Ο Ιρανός πρόεδρος Χασάν Ρουχανί (αριστερά) υποδέχεται τον
Τούρκο πρωθυπουργό Ταγίπ Ερντογάν, με τον οποίο συζήτησε την οικονομική
συνεργασία των δύο χωρών και τη συριακή κρίση.
Η εξασφάλιση των ενεργειακών αναγκών
της Τουρκίας και η προσπάθεια βελτίωσης των διμερών σχέσεων, που είχαν
επιδεινωθεί εξαιτίας της συριακής κρίσης, ήταν οι δύο βασικοί στόχοι της
επίσκεψης του Ταγίπ Ερντογάν στην Τεχεράνη. Μια πόλη που τη χωρίζουν
μόνο δύο ώρες αεροπορικής πτήσης από την Αγκυρα και στην οποία ο Τούρκος
πρωθυπουργός αισθάνεται «σαν στο σπίτι του», όπως εκμυστηρεύθηκε ο
ίδιος στους δημοσιογράφους.
Η πρώτη επίσκεψη του Ταγίπ Ερντογάν στο Ιράν κατά την τελευταία διετία απέφερε τρεις συμφωνίες οικονομικής συνεργασίας, με τις οποίες, μεταξύ άλλων, μειώνονται οι δασμοί σε 220 τουρκικά βιομηχανικά προϊόντα και στα εισαγόμενα ιρανικά τρόφιμα. Το κέντρο βάρους έπεσε, ωστόσο, στην ενεργειακή συνεργασία των δύο χωρών, ένα πεδίο που ενδιαφέρει εξαιρετικά την Τουρκία λόγω των αυξανόμενων αναγκών που δημιουργεί η ταχεία βιομηχανική της ανάπτυξη. Παραδοσιακά, η χώρα καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος των ενεργειακών αναγκών της από τη Ρωσία και το Ιράν, και επείγεται να αναπτύξει περαιτέρω τη συνεργασία της με την Τεχεράνη, εμπόδιο για την οποία αποτελούν οι κυρώσεις που έχουν επιβληθεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες χώρες στο Ιράν εξαιτίας της διαμάχης για το πυρηνικό του πρόγραμμα.
Την ανησυχία της Ουάσιγκτον για πιθανή διάβρωση των κυρώσεων εξέφρασε ο Αμερικανός υφυπουργός Οικονομικών Ντέιβιντ Κοέν, δηλώνοντας: «Οι επιχειρήσεις που ενδιαφέρονται να συνεργαστούν με το Ιράν οφείλουν πραγματικά να περιμένουν. Η ημέρα που το Ιράν θα είναι ανοιχτό για οικονομικές συμφωνίες μπορεί να έρθει, αλλά δεν έχει έρθει ακόμη», προσέθεσε ο Αμερικανός αξιωματούχος, παραπέμποντας στις συνεχιζόμενες διαπραγματεύσεις για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα.
Οι τουρκικές εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου από το Ιράν μειώθηκαν τα τελευταία χρόνια εξαιτίας των κυρώσεων. Ωστόσο, η εκλογή στην ιρανική προεδρία του ρεαλιστή ηγέτη Χασάν Ρουχανί και η προκαταρκτική συμφωνία που επετεύχθη τον περασμένο Νοέμβριο μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων και του Ιράν για το πυρηνικό πρόγραμμα επέτρεψαν ορισμένη χαλάρωση των κυρώσεων, αναπτερώνοντας τις ελπίδες της Αγκυρας για ευρύτερη συνεργασία. Προτού αναχωρήσει από την Αγκυρα, ο Ταγίπ Ερντογάν χαιρέτισε τις θετικές εξελίξεις στις σχέσεις μεταξύ Ιράν και Δύσης, για να προσθέσει: «Ελπίζουμε ότι η διαδικασία (των διαπραγματεύσεων) θα οδηγηθεί σε αίσιο αποτέλεσμα, το οποίο θα εξασφαλίσει την άρση όλων των κυρώσεων εναντίον του Ιράν. Η Τουρκία έχει κάνει μέχρι τώρα ό,τι περνάει από το χέρι της σε αυτόν τον τομέα και θα συνεχίσει να το κάνει στο μέλλον».
