18 Νοεμβρίου 2013

Η νομιμοποίηση της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης (ΙΙ)

Στο προηγούμενο άρθρο γράψαμε ότι η τυπική νομιμοποίηση της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης επιτυγχάνεται με διακρατικές συμφωνίες μεταξύ των χωρών-μελών της Ε.Ε. (Συνθήκη Σταθερότητας). Για να επιτευχθεί, όμως, η ουσιαστική νομιμοποίηση χρειάζεται να πειστούν οι πολίτες ότι το περιεχόμενο της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης, δηλαδή η αυστηρή περιοριστική οικονομική πολιτική (ώστε να μην υπάρχουν ελλείμματα στον Προϋπολογισμό και στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών), που συμφωνήθηκε απ' όλες τις χώρες-μέλη, εξυπηρετεί τόσο τις χώρες του ευρωπαϊκού κέντρου όσο και τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας.

Για να εκτιμηθεί αν πράγματι συμβαίνει αυτό πρέπει να υπολογιστούν οι πρόσθετοι περιορισμοί που τίθενται για τις χώρες-μέλη οι οποίες έχουν δημόσιο χρέος πάνω από 60% του ΑΕΠ. Οι χώρες αυτές έχουν υποχρέωση να μειώνουν το υπερβάλλον χρέος κατά 1/20 κάθε χρόνο. Αυτό σημαίνει ότι οι χώρες αυτές, που είναι οι χώρες της περιφέρειας της Ε.Ε., πρέπει να έχουν κάθε χρόνο όχι μόνο ισοσκελισμένους αλλά και πλεονασματικούς Προϋπολογισμούς. Αν δεν επιτυγχάνεται αυτό, τότε επιβάλλεται πρόστιμο 0,2% του ΑΕΠ και ταυτόχρονα διακόπτεται από 1ης/1/2014 η χορήγηση πόρων από τα ευρωπαϊκά ταμεία. Επιπλέον, όσες χώρες-μέλη έχουν συνάψει δανειακές συμβάσεις (Μνημόνια) υπόκεινται σε ενισχυμένη εποπτεία μέχρι να επιστρέψουν το 75% των δανείων τους. Αυτές οι χώρες, που είναι χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας (Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία), δεν θα μπορούν να έχουν κανένα απολύτως περιθώριο άσκησης μη περιοριστικής οικονομικής πολιτικής.

Θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι όλα αυτά συμφωνήθηκαν προκειμένου να εξασφαλιστεί πως αυτές οι χώρες-μέλη που «εκτροχιάστηκαν» στο παρελθόν δεν πρόκειται να το επαναλάβουν στο μέλλον και συνεπώς δεν πρόκειται να θέσουν και πάλι σε κίνδυνο τη μακροοικονομική ισορροπία της Ευρωζώνης. Η άποψη αυτή είναι απολύτως ορθή αν οι χώρες-μέλη της ευρωπαϊκής περιφέρειας μπορούσαν να εφαρμόσουν αυτή την περιοριστική πολιτική χωρίς να καθηλωθούν σε μια διαρκή στασιμότητα και πιθανώς πολιτική αστάθεια. Αν στις χώρες αυτές δεν εισρεύσουν άφθονες ξένες επενδύσεις, η συνεχής προσπάθεια να έχουν πλεονασματικούς Προϋπολογισμούς για να μειώνουν το χρέος τους για πολλά χρόνια μπορεί να τις καταδικάσει σε συνεχή λιτότητα και ανεργία.

Αυτό είναι εξαιρετικά πιθανό να συμβεί επειδή τα δημόσια φορολογικά έσοδα θα είναι μάλλον περιορισμένα και λόγω της δομής της οικονομίας των χωρών αυτών (κάτι που ευνοεί τη φοροδιαφυγή) και επειδή οι συντελεστές φορολόγησης θα πρέπει να είναι χαμηλοί για να υπάρχουν ευνοϊκές συνθήκες εισροής ξένων επενδύσεων. Ταυτόχρονα η οικονομική δραστηριότητα θα περιορίζεται από τις μειωμένες δημόσιες δαπάνες ώστε να υπάρχει δημοσιονομικό πλεόνασμα και συνεπώς θα εισπράττονται λιγότερα δημόσια έσοδα.

Συγχρόνως, ο περιορισμός των δημοσίων δαπανών θα καθορίζει τους μισθούς στο δημόσιο τομέα και θα περιορίζει τις δαπάνες για κοινωνική προστασία, καθώς και για δημόσιες επενδύσεις. Επιπλέον, το εργατικό κόστος θα πιέζεται για να ενισχύσει τη διεθνή ανταγωνιστικότητα, ώστε να μην υπάρχει έλλειμμα στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών, με αποτέλεσμα οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα να υφίστανται τις συνέπειες.

Στις συνθήκες αυτές η κοινωνική διαμαρτυρία μπορεί να μετατραπεί εύκολα σε πολιτική αστάθεια και αύξηση των αντι-ευρωπαϊκών αισθημάτων στους πολίτες των χωρών της περιφέρειας. Ουσιαστική νομιμοποίηση της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης δεν θα υπάρξει. Η εξέλιξη προς τη διάλυση της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι μάλλον προφανής.

Εκτός αν, όπως ήδη αναφέρθηκε, εισρεύσουν στις χώρες αυτές άφθονοι πόροι για ιδιωτικές επενδύσεις με εξαγωγικό προσανατολισμό, πράγμα πιθανό, αλλά καθόλου βέβαιο. Μια περισσότερο βέβαιη λύση είναι η ευρωπαϊκή διακυβέρνηση να περιλάβει σημαντικά στοιχεία αλληλεγγύης. Δηλαδή, να υπάρξει μια γενναία μεταφορά δημόσιων πόρων από το κέντρο προς την ευρωπαϊκή περιφέρεια, ώστε να αντισταθμιστεί η αυστηρή περιοριστική πολιτική που συμφωνήθηκε στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης. Τον τελευταίο καιρό, υπάρχουν αρκετές ενδείξεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο ότι θα υπάρξει μια έστω περιορισμένη, εξισορρόπηση προς την πλευρά της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης.