Γράφει: Θανάσης Γκότοβος Ευτυχώς οι περισσότεροι από όσους κακοποιήθηκαν από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής στην Ελλάδα,
κατά τη διάρκεια του πολέμου, δεν ζουν πια. Έχουν φύγει όχι μόνον
εκείνοι που πλήρωσαν με τη ζωή τους τον γερμανικό επεκτατισμό (ο
εθνικοσοσιαλισμός ήταν απλά μια από τις πιο επιθετικές εκφράσεις του,
αλλά δεν ήταν η πρώτη), αλλά και όσοι κατάφεραν να επιβιώσουν στη φρίκη
της κατοχής.
Λέω «ευτυχώς», σκεπτόμενος πάντοτε πώς αισθάνονται με όσα συμβαίνουν σήμερα άνθρωποι όπως ο Μανόλης Γλέζος, που η μοίρα κανόνισε να ζήσουν τρεις διαδοχικές φάσεις των ελληνο-γερμανικών σχέσεων: τη σύγκρουση, την επαναπροσέγγιση και, τώρα, την περίοδο της εξάρτησης. Γιατί όσοι έφυγαν δεν χρειάστηκε να ζήσουν την ταπείνωση που βιώνουν πολλοί Έλληνες – όχι όλοι – όταν Γερμανοί αξιωματούχοι και δημοσιολόγοι ασκούν σήμερα πιέσεις συμμόρφωσης κραδαίνοντας το λατινικό ρητό pacta sunt servanda. Τα «pacta» είναι τα Μνημόνια, δηλαδή τρόπος του λέγειν συμφωνημένα. Μέχρι και η κ. Γκάμπι Τσίμερ της Αριστεράς καλεί τους Έλληνες πολιτικούς να κάνουν τα μαθήματά τους, πριν ζητήσουν ελάφρυνση του χρέους.
Ανεξάρτητα από το αν ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών και οι δημοσιολόγοι φίλοι του προσπάθησαν να στριμώξουν μέσω της κ. Τσίμερ τον κ. Τσίπρα, άθλημα όχι ασύνηθες στην πολιτική, η εντύπωση παραμένει: Η Ευρώπη ζητά από την Ελλάδα να τηρήσει τις συμφωνίες. Η απαίτηση, όμως, να τηρηθούν τα συμφωνημένα – κάτι που προβάλλει κάθε φορέας μικρής ή μεγάλης ισχύος απέναντι στον ηττημένο – ακούγεται κάπως περίεργη όταν προέρχεται, και προέρχεται πολύ συχνά, από χείλη Γερμανών αξιωματούχων. Γιατί;
Επειδή είναι υποκριτική. Και είναι υποκριτική, όταν αυτός που την προβάλλει ως γενική αρχή, την ίδια στιγμή αντιμετωπίζει το θέμα της εφαρμογής του κανόνα της αμοιβαιότητας με ένα αόριστο «περασμένα, ξεχασμένα». Με άλλα λόγια, όταν το ίδιο άτομο επικαλείται την ίδια στιγμή δύο αντικρουόμενες και αντιφατικές αρχές, ξέρεις ότι απέναντί σου έχεις έναν τεχνοκράτη της ισχύος.
Που μπορεί να είναι ιταμός και υποκριτής ταυτόχρονα. Πιο απλά, αυτό που σου λέει είναι: η τήρηση των συμφωνημένων είναι βασική αρχή των πολιτισμένων εθνών, αλλά μόνο οι δυνατοί μπορούν να απαιτήσουν την εφαρμογή της. Διότι από την πλευρά του γερμανικού κράτους, του διαιρεμένου ή του ενωμένου μετά το 1990, δεν τηρήθηκαν τα συμφωνημένα απέναντι στην Ελλάδα σε δύο κρίσιμους τομείς: στον τομέα των πολεμικών αποζημιώσεων και του κατοχικού δανείου, αλλά και στον τομέα της δίωξης των εγκληματιών πολέμου κατά την περίοδο της κατοχής – και δεν ήταν λίγοι.
Σε ό,τι αφορά το πρώτο, έχει γίνει αρκετή δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα – μετά το 2009, δυστυχώς. Γιατί θα έπρεπε να είχε γίνει πολύ νωρίτερα. Αποτέλεσμα: η γερμανική πλευρά δεν αναγνωρίζει σήμερα τέτοια υποχρέωση. Δεν υπάρχουν εκκρεμότητες, λέει unisono η γερμανική πολιτική τάξη. Δεν μας αφορούν τα δάνεια που είχε συνάψει ο Αδόλφος. Ούτε πόσο κοστίζουν οι καταστροφές που προξένησαν τότε όργανα του γερμανικού κράτους, με τα οποία εμείς δεν έχουμε καμία σχέση, απλώς ανήκουμε στο ίδιο κράτος. Αυτά, άλλωστε, είναι περασμένα ξεχασμένα.
Σε ό,τι αφορά το δεύτερο, την τιμωρία των εγκληματιών, οι κυβερνητικές ελίτ στην Ελλάδα προτίμησαν να μην πάρουν την υπόθεση στα σοβαρά. Ουσιαστικά ο μόνος κρατικός παράγοντας που επέμενε μεταπολεμικά στις διώξεις ήταν το Γραφείο Εγκλημάτων Πολέμου με επικεφαλής έναν ξεχωριστό δικαστή, τον Ανδρέα Τούση. Το Γραφείο καταργήθηκε όχι από τη γερμανική, αλλά από την ελληνική κυβέρνηση μετά τη συμφωνία Καραμανλή-Αντενάουερ για τη μεταβίβαση στη γερμανική Δικαιοσύνη της αρμοδιότητας για τη δικαστική διερεύνηση των εγκληματιών πολέμου. Πόσοι ήταν οι εμπλεκόμενοι σ’ αυτά πολίτες του Τρίτου Ράιχ, αξιωματούχοι και όργανα του γερμανικού κράτους, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονταν στους εκατοντάδες ειδικούς φακέλους του Γραφείου που δόθηκαν σταδιακά από τις μεταπολεμικές ελληνικές κυβερνήσεις στη Δυτική Γερμανία; Γύρω στα 800 άτομα, σύμφωνα με εκτιμήσεις. Ναι, εκτιμήσεις, διότι το 1975 η ελληνική Πολιτεία αποφάσισε να απαλλαγεί από το υλικό αυτών των φακέλων, πολτοποιώντας το. Αυτή είναι η ελληνική πατέντα αναμέτρησης με το παρελθόν. Εφαρμόστηκε και αργότερα, τον Αύγουστο του 1989 με τη συγκυβέρνηση, μια ελαφρώς διαφορετική παραλλαγή, για λόγους εθνικής συμφιλίωσης…
Πόσοι δικάστηκαν από ελληνικά δικαστήρια πριν το 1959, τη χρονιά που έγινε η ελληνο-γερμανική συμφωνία; Ο αριθμός είναι μονοψήφιος. Πόσοι μετά; Κανένας απολύτως. Πόσοι δικάστηκαν από γερμανικά δικαστήρια πριν και μετά το 1960; Ούτε ένας. Δυο-τρεις που είχαν δικαστεί και καταδικαστεί από τα συμμαχικά δικαστήρια (δίκες της Νυρεμβέργης και οι παρεπόμενες) για εγκλήματα πολέμου στην Ελλάδα εξέτισαν αστείες ποινές και μετά σταδιοδρόμησαν επαγγελματικά στη νέα (Δυτική) Γερμανία.
Κάπως έτσι τηρήθηκαν τα συμφωνηθέντα μεταξύ Καραμανλή-Αντενάουερ σε ό,τι αφορά τη γερμανική πλευρά. Καθόλου μπεσαλίδικα, ομολογουμένως. Μα και οι Γερμανοί μπαταχτσήδες; Είναι δυνατόν; Πώς μπορεί ένα κράτος που συγκροτείται από πολίτες με ισχυρή συνείδηση καθήκοντος να παραβιάζει τα συμφωνηθέντα;
Έλα ντε…Εδώ είναι το πρόβλημα. Το (μισό) γερμανικό κράτος με το οποίο έγινε η συμφωνία, δεν πίστεψε ποτέ στην απονομή δικαιοσύνης στον τομέα των εγκλημάτων πολέμου. Δεν πίστευε ότι είναι απαραίτητες αυτές οι διαδικασίες εντοπισμού και εκδίκασης των εγκληματιών, ούτε πριν το 1959, ούτε όταν έκλεινε τη συμφωνία με την Ελλάδα. Αλλά μάλλον ούτε και οι ελληνικές κυβερνήσεις το πίστευαν. Υπάρχουν δύο χαρακτηριστικά γεγονότα που δείχνουν το «κλίμα» της εποχής: οι περιπτώσεις του Μαξ Μέρτεν και του Γκύντερ Κόλβες.
Όταν ο Μαξ Μέρτεν, ο σύμβουλος της γερμανικής στρατιωτικής διοίκησης στην κατοχική Θεσσαλονίκη, ο άνθρωπος που εισήγαγε τους φυλετικούς νόμους στην πόλη αυτή και είχε άμεση εμπλοκή στη σύλληψη των Εβραίων και τη μεταφορά τους στα στρατόπεδα θανάτου της Πολωνίας, συνελήφθη το 1957 στην Ελλάδα – όχι λόγω κυβερνητικού ζήλου, αλλά χάρις στην ελαφρότητα ενός υπαλλήλου της γερμανικής πρεσβείας και στην ανεξαρτησία του δικαστή Ανδρέα Τούση – προφυλακίστηκε και καταδικάστηκε στις αρχές του 1959 σε πολυετή φυλάκιση, υπήρξαν πιέσεις για τερματισμό των διώξεων.
Ο Μέρτεν βγήκε την ίδια χρονιά από τη φυλακή και μεταφέρθηκε στο Βερολίνο ώστε να επιληφθεί, πλέον, της υποθέσεως η γερμανική δικαιοσύνη, σύμφωνα με τα «συμφωνηθέντα». Όντως, εκείνη επελήφθη και για τα ίδια αδικήματα τον αθώωσε πανηγυρικά, επειδή τα επιβαρυντικά στοιχεία ήταν, υποτίθεται, σαθρά και πρόχειρα – φτιαγμένα προφανώς από τους γνωστούς για την «τσαπατσουλιά» τους Έλληνες, σύμφωνα με το διαχρονικά επαναλαμβανόμενο στερεότυπο.
Ο Μαξ Μέρτεν ήταν ακόμη στη φυλακή, όταν τον Ιούνιο του 1959 ο ραλίστας Γκύντερ Κόλβες, κατηγορούμενος για εκτελέσεις αμάχων στο Ακρωτήρι Χανίων, συμμετείχε, για δεύτερη χρονιά, στο βασιλικό ράλι «Ακρόπολις». Αυτή τη φορά ο Τούσης δεν μπόρεσε να υπερνικήσει τις κυβερνητικές αντιστάσεις που δεν ήθελαν δεύτερο Γερμανό στις φυλακές. Ο Κόλβες συνελήφθη στις 3.6.1959 για να αφεθεί, με άνωθεν εντολή, λίγες ώρες μετά ελεύθερος και να ταξιδέψει με το ατμόπλοιο «Αγαμέμνων» προς Βρινδήσιον – ένας μπελάς λιγότερος για τον Καραμανλή.
Όλα τα τεκμήρια που είχε το Γραφείο Εγκλημάτων Πολέμου παρεδόθησαν πριν και μετά το 1959 από τις ελληνικές αρχές στο γερμανικό υπουργείο των Εξωτερικών. Εκείνο τα προώθησε στις οικείες δικαστικές αρχές προς διερεύνηση. Σε όλες τις περιπτώσεις – ακόμη και για φοβερά εγκλήματα όπως το Κομμένο, η Παραμυθιά, τα Καλάβρυτα, η Κλεισούρα, το Δίστομο, οι Πύργοι και το Μεσόβουνο – η έρευνα σταμάτησε στο στάδιο της προανάκρισης και έκλεισε με παύση της δίωξης. Για τους Γερμανούς ανακριτές δεν προέκυπταν ούτε από τα στοιχεία των ελληνικών αρχών, αλλά ούτε και από τις καταθέσεις των δραστών και των βοηθών τους, εγκληματικές πράξεις. Και δεν προέκυπταν, ή είχαν παραγραφεί, όχι επειδή οι σφαγές δεν είχαν γίνει – κάτι τέτοιο θα ήταν τερατώδες να ειπωθεί – αλλά επειδή πολλοί κατηγορούμενοι δεν μπορούσαν, υποτίθεται, να εντοπιστούν λόγω αγνώστου διαμονής ή ταυτότητας. Άλλοι είχαν πεθάνει. Και αυτοί που τελικά εντοπίστηκαν, κρίθηκε ότι δεν είχαν ταπεινά κίνητρα για τα εγκλήματα που είχαν διαπράξει, ώστε οι πράξεις τους να εμπίπτουν στην κατηγορία της δολοφονίας, που δεν είχε παραγραφεί και θα μπορούσε ακόμη να διωχθεί. Οι σφαγές ονομάστηκαν από τους ανακριτές – μερικοί εξ αυτών είχαν υπηρετήσει οι ίδιοι στη Βέρμαχτ ως στρατοδίκες – «ανθρωποκτονίες», δηλαδή πράξεις που συμβαίνουν στον πόλεμο, ιδιαίτερα όταν επιβάλλεται η χρήση αντιποίνων εναντίον του άμαχου πληθυσμού για πράξεις ανταρτών κατά της κατοχικής αρχής.
Κάπως έτσι υπηρετήθηκαν τα «συμφωνημένα» από τη μεταπολεμική δυτικογερμανική Δικαιοσύνη. Η κ. Μέρκελ, βεβαίως, ήταν τότε στη Λαϊκή Δημοκρατία και έγραφε τη διατριβή της, γι αυτό και δεν είδε τίποτα, δεν άκουσε τίποτα και δεν γνωρίζει τίποτα. Έτσι μπορεί σήμερα να πει «μη με μπερδεύετε εμένα με τα δάνεια του Χίτλερ και τα εγκλήματα πολέμου στην Ελλάδα». Αλλά οι άλλοι; Ούτε αυτοί είχαν ακούσει τίποτα; Και πώς απαντά σήμερα με μια φωνή ο γερμανικός πολιτικός κόσμος όταν τίθεται – όχι από κυβερνητικούς παράγοντες της Ελλάδας, για το όνομα του Θεού … – το ζήτημα της τήρησης των «συμφωνημένων»; Πολύ απλά με το επιχείρημα ότι η αναμόχλευση του παρελθόντος δεν συμβάλλει στη βελτίωση των ελληνο-γερμανικών σχέσεων και δυσχεραίνει τη χορήγηση των νέων δανείων. Αυτό που συμβάλλει, όμως, είναι η πίεση για μονομερή τήρηση των «συμφωνημένων» από την πλευρά της Ελλάδας, που πρέπει τώρα να αποδείξει ότι έχει μπέσα – υπάρχει και το ιστορικό άγος της perfidia Greacorum.
Γιατί, άραγε, δεν ίσχυσε το ίδιο για όλα τα θύματα του γερμανικού κράτους την ίδια περίοδο; Γιατί το δόγμα «περασμένα ξεχασμένα» ίσχυσε μόνο για ορισμένους δολοφονημένους; Γιατί ο γερμανός φορολογούμενος, ανεξαρτήτως εθνοτικής καταγωγής, δέχεται αγόγγυστα να πληρώνει ακόμη αποζημιώσεις για ορισμένα από τα θύματα του Ολοκαυτώματος, αλλά αποκρούει μετά βδελυγμίας τη σκέψη για καταβολή αποζημιώσεων και νόμιμων οφειλών σε άλλα;
Γιατί άλλα τα μάτια του λαγού, και άλλα της κουκουβάγιας, όπως λέει και το λαϊκό άσμα. Γιατί δεν είναι το ίδιο όλοι οι εκπρόσωποι κρατών και οργανισμών. Κάποιοι γνωρίζουν πώς να διεκδικούν αυτά που αναλογούν στους πολίτες του κράτους ή στα μέλη της οργάνωσης που εκπροσωπούν. Κάποιοι άλλοι γνωρίζουν πώς να παραιτούνται από αυτά. Η ελληνική κυβέρνηση ευδόκησε το 2010 να καταργήσει το νόμο 3933/1959 και το διάταγμα 4016/1959 που μεταβίβαζαν στο γερμανικό κράτος την αρμοδιότητα για την εκδίκαση υποθέσεων όπως αυτές του Μέρτεν και του Κόλβες. Προφανώς για να ανοιχτούν οι τάφοι των εμπλεκομένων και να προσαχθούν οι σκελετοί τους στα ελληνικά δικαστήρια.
