Του Νικόλα Σεβαστάκη* Η εγκατάσταση της κρίσης στη χώρα ενίσχυσε, μεταξύ άλλων, και την
εντύπωση ότι το κοινωνικό και πολιτικό τοπίο «επιτέλους ξεκαθαρίζει».
Τέρμα πια τα νεφελώματα, ήλθε η εποχή της σκληρής διαύγειας και του
ξεγυμνώματος προσώπων, πολιτικών, προθέσεων. Από τις πιο διαφορετικές
πλευρές, η κρίση έγινε λοιπόν αντιληπτή ως διάφανη ετυμηγορία της
Ιστορίας για τον ένοχο και τον αθώο, τον θύτη και τα θύματά του. Οι
διεφθαρμένες συντεχνίες του κράτους στη μια περίπτωση, η ευάριθμη ελίτ
των πλουσίων της διαπλοκής στην άλλη, η διάχυτη ανευθυνότητα σε μια
τρίτη, πιο μοραλιστική, εκδοχή. Το παραδοσιακό σχήμα ωστόσο που βλέπει
έναν δυνάστη και έναν δυναστευόμενο, έναν κυρίαρχο και έναν
κυριαρχούμενο, γνώρισε διάδοση και μαζική επιτυχία.
Και όλο και κάποιος ένιωθε κατά διαστήματα απολύτως δικαιωμένος στην ανάλυσή του και στην ταυτότητά του: κάθε φορά, ας πούμε, που η ειδησεογραφία δονούνταν από πληροφορίες για ψεύτικες συντάξεις του ΟΓΑ ή προνόμια συνδικαλιστών, ο νεοφιλελεύθερος μεταρρυθμιστής έκλεινε, με νόημα, το μάτι στον αντίπαλό του. Κι όταν, απ’ την άλλη, η δημόσια σκηνή γέμιζε από παραδείγματα φορολογικής παρανομίας ή απληστίας μεγάλων επιχειρηματιών, εμείς οι άλλοι αισθανόμασταν ότι «να, εδώ χτυπάμε φλέβα».
Ως ένα σημείο, τούτη η αναφορά σε περιεκτικά σχήματα με ανάγλυφα παραδείγματα και εικόνες είναι αναπόφευκτη. Στο κάτω κάτω, η πολιτική, ακόμα και η πιο μετριοπαθής, δουλεύει με εύληπτα ζεύγη που πρέπει να μιλούν και στα συναισθήματα των ανθρώπων. Το πρόβλημα όμως αρχίζει όταν περνάει ο καιρός και το σχήμα επαναλαμβάνεται ακινητοποιώντας τις ερμηνείες και τις πολιτικές μας κρίσεις. Αντί λοιπόν να γεννιέται ένα βλέμμα πιο πλούσιο, πιο ευαίσθητο στις σύνθετες πλευρές των φαινομένων, κυριαρχεί η επανάπαυση στο αρχικό εύρημα: η «μνημονιακή λαίλαπα» για τους μεν, ο «λαϊκισμός» για τους άλλους, η «κατοχή» και οι «προδότες» για τους τρίτους. Και τούτοι οι τελευταίοι δίνουν τον ρυθμό σε όλους τους άλλους.
Η ικανότητα να προβάλλει κάποιος εύληπτες αντιθέσεις και να «κατονομάζει τον εχθρό» λειτουργεί με έναν παράδοξο τρόπο. Αποδίδει πολιτικά σε καιρούς σύγχυσης και οργίλης δυσφορίας, στις συγκυρίες όπου επικρατεί η ελάχιστη εμπιστοσύνη στους θεσμούς και το απορριπτικό πνεύμα. Αλλά η υπόσχεση για απλούστευση των πραγμάτων είναι βαθιά απατηλή. Γιατί η κρίση δεν έκανε την ελληνική κοινωνία πιο απλή στη δομή της ή στη συνείδησή της, αλλά ακόμα περισσότερο περίπλοκη και χαοτική. Αν σχηματίστηκε πράγματι μια τεράστια δεξαμενή οδύνης και φόβων, τούτη η δεξαμενή εκβάλλει σε μυριάδες ρυάκια που δεν σχηματίζουν το μεγάλο ποτάμι της συνειδητοποίησης και της αφύπνισης. Επομένως, κάθε πολιτική πρέπει να σταθμίζει κριτικά τις υποθέσεις της εμπλουτίζοντας τη συνομιλία της με άλλες ερμηνείες.
Το σχήμα του δυνάστη και του δυναστευόμενου δεν θεραπεύει τις απορίες τού σήμερα και του αύριο. Συνέβη άλλωστε το εξής στο μεταξύ: στις ρεαλιστικές εικονογραφίες του θύτη και του θύματος παρεμβάλλονται, διεκδικώντας κοινό, οι πιο πρωτόγονοι αφηγητές: όσοι δεν μπαίνουν καν στον κόπο να αναλύσουν αλλά ζουν με το φονικό όνειρο της «τελικής λύσης» του εθνικού μας προβλήματος. Οσοι, εντέλει, εμφανίζονται ως ζηλωτές πάστορες της ελληνικής ιδεολογίας, είτε στην ακροδεξιά εκδοχή είτε στις «ορμήνιες» ενός Χριστόδουλου Ξηρού.
