Η συνεχής εναλλαγή των ρόλων του «καλού» και του «κακού» από τεχνοκράτες και πολιτικούς
Του Αθανασιου Ελλις
Οι συσχετισμοί στο εσωτερικό της τρόικας ήταν από την αρχή εύθραυστοι. Το πρωτόγνωρο σχήμα που κλήθηκε να διαχειρισθεί σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες μία από τις βαθύτερες κρίσεις στην ιστορία της Γηραιάς Ηπείρου πέρασε από πολλούς σκοπέλους έως ότου ομαλοποιηθεί η λειτουργία του. Ακόμη και σήμερα, τριάμισι έτη μετά την είσοδο της Ελλάδας στην τροχιά των Μνημονίων, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις διάστασης απόψεων ή και συγκρούσεων στο εσωτερικό της τρόικας, απόρροια των διαφορετικών προσωπικοτήτων των πρωταγωνιστών, αλλά και προτεραιοτήτων των θεσμών που αυτοί υπηρετούν. Ενδεικτική του κλίματος που επικρατεί είναι η πρόσφατη διαρροή email από το ΔΝΤ προς την Κομισιόν, που αποκάλυψε η «Κ».
Σε αντίθεση με την ηγεσία της Ευρωζώνης, που σε αρκετές περιπτώσεις εμφανίζεται να συμμερίζεται τον κίνδυνο της πολιτικής και κοινωνικής αστάθειας στην Ελλάδα, εν όψει και των ευρωεκλογών, οι τεχνοκράτες επισημαίνουν ότι δεν μπορούν να βάλουν την υπογραφή τους σε «αναξιόπιστα» στοιχεία και επιμένουν στην απαρέγκλιτη εφαρμογή των συμφωνηθέντων. Ιδιαίτερα τα στελέχη του ΔΝΤ κινούνται σε περισσότερο τεχνοκρατική βάση και επιδεικνύουν πολύ μικρότερη ευαισθησία για την πολιτική διάσταση. Αλλωστε, όπως τόνισε στην «Κ» αξιωματούχος του Ταμείου, για να μπορέσει να εμφανισθεί ο Τόμσεν ενώπιον του Εκτ. Συμβουλίου, τον Ιανουάριο ή τον Φεβρουάριο, θα πρέπει να έχει διασφαλισθεί η πλήρης χρηματοδότηση, δεν μπορεί να επικαλεσθεί τον κίνδυνο πολιτικής αστάθειας στη χώρα.
Συζητήσεις με αξιωματούχους των δανειστών και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι σε αυτήν τη φάση η Κομισιόν είναι πιο ευέλικτη και πρόθυμη να προβεί σε παραχωρήσεις, ενώ το Ταμείο κινείται εντός των περιορισμών που επιβάλλει το καταστατικό του και παραμένει πιο απόλυτο. Πάντως, ο Πόουλ Τόμσεν φέρεται να θεωρεί ότι η αυστηρότητα που επέδειξε στις προηγούμενες αξιολογήσεις απέδωσε, καθώς η Ελλάδα επιτυγχάνει πρωτογενές πλεόνασμα, με αποτέλεσμα να αναβαθμίζεται η πιστοληπτική της ικανότητα από τους διεθνείς οίκους, να μειώνονται τα spreads και να αυξάνεται το ξένο επενδυτικό ενδιαφέρον.
Πολύπλοκη εξίσωση Οπως και να έχει το πράγμα, η εξίσωση είναι περίπλοκη και δεν προσφέρεται για εύκολα συμπεράσματα. Δεν υπάρχουν «καλοί» και «κακοί». Οι ρόλοι μεταβάλλονται. Ανάλογα με τη χρονική περίοδο και το ζητούμενο, σημειώνονται αξιοπρόσεκτες παλινδρομήσεις. Για παράδειγμα, το νόμισμα της «πολιτικής λειτουργίας» της Ευρωζώνης έχει δύο όψεις. Σε αρκετές περιπτώσεις, Ευρωπαίοι ηγέτες ή υπουργοί Οικονομικών αγνόησαν την αρχή της λεγόμενης κοινοτικής αλληλεγγύης και επικαλούμενοι θεσμούς και κανόνες, υιοθέτησαν υπερβολικά σκληρή στάση. Ποιος ξεχνάει την αυστηρότητα με την οποία την άνοιξη του 2010 η Αγκελα Μέρκελ αντιμετώπισε την Ελλάδα, επιβάλλοντας τιμωρητικά επιτόκια 5,5% στον «άτακτο» μικρό που έδινε παραπλανητικά στοιχεία;
Στον αντίποδα, το Ταμείο, που παρά τις θορυβώδεις αντιδράσεις πολλών μη ευρωπαϊκών κρατών-μελών του, και αυτό έχει δράσει με πολιτικά κριτήρια. Εχει επανειλημμένως υπερβεί ποσοστώσεις και έχει χαλαρώσει κανόνες για να διευκολύνει τη χρηματοδότηση της Ελλάδας.
