν όψει των δημοτικών εκλογών της 30ής Μαρτίου, δείχνουν ότι η υπόθεση της διαφθοράς δεν έχει μειώσει κατά πολύ την εκλογική δύναμη του κυβερνώντος κόμματος. Σε περίπτωση που ενσκήψει οικονομική κρίση όμως, τα πράγματα θα αλλάξουν άρδην. Κι αυτό, επειδή θα είναι άμεσες οι συνέπειες στην τσέπη των πολιτών, λόγω αύξησης των τιμών και μείωσης των μισθών. Επιπρόσθετα, θα υπάρξει μεγάλο πρόβλημα στην αποπληρωμή των δανείων.
Είναι σχετικά φρέσκο το γεγονός της πτώσης της κυβέρνησης Ετσεβίτ το 2002, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης του 2001. Αυτή είναι η βασική ανησυχία του Ερντογάν. Το στοίχημα είναι πλέον συγκεκριμένο. Αν υπάρξει εισροή ξένου συναλλάγματος στην Τουρκία, το κυβερνών κόμμα θα διασωθεί. Αν σημειωθεί αποχώρηση ξένων επενδυτών, η κυβέρνηση θα πάρει την κατιούσα. Αμφότερα έχουν διεθνή διάσταση. 

Ερωτήματα Πολιτικά, όμως, το ερώτημα τίθεται αλλιώς. Πώς θα διαμορφωθούν τα πράγματα στη γείτονα και ποια θα είναι η αναλογία της επίδρασης της διεθνούς αυτής διάστασης προς αυτήν των εσωτερικών ισορροπιών. Το εσωτερικό δεν αφορά μόνο τα οικονομικά δεδομένα. Αφορά μια σειρά από ζητήματα, όπως ο «πόλεμος» μεταξύ των Ερντογάν και Φετχουλάχ Γκιουλέν, ηγέτη του ισχυρού θρησκευτικού τάγματος, ο οποίος μέχρι πρότινος ήταν σύμμαχος της κυβέρνησης.
Ο «πόλεμος» αυτός έχει δημιουργήσει κατάσταση δυσλειτουργίας στην κρατική μηχανή, γεγονός που είναι εμφανές, ειδικά στους χώρους της Δικαιοσύνης και της Ασφάλειας. Υπάρχει δηλαδή μια κυβέρνηση που βγαίνει δημοσίως και υποστηρίζει ότι δικαστικές έρευνες και αποφάσεις είναι αμφισβητούμενες, επειδή οι δικαστικοί που ενεπλάκησαν είναι άνθρωποι του Γκιουλέν. Πράγμα που, ανεξάρτητα από το αν θα επαναληφθούν κάποιες δίκες, ειδικά αυτές που αφορούν τους στρατιωτικούς, καλλιεργεί γενικότερο κλίμα αμφισβήτησης της Δικαιοσύνης. Πρόσφατη δημοσκόπηση, μάλιστα, έδειξε ότι το 71% του τουρκικού λαού δεν εμπιστεύεται πλέον τις δικαστικές αποφάσεις..