Δύο μήνες νωρίτερα (Μάιος 1941),
στην πιο συμβολική και προφητική αντιστασιακή ενέργεια, οι Απόστολος
Σάντας και Μανώλης Γλέζος είχαν χλευάσει το ναζισμό, κατεβάζοντας από
την Ακρόπολη τη σημαία με τη σβάστικα. Ενα παρόμοιο περιστατικό
(υποφωτισμένο, σχεδόν άγνωστο), που σημειώθηκε το καλοκαίρι του ίδιου
έτους, ήρθε να δώσει συνέχεια σ' εκείνη την πράξη τους και να εκνευρίσει
ακόμη περισσότερο τους Γερμανούς (εξ ου και η διαταγή).
Μέρα μεσημέρι, εκλάπη απ' τον αρχαιολογικό χώρο της Ολυμπίας, στην Ηλεία, ακόμη ένα λάβαρο. Ανήσυχος αλλά και εξοργισμένος, ο διοικητής των χιτλερικών δυνάμεων στην Ελλάδα, Γκίντερ Αλτενμπουργκ, απέστειλε σχετική επιστολή στον πρωθυπουργό Τσολάκογλου, ζητώντας εξηγήσεις: «Εις τον χώρον ανασκαφών της Ολυμπίας, διά της οποίας ως γνωστόν ο Φύρερ επιδεικνύει εξαιρετικόν ενδιαφέρον, εκλάπη εκ του ιστού η υπηρεσιακή σημαία (...) Σας παρακαλώ όπως εξετάσητε την περίπτωσιν ταύτην με την επιβαλλομένην αυστηρότητα προς ανάλογον τιμωρίαν της εγκληματικής ταύτης δράσεως (...) και να με τηρήσητε ενήμερον της διενεργηθησομένης ανακρίσεως».
Πανικοβλημένος ο Τσολάκογλου, έσπευσε να διατάξει έρευνα και δι' αυτής να καθησυχάσει τον πολιτικό του προϊστάμενο. Είκοσι από τους κατοίκους της περιοχής συνελήφθησαν από τους Ιταλούς και κρατήθηκαν όμηροι, προκειμένου οι «δράστες» να υποχρεωθούν να αποκαλύψουν την ταυτότητά τους. Τα στόματα, ωστόσο, παρέμειναν ερμητικά κλειστά.
Ο νομάρχης Ηλείας επισκέφθηκε το σημείο, καταδίκασε το γεγονός και απέδωσε την ευθύνη σε ανατρεπτικά κομμουνιστικά στοιχεία και σε συνεργάτες-προπαγανδιστές υπέρ των Βρετανών. Διαβεβαίωσε περί των φιλογερμανικών αισθημάτων του ελληνικού λαού και σε μία κίνηση αβροφροσύνης, παρότρυνε το δήμο του Πύργου να προσφέρει μία καινούργια σημαία στους θιγμένους εκπροσώπους του Βερολίνου.
Το συμβάν κρατήθηκε μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Μέσα σε διάστημα πέντε μηνών από την εισβολή και την κατάκτηση της χώρας, δύο απανωτές, παρεμφερείς ενέργειες έπλητταν το γόητρο των Γερμανών. Κανείς μέχρι τότε στην Ευρώπη δεν είχε αποτολμήσει να αμφισβητήσει τόσο ηχηρά την κυριαρχία τους και να αποδομήσει με ευστοχία την αντίληψη περί ανωτερότητας και υπεροχής μιας κάποιας επινοημένης «άριας» φυλής. Το απαράδεκτο, ανεπίτρεπτο και ακατανόητο, δε, για το γερμανικό εθνικισμό της εποχής, δεν εστιάζεται στο ότι οι Ελληνες επέδειξαν αντιστασιακή διάθεση, αλλά στο ότι τόλμησαν να αντισταθούν, στηλιτεύοντας έτσι εκείνη την υπεροψία, καθώς και την οργάνωση του κόσμου, της ζωής, της οικονομίας και της εργασίας στη βάση εξυπηρέτησης των σχεδιασμών ενός παρανοϊκού καθεστώτος.
Η Ιστορία δικαίωσε την επιλογή τους. Τηρουμένων των αναλογιών, η αναγωγή στο σήμερα οδηγεί μάλλον σε θλιβερές διαπιστώσεις.Σημ.: Το γεγονός εκμαιεύτηκε έπειτα από μελέτη αρχειακού υλικού (σειρά φακέλων του 1941) της Κεντρικής Υπηρεσίας του Ιστορικού και Διπλωματικού Αρχείου του Υπουργείου Εξωτερικών.
