Επιμέλεια: Κορίνα ΒασιλοπούλουH
κρίση δεν ήταν μόνο οικονομική. Προέκυψε από ένδεια ηγετών και ιδεών.
Φοβηθήκαμε να σκεφτούμε για λογαριασμό μας και δεχτήκαμε παθητικά και
παράλογα τις έξωθεν επιταγές
Σε μια διάλεξή του στη Σορβόννη, στις 6 του περασμένου Νοεμβρίου, ο
πρόεδρος του Εκουαδόρ, Ραφαέλ Κορέα, εγκάλεσε τους Eυρωπαίους ομολόγους
του ως προς τον τρόπο που χειρίζονται την κρίση χρέους. Αυτός, όπως
πιστεύει, χαρακτηρίζεται από μία και μοναδική εμμονή: να εξασφαλιστούν
τα συμφέροντα των τραπεζών. Εδώ μας δίνει μια αναλυτική προσέγγιση του
σκεπτικού του.
Του Ραφαέλ Κορέα*
Εμείς οι Λατινοαμερικανοί είμαστε ειδικοί στις κρίσεις. Όχι γιατί ίσως είμαστε πιο έξυπνοι από τους άλλους, αλλά γιατί τις έχουμε ζήσει όλες. Ο τρόπος που τις χειριστήκαμε μάλιστα ήταν τραγικός, διότι είχαμε μία και μόνη προτεραιότητα: να διασφαλίσουμε τα δικαιώματα του κεφαλαίου, έστω κι αν αυτό σήμαινε ότι η περιοχή θα βυθιζόταν σε μια μακροχρόνια κρίση χρέους. Σήμερα παρατηρούμε με ανησυχία την Ευρώπη να ακολουθεί με τη σειρά της τον ίδιο δρόμο.
Τη δεκαετία του 1970 οι χώρες της Λατινικής Αμερικής μπήκαν σε μια κατάσταση εντατικής εξωτερικής χρέωσης. Η επίσημη ιστορία δηλώνει ότι η κατάσταση αυτή προέκυψε από τις πολιτικές «ανεύθυνων» κυβερνήσεων και τις συσσωρευμένες ανισότητες του μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης που υιοθετήθηκε στην ήπειρο μετά τον πόλεμο: τη δημιουργία, δηλαδή, μιας βιομηχανίας ικανής να παράγει τοπικά τα προϊόντα που εισάγονταν ή, άλλως, την «εκβιομηχάνιση διά της υποκατάστασης των εισαγωγών».
Αυτή η εντατική χρέωση στην πράξη προωθήθηκε -και μάλιστα επιβλήθηκε- από τους διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς. Η υποτιθέμενη λογική τους υπαγόρευε ότι, χάρη στη χρηματοδότηση προγραμμάτων υψηλής αποδοτικότητας, τα οποία αφθονούσαν εκείνη την εποχή στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, θα φτάναμε στην ανάπτυξη, ενώ τα κέρδη από αυτές τις επενδύσεις θα επέτρεπαν την αποπληρωμή του συσσωρευμένου χρέους.
Αυτό διήρκεσε ώς τις 13 Αυγούστου του 1982, όταν το Μεξικό κήρυξε αδυναμία αποπληρωμής του χρέους. Από τότε ολόκληρη η Λατινική Αμερική αναγκάστηκε να υποστεί τη διακοπή στην παροχή δανείων από το εξωτερικό, παράλληλα με την απότομη αύξηση των επιτοκίων του χρέους τους. Δάνεια τα οποία είχαν συναφθεί με κυμαινόμενα επιτόκια της τάξης του 4% με 6%, έφτασαν ξαφνικά στο 20%. Ο Μαρκ Τουέιν έλεγε: «Ο τραπεζίτης είναι κάποιος που σας δανείζει ομπρέλα όταν έχει λιακάδα και σας την ξαναπαίρνει μόλις αρχίσει να βρέχει...».
Έτσι ξεκίνησε η δική μας «κρίση χρέους». Τη δεκαετία του 1980 η Λατινική Αμερική πραγματοποίησε καθαρή μεταφορά πόρων προς τους πιστωτές της αξίας 195 δισ. δολαρίων (η σημερινή τους αξία ανέρχεται περίπου στα 554 δισ. δολάρια). Την ίδια εποχή το εξωτερικό χρέος της περιοχής σκαρφάλωνε από τα 223 δισ. δολάρια το 1980 στα... 443 δισ. δολάρια το 1991! Κι αυτό όχι εξαιτίας νέων δανείων, αλλά λόγω της επαναχρηματοδότησης και της συσσώρευσης τόκων.
Στην πράξη η Νότια Αμερική είδε τη δεκαετία του 1980 να κλείνει με τα ίδια επίπεδα κατά κεφαλήν εισοδήματος των μέσων της δεκαετίας του 1970. Κάνουν λόγο για μια «χαμένη δεκαετία για την ανάπτυξη». Στην πραγματικότητα, αυτό που χάθηκε ήταν μια ολόκληρη γενιά.
Παρόλο που υπήρχε κοινό μερίδιο ευθύνης, οι κυρίαρχες χώρες, οι διεθνείς γραφειοκρατικοί οργανισμοί, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Παγκόσμια Τράπεζα και η Παναμερικανική Τράπεζα Ανάπτυξης (BID), καθώς φυσικά και οι διεθνείς ιδιωτικές τράπεζες απέδωσαν συνοπτικά τις δυσκολίες στην υπερχρέωση των κρατών (overborrowing). Δεν ανέλαβαν ποτέ την ευθύνη για τον ρόλο που οι ίδιες διαδραμάτισαν στην ανεύθυνη παροχή δανείων(overlending), την άλλη όψη του προβλήματος.
