Του Jose Ignacio Torreblanca Εάν η ηθική και η πολιτική είναι δύο διαφορετικές σφαίρες, πρέπει να
σκεφτούμε πώς θα συμβιβάσουμε καλύτερα και τις δύο σφαίρες. Το χειρότερο
μέρος για να γίνει αυτό, σύμφωνα με τα λόγια του Michael Ignatiev,
είναι όχι η προσπάθεια αλλά τα λιγοστά αποτελέσματα που φαίνεται να
δημιουργεί. Το μόνο που βρίσκουμε είναι μια σειρά από δεινά, από τα
οποία υποτίθεται ότι πρέπει να επιλέξουμε το μικρότερο.
Αρχίζοντας από το γεγονός ότι η κατασκοπεία είναι αναγκαίο κακό,
μπορούμε να κάνουμε κάποιες διακρίσεις. Η ευκολότερη περίπτωση είναι
αυτή των εχθρών, ή των δυνητικά επικίνδυνων στοιχείων. Η κατασκοπεία σε
αυτούς είναι κάτι περισσότερο από δικαιολογημένη, διότι μας απειλούν. Το
πρόβλημα είναι ότι η αμερικανική κυβέρνηση έχει «ξεφύγει» και μπήκε σε
κάποιες πολύ προβληματικές περιοχές.
Μία από αυτές είναι η κατασκοπεία φιλικών κυβερνήσεων, που, ιδιαίτερα στην περίπτωση επικεφαλής κυβερνήσεων (Dilma Rousseff, Angela Merkel), επιδεινώνει την αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των ηγετών, κάτι που είναι τόσο σημαντικό για την επίτευξη συναίνεσης σε καίριες στιγμές. Η κατασκόπευσή τους καθιστά πιο δύσκολο για τις ΗΠΑ να πετύχουν τους διπλωματικούς στόχους. Ωστόσο, το πρόβλημα δεν είναι μόνο στην κορυφή, αλλά επίσης και σε χαμηλότερα επίπεδα. Οι Ευρωπαίοι και οι Αμερικανοί χρειάζονται τις υπηρεσίες τους για να ανταλλάσσουν δεδομένα με ρευστότητα, που απαιτεί υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης. Για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που απάντησαν στο αίτημα των ΗΠΑ και αρνήθηκαν να επιτρέψουν στο αεροπλάνο του Evo Morales να πετάξει πάνω από την περιοχή τους με την πεποίθηση ότι ο Edward Snowden ήταν εντός του σκάφους, η ταπείνωση είναι ακόμη μεγαλύτερη.
Η δεύτερη περιοχή είναι η κατασκόπευση ξένων εταιρειών, μια συνηθισμένη πρακτική που βλάπτει όχι μόνο τις μεμονωμένες επιχειρήσεις, καθώς χάνουν την πρόσβαση σε βασικές αγορές και τεχνολογίες, αλλά επίσης στρεβλώνει τη λειτουργία του εμπορίου και –μακροπρόθεσμα- δημιουργεί ένα είδος προστατευτισμού που μπορεί να είναι επιζήμια για τις ΗΠΑ. Σε μια εποχή όπου μια εκτεταμένη εμπορική και επενδυτική συμφωνία ΕΕ-ΗΠΑ είναι στον αέρα, αυτές οι πρακτικές θα μπορούσαν να εγκαταλείψουν μια πρωτοβουλία που θα δημιουργούσε απασχόληση και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού και έχουν σημαντικές γεωπολιτικές επιπτώσεις –εμφανίζοντας σε ποιο βαθμό η «παλιά» Δύση έχει ακόμη κάρτες στο μανίκι της εν τω μέσω μιας δυναμικής παγκοσμιοποίησης, στην οποία κυριαρχεί η άνοδος της Ασίας.
