Σε τι χρησιμεύει το παρελθόν – και ειδικότερα, το παρελθόν της
Ευρώπης; Η ερώτηση δεν επιδέχεται απάντησης διότι αυτό που έχουμε ανάγκη
από την Ιστορία μεταβάλλεται ανάλογα με τις καταστάσεις που βιώνουμε.
Μολονότι κυοφορούνταν κάμποσο καιρό, το βιβλίο μου, «Σκοτεινή Ηπειρος»,
γράφτηκε σε μια εποχή κατά την οποία ο Ψυχρός Πόλεμος γινόταν παρελθόν.
Τη δεκαετία του ’90, η Ευρώπη έμοιαζε ξαφνικά να διχάζεται και πάλι. Στα
Βαλκάνια, η Γιουγκοσλαβία βούλιαζε στον εμφύλιο πόλεμο, μια διένεξη που
άφησε βαθιά σημάδια στην περιοχή. Την ίδια όμως εποχή –το 1992 για να
είμαστε ακριβείς– οι αρχιτέκτονες της Ε.E. έσπασαν κάθε προηγούμενο
ρεκόρ ύβρεως, προβλέποντας ότι η Συνθήκη του Μάαστριχτ θα οδηγούσε στην
αναβίωση της ευρωπαϊκής ηπείρου ως παγκόσμιας υπερδύναμης.
Το βιβλίο προσπάθησε να απευθύνει μια προειδοποίηση προς τους «ευρω-ενθουσιώδεις» να μην βιάζονται και κυρίως να μην λησμονούν πόσο εύθραυστη, πόσο νωπή ήταν ακόμα η επίτευξη της μεταπολεμικής δημοκρατίας. Κύριος σκοπός του βιβλίου υπήρξε η ανάλυση του θριάμβου της φιλελεύθερης δημοκρατίας, ώστε όλοι να γνωρίζουν πόσο κοντά περάσαμε από την απολυταρχία του φασισμού και του κομμουνισμού.
Το θέμα παραμένει και σήμερα εξόχως επίκαιρο. Η επινόηση του ευρώ εξαπέλυσε τον ευρω-ενθουσιασμό σε νέα ύψη ανευθυνότητας και έλλειψης επαφής με την πραγματικότητα. Η δε ύφεση του 2008 δεν οδήγησε στην επιθυμητή ενόραση, παρά μόνο σε ορυμαγδό αλληλοκατηγοριών και εθνικών στερεοτύπων. Η κρίση μάς θύμισε πόσο λίγο γνωρίζουν οι λαοί της Ευρώπης ο ένας τον άλλον και πόσο γρήγορα σπεύδουν να αλληλοκατηγορηθούν για τα προβλήματά τους. Μας θύμισε επίσης πόσο καιροσκοπική έχει γίνει η πολιτική και πόσο οδυνηρά ασθενής είναι η μνήμη των πολιτικών μας.
Αν έγραφα σήμερα το βιβλίο, θα άλλαζα βέβαια ορισμένα πράγματα. Θα έγραφα πολλά περισσότερα για την οικονομία και τον τρόπο με τον οποίο ο κόσμος άλλαξε ριζικά τη δεκαετία του 1990, χάρη στην παγκοσμιοποίηση του χρήματος. Στην κορυφαία αυτή εξέλιξη δεν είχα δώσει την απαιτούμενη έμφαση, παρότι συντελείτο την εποχή που έγραφα το βιβλίο. Θα ήθελα επίσης να ξανασκεφτώ την αφήγηση της ανόδου του σύγχρονου ευρωπαϊκού έθνους-κράτους και να αναρωτηθώ τι απέμεινε από την κρατική κυριαρχία σε αυτόν τον παγκοσμιοποιημένο κόσμο. Το βιβλίο μου απέτυχε έτσι να προβλέψει τη δραματική μεταβολή στην παγκόσμια ισχύ, που κατέστησε την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση τόσο επίπονη, αλλά και απαραίτητη.
Μπορεί άραγε να υπάρξει μια μορφή ολοκλήρωσης, η οποία να μην ακυρώνει την έννοια της εθνικής κυριαρχίας των ευρωπαϊκών κρατών; Υπάρχει άραγε μέλλον για το έθνος-κράτος; Εκτιμώ ότι η αναγέννηση της ευρωπαϊκής ηπείρου μετά το 1945 υπήρξε ωφέλιμη, καθώς η παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη συνοδεύθηκε από ελεγχόμενη διεθνοποίηση του εμπορίου, αλλά όχι του τραπεζικού κεφαλαίου ή του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Είναι χρήσιμο να εξετάσουμε εκ νέου το επίτευγμα αυτό, όπως και το οικονομικό θαύμα των δεκαετιών του 1950 και 1960, ακόμη και αν αυτό μας υπενθυμίζει πόσο όλα έχουν έκτοτε αλλάξει.