Στη διάρκεια της επίσκεψής του, ο Τούρκος πρωθυπουργός συναντήθηκε με τον ανώτατο ηγέτη της Ισλαμικής Δημοκρατίας, αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, όπως και με τον πρόεδρο Ρουχανί. Αν και δεν έγινε γνωστό το αντικείμενο των συνομιλιών, θεωρείται βέβαιο ότι η συριακή κρίση βρέθηκε στο επίκεντρο των διαβουλεύσεων. Την τελευταία τριετία, το συριακό πρόβλημα προκάλεσε ψυχρότητα στις διμερείς σχέσεις, καθώς το Ιράν αποτελεί τον σταθερότερο υποστηρικτή του Σύρου προέδρου Μπασάρ Ασαντ, ενώ η Τουρκία στήριξε ενεργά την ένοπλη συριακή αντιπολίτευση. Ωστόσο, η εκλογή του Ρουχανί από τη μία πλευρά και οι ανησυχίες της Τουρκίας, όπως και της Δύσης, για την αυξανόμενη επιρροή της Αλ Κάιντα στους Σύρους αντικαθεστωτικούς από την άλλη δημιουργούν μεγαλύτερα περιθώρια συνεννόησης των δύο ισχυρών περιφερειακών δυνάμεων.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Η πρώτη επίσκεψη του Ταγίπ Ερντογάν στο Ιράν κατά την τελευταία διετία απέφερε τρεις συμφωνίες οικονομικής συνεργασίας, με τις οποίες, μεταξύ άλλων, μειώνονται οι δασμοί σε 220 τουρκικά βιομηχανικά προϊόντα και στα εισαγόμενα ιρανικά τρόφιμα. Το κέντρο βάρους έπεσε, ωστόσο, στην ενεργειακή συνεργασία των δύο χωρών, ένα πεδίο που ενδιαφέρει εξαιρετικά την Τουρκία λόγω των αυξανόμενων αναγκών που δημιουργεί η ταχεία βιομηχανική της ανάπτυξη. Παραδοσιακά, η χώρα καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος των ενεργειακών αναγκών της από τη Ρωσία και το Ιράν, και επείγεται να αναπτύξει περαιτέρω τη συνεργασία της με την Τεχεράνη, εμπόδιο για την οποία αποτελούν οι κυρώσεις που έχουν επιβληθεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες χώρες στο Ιράν εξαιτίας της διαμάχης για το πυρηνικό του πρόγραμμα.
Την ανησυχία της Ουάσιγκτον για πιθανή διάβρωση των κυρώσεων εξέφρασε ο Αμερικανός υφυπουργός Οικονομικών Ντέιβιντ Κοέν, δηλώνοντας: «Οι επιχειρήσεις που ενδιαφέρονται να συνεργαστούν με το Ιράν οφείλουν πραγματικά να περιμένουν. Η ημέρα που το Ιράν θα είναι ανοιχτό για οικονομικές συμφωνίες μπορεί να έρθει, αλλά δεν έχει έρθει ακόμη», προσέθεσε ο Αμερικανός αξιωματούχος, παραπέμποντας στις συνεχιζόμενες διαπραγματεύσεις για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα.
Οι τουρκικές εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου από το Ιράν μειώθηκαν τα τελευταία χρόνια εξαιτίας των κυρώσεων. Ωστόσο, η εκλογή στην ιρανική προεδρία του ρεαλιστή ηγέτη Χασάν Ρουχανί και η προκαταρκτική συμφωνία που επετεύχθη τον περασμένο Νοέμβριο μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων και του Ιράν για το πυρηνικό πρόγραμμα επέτρεψαν ορισμένη χαλάρωση των κυρώσεων, αναπτερώνοντας τις ελπίδες της Αγκυρας για ευρύτερη συνεργασία. Προτού αναχωρήσει από την Αγκυρα, ο Ταγίπ Ερντογάν χαιρέτισε τις θετικές εξελίξεις στις σχέσεις μεταξύ Ιράν και Δύσης, για να προσθέσει: «Ελπίζουμε ότι η διαδικασία (των διαπραγματεύσεων) θα οδηγηθεί σε αίσιο αποτέλεσμα, το οποίο θα εξασφαλίσει την άρση όλων των κυρώσεων εναντίον του Ιράν. Η Τουρκία έχει κάνει μέχρι τώρα ό,τι περνάει από το χέρι της σε αυτόν τον τομέα και θα συνεχίσει να το κάνει στο μέλλον».
Στη διάρκεια της επίσκεψής του, ο Τούρκος πρωθυπουργός συναντήθηκε με τον ανώτατο ηγέτη της Ισλαμικής Δημοκρατίας, αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, όπως και με τον πρόεδρο Ρουχανί. Αν και δεν έγινε γνωστό το αντικείμενο των συνομιλιών, θεωρείται βέβαιο ότι η συριακή κρίση βρέθηκε στο επίκεντρο των διαβουλεύσεων. Την τελευταία τριετία, το συριακό πρόβλημα προκάλεσε ψυχρότητα στις διμερείς σχέσεις, καθώς το Ιράν αποτελεί τον σταθερότερο υποστηρικτή του Σύρου προέδρου Μπασάρ Ασαντ, ενώ η Τουρκία στήριξε ενεργά την ένοπλη συριακή αντιπολίτευση. Ωστόσο, η εκλογή του Ρουχανί από τη μία πλευρά και οι ανησυχίες της Τουρκίας, όπως και της Δύσης, για την αυξανόμενη επιρροή της Αλ Κάιντα στους Σύρους αντικαθεστωτικούς από την άλλη δημιουργούν μεγαλύτερα περιθώρια συνεννόησης των δύο ισχυρών περιφερειακών δυνάμεων.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