«Εμείς υποστηρίζαμε από την αρχή την αναγκαιότητα σημαντικής ελάφρυνσης του χρέους της Ελλάδας μέσω ενός γενναίου “κουρέματος”, αλλά δεν εισακουσθήκαμε», αντιτείνουν από το ΔΝΤ και επικαλούνται τις ιδιωτικές αλλά και δημόσιες συγκρούσεις του Ντομινίκ Στρος-Καν και στη συνέχεια της Κριστίν Λαγκάρντ, με την Αγκελα Μέρκελ και τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Είναι μια διελκυνστίδα που στο παρασκήνιο θα συνεχιστεί το προσεχές διάστημα και θα καταλήξει σε κάποιου είδους λύση στα μέσα του επόμενου έτους.
Η Ελλάδα, που έχει, φυσικά, τις δικές της τεράστιες ευθύνες για την όλη διαχείριση της υπόθεσης, καλείται να επιβιώσει σε αυτήν την κινούμενη άμμο ανάμεσα στους πολιτικούς και τους τεχνοκράτες από τη μια και την Ευρωζώνη και το ΔΝΤ από την άλλη.
Σε κάθε περίπτωση, το μήνυμα από την Ουάσιγκτον, τις Βρυξέλλες και τις άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες προς την Αθήνα, είναι σαφές: η πολιτική στήριξη που δίνεται στους κ. Σαμαρά και Στουρνάρα, σε διμερείς και πολυμερείς συναντήσεις, δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως παράκαμψη ή αποδυνάμωση της τρόικας και, εν τέλει, τα πάντα βασίζονται στα αποτελέσματα των αξιολογήσεων των τεχνοκρατών.
Του Αθανασιου Ελλις
Οι συσχετισμοί στο εσωτερικό της τρόικας ήταν από την αρχή εύθραυστοι. Το πρωτόγνωρο σχήμα που κλήθηκε να διαχειρισθεί σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες μία από τις βαθύτερες κρίσεις στην ιστορία της Γηραιάς Ηπείρου πέρασε από πολλούς σκοπέλους έως ότου ομαλοποιηθεί η λειτουργία του. Ακόμη και σήμερα, τριάμισι έτη μετά την είσοδο της Ελλάδας στην τροχιά των Μνημονίων, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις διάστασης απόψεων ή και συγκρούσεων στο εσωτερικό της τρόικας, απόρροια των διαφορετικών προσωπικοτήτων των πρωταγωνιστών, αλλά και προτεραιοτήτων των θεσμών που αυτοί υπηρετούν. Ενδεικτική του κλίματος που επικρατεί είναι η πρόσφατη διαρροή email από το ΔΝΤ προς την Κομισιόν, που αποκάλυψε η «Κ».
Σε αντίθεση με την ηγεσία της Ευρωζώνης, που σε αρκετές περιπτώσεις εμφανίζεται να συμμερίζεται τον κίνδυνο της πολιτικής και κοινωνικής αστάθειας στην Ελλάδα, εν όψει και των ευρωεκλογών, οι τεχνοκράτες επισημαίνουν ότι δεν μπορούν να βάλουν την υπογραφή τους σε «αναξιόπιστα» στοιχεία και επιμένουν στην απαρέγκλιτη εφαρμογή των συμφωνηθέντων. Ιδιαίτερα τα στελέχη του ΔΝΤ κινούνται σε περισσότερο τεχνοκρατική βάση και επιδεικνύουν πολύ μικρότερη ευαισθησία για την πολιτική διάσταση. Αλλωστε, όπως τόνισε στην «Κ» αξιωματούχος του Ταμείου, για να μπορέσει να εμφανισθεί ο Τόμσεν ενώπιον του Εκτ. Συμβουλίου, τον Ιανουάριο ή τον Φεβρουάριο, θα πρέπει να έχει διασφαλισθεί η πλήρης χρηματοδότηση, δεν μπορεί να επικαλεσθεί τον κίνδυνο πολιτικής αστάθειας στη χώρα.
Συζητήσεις με αξιωματούχους των δανειστών και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι σε αυτήν τη φάση η Κομισιόν είναι πιο ευέλικτη και πρόθυμη να προβεί σε παραχωρήσεις, ενώ το Ταμείο κινείται εντός των περιορισμών που επιβάλλει το καταστατικό του και παραμένει πιο απόλυτο. Πάντως, ο Πόουλ Τόμσεν φέρεται να θεωρεί ότι η αυστηρότητα που επέδειξε στις προηγούμενες αξιολογήσεις απέδωσε, καθώς η Ελλάδα επιτυγχάνει πρωτογενές πλεόνασμα, με αποτέλεσμα να αναβαθμίζεται η πιστοληπτική της ικανότητα από τους διεθνείς οίκους, να μειώνονται τα spreads και να αυξάνεται το ξένο επενδυτικό ενδιαφέρον.
Πολύπλοκη εξίσωση Οπως και να έχει το πράγμα, η εξίσωση είναι περίπλοκη και δεν προσφέρεται για εύκολα συμπεράσματα. Δεν υπάρχουν «καλοί» και «κακοί». Οι ρόλοι μεταβάλλονται. Ανάλογα με τη χρονική περίοδο και το ζητούμενο, σημειώνονται αξιοπρόσεκτες παλινδρομήσεις. Για παράδειγμα, το νόμισμα της «πολιτικής λειτουργίας» της Ευρωζώνης έχει δύο όψεις. Σε αρκετές περιπτώσεις, Ευρωπαίοι ηγέτες ή υπουργοί Οικονομικών αγνόησαν την αρχή της λεγόμενης κοινοτικής αλληλεγγύης και επικαλούμενοι θεσμούς και κανόνες, υιοθέτησαν υπερβολικά σκληρή στάση. Ποιος ξεχνάει την αυστηρότητα με την οποία την άνοιξη του 2010 η Αγκελα Μέρκελ αντιμετώπισε την Ελλάδα, επιβάλλοντας τιμωρητικά επιτόκια 5,5% στον «άτακτο» μικρό που έδινε παραπλανητικά στοιχεία;
Στον αντίποδα, το Ταμείο, που παρά τις θορυβώδεις αντιδράσεις πολλών μη ευρωπαϊκών κρατών-μελών του, και αυτό έχει δράσει με πολιτικά κριτήρια. Εχει επανειλημμένως υπερβεί ποσοστώσεις και έχει χαλαρώσει κανόνες για να διευκολύνει τη χρηματοδότηση της Ελλάδας.
«Εμείς υποστηρίζαμε από την αρχή την αναγκαιότητα σημαντικής ελάφρυνσης του χρέους της Ελλάδας μέσω ενός γενναίου “κουρέματος”, αλλά δεν εισακουσθήκαμε», αντιτείνουν από το ΔΝΤ και επικαλούνται τις ιδιωτικές αλλά και δημόσιες συγκρούσεις του Ντομινίκ Στρος-Καν και στη συνέχεια της Κριστίν Λαγκάρντ, με την Αγκελα Μέρκελ και τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Είναι μια διελκυνστίδα που στο παρασκήνιο θα συνεχιστεί το προσεχές διάστημα και θα καταλήξει σε κάποιου είδους λύση στα μέσα του επόμενου έτους.
Η Ελλάδα, που έχει, φυσικά, τις δικές της τεράστιες ευθύνες για την όλη διαχείριση της υπόθεσης, καλείται να επιβιώσει σε αυτήν την κινούμενη άμμο ανάμεσα στους πολιτικούς και τους τεχνοκράτες από τη μια και την Ευρωζώνη και το ΔΝΤ από την άλλη.
Σε κάθε περίπτωση, το μήνυμα από την Ουάσιγκτον, τις Βρυξέλλες και τις άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες προς την Αθήνα, είναι σαφές: η πολιτική στήριξη που δίνεται στους κ. Σαμαρά και Στουρνάρα, σε διμερείς και πολυμερείς συναντήσεις, δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως παράκαμψη ή αποδυνάμωση της τρόικας και, εν τέλει, τα πάντα βασίζονται στα αποτελέσματα των αξιολογήσεων των τεχνοκρατών.