Λέω «ευτυχώς», σκεπτόμενος πάντοτε πώς αισθάνονται με όσα συμβαίνουν σήμερα άνθρωποι όπως ο Μανόλης Γλέζος, που η μοίρα κανόνισε να ζήσουν τρεις διαδοχικές φάσεις των ελληνο-γερμανικών σχέσεων: τη σύγκρουση, την επαναπροσέγγιση και, τώρα, την περίοδο της εξάρτησης. Γιατί όσοι έφυγαν δεν χρειάστηκε να ζήσουν την ταπείνωση που βιώνουν πολλοί Έλληνες – όχι όλοι – όταν Γερμανοί αξιωματούχοι και δημοσιολόγοι ασκούν σήμερα πιέσεις συμμόρφωσης κραδαίνοντας το λατινικό ρητό pacta sunt servanda. Τα «pacta» είναι τα Μνημόνια, δηλαδή τρόπος του λέγειν συμφωνημένα. Μέχρι και η κ. Γκάμπι Τσίμερ της Αριστεράς καλεί τους Έλληνες πολιτικούς να κάνουν τα μαθήματά τους, πριν ζητήσουν ελάφρυνση του χρέους.
Ανεξάρτητα από το αν ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών και οι δημοσιολόγοι φίλοι του προσπάθησαν να στριμώξουν μέσω της κ. Τσίμερ τον κ. Τσίπρα, άθλημα όχι ασύνηθες στην πολιτική, η εντύπωση παραμένει: Η Ευρώπη ζητά από την Ελλάδα να τηρήσει τις συμφωνίες. Η απαίτηση, όμως, να τηρηθούν τα συμφωνημένα – κάτι που προβάλλει κάθε φορέας μικρής ή μεγάλης ισχύος απέναντι στον ηττημένο – ακούγεται κάπως περίεργη όταν προέρχεται, και προέρχεται πολύ συχνά, από χείλη Γερμανών αξιωματούχων. Γιατί;
Επειδή είναι υποκριτική. Και είναι υποκριτική, όταν αυτός που την προβάλλει ως γενική αρχή, την ίδια στιγμή αντιμετωπίζει το θέμα της εφαρμογής του κανόνα της αμοιβαιότητας με ένα αόριστο «περασμένα, ξεχασμένα». Με άλλα λόγια, όταν το ίδιο άτομο επικαλείται την ίδια στιγμή δύο αντικρουόμενες και αντιφατικές αρχές, ξέρεις ότι απέναντί σου έχεις έναν τεχνοκράτη της ισχύος.
Που μπορεί να είναι ιταμός και υποκριτής ταυτόχρονα. Πιο απλά, αυτό που σου λέει είναι: η τήρηση των συμφωνημένων είναι βασική αρχή των πολιτισμένων εθνών, αλλά μόνο οι δυνατοί μπορούν να απαιτήσουν την εφαρμογή της. Διότι από την πλευρά του γερμανικού κράτους, του διαιρεμένου ή του ενωμένου μετά το 1990, δεν τηρήθηκαν τα συμφωνημένα απέναντι στην Ελλάδα σε δύο κρίσιμους τομείς: στον τομέα των πολεμικών αποζημιώσεων και του κατοχικού δανείου, αλλά και στον τομέα της δίωξης των εγκληματιών πολέμου κατά την περίοδο της κατοχής – και δεν ήταν λίγοι.
Σε ό,τι αφορά το πρώτο, έχει γίνει αρκετή δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα – μετά το 2009, δυστυχώς. Γιατί θα έπρεπε να είχε γίνει πολύ νωρίτερα. Αποτέλεσμα: η γερμανική πλευρά δεν αναγνωρίζει σήμερα τέτοια υποχρέωση. Δεν υπάρχουν εκκρεμότητες, λέει unisono η γερμανική πολιτική τάξη. Δεν μας αφορούν τα δάνεια που είχε συνάψει ο Αδόλφος. Ούτε πόσο κοστίζουν οι καταστροφές που προξένησαν τότε όργανα του γερμανικού κράτους, με τα οποία εμείς δεν έχουμε καμία σχέση, απλώς ανήκουμε στο ίδιο κράτος. Αυτά, άλλωστε, είναι περασμένα ξεχασμένα.
Σε ό,τι αφορά το δεύτερο, την τιμωρία των εγκληματιών, οι κυβερνητικές ελίτ στην Ελλάδα προτίμησαν να μην πάρουν την υπόθεση στα σοβαρά. Ουσιαστικά ο μόνος κρατικός παράγοντας που επέμενε μεταπολεμικά στις διώξεις ήταν το Γραφείο Εγκλημάτων Πολέμου με επικεφαλής έναν ξεχωριστό δικαστή, τον Ανδρέα Τούση. Το Γραφείο καταργήθηκε όχι από τη γερμανική, αλλά από την ελληνική κυβέρνηση μετά τη συμφωνία Καραμανλή-Αντενάουερ για τη μεταβίβαση στη γερμανική Δικαιοσύνη της αρμοδιότητας για τη δικαστική διερεύνηση των εγκληματιών πολέμου. Πόσοι ήταν οι εμπλεκόμενοι σ’ αυτά πολίτες του Τρίτου Ράιχ, αξιωματούχοι και όργανα του γερμανικού κράτους, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονταν στους εκατοντάδες ειδικούς φακέλους του Γραφείου που δόθηκαν σταδιακά από τις μεταπολεμικές ελληνικές κυβερνήσεις στη Δυτική Γερμανία; Γύρω στα 800 άτομα, σύμφωνα με εκτιμήσεις. Ναι, εκτιμήσεις, διότι το 1975 η ελληνική Πολιτεία αποφάσισε να απαλλαγεί από το υλικό αυτών των φακέλων, πολτοποιώντας το. Αυτή είναι η ελληνική πατέντα αναμέτρησης με το παρελθόν. Εφαρμόστηκε και αργότερα, τον Αύγουστο του 1989 με τη συγκυβέρνηση, μια ελαφρώς διαφορετική παραλλαγή, για λόγους εθνικής συμφιλίωσης…
Πόσοι δικάστηκαν από ελληνικά δικαστήρια πριν το 1959, τη χρονιά που έγινε η ελληνο-γερμανική συμφωνία; Ο αριθμός είναι μονοψήφιος. Πόσοι μετά; Κανένας απολύτως. Πόσοι δικάστηκαν από γερμανικά δικαστήρια πριν και μετά το 1960; Ούτε ένας. Δυο-τρεις που είχαν δικαστεί και καταδικαστεί από τα συμμαχικά δικαστήρια (δίκες της Νυρεμβέργης και οι παρεπόμενες) για εγκλήματα πολέμου στην Ελλάδα εξέτισαν αστείες ποινές και μετά σταδιοδρόμησαν επαγγελματικά στη νέα (Δυτική) Γερμανία.
Κάπως έτσι τηρήθηκαν τα συμφωνηθέντα μεταξύ Καραμανλή-Αντενάουερ σε ό,τι αφορά τη γερμανική πλευρά. Καθόλου μπεσαλίδικα, ομολογουμένως. Μα και οι Γερμανοί μπαταχτσήδες; Είναι δυνατόν; Πώς μπορεί ένα κράτος που συγκροτείται από πολίτες με ισχυρή συνείδηση καθήκοντος να παραβιάζει τα συμφωνηθέντα;
Έλα ντε…Εδώ είναι το πρόβλημα. Το (μισό) γερμανικό κράτος με το οποίο έγινε η συμφωνία, δεν πίστεψε ποτέ στην απονομή δικαιοσύνης στον τομέα των εγκλημάτων πολέμου. Δεν πίστευε ότι είναι απαραίτητες αυτές οι διαδικασίες εντοπισμού και εκδίκασης των εγκληματιών, ούτε πριν το 1959, ούτε όταν έκλεινε τη συμφωνία με την Ελλάδα. Αλλά μάλλον ούτε και οι ελληνικές κυβερνήσεις το πίστευαν. Υπάρχουν δύο χαρακτηριστικά γεγονότα που δείχνουν το «κλίμα» της εποχής: οι περιπτώσεις του Μαξ Μέρτεν και του Γκύντερ Κόλβες.