Χρειαζόμαστε όμως μια πιο σύνθετη αφήγηση, δίχως αυτό να σημαίνει έλλειψη στίγματος και κοινωνικών αναφορών. Κι αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο. Διότι αν κάτι «πιάνει» και έχει αποτέλεσμα, γιατί να το αλλάξεις; Αν, λόγου χάρη, η επανάληψη της ρητορικής για «μνημονιακή γενοκτονία» έχει απήχηση, γιατί να μεριμνήσει η αξιωματική αντιπολίτευση για μια διαφοροποιημένη προσέγγιση που ενδεχομένως θα περιπλέξει την πορεία προς την εξουσία;
Εδώ όμως θα πω ότι οφείλει κάποιος να κατονομάζει το πρόβλημα και όχι μόνο τον «εχθρό». Το στάδιο του αναθέματος και της συνοπτικής καταδίκης έχει διανυθεί προ πολλού, τα είπαμε και τα ξαναείπαμε. Αυτό τουλάχιστον μπορούν να κάνουν οι λεγόμενοι δημόσιοι διανοούμενοι αν δεν θέλουν να χαϊδεύουν τους επαγγελματίες της πολιτικής ελπίζοντας σε μελλοντική εύνοια: να δείχνουν προς το πρόβλημα, προς το ερώτημα. Και το θεμελιώδες πρόβλημα που διακρίνω σήμερα στην πολιτική μας σκέψη είναι ότι η δυαδική αφαίρεση και η αντίστοιχη πολεμική πρόθεση δεν μπορούν να απαντήσουν σε πολλά και σημαντικά ζητήματα. Για παράδειγμα, στον χώρο της υγείας ή στο πεδίο του περιβάλλοντος, ποιος ακριβώς είναι ο δυνάστης και ο δυναστευόμενος, πώς ορίζεται το «εμείς» και το «αυτοί»; Είναι άραγε τόσο διάφανοι οι παίκτες, τα συμφέροντα, οι ταξικές αντιστοιχήσεις, οι σχέσεις εκμετάλλευσης; Και το ίδιο ερώτημα θα μπορούσε να ισχύει και για την τοπική αυτοδιοίκηση, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και πλήθος άλλων πεδίων της πραγματικής πολιτικής.
Υπάρχει, φυσικά, και η άλλη λύση: να τα λογαριάσουμε όλα αυτά άκαιρα και δεύτερης τάξης ζητήματα. Ζει και βασιλεύει άλλωστε η αντίληψη που ταυτίζει τις χρήσιμες φωνές με εκείνες που δεν σπέρνουν αμφιβολίες και δεν χτυπούν καμπανάκια κινδύνου. Πιστεύω ότι είναι η χειρότερη λύση αλλά, όπως συμβαίνει με λεπτά ζητήματα αξιών και εσωτερικών δεσμεύσεων, δεν μπορώ να το αποδείξω.
……………………………………………………………………………………………..
* Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ
Και όλο και κάποιος ένιωθε κατά διαστήματα απολύτως δικαιωμένος στην ανάλυσή του και στην ταυτότητά του: κάθε φορά, ας πούμε, που η ειδησεογραφία δονούνταν από πληροφορίες για ψεύτικες συντάξεις του ΟΓΑ ή προνόμια συνδικαλιστών, ο νεοφιλελεύθερος μεταρρυθμιστής έκλεινε, με νόημα, το μάτι στον αντίπαλό του. Κι όταν, απ’ την άλλη, η δημόσια σκηνή γέμιζε από παραδείγματα φορολογικής παρανομίας ή απληστίας μεγάλων επιχειρηματιών, εμείς οι άλλοι αισθανόμασταν ότι «να, εδώ χτυπάμε φλέβα».
Ως ένα σημείο, τούτη η αναφορά σε περιεκτικά σχήματα με ανάγλυφα παραδείγματα και εικόνες είναι αναπόφευκτη. Στο κάτω κάτω, η πολιτική, ακόμα και η πιο μετριοπαθής, δουλεύει με εύληπτα ζεύγη που πρέπει να μιλούν και στα συναισθήματα των ανθρώπων. Το πρόβλημα όμως αρχίζει όταν περνάει ο καιρός και το σχήμα επαναλαμβάνεται ακινητοποιώντας τις ερμηνείες και τις πολιτικές μας κρίσεις. Αντί λοιπόν να γεννιέται ένα βλέμμα πιο πλούσιο, πιο ευαίσθητο στις σύνθετες πλευρές των φαινομένων, κυριαρχεί η επανάπαυση στο αρχικό εύρημα: η «μνημονιακή λαίλαπα» για τους μεν, ο «λαϊκισμός» για τους άλλους, η «κατοχή» και οι «προδότες» για τους τρίτους. Και τούτοι οι τελευταίοι δίνουν τον ρυθμό σε όλους τους άλλους.
Η ικανότητα να προβάλλει κάποιος εύληπτες αντιθέσεις και να «κατονομάζει τον εχθρό» λειτουργεί με έναν παράδοξο τρόπο. Αποδίδει πολιτικά σε καιρούς σύγχυσης και οργίλης δυσφορίας, στις συγκυρίες όπου επικρατεί η ελάχιστη εμπιστοσύνη στους θεσμούς και το απορριπτικό πνεύμα. Αλλά η υπόσχεση για απλούστευση των πραγμάτων είναι βαθιά απατηλή. Γιατί η κρίση δεν έκανε την ελληνική κοινωνία πιο απλή στη δομή της ή στη συνείδησή της, αλλά ακόμα περισσότερο περίπλοκη και χαοτική. Αν σχηματίστηκε πράγματι μια τεράστια δεξαμενή οδύνης και φόβων, τούτη η δεξαμενή εκβάλλει σε μυριάδες ρυάκια που δεν σχηματίζουν το μεγάλο ποτάμι της συνειδητοποίησης και της αφύπνισης. Επομένως, κάθε πολιτική πρέπει να σταθμίζει κριτικά τις υποθέσεις της εμπλουτίζοντας τη συνομιλία της με άλλες ερμηνείες.
Το σχήμα του δυνάστη και του δυναστευόμενου δεν θεραπεύει τις απορίες τού σήμερα και του αύριο. Συνέβη άλλωστε το εξής στο μεταξύ: στις ρεαλιστικές εικονογραφίες του θύτη και του θύματος παρεμβάλλονται, διεκδικώντας κοινό, οι πιο πρωτόγονοι αφηγητές: όσοι δεν μπαίνουν καν στον κόπο να αναλύσουν αλλά ζουν με το φονικό όνειρο της «τελικής λύσης» του εθνικού μας προβλήματος. Οσοι, εντέλει, εμφανίζονται ως ζηλωτές πάστορες της ελληνικής ιδεολογίας, είτε στην ακροδεξιά εκδοχή είτε στις «ορμήνιες» ενός Χριστόδουλου Ξηρού.
Χρειαζόμαστε όμως μια πιο σύνθετη αφήγηση, δίχως αυτό να σημαίνει έλλειψη στίγματος και κοινωνικών αναφορών. Κι αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο. Διότι αν κάτι «πιάνει» και έχει αποτέλεσμα, γιατί να το αλλάξεις; Αν, λόγου χάρη, η επανάληψη της ρητορικής για «μνημονιακή γενοκτονία» έχει απήχηση, γιατί να μεριμνήσει η αξιωματική αντιπολίτευση για μια διαφοροποιημένη προσέγγιση που ενδεχομένως θα περιπλέξει την πορεία προς την εξουσία;
Εδώ όμως θα πω ότι οφείλει κάποιος να κατονομάζει το πρόβλημα και όχι μόνο τον «εχθρό». Το στάδιο του αναθέματος και της συνοπτικής καταδίκης έχει διανυθεί προ πολλού, τα είπαμε και τα ξαναείπαμε. Αυτό τουλάχιστον μπορούν να κάνουν οι λεγόμενοι δημόσιοι διανοούμενοι αν δεν θέλουν να χαϊδεύουν τους επαγγελματίες της πολιτικής ελπίζοντας σε μελλοντική εύνοια: να δείχνουν προς το πρόβλημα, προς το ερώτημα. Και το θεμελιώδες πρόβλημα που διακρίνω σήμερα στην πολιτική μας σκέψη είναι ότι η δυαδική αφαίρεση και η αντίστοιχη πολεμική πρόθεση δεν μπορούν να απαντήσουν σε πολλά και σημαντικά ζητήματα. Για παράδειγμα, στον χώρο της υγείας ή στο πεδίο του περιβάλλοντος, ποιος ακριβώς είναι ο δυνάστης και ο δυναστευόμενος, πώς ορίζεται το «εμείς» και το «αυτοί»; Είναι άραγε τόσο διάφανοι οι παίκτες, τα συμφέροντα, οι ταξικές αντιστοιχήσεις, οι σχέσεις εκμετάλλευσης; Και το ίδιο ερώτημα θα μπορούσε να ισχύει και για την τοπική αυτοδιοίκηση, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και πλήθος άλλων πεδίων της πραγματικής πολιτικής.
Υπάρχει, φυσικά, και η άλλη λύση: να τα λογαριάσουμε όλα αυτά άκαιρα και δεύτερης τάξης ζητήματα. Ζει και βασιλεύει άλλωστε η αντίληψη που ταυτίζει τις χρήσιμες φωνές με εκείνες που δεν σπέρνουν αμφιβολίες και δεν χτυπούν καμπανάκια κινδύνου. Πιστεύω ότι είναι η χειρότερη λύση αλλά, όπως συμβαίνει με λεπτά ζητήματα αξιών και εσωτερικών δεσμεύσεων, δεν μπορώ να το αποδείξω.
……………………………………………………………………………………………..
* Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