«Θα γίνηται άμεσος και άνευ
διακρίσεως χρήσις των όπλων κατά πολιτών, οίτινες θα απεπειρώντο να
διαπράξουν κλοπάς ή απειλάς κατά Γερμανών στρατιωτών ή άλλας
προσβλητικάς ενεργείας». Ρητή και κατηγορηματική η εντολή, δόθηκε από
τον αρμόδιο υπουργό, Π. Δεμέστιχα, καθ' υπόδειξιν των αρχών Κατοχής, τον
Αύγουστο του 1941.Μέρα μεσημέρι, εκλάπη απ' τον αρχαιολογικό χώρο της Ολυμπίας, στην Ηλεία, ακόμη ένα λάβαρο. Ανήσυχος αλλά και εξοργισμένος, ο διοικητής των χιτλερικών δυνάμεων στην Ελλάδα, Γκίντερ Αλτενμπουργκ, απέστειλε σχετική επιστολή στον πρωθυπουργό Τσολάκογλου, ζητώντας εξηγήσεις: «Εις τον χώρον ανασκαφών της Ολυμπίας, διά της οποίας ως γνωστόν ο Φύρερ επιδεικνύει εξαιρετικόν ενδιαφέρον, εκλάπη εκ του ιστού η υπηρεσιακή σημαία (...) Σας παρακαλώ όπως εξετάσητε την περίπτωσιν ταύτην με την επιβαλλομένην αυστηρότητα προς ανάλογον τιμωρίαν της εγκληματικής ταύτης δράσεως (...) και να με τηρήσητε ενήμερον της διενεργηθησομένης ανακρίσεως».
Πανικοβλημένος ο Τσολάκογλου, έσπευσε να διατάξει έρευνα και δι' αυτής να καθησυχάσει τον πολιτικό του προϊστάμενο. Είκοσι από τους κατοίκους της περιοχής συνελήφθησαν από τους Ιταλούς και κρατήθηκαν όμηροι, προκειμένου οι «δράστες» να υποχρεωθούν να αποκαλύψουν την ταυτότητά τους. Τα στόματα, ωστόσο, παρέμειναν ερμητικά κλειστά.
Ο νομάρχης Ηλείας επισκέφθηκε το σημείο, καταδίκασε το γεγονός και απέδωσε την ευθύνη σε ανατρεπτικά κομμουνιστικά στοιχεία και σε συνεργάτες-προπαγανδιστές υπέρ των Βρετανών. Διαβεβαίωσε περί των φιλογερμανικών αισθημάτων του ελληνικού λαού και σε μία κίνηση αβροφροσύνης, παρότρυνε το δήμο του Πύργου να προσφέρει μία καινούργια σημαία στους θιγμένους εκπροσώπους του Βερολίνου.
Το συμβάν κρατήθηκε μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Μέσα σε διάστημα πέντε μηνών από την εισβολή και την κατάκτηση της χώρας, δύο απανωτές, παρεμφερείς ενέργειες έπλητταν το γόητρο των Γερμανών. Κανείς μέχρι τότε στην Ευρώπη δεν είχε αποτολμήσει να αμφισβητήσει τόσο ηχηρά την κυριαρχία τους και να αποδομήσει με ευστοχία την αντίληψη περί ανωτερότητας και υπεροχής μιας κάποιας επινοημένης «άριας» φυλής. Το απαράδεκτο, ανεπίτρεπτο και ακατανόητο, δε, για το γερμανικό εθνικισμό της εποχής, δεν εστιάζεται στο ότι οι Ελληνες επέδειξαν αντιστασιακή διάθεση, αλλά στο ότι τόλμησαν να αντισταθούν, στηλιτεύοντας έτσι εκείνη την υπεροψία, καθώς και την οργάνωση του κόσμου, της ζωής, της οικονομίας και της εργασίας στη βάση εξυπηρέτησης των σχεδιασμών ενός παρανοϊκού καθεστώτος.
Η Ιστορία δικαίωσε την επιλογή τους. Τηρουμένων των αναλογιών, η αναγωγή στο σήμερα οδηγεί μάλλον σε θλιβερές διαπιστώσεις.Σημ.: Το γεγονός εκμαιεύτηκε έπειτα από μελέτη αρχειακού υλικού (σειρά φακέλων του 1941) της Κεντρικής Υπηρεσίας του Ιστορικού και Διπλωματικού Αρχείου του Υπουργείου Εξωτερικών.