Οι σοβαρές δημοσιονομικές κρίσεις και οι κρίσεις υπερσυσσώρευσης εξωτερικού χρέους που προκλήθηκαν από την καθαρή μεταφορά πόρων της Λατινικής Αμερικής προς τους πιστωτές της, οδήγησαν αρκετές χώρες της περιοχής να συντάξουν «επιστολές προθέσεως» τις οποίες υπαγόρευε το ΔΝΤ. Αυτές οι δεσμευτικές συμφωνίες επέτρεπαν τη λήψη δανείων από τον οργανισμό, καθώς και την εγγύησή του στην επαναδιαπραγμάτευση των διμερών χρεών που είχαν συναφθεί με τις πιστώτριες χώρες, όλες μέλη του Κλαμπ των Παρισίων.
Τα προγράμματα δομικής προσαρμογής και σταθεροποίησης επέβαλαν τις γνωστές συνταγές: δημοσιονομική λιτότητα, αύξηση στις τιμές των δημοσίων υπηρεσιών, ιδιωτικοποιήσεις κ.λπ. Ένα σωρό μέτρα, τα οποία δεν είχαν στόχο να οδηγήσουν στην έξοδο από την κρίση το συντομότερο δυνατό ούτε να ενισχύσουν την ανάπτυξη και την απασχόληση, αλλά να εγγυηθούν την εξυπηρέτηση του χρέους στις ιδιωτικές τράπεζες. Τελικά, τα κράτη παρέμεναν χρεωμένα όχι μόνο σε αυτά τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, αλλά και στους διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, οι οποίοι προστάτευαν τα συμφέροντα των τραπεζών.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης άρχισε να επιβάλλεται στην Αμερική και στον κόσμο: ο νεοφιλελευθερισμός. H νέα «συναίνεση» ως προς τη στρατηγική της ανάπτυξης ονομάστηκε «συναίνεση» της Ουάσιγκτον, καθώς οι κύριοι εμπνευστές και διαφημιστές της ήταν οι πολυμερείς χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί με έδρα την Ουάσιγκτον. Σύμφωνα με το πνεύμα της μόδας, η κρίση στη Λατινική Αμερική οφειλόταν στην υπερβολική παρέμβαση του κράτους στην οικονομία, στην απουσία ενός κατάλληλου συστήματος ελεύθερων τιμών και στην απομάκρυνση από τις διεθνείς αγορές -με δεδομένο ότι τα χαρακτηριστικά αυτά απέρρεαν από το λατινοαμερικανικό μοντέλο εκβιομηχάνισης διά της αντικατάστασης των εισαγωγών.
Χάρη σε μια άνευ προηγουμένου καμπάνια ιδεολογικού μάρκετινγκ υπό τη μορφή επιστημονικής έρευνας, καθώς και στις άμεσες πιέσεις που ασκούσαν το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα, η περιοχή πέρασε από το ένα άκρο στο άλλο: τη δυσπιστία απέναντι στην αγορά και την υπερβολική εμπιστοσύνη στο κράτος αντικατέστησαν οι ελεύθερες συναλλαγές, η απορρύθμιση και οι ιδιωτικοποιήσεις.
Η κρίση δεν ήταν μόνο οικονομική. Προέκυψε από ένδεια ηγετών και ιδεών. Φοβηθήκαμε να σκεφτούμε για λογαριασμό μας και δεχτήκαμε παθητικά και παράλογα τις έξωθεν επιταγές.
Η περιγραφή της κρίσης που βίωσε το Εκουαδόρ σίγουρα θα φανεί οικεία σε πολλούς Ευρωπαίους. Η Ευρωπαϊκή Ένωση πάσχει από υπερχρέωση, η οποία παράγεται και επιδεινώνεται από τον νεοφιλελεύθερο φονταμενταλισμό. Μολονότι σεβόμαστε την εθνική κυριαρχία και την ανεξαρτησία κάθε περιοχής του κόσμου, μας εκπλήσσει η διαπίστωση ότι η πεφωτισμένη Ευρώπη επαναλαμβάνει κατά γράμμα όλα τα λάθη που διέπραξε χθες η Λατινική Αμερική.
Οι ευρωπαϊκές τράπεζες δάνεισαν την Ελλάδα κάνοντας πως δεν έβλεπαν ότι το ελληνικό δημοσιονομικό έλλειμμα ήταν τρεις φορές μεγαλύτερο απ' ό,τι δήλωνε το κράτος. Τίθεται εκ νέου ένα πρόβλημα υπερχρέωσης, ενώ παραλείπεται να αναφερθεί η άλλη του όψη: ο υπερβολικός δανεισμός. Λες και το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο δεν είχε ποτέ το παραμικρό μερίδιο ευθύνης.
Από το 2010 ώς το 2012, η ανεργία στην Ευρώπη έφτασε σε ανησυχητικά επίπεδα. Μεταξύ 2009 και 2012, η Πορτογαλία, η Ιταλία, η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Ισπανία μείωσαν τις δαπάνες στον προϋπολογισμό τους κατά 6,4% κατά μέσον όρο, πλήττοντας σοβαρά με αυτό τον τρόπο τις υπηρεσίες της υγείας και της παιδείας. Η δικαιολογία για αυτή την πολιτική ήταν η έλλειψη πόρων.
Ωστόσο, απελευθερώθηκαν σημαντικά χρηματικά ποσά για την ενίσχση του τραπεζικού τομέα. Στην Πορτογαλία, στην Ελλάδα και στην Ιρλανδία τα ποσά της «τραπεζικής διάσωσης» ξεπερνούν το σύνολο των ετήσιων μισθών.Κι ενώ η κρίση χτυπά με δριμύτητα τους λαούς της Ευρώπης, συνεχίζουν να τους επιβάλλουν τις συνταγές που απέτυχαν παντού ανά τον κόσμο.
