Η συντηρητική μοναρχία δεν αρέσκεται σε θεατρικές χειρονομίες. Συνήθως κρατάει χαμηλό προφίλ στις διεθνείς σχέσεις, αλλά όταν αποφασίσει να υψώσει ανάστημα, οι πράξεις της δεν υστερούν των λόγων της. Τον χειμώνα του 1973-74, η Δύση ξεπάγιασε από το πετρελαϊκό εμπάργκο στο οποίο πρωτοστάτησε η Σαουδική Αραβία, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη στήριξη του Ισραήλ, κατά τον αραβοϊσραηλινό πόλεμο του Γιομ Κιπούρ. Με αυτό το προηγούμενο, η νέα «ανταρσία» του Ριάντ αποτελεί προανάκρουσμα των τεκτονικών δονήσεων που απειλεί να προκαλέσει ενδεχόμενη προσέγγιση ΗΠΑ - Τεχεράνης. Εξέλιξη, η οποία, σύμφωνα με ορισμένους αναλυτές, θα έφερνε στη Μέση Ανατολή ανατροπές συγκρίσιμης κλίμακας με εκείνες που έφερε στον παγκόσμιο χάρτη η προσέγγιση Νίξον - Μάο, επί Ψυχρού Πολέμου.
«Ιστορικός συμβιβασμός»
Οι ενδείξεις περί επωαζόμενου «ιστορικού συμβιβασμού» πυκνώνουν μετά την αντικατάσταση του σκληροπυρηνικού Ιρανού προέδρου Μαχμούντ Αχμεντινετζάντ από τον πραγματιστή Χασάν Ροχανί. Η επανέναρξη των διαπραγματεύσεων για το ακανθώδες θέμα του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος δημιούργησε συγκρατημένη αισιοδοξία. Οι Ιρανοί φέρονται έτοιμοι να προβούν σε μείζονες υποχωρήσεις στο πλέον επίμαχο ζήτημα, που αφορά τον εμπλουτισμό ουρανίου, ενώ εννέα ισχυρής επιρροής Αμερικανοί γερουσιαστές και των δύο κομμάτων υπέγραψαν επιστολή με την οποία στηρίζουν την πολιτική ανοιχτών θυρών του Μπαράκ Ομπάμα, σε πείσμα των έντονων αντιδράσεων του Ισραήλ.
Επί της ουσίας, το πυρηνικό πρόγραμμα αποτελεί απλώς τη συμβολική συμπύκνωση των αντιθέσεων μεταξύ Δύσης - Ιράν και όχι την πραγματική ουσία τους. Πριν από τον Ροχανί, δύο Ιρανοί πρόεδροι, ο πραγματιστής Ραφσατζανί και ο μεταρρυθμιστής Χαταμί, είχαν προσπαθήσει να εξομαλύνουν τις σχέσεις τους με τις ΗΠΑ. Μάλιστα, ο τελευταίος είχε σπεύσει να υπογράψει στο βιβλίο συλλυπητηρίων για τα θύματα της 11ης Σεπτεμβρίου, προσφέροντας τη βοήθεια της Τεχεράνης στην Ουάσιγκτον για την αντιμετώπιση δύο κοινών εχθρών, της Αλ Κάιντα και των Ταλιμπάν. Η απάντηση του Μπους ήταν να συμπεριλάβει το Ιράν στον «Αξονα του Κακού», τοποθετώντας το πρώτο στη λίστα των πιθανών στρατιωτικών στόχων της Ουάσιγκτον.
Το μείζον πρόβλημα για την Τεχεράνη είναι να παραιτηθεί η Ουάσιγκτον από τις προσπάθειες ανατροπής του ιρανικού καθεστώτος. Επ’ αυτού, ο Μπαράκ Ομπάμα έσπευσε να δώσει καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις από το βήμα της Γ.Σ. του ΟΗΕ, αλλά ο Ανώτατος Ηγέτης της Ισλαμικής Δημοκρατίας, Αγιατολάχ Χαμενεΐ, παραμένει δύσπιστος. Σε πρόσφατη ομιλία του, υπενθύμισε ότι και ο Σαντάμ και ο Καντάφι παρέδωσαν τα όπλα μαζικής καταστροφής, αλλά αυτό δεν τους βοήθησε να μακροημερεύσουν.
Οι Ιρανοί είναι υπερήφανο έθνος, με ιστορία χιλιετιών, το οποίο μόνο κατά τις τελευταίες δεκαετίες ήρθε σε αντιπαλότητα με την Αμερική. Ιστορικοί του αντίπαλοι, στους νεότερους χρόνους, ήταν οι Βρετανοί και οι Ρώσοι, οι οποίοι τσαλαπάτησαν την κυριαρχία του με το «Μεγάλο Παιχνίδι» τους για την κυριαρχία στην Κεντρική Ασία. Το 1907, Μόσχα και Λονδίνο χώρισαν το Ιράν σε τρεις ζώνες, ενώ μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμοι Αζέροι και οι Κούρδοι του Ιράν ανακήρυξαν βραχύβιες, αποσχιστικές «Λαϊκές Δημοκρατίες» με την υποστήριξη του Στάλιν. Οι Αμερικανοί μπαίνουν στο κάδρο μόνο το 1953, όταν αποφασίζουν να στηρίξουν το πραξικόπημα των Βρετανών εναντίον του Μοσαντέκ -δημοκράτη πρωθυπουργού, ο οποίος είχε εθνικοποιήσει τα ιρανικά πετρέλαια- και το τυραννικό καθεστώς του Σάχη. Σ’ αυτή τη μοιραία επιλογή έχει τις ρίζες της η ισλαμική επανάσταση του 1979 και το συνακόλουθο κύμα του αντιαμερικανισμού.
Παρ’ όλα αυτά, το σημερινό Ιράν θα μπορούσε να αποδειχθεί ιδιαίτερα χρήσιμο για τους Αμερικανούς, όχι μόνο γιατί έρχεται δεύτερο, ανάμεσα στις χώρεςμέλη του ΟΠΕΚ, ως προς τις εξαγωγές πετρελαίου και επίσης δεύτερο, μετά τη Ρωσία, σε αποθέματα φυσικού αερίου. Το Ιράν θα μπορούσε να παίξει κρίσιμο ρόλο για τη σταθεροποίηση του κατά πλειοψηφία σιιτικού Ιράκ, την ειρήνευση στη μετα-Ασαντ Συρία και τον έλεγχο του Αφγανιστάν μετά την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων.
Το ενδεχόμενο ανάδυσης του Ιράν σε μεγάλη, περιφερειακή δύναμη αποτελεί πραγματικό εφιάλτη για τη Σαουδική Αραβία. Στο σουνιτικό βασίλειο, η σιιτική μειονότητα, θύμα έντονων διακρίσεων, ανέρχεται στο 15% του πληθυσμού. Το μεγαλύτερο μέρος της κατοικεί στην Ανατολική Επαρχία, όπου βρίσκονται οι μεγαλύτερες πετρελαιοπηγές. Η εξέγερση των σιιτών στο γειτονικό Μπαχρέιν- την οποία κατέστειλαν ανηλεώς τα σαουδαραβικά στρατεύματα- έστειλε σήμα κινδύνου στον βασιλιά Αμπντάλα, ο οποίος είχε καλέσει τον Τζορτζ Μπους «να κόψει το κεφάλι του φιδιού», δηλαδή το καθεστώς της Τεχεράνης.
Η «μπέσα»
Αν στις σχέσεις τους με το Ιράν οι Αμερικανοί προσκρούουν στην περηφάνια ενός ιστορικού έθνους, στις διαπλοκές τους με τον Οίκο των Σαούντ σκοντάφτουν στην ακατανόητη, για έναν Δυτικό πολιτικό, αντίληψη περί «μπέσας». Οι επίγονοι του Ιμπν Σαούντ έχουν κληρονομήσει τη νοοτροπία του ηγέτη φυλής της Αραβικής Χερσονήσου, για τον οποίο «ο λόγος μας είναι ο νόμος». Στα μάτια του 89χρονου βασιλιά Αμπντάλα, η Αμερική του Ομπάμα είναι μια υπερδύναμη χωρίς «μπέσα» από τη στιγμή που «πουλάει» τον Χόσνι Μουμπάρακ, στηρίζει τους Αδελφούς Μουσουλμάνους της Αιγύπτου και είναι έτοιμη να τα βρει με το σιιτικό «φίδι». Με αυτά τα δεδομένα, το ιστορικό «ντιλ» που συνομολόγησε ο Ιμπν Σαούντ με τον Αμερικανό πρόεδρο Φραγκλίνο Ρούζβελτ πάνω στο κατάστρωμα του καταδρομικού «Κουίνσι» -σας δίνουμε πετρέλαια, μας εξασφαλίζετε ασφάλεια- τίθεται σε δεινή δοκιμασία, με απρόβλεπτες συνέπειες για την περιοχή και όλο τον κόσμο.
http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathpolitics_1_03/11/2013_526063