Όταν ο Μαξ Μέρτεν, ο σύμβουλος της γερμανικής στρατιωτικής διοίκησης στην κατοχική Θεσσαλονίκη, ο άνθρωπος που εισήγαγε τους φυλετικούς νόμους στην πόλη αυτή και είχε άμεση εμπλοκή στη σύλληψη των Εβραίων και τη μεταφορά τους στα στρατόπεδα θανάτου της Πολωνίας, συνελήφθη το 1957 στην Ελλάδα – όχι λόγω κυβερνητικού ζήλου, αλλά χάρις στην ελαφρότητα ενός υπαλλήλου της γερμανικής πρεσβείας και στην ανεξαρτησία του δικαστή Ανδρέα Τούση – προφυλακίστηκε και καταδικάστηκε στις αρχές του 1959 σε πολυετή φυλάκιση, υπήρξαν πιέσεις για τερματισμό των διώξεων.
Ο Μέρτεν βγήκε την ίδια χρονιά από τη φυλακή και μεταφέρθηκε στο Βερολίνο ώστε να επιληφθεί, πλέον, της υποθέσεως η γερμανική δικαιοσύνη, σύμφωνα με τα «συμφωνηθέντα». Όντως, εκείνη επελήφθη και για τα ίδια αδικήματα τον αθώωσε πανηγυρικά, επειδή τα επιβαρυντικά στοιχεία ήταν, υποτίθεται, σαθρά και πρόχειρα – φτιαγμένα προφανώς από τους γνωστούς για την «τσαπατσουλιά» τους Έλληνες, σύμφωνα με το διαχρονικά επαναλαμβανόμενο στερεότυπο.
Ο Μαξ Μέρτεν ήταν ακόμη στη φυλακή, όταν τον Ιούνιο του 1959 ο ραλίστας Γκύντερ Κόλβες, κατηγορούμενος για εκτελέσεις αμάχων στο Ακρωτήρι Χανίων, συμμετείχε, για δεύτερη χρονιά, στο βασιλικό ράλι «Ακρόπολις». Αυτή τη φορά ο Τούσης δεν μπόρεσε να υπερνικήσει τις κυβερνητικές αντιστάσεις που δεν ήθελαν δεύτερο Γερμανό στις φυλακές. Ο Κόλβες συνελήφθη στις 3.6.1959 για να αφεθεί, με άνωθεν εντολή, λίγες ώρες μετά ελεύθερος και να ταξιδέψει με το ατμόπλοιο «Αγαμέμνων» προς Βρινδήσιον – ένας μπελάς λιγότερος για τον Καραμανλή.
Όλα τα τεκμήρια που είχε το Γραφείο Εγκλημάτων Πολέμου παρεδόθησαν πριν και μετά το 1959 από τις ελληνικές αρχές στο γερμανικό υπουργείο των Εξωτερικών. Εκείνο τα προώθησε στις οικείες δικαστικές αρχές προς διερεύνηση. Σε όλες τις περιπτώσεις – ακόμη και για φοβερά εγκλήματα όπως το Κομμένο, η Παραμυθιά, τα Καλάβρυτα, η Κλεισούρα, το Δίστομο, οι Πύργοι και το Μεσόβουνο – η έρευνα σταμάτησε στο στάδιο της προανάκρισης και έκλεισε με παύση της δίωξης. Για τους Γερμανούς ανακριτές δεν προέκυπταν ούτε από τα στοιχεία των ελληνικών αρχών, αλλά ούτε και από τις καταθέσεις των δραστών και των βοηθών τους, εγκληματικές πράξεις. Και δεν προέκυπταν, ή είχαν παραγραφεί, όχι επειδή οι σφαγές δεν είχαν γίνει – κάτι τέτοιο θα ήταν τερατώδες να ειπωθεί – αλλά επειδή πολλοί κατηγορούμενοι δεν μπορούσαν, υποτίθεται, να εντοπιστούν λόγω αγνώστου διαμονής ή ταυτότητας. Άλλοι είχαν πεθάνει. Και αυτοί που τελικά εντοπίστηκαν, κρίθηκε ότι δεν είχαν ταπεινά κίνητρα για τα εγκλήματα που είχαν διαπράξει, ώστε οι πράξεις τους να εμπίπτουν στην κατηγορία της δολοφονίας, που δεν είχε παραγραφεί και θα μπορούσε ακόμη να διωχθεί. Οι σφαγές ονομάστηκαν από τους ανακριτές – μερικοί εξ αυτών είχαν υπηρετήσει οι ίδιοι στη Βέρμαχτ ως στρατοδίκες – «ανθρωποκτονίες», δηλαδή πράξεις που συμβαίνουν στον πόλεμο, ιδιαίτερα όταν επιβάλλεται η χρήση αντιποίνων εναντίον του άμαχου πληθυσμού για πράξεις ανταρτών κατά της κατοχικής αρχής.
Κάπως έτσι υπηρετήθηκαν τα «συμφωνημένα» από τη μεταπολεμική δυτικογερμανική Δικαιοσύνη. Η κ. Μέρκελ, βεβαίως, ήταν τότε στη Λαϊκή Δημοκρατία και έγραφε τη διατριβή της, γι αυτό και δεν είδε τίποτα, δεν άκουσε τίποτα και δεν γνωρίζει τίποτα. Έτσι μπορεί σήμερα να πει «μη με μπερδεύετε εμένα με τα δάνεια του Χίτλερ και τα εγκλήματα πολέμου στην Ελλάδα». Αλλά οι άλλοι; Ούτε αυτοί είχαν ακούσει τίποτα; Και πώς απαντά σήμερα με μια φωνή ο γερμανικός πολιτικός κόσμος όταν τίθεται – όχι από κυβερνητικούς παράγοντες της Ελλάδας, για το όνομα του Θεού … – το ζήτημα της τήρησης των «συμφωνημένων»; Πολύ απλά με το επιχείρημα ότι η αναμόχλευση του παρελθόντος δεν συμβάλλει στη βελτίωση των ελληνο-γερμανικών σχέσεων και δυσχεραίνει τη χορήγηση των νέων δανείων. Αυτό που συμβάλλει, όμως, είναι η πίεση για μονομερή τήρηση των «συμφωνημένων» από την πλευρά της Ελλάδας, που πρέπει τώρα να αποδείξει ότι έχει μπέσα – υπάρχει και το ιστορικό άγος της perfidia Greacorum.
Γιατί, άραγε, δεν ίσχυσε το ίδιο για όλα τα θύματα του γερμανικού κράτους την ίδια περίοδο; Γιατί το δόγμα «περασμένα ξεχασμένα» ίσχυσε μόνο για ορισμένους δολοφονημένους; Γιατί ο γερμανός φορολογούμενος, ανεξαρτήτως εθνοτικής καταγωγής, δέχεται αγόγγυστα να πληρώνει ακόμη αποζημιώσεις για ορισμένα από τα θύματα του Ολοκαυτώματος, αλλά αποκρούει μετά βδελυγμίας τη σκέψη για καταβολή αποζημιώσεων και νόμιμων οφειλών σε άλλα;
Γιατί άλλα τα μάτια του λαγού, και άλλα της κουκουβάγιας, όπως λέει και το λαϊκό άσμα. Γιατί δεν είναι το ίδιο όλοι οι εκπρόσωποι κρατών και οργανισμών. Κάποιοι γνωρίζουν πώς να διεκδικούν αυτά που αναλογούν στους πολίτες του κράτους ή στα μέλη της οργάνωσης που εκπροσωπούν. Κάποιοι άλλοι γνωρίζουν πώς να παραιτούνται από αυτά. Η ελληνική κυβέρνηση ευδόκησε το 2010 να καταργήσει το νόμο 3933/1959 και το διάταγμα 4016/1959 που μεταβίβαζαν στο γερμανικό κράτος την αρμοδιότητα για την εκδίκαση υποθέσεων όπως αυτές του Μέρτεν και του Κόλβες. Προφανώς για να ανοιχτούν οι τάφοι των εμπλεκομένων και να προσαχθούν οι σκελετοί τους στα ελληνικά δικαστήρια.