Η τρίτη σφαίρα στην οποία μπήκαν οι ΗΠΑ με πλήρη ατιμωρησία, είναι αυτή της μαζικής αλίευσης στοιχείων που αφορούν τους πολίτες της. Και εδώ οι ΗΠΑ δεν φαίνεται να αντιλαμβάνονται σε ποιο βαθμό αυτή η επίθεση στην ιδιωτική ζωή κατευθύνεται κατά της ψηφιακής μεσαίας τάξης παγκοσμίως, η οποία έχει μια τεράστια ικανότητα να ασκήσει απευθείας πίεση στις κυβερνήσεις και στις εταιρείες του κλάδου επικοινωνιών (εταιρείες hardware ή software όπως η Microsoft και η Apple). Αρκετά δικαίως, η Ουάσιγκτον αισθάνεται ότι μπορεί να αντέξει την οργή των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, οι οποίες είναι πολύ μικρές και εξαρτώνται τόσο πολύ από τις πληροφορίες που η Ουάσιγκτον τους παρέχει. Αλλά εάν οι πολίτες αντιληφθούν ότι τα δικαιώματά τους παραβιάζονται συστηματικά και την ίδια στιγμή, οι εταιρείες αντιληφθούν ότι η επιβίωσή τους είναι σε κίνδυνο, οι κυβερνήσεις θα υποχρεωθούν να δημιουργήσουν εμπόδια και να περιορίσουν την ικανότητα των ΗΠΑ και των εταιρειών τους να συμμαχήσουν μεταξύ τους εναντίον όλων των άλλων.
Πραγματικά, η αμερικανική κυβέρνηση από μόνη της μπορεί εν μέρει να είναι θύμα μιας συγκεκριμένης τεχνολογικής υπερβολικής αποφασιστικότητας, η επίθεσή τους στις παγκόσμιες επικοινωνίες μπορεί να θεωρηθεί ως συνέπεια της απλής ύπαρξης των τεχνολογικών εργαλείων και ίσως να μην είναι το άμεσο αποτέλεσμα μιας εσκεμμένης πολιτικής η οποία θα περιλάμβανε την εκτίμηση κινδύνων και θα λάμβανε υπόψη τις πολιτικές συνέπειες. Σε υποστήριξη αυτής της υπόθεσης, υπάρχει ένα εύλογο επιχείρημα: το γεγονός ότι η ντροπή που υφίστανται τώρα οι ΗΠΑ ως αποτέλεσμα μεμονωμένων ατομικών ενεργειών όπως η Chelsea Manning και ο Snowden είναι τόσο μεγάλη, που τώρα είναι η ίδια η Ουάσιγκτον η οποία, για το συμφέρον της, βλέπει πως είναι ώρα να φτιάξει τους τρόπους της και να λάβει κάποια θεραπεία για αυτόν τον επιβλαβή εθισμό στα data.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στην El Pais
Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ: http://www.ecfr.eu/blog/entry/madrid_view_data_addicts
Πηγή:www.capital.gr
Μία από αυτές είναι η κατασκοπεία φιλικών κυβερνήσεων, που, ιδιαίτερα στην περίπτωση επικεφαλής κυβερνήσεων (Dilma Rousseff, Angela Merkel), επιδεινώνει την αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των ηγετών, κάτι που είναι τόσο σημαντικό για την επίτευξη συναίνεσης σε καίριες στιγμές. Η κατασκόπευσή τους καθιστά πιο δύσκολο για τις ΗΠΑ να πετύχουν τους διπλωματικούς στόχους. Ωστόσο, το πρόβλημα δεν είναι μόνο στην κορυφή, αλλά επίσης και σε χαμηλότερα επίπεδα. Οι Ευρωπαίοι και οι Αμερικανοί χρειάζονται τις υπηρεσίες τους για να ανταλλάσσουν δεδομένα με ρευστότητα, που απαιτεί υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης. Για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που απάντησαν στο αίτημα των ΗΠΑ και αρνήθηκαν να επιτρέψουν στο αεροπλάνο του Evo Morales να πετάξει πάνω από την περιοχή τους με την πεποίθηση ότι ο Edward Snowden ήταν εντός του σκάφους, η ταπείνωση είναι ακόμη μεγαλύτερη.
Η δεύτερη περιοχή είναι η κατασκόπευση ξένων εταιρειών, μια συνηθισμένη πρακτική που βλάπτει όχι μόνο τις μεμονωμένες επιχειρήσεις, καθώς χάνουν την πρόσβαση σε βασικές αγορές και τεχνολογίες, αλλά επίσης στρεβλώνει τη λειτουργία του εμπορίου και –μακροπρόθεσμα- δημιουργεί ένα είδος προστατευτισμού που μπορεί να είναι επιζήμια για τις ΗΠΑ. Σε μια εποχή όπου μια εκτεταμένη εμπορική και επενδυτική συμφωνία ΕΕ-ΗΠΑ είναι στον αέρα, αυτές οι πρακτικές θα μπορούσαν να εγκαταλείψουν μια πρωτοβουλία που θα δημιουργούσε απασχόληση και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού και έχουν σημαντικές γεωπολιτικές επιπτώσεις –εμφανίζοντας σε ποιο βαθμό η «παλιά» Δύση έχει ακόμη κάρτες στο μανίκι της εν τω μέσω μιας δυναμικής παγκοσμιοποίησης, στην οποία κυριαρχεί η άνοδος της Ασίας.
Η τρίτη σφαίρα στην οποία μπήκαν οι ΗΠΑ με πλήρη ατιμωρησία, είναι αυτή της μαζικής αλίευσης στοιχείων που αφορούν τους πολίτες της. Και εδώ οι ΗΠΑ δεν φαίνεται να αντιλαμβάνονται σε ποιο βαθμό αυτή η επίθεση στην ιδιωτική ζωή κατευθύνεται κατά της ψηφιακής μεσαίας τάξης παγκοσμίως, η οποία έχει μια τεράστια ικανότητα να ασκήσει απευθείας πίεση στις κυβερνήσεις και στις εταιρείες του κλάδου επικοινωνιών (εταιρείες hardware ή software όπως η Microsoft και η Apple). Αρκετά δικαίως, η Ουάσιγκτον αισθάνεται ότι μπορεί να αντέξει την οργή των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, οι οποίες είναι πολύ μικρές και εξαρτώνται τόσο πολύ από τις πληροφορίες που η Ουάσιγκτον τους παρέχει. Αλλά εάν οι πολίτες αντιληφθούν ότι τα δικαιώματά τους παραβιάζονται συστηματικά και την ίδια στιγμή, οι εταιρείες αντιληφθούν ότι η επιβίωσή τους είναι σε κίνδυνο, οι κυβερνήσεις θα υποχρεωθούν να δημιουργήσουν εμπόδια και να περιορίσουν την ικανότητα των ΗΠΑ και των εταιρειών τους να συμμαχήσουν μεταξύ τους εναντίον όλων των άλλων.
Πραγματικά, η αμερικανική κυβέρνηση από μόνη της μπορεί εν μέρει να είναι θύμα μιας συγκεκριμένης τεχνολογικής υπερβολικής αποφασιστικότητας, η επίθεσή τους στις παγκόσμιες επικοινωνίες μπορεί να θεωρηθεί ως συνέπεια της απλής ύπαρξης των τεχνολογικών εργαλείων και ίσως να μην είναι το άμεσο αποτέλεσμα μιας εσκεμμένης πολιτικής η οποία θα περιλάμβανε την εκτίμηση κινδύνων και θα λάμβανε υπόψη τις πολιτικές συνέπειες. Σε υποστήριξη αυτής της υπόθεσης, υπάρχει ένα εύλογο επιχείρημα: το γεγονός ότι η ντροπή που υφίστανται τώρα οι ΗΠΑ ως αποτέλεσμα μεμονωμένων ατομικών ενεργειών όπως η Chelsea Manning και ο Snowden είναι τόσο μεγάλη, που τώρα είναι η ίδια η Ουάσιγκτον η οποία, για το συμφέρον της, βλέπει πως είναι ώρα να φτιάξει τους τρόπους της και να λάβει κάποια θεραπεία για αυτόν τον επιβλαβή εθισμό στα data.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στην El Pais
Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ: http://www.ecfr.eu/blog/entry/madrid_view_data_addicts