Ας πάρουμε το παράδειγμα της Κύπρου. Όπως πάντα, το πρόβλημα ξεκινά με την απορρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα. Το 2012 ο κακός χειρισμός του ξεφεύγει εκτός ορίων. Οι τράπεζες της χώρας, κυρίως η Τράπεζα Κύπρου και η Λαϊκή, είχαν παραχωρήσει στην Ελλάδα ιδιωτικά δάνεια για ποσά που ξεπερνούσαν το κυπριακό ΑΕΠ. Τον Απρίλιο του 2013, η τρόικα προτείνει «διάσωση» ύψους 10 δισ. ευρώ. Τη συνδέει με ένα πρόγραμμα προσαρμογής, το οποίο περιλαμβάνει τη μείωση του δημόσιου τομέα, την κατάργηση του συστήματος μερισματικής συνταξιοδότησης για τους νέους δημοσίους υπαλλήλους, την ιδιωτικοποίηση δημοσίων επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας, μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής ώς το 2018, τον περιορισμό των κοινωνικών δαπανών και τη δημιουργία ενός «ταμείου χρηματοπιστωτικής διάσωσης», που στόχο έχει να στηρίξει τις τράπεζες και να επιλύσει τα προβλήματά τους, πέρα από το κούρεμα των καταθέσεων που υπερβαίνουν τις 100.000 ευρώ.
Ουδείς αμφιβάλλει για την αναγκαιότητα μεταρρυθμίσεων ούτε για το ότι πρέπει να διορθωθούν σοβαρά λάθη, των προπατορικών συμπεριλαμβανομένων: η Ευρωπαϊκή Ένωση έκανε δεκτές στους κόλπους της χώρες με πολύ σημαντικές αποκλίσεις στην παραγωγικότητά τους, αποκλίσεις χωρίς αντανάκλαση στους εθνικούς μισθούς. Μόνο που, κατ' ουσίαν, οι πολιτικές που ακολουθούνται δεν έχουν ως ζητούμενο την έξοδο από την κρίση με το μικρότερο κόστος για τους Ευρωπαίους πολίτες, αλλά να εγγυηθούν την πληρωμή του χρέους στις ιδιωτικές τράπεζες.
Αναφερθήκαμε στις χρεωμένες χώρες. Τι γίνεται με τους ιδιώτες που αδυνατούν να εξοφλήσουν τα δάνειά τους; Ας πάρουμε το παράδειγμα της Ισπανίας. Η απουσία ελέγχου και η πανεύκολη πρόσβαση στο χρήμα των ισπανικών τραπεζών είχαν αποτέλεσμα μια τεράστια ποσότητα υποθηκευτικών δανείων, τα οποία όξυναν την κερδοσκοπία στα ακίνητα. Οι ίδιες οι τράπεζες έψαχναν πελάτες, εκτιμούσαν την τιμή της κατοικίας τους και τους δάνειζαν πάντα επιπλέον χρήματα για την αγορά αυτοκινήτου, επίπλων, ηλεκτρικών συσκευών κ.λπ.
Όταν σκάει η φούσκα των ακινήτων, ο καλόπιστος δανειολήπτης δεν μπορεί πια να πληρώνει το δάνειό του: δεν έχει δουλειά. Του παίρνουν το σπίτι, μόνο που αυτό κοστίζει πια λιγότερο από όταν το αγόρασε. Η οικογένειά του βρίσκεται στον δρόμο και χρεωμένη διά βίου. Το 2012 καταμετρήθηκαν περισσότερες από 200 εξώσεις την ημέρα, πράγμα που εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τις αυτοκτονίες στην Ισπανία...
Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα: Γιατί δεν προστρέχουμε σε αυτονόητες λύσεις και γιατί επαναλαμβάνεται πάντα το χειρότερο σενάριο; Διότι το πρόβλημα δεν είναι τεχνικής, αλλά πολιτικής φύσης. Καθορίζεται από τον συσχετισμό δυνάμεων. Ποιος διοικεί τις κοινωνίες μας; Οι άνθρωποι ή το κεφάλαιο;
Το μεγαλύτερο άδικο που διαπράξαμε με την οικονομία είναι ότι την αποσπάσαμε από την αρχική της φύση, της πολιτικής οικονομίας. Μας έκαναν να πιστέψουμε ότι όλα τα ζητήματα είναι τεχνικά. Μας μεταμφίεσαν την ιδεολογία σε επιστήμη και ενθαρρύνοντάς μας να μην λαμβάνουμε υπόψη τους συσχετισμούς δυνάμεων στους κόλπους μιας κοινωνίας, μας έθεσαν όλους στην υπηρεσία των κυρίαρχων δυνάμεων, αυτών που ονομάζω «αυτοκρατορία του κεφαλαίου».
Η στρατηγική της εντατικής χρέωσης που εξαπέλυσε την κρίση στη λατινοαμερικάνικη ήπειρο δεν είχε στόχο να βοηθήσει τις χώρες μας να αναπτυχθούν. Υπάκουε στην επείγουσα ανάγκη να τοποθετηθεί κάπου το χρηματικό πλεόνασμα που πλημμύριζε τις χρηματοπιστωτικές αγορές του «πρώτου κόσμου», τα πετροδόλαρα που οι αραβικές πετρελαιοπαραγωγές χώρες είχαν τοποθετήσει στις τράπεζες των αναπτυσσόμενων χωρών. Η ρευστότητα προερχόταν από την άνοδο στην τιμή του πετρελαίου που ακολούθησε τον πόλεμο του Οκτωβρίου του 1973, καθώς ο Οργανισμός Πετρελαιοεξαγωγών Χωρών (ΟΠΕΚ) διατηρούσε τις τιμές αυτές σε υψηλά επίπεδα. Μεταξύ 1975 και 1980, οι καταθέσεις στις διεθνείς τράπεζες αυξήθηκαν από 82 σε 440 δισ. δολάρια (σημερινή αξία 1,226 τρισ. δολάρια).
Μπροστά στην ανάγκη να τοποθετηθούν τόσο σημαντικά χρηματικά ποσά, ο «Τρίτος Κόσμος» ξύπνησε το ενδιαφέρον. Έτσι από το 1975 άρχισαν να παρελαύνουν οι διεθνείς τραπεζίτες που επιθυμούσαν να τοποθετήσουν κάθε είδους δάνειο -ακόμα και για τη χρηματοδότηση των τρεχόντων εξόδων και για την αγορά όπλων από τους δικτάτορες που κυβερνούσαν πολλά κράτη. Αυτοί οι γεμάτοι ζήλο τραπεζίτες, οι οποίοι δεν είχαν έρθει ποτέ στην περιοχή, ούτε καν ως τουρίστες, έφεραν μαζί τους και μεγάλες βαλίτσες με μίζες που προορίζονταν για τους δημόσιους λειτουργούς, για να τους κάνουν να δεχτούν νέα δάνεια με οποιοδήποτε πρόσχημα. Συγχρόνως, οι διεθνείς χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί και οι αναπτυξιακοί οίκοι συνέχιζαν να πουλούν την ιδέα ότι η λύση όλων ήταν να χρεώνεσαι.
Παρόλο που η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών χρησιμεύει, στην πράξη, στο να διασφαλίσει τη συνέχιση του συστήματος ανεξάρτητα από την ετυμηγορία της κάλπης, επιβλήθηκε ως «τεχνική» αναγκαιότητα στις αρχές της δεκαετίας του 1990, υποστηριζόμενη από υποτιθέμενες εμπειρικές μελέτες που απεδείκνυαν ότι ένας τέτοιος μηχανισμός επέφερε καλύτερες μακροοικονομικές επιδόσεις. Σύμφωνα με αυτές τις «έρευνες», οι ανεξάρτητες κεντρικές τράπεζες μπορούσαν να ενεργούν «τεχνικά», πέρα από επιβλαβείς πολιτικές πιέσεις. Με ένα εξίσου παράλογο επιχείρημα, θα έπρεπε ομοίως να αυτονομηθεί και το υπουργείο Οικονομικών, αφού η δημοσιονομική πολιτική θα έπρεπε να έχει κι αυτή καθαρά «τεχνικό» χαρακτήρα. Όπως υπαινίχθηκε ο Ρόναλντ Κόουζ, κάτοχος του βραβείου Οικονομικών Επιστημών το οποίο προσφέρει η Βασιλική Τράπεζα της Σουηδίας στη μνήμη του Άλφρεντ Νόμπελ, τα αποτελέσματα αυτών των μελετών είχαν την εξήγησή τους: είχαν βασανίσει τόσο πολύ τα δεδομένα, ώσπου να πουν όσα ήθελαν οι άλλοι να τα κάνουν να πουν.
Την περίοδο που προηγήθηκε της κρίσης, οι αυτόνομες κεντρικές τράπεζες αφιερώθηκαν αποκλειστικά στη διατήρηση της νομισματικής σταθερότητας, δηλαδή στον έλεγχο του πληθωρισμού, παρά το γεγονός ότι διάφορες κεντρικές τράπεζες είχαν διαδραματίσει πρωταρχικό ρόλο στην ανάπτυξη χωρών όπως η Ιαπωνία ή η Νότια Κορέα. Ώς τη δεκαετία του 1970, ο βασικός ρόλος της Αμερικανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας ήταν να ευνοεί τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την οικονομική μεγέθυνση. Μόνο με την πίεση του πληθωρισμού, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, προστέθηκε στο καλάθι ο στόχος της προώθησης της σταθερότητας των τιμών.
Η προτεραιότητα που δίνεται στη σταθεροποίηση των τιμών σημαίνει επίσης στην πράξη ότι εγκαταλείπονται οι πολιτικές που στοχεύουν στη διατήρηση της πλήρους χρήσης των πόρων στην οικονομία. Σε σημείο που η δημοσιονομική πολιτική, αντί να αμβλύνει τα υφεσιακά επεισόδια και την ανεργία, να τα οξύνει με την αδιάκοπη συμπίεση των εξόδων.
Οι λεγόμενες «ανεξάρτητες» κεντρικές τράπεζες, που το μόνο τους μέλημα είναι η νομισματική σταθερότητα, αποτελούν κομμάτι του προβλήματος, όχι της λύσης. Είναι ένας από τους παράγοντες που εμποδίζουν την Ευρώπη να βγει συντομότερα από την κρίση.
Το δυναμικό της Ευρώπης, ωστόσο, παραμένει άθικτο. Διαθέτει τα πάντα: ανθρώπινο ταλέντο, παραγωγικές πηγές, τεχνολογία. Νομίζω ότι πρέπει να αντλήσετε ισχυρά συμπεράσματα από αυτό: εδώ έχουμε να κάνουμε με πρόβλημα κοινωνικού συντονισμού, δηλαδή πολιτικής οικονομίας της ζήτησης ή όπως θέλει να το πει κανείς. Αντίθετα, οι σχέσεις εξουσίας στο εσωτερικό των χωρών σας και σε παγκόσμιο επίπεδο είναι όλες ευνοϊκές προς το κεφάλαιο, κυρίως το χρηματοπιστωτικό, λόγος για τον οποίο οι πολιτικές που εφαρμόζονται είναι αντίθετες με αυτό που θα ήταν κοινωνικά ευκταίο.
Πολλοί πολίτες, οι οποίοι δέχονται το σφυροκόπημα της υποτιθέμενης οικονομικής επιστήμης και των διεθνών γραφειοκρατιών, έχουν πειστεί ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική». Κάνουν λάθος.
* Ο Ραφαέλ Κορέα είναι πρόεδρος της Δημοκρατίας του Εκουαδόρ, διδάκτωρ Οικονομίας. Συγγραφέας του βιβλίου «De la République bananière à la non-République», Utopia, Παρίσι, 2013.
Του Ραφαέλ Κορέα*
Εμείς οι Λατινοαμερικανοί είμαστε ειδικοί στις κρίσεις. Όχι γιατί ίσως είμαστε πιο έξυπνοι από τους άλλους, αλλά γιατί τις έχουμε ζήσει όλες. Ο τρόπος που τις χειριστήκαμε μάλιστα ήταν τραγικός, διότι είχαμε μία και μόνη προτεραιότητα: να διασφαλίσουμε τα δικαιώματα του κεφαλαίου, έστω κι αν αυτό σήμαινε ότι η περιοχή θα βυθιζόταν σε μια μακροχρόνια κρίση χρέους. Σήμερα παρατηρούμε με ανησυχία την Ευρώπη να ακολουθεί με τη σειρά της τον ίδιο δρόμο.
Τη δεκαετία του 1970 οι χώρες της Λατινικής Αμερικής μπήκαν σε μια κατάσταση εντατικής εξωτερικής χρέωσης. Η επίσημη ιστορία δηλώνει ότι η κατάσταση αυτή προέκυψε από τις πολιτικές «ανεύθυνων» κυβερνήσεων και τις συσσωρευμένες ανισότητες του μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης που υιοθετήθηκε στην ήπειρο μετά τον πόλεμο: τη δημιουργία, δηλαδή, μιας βιομηχανίας ικανής να παράγει τοπικά τα προϊόντα που εισάγονταν ή, άλλως, την «εκβιομηχάνιση διά της υποκατάστασης των εισαγωγών».
Αυτή η εντατική χρέωση στην πράξη προωθήθηκε -και μάλιστα επιβλήθηκε- από τους διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς. Η υποτιθέμενη λογική τους υπαγόρευε ότι, χάρη στη χρηματοδότηση προγραμμάτων υψηλής αποδοτικότητας, τα οποία αφθονούσαν εκείνη την εποχή στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, θα φτάναμε στην ανάπτυξη, ενώ τα κέρδη από αυτές τις επενδύσεις θα επέτρεπαν την αποπληρωμή του συσσωρευμένου χρέους.
Αυτό διήρκεσε ώς τις 13 Αυγούστου του 1982, όταν το Μεξικό κήρυξε αδυναμία αποπληρωμής του χρέους. Από τότε ολόκληρη η Λατινική Αμερική αναγκάστηκε να υποστεί τη διακοπή στην παροχή δανείων από το εξωτερικό, παράλληλα με την απότομη αύξηση των επιτοκίων του χρέους τους. Δάνεια τα οποία είχαν συναφθεί με κυμαινόμενα επιτόκια της τάξης του 4% με 6%, έφτασαν ξαφνικά στο 20%. Ο Μαρκ Τουέιν έλεγε: «Ο τραπεζίτης είναι κάποιος που σας δανείζει ομπρέλα όταν έχει λιακάδα και σας την ξαναπαίρνει μόλις αρχίσει να βρέχει...».
Έτσι ξεκίνησε η δική μας «κρίση χρέους». Τη δεκαετία του 1980 η Λατινική Αμερική πραγματοποίησε καθαρή μεταφορά πόρων προς τους πιστωτές της αξίας 195 δισ. δολαρίων (η σημερινή τους αξία ανέρχεται περίπου στα 554 δισ. δολάρια). Την ίδια εποχή το εξωτερικό χρέος της περιοχής σκαρφάλωνε από τα 223 δισ. δολάρια το 1980 στα... 443 δισ. δολάρια το 1991! Κι αυτό όχι εξαιτίας νέων δανείων, αλλά λόγω της επαναχρηματοδότησης και της συσσώρευσης τόκων.
Στην πράξη η Νότια Αμερική είδε τη δεκαετία του 1980 να κλείνει με τα ίδια επίπεδα κατά κεφαλήν εισοδήματος των μέσων της δεκαετίας του 1970. Κάνουν λόγο για μια «χαμένη δεκαετία για την ανάπτυξη». Στην πραγματικότητα, αυτό που χάθηκε ήταν μια ολόκληρη γενιά.
Παρόλο που υπήρχε κοινό μερίδιο ευθύνης, οι κυρίαρχες χώρες, οι διεθνείς γραφειοκρατικοί οργανισμοί, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Παγκόσμια Τράπεζα και η Παναμερικανική Τράπεζα Ανάπτυξης (BID), καθώς φυσικά και οι διεθνείς ιδιωτικές τράπεζες απέδωσαν συνοπτικά τις δυσκολίες στην υπερχρέωση των κρατών (overborrowing). Δεν ανέλαβαν ποτέ την ευθύνη για τον ρόλο που οι ίδιες διαδραμάτισαν στην ανεύθυνη παροχή δανείων(overlending), την άλλη όψη του προβλήματος.
Οι σοβαρές δημοσιονομικές κρίσεις και οι κρίσεις υπερσυσσώρευσης εξωτερικού χρέους που προκλήθηκαν από την καθαρή μεταφορά πόρων της Λατινικής Αμερικής προς τους πιστωτές της, οδήγησαν αρκετές χώρες της περιοχής να συντάξουν «επιστολές προθέσεως» τις οποίες υπαγόρευε το ΔΝΤ. Αυτές οι δεσμευτικές συμφωνίες επέτρεπαν τη λήψη δανείων από τον οργανισμό, καθώς και την εγγύησή του στην επαναδιαπραγμάτευση των διμερών χρεών που είχαν συναφθεί με τις πιστώτριες χώρες, όλες μέλη του Κλαμπ των Παρισίων.
Τα προγράμματα δομικής προσαρμογής και σταθεροποίησης επέβαλαν τις γνωστές συνταγές: δημοσιονομική λιτότητα, αύξηση στις τιμές των δημοσίων υπηρεσιών, ιδιωτικοποιήσεις κ.λπ. Ένα σωρό μέτρα, τα οποία δεν είχαν στόχο να οδηγήσουν στην έξοδο από την κρίση το συντομότερο δυνατό ούτε να ενισχύσουν την ανάπτυξη και την απασχόληση, αλλά να εγγυηθούν την εξυπηρέτηση του χρέους στις ιδιωτικές τράπεζες. Τελικά, τα κράτη παρέμεναν χρεωμένα όχι μόνο σε αυτά τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, αλλά και στους διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, οι οποίοι προστάτευαν τα συμφέροντα των τραπεζών.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης άρχισε να επιβάλλεται στην Αμερική και στον κόσμο: ο νεοφιλελευθερισμός. H νέα «συναίνεση» ως προς τη στρατηγική της ανάπτυξης ονομάστηκε «συναίνεση» της Ουάσιγκτον, καθώς οι κύριοι εμπνευστές και διαφημιστές της ήταν οι πολυμερείς χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί με έδρα την Ουάσιγκτον. Σύμφωνα με το πνεύμα της μόδας, η κρίση στη Λατινική Αμερική οφειλόταν στην υπερβολική παρέμβαση του κράτους στην οικονομία, στην απουσία ενός κατάλληλου συστήματος ελεύθερων τιμών και στην απομάκρυνση από τις διεθνείς αγορές -με δεδομένο ότι τα χαρακτηριστικά αυτά απέρρεαν από το λατινοαμερικανικό μοντέλο εκβιομηχάνισης διά της αντικατάστασης των εισαγωγών.
Χάρη σε μια άνευ προηγουμένου καμπάνια ιδεολογικού μάρκετινγκ υπό τη μορφή επιστημονικής έρευνας, καθώς και στις άμεσες πιέσεις που ασκούσαν το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα, η περιοχή πέρασε από το ένα άκρο στο άλλο: τη δυσπιστία απέναντι στην αγορά και την υπερβολική εμπιστοσύνη στο κράτος αντικατέστησαν οι ελεύθερες συναλλαγές, η απορρύθμιση και οι ιδιωτικοποιήσεις.
Η κρίση δεν ήταν μόνο οικονομική. Προέκυψε από ένδεια ηγετών και ιδεών. Φοβηθήκαμε να σκεφτούμε για λογαριασμό μας και δεχτήκαμε παθητικά και παράλογα τις έξωθεν επιταγές.
Η περιγραφή της κρίσης που βίωσε το Εκουαδόρ σίγουρα θα φανεί οικεία σε πολλούς Ευρωπαίους. Η Ευρωπαϊκή Ένωση πάσχει από υπερχρέωση, η οποία παράγεται και επιδεινώνεται από τον νεοφιλελεύθερο φονταμενταλισμό. Μολονότι σεβόμαστε την εθνική κυριαρχία και την ανεξαρτησία κάθε περιοχής του κόσμου, μας εκπλήσσει η διαπίστωση ότι η πεφωτισμένη Ευρώπη επαναλαμβάνει κατά γράμμα όλα τα λάθη που διέπραξε χθες η Λατινική Αμερική.
Οι ευρωπαϊκές τράπεζες δάνεισαν την Ελλάδα κάνοντας πως δεν έβλεπαν ότι το ελληνικό δημοσιονομικό έλλειμμα ήταν τρεις φορές μεγαλύτερο απ' ό,τι δήλωνε το κράτος. Τίθεται εκ νέου ένα πρόβλημα υπερχρέωσης, ενώ παραλείπεται να αναφερθεί η άλλη του όψη: ο υπερβολικός δανεισμός. Λες και το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο δεν είχε ποτέ το παραμικρό μερίδιο ευθύνης.
Από το 2010 ώς το 2012, η ανεργία στην Ευρώπη έφτασε σε ανησυχητικά επίπεδα. Μεταξύ 2009 και 2012, η Πορτογαλία, η Ιταλία, η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Ισπανία μείωσαν τις δαπάνες στον προϋπολογισμό τους κατά 6,4% κατά μέσον όρο, πλήττοντας σοβαρά με αυτό τον τρόπο τις υπηρεσίες της υγείας και της παιδείας. Η δικαιολογία για αυτή την πολιτική ήταν η έλλειψη πόρων.
Ωστόσο, απελευθερώθηκαν σημαντικά χρηματικά ποσά για την ενίσχση του τραπεζικού τομέα. Στην Πορτογαλία, στην Ελλάδα και στην Ιρλανδία τα ποσά της «τραπεζικής διάσωσης» ξεπερνούν το σύνολο των ετήσιων μισθών.Κι ενώ η κρίση χτυπά με δριμύτητα τους λαούς της Ευρώπης, συνεχίζουν να τους επιβάλλουν τις συνταγές που απέτυχαν παντού ανά τον κόσμο.
Ας πάρουμε το παράδειγμα της Κύπρου. Όπως πάντα, το πρόβλημα ξεκινά με την απορρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα. Το 2012 ο κακός χειρισμός του ξεφεύγει εκτός ορίων. Οι τράπεζες της χώρας, κυρίως η Τράπεζα Κύπρου και η Λαϊκή, είχαν παραχωρήσει στην Ελλάδα ιδιωτικά δάνεια για ποσά που ξεπερνούσαν το κυπριακό ΑΕΠ. Τον Απρίλιο του 2013, η τρόικα προτείνει «διάσωση» ύψους 10 δισ. ευρώ. Τη συνδέει με ένα πρόγραμμα προσαρμογής, το οποίο περιλαμβάνει τη μείωση του δημόσιου τομέα, την κατάργηση του συστήματος μερισματικής συνταξιοδότησης για τους νέους δημοσίους υπαλλήλους, την ιδιωτικοποίηση δημοσίων επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας, μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής ώς το 2018, τον περιορισμό των κοινωνικών δαπανών και τη δημιουργία ενός «ταμείου χρηματοπιστωτικής διάσωσης», που στόχο έχει να στηρίξει τις τράπεζες και να επιλύσει τα προβλήματά τους, πέρα από το κούρεμα των καταθέσεων που υπερβαίνουν τις 100.000 ευρώ.
Ουδείς αμφιβάλλει για την αναγκαιότητα μεταρρυθμίσεων ούτε για το ότι πρέπει να διορθωθούν σοβαρά λάθη, των προπατορικών συμπεριλαμβανομένων: η Ευρωπαϊκή Ένωση έκανε δεκτές στους κόλπους της χώρες με πολύ σημαντικές αποκλίσεις στην παραγωγικότητά τους, αποκλίσεις χωρίς αντανάκλαση στους εθνικούς μισθούς. Μόνο που, κατ' ουσίαν, οι πολιτικές που ακολουθούνται δεν έχουν ως ζητούμενο την έξοδο από την κρίση με το μικρότερο κόστος για τους Ευρωπαίους πολίτες, αλλά να εγγυηθούν την πληρωμή του χρέους στις ιδιωτικές τράπεζες.
Αναφερθήκαμε στις χρεωμένες χώρες. Τι γίνεται με τους ιδιώτες που αδυνατούν να εξοφλήσουν τα δάνειά τους; Ας πάρουμε το παράδειγμα της Ισπανίας. Η απουσία ελέγχου και η πανεύκολη πρόσβαση στο χρήμα των ισπανικών τραπεζών είχαν αποτέλεσμα μια τεράστια ποσότητα υποθηκευτικών δανείων, τα οποία όξυναν την κερδοσκοπία στα ακίνητα. Οι ίδιες οι τράπεζες έψαχναν πελάτες, εκτιμούσαν την τιμή της κατοικίας τους και τους δάνειζαν πάντα επιπλέον χρήματα για την αγορά αυτοκινήτου, επίπλων, ηλεκτρικών συσκευών κ.λπ.
Όταν σκάει η φούσκα των ακινήτων, ο καλόπιστος δανειολήπτης δεν μπορεί πια να πληρώνει το δάνειό του: δεν έχει δουλειά. Του παίρνουν το σπίτι, μόνο που αυτό κοστίζει πια λιγότερο από όταν το αγόρασε. Η οικογένειά του βρίσκεται στον δρόμο και χρεωμένη διά βίου. Το 2012 καταμετρήθηκαν περισσότερες από 200 εξώσεις την ημέρα, πράγμα που εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τις αυτοκτονίες στην Ισπανία...
Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα: Γιατί δεν προστρέχουμε σε αυτονόητες λύσεις και γιατί επαναλαμβάνεται πάντα το χειρότερο σενάριο; Διότι το πρόβλημα δεν είναι τεχνικής, αλλά πολιτικής φύσης. Καθορίζεται από τον συσχετισμό δυνάμεων. Ποιος διοικεί τις κοινωνίες μας; Οι άνθρωποι ή το κεφάλαιο;
Το μεγαλύτερο άδικο που διαπράξαμε με την οικονομία είναι ότι την αποσπάσαμε από την αρχική της φύση, της πολιτικής οικονομίας. Μας έκαναν να πιστέψουμε ότι όλα τα ζητήματα είναι τεχνικά. Μας μεταμφίεσαν την ιδεολογία σε επιστήμη και ενθαρρύνοντάς μας να μην λαμβάνουμε υπόψη τους συσχετισμούς δυνάμεων στους κόλπους μιας κοινωνίας, μας έθεσαν όλους στην υπηρεσία των κυρίαρχων δυνάμεων, αυτών που ονομάζω «αυτοκρατορία του κεφαλαίου».
Η στρατηγική της εντατικής χρέωσης που εξαπέλυσε την κρίση στη λατινοαμερικάνικη ήπειρο δεν είχε στόχο να βοηθήσει τις χώρες μας να αναπτυχθούν. Υπάκουε στην επείγουσα ανάγκη να τοποθετηθεί κάπου το χρηματικό πλεόνασμα που πλημμύριζε τις χρηματοπιστωτικές αγορές του «πρώτου κόσμου», τα πετροδόλαρα που οι αραβικές πετρελαιοπαραγωγές χώρες είχαν τοποθετήσει στις τράπεζες των αναπτυσσόμενων χωρών. Η ρευστότητα προερχόταν από την άνοδο στην τιμή του πετρελαίου που ακολούθησε τον πόλεμο του Οκτωβρίου του 1973, καθώς ο Οργανισμός Πετρελαιοεξαγωγών Χωρών (ΟΠΕΚ) διατηρούσε τις τιμές αυτές σε υψηλά επίπεδα. Μεταξύ 1975 και 1980, οι καταθέσεις στις διεθνείς τράπεζες αυξήθηκαν από 82 σε 440 δισ. δολάρια (σημερινή αξία 1,226 τρισ. δολάρια).
Μπροστά στην ανάγκη να τοποθετηθούν τόσο σημαντικά χρηματικά ποσά, ο «Τρίτος Κόσμος» ξύπνησε το ενδιαφέρον. Έτσι από το 1975 άρχισαν να παρελαύνουν οι διεθνείς τραπεζίτες που επιθυμούσαν να τοποθετήσουν κάθε είδους δάνειο -ακόμα και για τη χρηματοδότηση των τρεχόντων εξόδων και για την αγορά όπλων από τους δικτάτορες που κυβερνούσαν πολλά κράτη. Αυτοί οι γεμάτοι ζήλο τραπεζίτες, οι οποίοι δεν είχαν έρθει ποτέ στην περιοχή, ούτε καν ως τουρίστες, έφεραν μαζί τους και μεγάλες βαλίτσες με μίζες που προορίζονταν για τους δημόσιους λειτουργούς, για να τους κάνουν να δεχτούν νέα δάνεια με οποιοδήποτε πρόσχημα. Συγχρόνως, οι διεθνείς χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί και οι αναπτυξιακοί οίκοι συνέχιζαν να πουλούν την ιδέα ότι η λύση όλων ήταν να χρεώνεσαι.
Παρόλο που η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών χρησιμεύει, στην πράξη, στο να διασφαλίσει τη συνέχιση του συστήματος ανεξάρτητα από την ετυμηγορία της κάλπης, επιβλήθηκε ως «τεχνική» αναγκαιότητα στις αρχές της δεκαετίας του 1990, υποστηριζόμενη από υποτιθέμενες εμπειρικές μελέτες που απεδείκνυαν ότι ένας τέτοιος μηχανισμός επέφερε καλύτερες μακροοικονομικές επιδόσεις. Σύμφωνα με αυτές τις «έρευνες», οι ανεξάρτητες κεντρικές τράπεζες μπορούσαν να ενεργούν «τεχνικά», πέρα από επιβλαβείς πολιτικές πιέσεις. Με ένα εξίσου παράλογο επιχείρημα, θα έπρεπε ομοίως να αυτονομηθεί και το υπουργείο Οικονομικών, αφού η δημοσιονομική πολιτική θα έπρεπε να έχει κι αυτή καθαρά «τεχνικό» χαρακτήρα. Όπως υπαινίχθηκε ο Ρόναλντ Κόουζ, κάτοχος του βραβείου Οικονομικών Επιστημών το οποίο προσφέρει η Βασιλική Τράπεζα της Σουηδίας στη μνήμη του Άλφρεντ Νόμπελ, τα αποτελέσματα αυτών των μελετών είχαν την εξήγησή τους: είχαν βασανίσει τόσο πολύ τα δεδομένα, ώσπου να πουν όσα ήθελαν οι άλλοι να τα κάνουν να πουν.
Την περίοδο που προηγήθηκε της κρίσης, οι αυτόνομες κεντρικές τράπεζες αφιερώθηκαν αποκλειστικά στη διατήρηση της νομισματικής σταθερότητας, δηλαδή στον έλεγχο του πληθωρισμού, παρά το γεγονός ότι διάφορες κεντρικές τράπεζες είχαν διαδραματίσει πρωταρχικό ρόλο στην ανάπτυξη χωρών όπως η Ιαπωνία ή η Νότια Κορέα. Ώς τη δεκαετία του 1970, ο βασικός ρόλος της Αμερικανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας ήταν να ευνοεί τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την οικονομική μεγέθυνση. Μόνο με την πίεση του πληθωρισμού, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, προστέθηκε στο καλάθι ο στόχος της προώθησης της σταθερότητας των τιμών.
Η προτεραιότητα που δίνεται στη σταθεροποίηση των τιμών σημαίνει επίσης στην πράξη ότι εγκαταλείπονται οι πολιτικές που στοχεύουν στη διατήρηση της πλήρους χρήσης των πόρων στην οικονομία. Σε σημείο που η δημοσιονομική πολιτική, αντί να αμβλύνει τα υφεσιακά επεισόδια και την ανεργία, να τα οξύνει με την αδιάκοπη συμπίεση των εξόδων.
Οι λεγόμενες «ανεξάρτητες» κεντρικές τράπεζες, που το μόνο τους μέλημα είναι η νομισματική σταθερότητα, αποτελούν κομμάτι του προβλήματος, όχι της λύσης. Είναι ένας από τους παράγοντες που εμποδίζουν την Ευρώπη να βγει συντομότερα από την κρίση.
Το δυναμικό της Ευρώπης, ωστόσο, παραμένει άθικτο. Διαθέτει τα πάντα: ανθρώπινο ταλέντο, παραγωγικές πηγές, τεχνολογία. Νομίζω ότι πρέπει να αντλήσετε ισχυρά συμπεράσματα από αυτό: εδώ έχουμε να κάνουμε με πρόβλημα κοινωνικού συντονισμού, δηλαδή πολιτικής οικονομίας της ζήτησης ή όπως θέλει να το πει κανείς. Αντίθετα, οι σχέσεις εξουσίας στο εσωτερικό των χωρών σας και σε παγκόσμιο επίπεδο είναι όλες ευνοϊκές προς το κεφάλαιο, κυρίως το χρηματοπιστωτικό, λόγος για τον οποίο οι πολιτικές που εφαρμόζονται είναι αντίθετες με αυτό που θα ήταν κοινωνικά ευκταίο.
Πολλοί πολίτες, οι οποίοι δέχονται το σφυροκόπημα της υποτιθέμενης οικονομικής επιστήμης και των διεθνών γραφειοκρατιών, έχουν πειστεί ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική». Κάνουν λάθος.
* Ο Ραφαέλ Κορέα είναι πρόεδρος της Δημοκρατίας του Εκουαδόρ, διδάκτωρ Οικονομίας. Συγγραφέας του βιβλίου «De la République bananière à la non-République», Utopia, Παρίσι, 2013.