Πώς μπορεί
μια μεσαία δύναμη να διατηρήσει ρόλο υπερπόντιας περιφερειακής επιρροής
και παρέμβασης; Η απάντηση είναι γνωστή με τη στήριξη των
δυσαρεστημένων από τις επιλογές των μεγάλων δυνάμεων που επηρεάζουν τις
περιφερειακές ισορροπίες. Ετσι ο Ολάντ δίνει μια ανέλπιστη στήριξη στον
Νετανιάχου όπως ακριβώς είχαν πράξει στη δεκαετία του '50 οι
πρωθυπουργοί της Τέταρτης Γαλλικής Δημοκρατίας Μαντές Φρανς, Φορ και
Μολέ. Τότε ΗΠΑ και Βρετανία κρατούσαν αποστάσεις ασφαλείας από το
εβραϊκό κράτος για να μην αποξενωθούν από τον Αραβικό Κόσμο και η Γαλλία
κάλυπτε ένα πραγματικό κενό.
Σήμερα όμως τόσο το Ισραήλ όσο και η Σαουδική Αραβία έχουν αναπτύξει σχέσεις εξάρτησης με τις ΗΠΑ, οι οποίες αντέχουν ακόμη και σε ισχυρές αναταράξεις. Εύλογα λοιπόν τίθεται το ερώτημα, πέραν των επικοινωνιακών ευκαιριών διεθνούς δραστηριοποίησης και κάποιων συγκυριακών συμφωνιών, τι μπορεί να αποκομίσει επί της ουσίας η Γαλλία.
Η απάντηση είναι δύσκολη καθώς εύλογα τίθεται και ένα ακόμη ερώτημα σε ποιο βαθμό η γαλλική δραστηριοποίηση εξοργίζει τις ΗΠΑ σε μια στιγμή λεπτής επαναχάραξης της στρατηγικής τους στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Ιστορικά τα ανοίγματα της Γαλλίας στους δυσαρεστημένους της Μέσης Ανατολής απεδείχθησαν αμφίβολης απόδοσης, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τη συμφωνία του Παρισιού με τον Κεμάλ που το 1921 τερμάτισε τη γαλλική κατοχή στην Κιλικία, αλλά και την παραχώρηση της συριακής επαρχίας της Αλεξανδρέτας το 1938 από την τότε αποικιακή δύναμη Γαλλία στην Τουρκία: Καμιά από τις δύο κινήσεις δεν οδήγησε την Αγκυρα σε στενή συνεργασία με το Παρίσι.
Προφανώς το βαθύτερο κίνητρο του Ολάντ είναι η εξισορρόπηση με διεθνή δραστηριοποίηση της δυσμενούς θέσης της Γαλλίας απέναντι στη Γερμανία στους συσχετισμούς στην Ευρωζώνη και στην Ε.Ε., αλλά και της ανεξέλεγκτης πλέον πολιτικής του καταβαράθρωσης στις δημοσκοπήσεις.
Τούτων λεχθέντων, σήμερα είναι η πιο ακατάλληλη στιγμή για τη δημιουργία προβλημάτων ανάμεσα στη Γαλλία και στις ΗΠΑ, καθώς η Ουάσιγκτον πιέζει πλέον δημόσια και απροκάλυπτα το Βερολίνο για αλλαγή γραμμής πλεύσης στην Ευρωζώνη. Ανοικτό παραμένει το ερώτημα αν μετά το Ισραήλ ο επόμενος δυσαρεστημένος που θα φλερτάρει ο Ολάντ θα είναι η Τουρκία.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΠΟΠΟΥΛΟΣ
kapopoulos@pegasus.gr
Σήμερα όμως τόσο το Ισραήλ όσο και η Σαουδική Αραβία έχουν αναπτύξει σχέσεις εξάρτησης με τις ΗΠΑ, οι οποίες αντέχουν ακόμη και σε ισχυρές αναταράξεις. Εύλογα λοιπόν τίθεται το ερώτημα, πέραν των επικοινωνιακών ευκαιριών διεθνούς δραστηριοποίησης και κάποιων συγκυριακών συμφωνιών, τι μπορεί να αποκομίσει επί της ουσίας η Γαλλία.
Η απάντηση είναι δύσκολη καθώς εύλογα τίθεται και ένα ακόμη ερώτημα σε ποιο βαθμό η γαλλική δραστηριοποίηση εξοργίζει τις ΗΠΑ σε μια στιγμή λεπτής επαναχάραξης της στρατηγικής τους στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Ιστορικά τα ανοίγματα της Γαλλίας στους δυσαρεστημένους της Μέσης Ανατολής απεδείχθησαν αμφίβολης απόδοσης, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τη συμφωνία του Παρισιού με τον Κεμάλ που το 1921 τερμάτισε τη γαλλική κατοχή στην Κιλικία, αλλά και την παραχώρηση της συριακής επαρχίας της Αλεξανδρέτας το 1938 από την τότε αποικιακή δύναμη Γαλλία στην Τουρκία: Καμιά από τις δύο κινήσεις δεν οδήγησε την Αγκυρα σε στενή συνεργασία με το Παρίσι.
Προφανώς το βαθύτερο κίνητρο του Ολάντ είναι η εξισορρόπηση με διεθνή δραστηριοποίηση της δυσμενούς θέσης της Γαλλίας απέναντι στη Γερμανία στους συσχετισμούς στην Ευρωζώνη και στην Ε.Ε., αλλά και της ανεξέλεγκτης πλέον πολιτικής του καταβαράθρωσης στις δημοσκοπήσεις.
Τούτων λεχθέντων, σήμερα είναι η πιο ακατάλληλη στιγμή για τη δημιουργία προβλημάτων ανάμεσα στη Γαλλία και στις ΗΠΑ, καθώς η Ουάσιγκτον πιέζει πλέον δημόσια και απροκάλυπτα το Βερολίνο για αλλαγή γραμμής πλεύσης στην Ευρωζώνη. Ανοικτό παραμένει το ερώτημα αν μετά το Ισραήλ ο επόμενος δυσαρεστημένος που θα φλερτάρει ο Ολάντ θα είναι η Τουρκία.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΠΟΠΟΥΛΟΣ
kapopoulos@pegasus.gr