Το επίτευγμα αυτό δεν υπήρξε αποκλειστικά οικονομικό, αλλά πολιτικό και ηθικό. Η δημοκρατία είχε αντιμετωπίσει τέτοιες δυσκολίες πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και η ανάκαμψή της δεν ήταν διόλου εγγυημένη υπόθεση. Οι Αμερικανοί προώθησαν με πάθος τη δημοκρατία· το ίδιο έκαναν και οι Σοβιετικοί, αν και από εντελώς διαφορετική σκοπιά (λόγω της μεγάλης απόκλισης των δύο υπερδυνάμεων στον τρόπο αντίληψης του τι εστί φασισμός). Εντέλει, όμως, οι Ευρωπαίοι υπήρξαν εκείνοι που έστρεψαν τις πλάτες τους στον φασισμό, αλλά και στον κομμουνισμό. Η εξέλιξη αυτή ευνοήθηκε σημαντικά από τη θετική οικονομική συγκυρία και την ενίσχυση των κρατικών δαπανών.
Πάνω από όλα, όμως, η αναγέννηση της δημοκρατίας ευνοήθηκε από τα σκληρά διδάγματα και την ιστορική μνήμη – τη μνήμη των δεινών που προκάλεσαν ο φασισμός και ο ναζισμός, της πολιτικής βίας που ξεκίνησε στους δρόμους αλλά επεκτάθηκε γρήγορα πέρα από εθνικά σύνορα και στρατούς, διχάζοντας ολόκληρες κοινωνίες, όπως διαπίστωσαν οι Γερμανοί για τον εαυτό τους. Οι Ευρωπαίοι κουράστηκαν έτσι να παρακολουθούν αιώνιους εφήβους να παρελαύνουν φορώντας ανόητες στολές, όπως και από τις διαρκείς απαιτήσεις δικτατόρων για προσήλωση σε ασαφείς εθνικούς στόχους, με τίμημα τη ζωή των ίδιων τους των παιδιών.
Σήμερα, οι μνήμες αυτές παραμένουν τόσο βαθιά χαραγμένες στο πολιτισμικό υποσυνείδητο της Ευρώπης, που η εξαφάνισή τους είναι αδύνατη. Ο φασισμός παραμένει, στο μεταξύ, κοντά μας. Η λιτότητα, όμως, αποτελεί απειλή για τη δημοκρατία, από κοινού με την ηθική τύφλωση, από την οποία διακρίνονται πολλοί πολιτικοί. Νέοι δημαγωγοί αναδεικνύονται, υποσχόμενοι καλύτερο μέλλον και νέα τάξη, εκμεταλλευόμενοι τον υποβόσκοντα ρατσισμό, που ουδέποτε εξαφανίσθηκε. Οσοι δεν διδάσκονται από την Ιστορία, είναι καταδικασμένοι να την επαναλάβουν. Αυτό δεν μου ακούγεται σωστό. Η μεγαλύτερη πιθανότητα δεν αφορά απλώς και μόνο την επανάληψη. Η απουσία ιστορικής προοπτικής στις μέρες μας σημαίνει ότι ξεχάσαμε τι πρέπει να εκτιμούμε και τι πρέπει να αγωνιστούμε για να προστατεύσουμε.
* Ο κ. Μαρκ Μαζάουερ είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια.
Το βιβλίο προσπάθησε να απευθύνει μια προειδοποίηση προς τους «ευρω-ενθουσιώδεις» να μην βιάζονται και κυρίως να μην λησμονούν πόσο εύθραυστη, πόσο νωπή ήταν ακόμα η επίτευξη της μεταπολεμικής δημοκρατίας. Κύριος σκοπός του βιβλίου υπήρξε η ανάλυση του θριάμβου της φιλελεύθερης δημοκρατίας, ώστε όλοι να γνωρίζουν πόσο κοντά περάσαμε από την απολυταρχία του φασισμού και του κομμουνισμού.
Το θέμα παραμένει και σήμερα εξόχως επίκαιρο. Η επινόηση του ευρώ εξαπέλυσε τον ευρω-ενθουσιασμό σε νέα ύψη ανευθυνότητας και έλλειψης επαφής με την πραγματικότητα. Η δε ύφεση του 2008 δεν οδήγησε στην επιθυμητή ενόραση, παρά μόνο σε ορυμαγδό αλληλοκατηγοριών και εθνικών στερεοτύπων. Η κρίση μάς θύμισε πόσο λίγο γνωρίζουν οι λαοί της Ευρώπης ο ένας τον άλλον και πόσο γρήγορα σπεύδουν να αλληλοκατηγορηθούν για τα προβλήματά τους. Μας θύμισε επίσης πόσο καιροσκοπική έχει γίνει η πολιτική και πόσο οδυνηρά ασθενής είναι η μνήμη των πολιτικών μας.
Αν έγραφα σήμερα το βιβλίο, θα άλλαζα βέβαια ορισμένα πράγματα. Θα έγραφα πολλά περισσότερα για την οικονομία και τον τρόπο με τον οποίο ο κόσμος άλλαξε ριζικά τη δεκαετία του 1990, χάρη στην παγκοσμιοποίηση του χρήματος. Στην κορυφαία αυτή εξέλιξη δεν είχα δώσει την απαιτούμενη έμφαση, παρότι συντελείτο την εποχή που έγραφα το βιβλίο. Θα ήθελα επίσης να ξανασκεφτώ την αφήγηση της ανόδου του σύγχρονου ευρωπαϊκού έθνους-κράτους και να αναρωτηθώ τι απέμεινε από την κρατική κυριαρχία σε αυτόν τον παγκοσμιοποιημένο κόσμο. Το βιβλίο μου απέτυχε έτσι να προβλέψει τη δραματική μεταβολή στην παγκόσμια ισχύ, που κατέστησε την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση τόσο επίπονη, αλλά και απαραίτητη.
Μπορεί άραγε να υπάρξει μια μορφή ολοκλήρωσης, η οποία να μην ακυρώνει την έννοια της εθνικής κυριαρχίας των ευρωπαϊκών κρατών; Υπάρχει άραγε μέλλον για το έθνος-κράτος; Εκτιμώ ότι η αναγέννηση της ευρωπαϊκής ηπείρου μετά το 1945 υπήρξε ωφέλιμη, καθώς η παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη συνοδεύθηκε από ελεγχόμενη διεθνοποίηση του εμπορίου, αλλά όχι του τραπεζικού κεφαλαίου ή του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Είναι χρήσιμο να εξετάσουμε εκ νέου το επίτευγμα αυτό, όπως και το οικονομικό θαύμα των δεκαετιών του 1950 και 1960, ακόμη και αν αυτό μας υπενθυμίζει πόσο όλα έχουν έκτοτε αλλάξει.
Το επίτευγμα αυτό δεν υπήρξε αποκλειστικά οικονομικό, αλλά πολιτικό και ηθικό. Η δημοκρατία είχε αντιμετωπίσει τέτοιες δυσκολίες πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και η ανάκαμψή της δεν ήταν διόλου εγγυημένη υπόθεση. Οι Αμερικανοί προώθησαν με πάθος τη δημοκρατία· το ίδιο έκαναν και οι Σοβιετικοί, αν και από εντελώς διαφορετική σκοπιά (λόγω της μεγάλης απόκλισης των δύο υπερδυνάμεων στον τρόπο αντίληψης του τι εστί φασισμός). Εντέλει, όμως, οι Ευρωπαίοι υπήρξαν εκείνοι που έστρεψαν τις πλάτες τους στον φασισμό, αλλά και στον κομμουνισμό. Η εξέλιξη αυτή ευνοήθηκε σημαντικά από τη θετική οικονομική συγκυρία και την ενίσχυση των κρατικών δαπανών.
Πάνω από όλα, όμως, η αναγέννηση της δημοκρατίας ευνοήθηκε από τα σκληρά διδάγματα και την ιστορική μνήμη – τη μνήμη των δεινών που προκάλεσαν ο φασισμός και ο ναζισμός, της πολιτικής βίας που ξεκίνησε στους δρόμους αλλά επεκτάθηκε γρήγορα πέρα από εθνικά σύνορα και στρατούς, διχάζοντας ολόκληρες κοινωνίες, όπως διαπίστωσαν οι Γερμανοί για τον εαυτό τους. Οι Ευρωπαίοι κουράστηκαν έτσι να παρακολουθούν αιώνιους εφήβους να παρελαύνουν φορώντας ανόητες στολές, όπως και από τις διαρκείς απαιτήσεις δικτατόρων για προσήλωση σε ασαφείς εθνικούς στόχους, με τίμημα τη ζωή των ίδιων τους των παιδιών.
Σήμερα, οι μνήμες αυτές παραμένουν τόσο βαθιά χαραγμένες στο πολιτισμικό υποσυνείδητο της Ευρώπης, που η εξαφάνισή τους είναι αδύνατη. Ο φασισμός παραμένει, στο μεταξύ, κοντά μας. Η λιτότητα, όμως, αποτελεί απειλή για τη δημοκρατία, από κοινού με την ηθική τύφλωση, από την οποία διακρίνονται πολλοί πολιτικοί. Νέοι δημαγωγοί αναδεικνύονται, υποσχόμενοι καλύτερο μέλλον και νέα τάξη, εκμεταλλευόμενοι τον υποβόσκοντα ρατσισμό, που ουδέποτε εξαφανίσθηκε. Οσοι δεν διδάσκονται από την Ιστορία, είναι καταδικασμένοι να την επαναλάβουν. Αυτό δεν μου ακούγεται σωστό. Η μεγαλύτερη πιθανότητα δεν αφορά απλώς και μόνο την επανάληψη. Η απουσία ιστορικής προοπτικής στις μέρες μας σημαίνει ότι ξεχάσαμε τι πρέπει να εκτιμούμε και τι πρέπει να αγωνιστούμε για να προστατεύσουμε.
* Ο κ. Μαρκ Μαζάουερ είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια.