27 Οκτωβρίου 2013

Βαϊμάρη - Αθήνα

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEikJBGXtTnO5xhnMOJjXJZZC79Lp0aZHCNYw_BFyxdNpIdLPUTzCb8j-jUZ7LKTLuY63vVrzlMHksPmZQhw_-wToWVFdRzwbqqQ2UeBPae70LjvCQ6ZS3o-o_0BO45ydh7YdYn6yjuVe2U/s1600/glezxristo2_2.jpgΒαϊμάρη και Αθήνα
Του Θανου Βερεμη*
Ακούμε από τα ΜΜΕ να γίνεται λόγος για τη σχέση της περιόδου κρίσης που διέρχεται η Ελλάδα με τις συνθήκες που επέτρεψαν την κατίσχυση του ναζισμού στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης (1918-1933). Ποια τα κοινά στοιχεία των δύο παραδειγμάτων και ποιες οι διαφορές μεταξύ τους; Τα κοινά είναι τα ακόλουθα:

1. H κυβέρνηση του «Μεγάλου Συνασπισμού» το 1928-1932 ανάμεσα στους Σοσιαλδημοκράτες και το Λαϊκό Κόμμα (και μερικά μικρότερα) της Γερμανίας θυμίζει την εικόνα της ελληνικής κυβέρνησης σήμερα. Αν μάλιστα λογαριάσουμε το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (13,1%) και το ναζιστικό εθνικοσοσιαλιστικό (18,3%) μετά τις εκλογές του 1931, θα πλησιάσουμε τους αντιπολιτευόμενους στη σημερινή ελληνική Βουλή.

2. Η οικονομική κρίση του 1929-30 υπήρξε ο άνεμος στα πανιά του ναζισμού και βέβαια η κυριότερη εξήγηση για την άνοδο της Χρυσής Αυγής στα καθ’ ημάς.

3. Η έκπτωση της φιλελεύθερης Δημοκρατίας του Μεσοπολέμου πραγματοποιήθηκε κυρίως από την υπονόμευση που απεργάζονταν τα άκρα, το ΚΚΓ και οι αριστερές επαναστατικές του ομάδες πρώτα και έπειτα τα ναζιστικά τάγματα εφόδου. Στο σημερινό μας Κοινοβούλιο η απαξίωση του «καπιταλιστικού» κοινοβουλευτισμού από το ΚΚΕ είναι μια πραγματικότητα που όλα τα κόμματα αποδέχονται. Η ίδια περιφρόνηση εκφράζεται σποραδικά και από τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ (διάκριση ανάμεσα σε δεξιά και αριστερή βία, προτροπές σε ανατροπή της έννομης τάξης). Η επίκληση της Δημοκρατίας δεν αποτελεί αναγκαστικά τεκμήριο δημοκρατικότητας αφού ο όρος σημαίνει διαφορετικά πράγματα σε διαφορετικά μεταξύ τους καθεστώτα. Αλλη η αντίληψη της Δημοκρατίας στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης και άλλη στις πρώην Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες του Ανατολικού Συνασπισμού.

4. Η προσπάθεια Φιλελεύθερων διανοούμενων όπως ο Τόμας Μαν, να δημιουργηθεί κοινή γραμμή πλεύσης ανάμεσα στους συντηρητικούς και σοσιαλδημοκράτες κοινοβουλευτικούς του 1930, θυμίζει σημερινές εκκλήσεις προς την κυβέρνηση και την αξιωματική αντιπολίτευση να συμφωνήσουν σε ορισμένες αρχές για να απομονώσουν τη Χρυσή Αυγή. Ο Πρώσος πρωθυπουργός Οτο Μπράουν

επικαλέστηκε τότε τον συνασπισμό των λογικών ανθρώπων.

5. Η επίκληση του λαού (volk) υπήρξε κοινό στοιχείο της Δεξιάς και της Αριστεράς και στις δύο περιπτώσεις και χρησιμοποιείται και σήμερα εις βάρος της ισχύος του νόμου. Ο λαϊκισμός ο οποίος μαστίζει το πολιτικό φάσμα –δεξιό και αριστερό- παραπέμπει στη νομιμοποίηση της βίας και της αυθαιρεσίας τις οποίες επέβαλε ο Χίτλερ και οι οπαδοί του.

Οι διαφορές είναι αρκετές :
1. Η Ελλάδα δεν εξέρχεται από μια στρατιωτική ήττα όπως η Γερμανία το 1919.

2. Η επιπολαιότητα της γερμανικής Αριστεράς και της Δεξιάς έναντι των ναζιστών εξηγείται εν μέρει από την απουσία τότε των εμπειριών που σήμερα γνωρίζουμε για τους οπαδούς του Χίτλερ. Η σημερινή περιφρόνηση του κράτους δικαίου από αριστερούς και δεξιούς πολιτευτές αποτελεί αδικαιολόγητη αν όχι εγκληματική πράξη.

3. Ο αρνητικός ρόλος του υπέργηρου προέδρου της Δημοκρατίας Χίντενμπουργκ δεν έχει το αντίστοιχό του στη σημερινή Ελλάδα, αφού ο θεσμός εδώ ελάχιστη εξουσία φέρει. Η ευθύνη του Χίντενμπουγκ για την άνοδο του Αυστριακού δεκανέα στη θέση του Γερμανού καγκελάριου είναι τεράστια.

Μένει να εξακριβώσουμε αν οι Ελληνες ψηφοφόροι είναι εξίσου αμετροεπείς με τους Γερμανούς των εκλογών της 5ης Μαρτίου 1933 που έδωσαν στον Χίτλερ το 44% των ψήφων. Η λεπτομέρεια διέφυγε της προσοχής του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ όταν δήλωνε ότι «η Δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα». Αν είχε διαβάσει τον Αριστοτέλη θα ανακάλυπτε ότι το δημοκρατικό σύστημα είναι το ευπαθέστερο απ’ όλα και προϋποθέτει ενάρετους ψηφοφόρους για να λειτουργήσει σωστά. Αναρωτιέμαι αν μπορούμε να ισχυριστούμε κάτι τέτοιο παρακολουθώντας τη σημερινή Βουλή μας εν δράσει.

Ασφαλώς η Χρυσή Αυγή είναι γνήσιο προϊόν της κρίσης και πρέπει να αντιμετωπισθεί με σκληρά μέτρα μνημονιακού τύπου. Αλλά ας μην ξεχνάμε τη διάχυτη ανομία που ανεχόμαστε χρόνια τώρα και τον μιθριδατισμό που μας προκαλεί το δηλητήριο το οποίο εκρέει ο λαϊκισμός. Ας θυμηθούμε το καίριο άρθρο του Αγγελου Στάγκου «Ο ελληνικός φασισμός στο προσκήνιο» (15 Σεπτεμβρίου 2013):

«Οι καταστροφές και οι λεηλασίες στην Αθήνα, (η δολοφονία τριών νέων ανθρώπων στη Marfin), τα γεγονότα της Κερατέας και των Σκουριών… οι απερίγραπτες δηλώσεις συνδικαλιστών, οι βανδαλισμοί σε βάρος κτιρίων, οι θανατηφόρες επιθέσεις κατά μεταναστών, οι λήψεις αποφάσεων από ελάχιστες μειοψηφίες σε πανεπιστήμια και συνδικαλιστικές οργανώσεις, η χρησιμοποίηση των μαθητών για αλλότριους σκοπούς, οι συνεχείς μεθοδεύσεις πρυτάνεων εναντίον κάθε αλλαγής στα ΑΕΙ…». Μάθαμε να ζούμε με όλα αυτά σαν να ήταν φυσιολογικές καταστάσεις.

Από όλα τα μεγάλα ευρωπαϊκά έθνη-κράτη, το γερμανικό ολοκληρώθηκε αργότερα. Η αδυναμία του κατακερματισμού σε μικρές ηγεμονίες διαμόρφωσε και τις προτεραιότητες των ηγετών τους ώστε «η ισχύς εν τη ενώσει» να αποτελέσει τον μεγάλο στόχο του Μπίσμαρκ. Αν αυτός πραγματοποίησε τη «μικρή» Γερμανία, ο Χίτλερ με την ενσωμάτωση της Αυστρίας ολοκλήρωσε το όνειρο της «μεγάλης» Γερμανίας. Κατάφερε έτσι να εξασφαλίσει την αποδοχή σημαντικού τμήματος του λαού και ψάρεψε οπαδούς σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα, εκτός των κομμουνιστών.

Το άλλο ζήτημα που επέτρεψε στον Χίτλερ να καταλάβει με κοινοβουλευτικά μέσα την εξουσία υπήρξε ο φόβος της αναρχίας και του εμφυλίου, που βίωσαν οι Γερμανοί τα πρώτα χρόνια μετά την «επονείδιστη» συνθηκολόγηση του 1918. Οι εξεγέρσεις στις μεγάλες πόλεις και η καταστολή τους συνόδεψαν την πράξη γέννησης της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.

Η Ελλάδα ολοκλήρωσε την επικράτειά της με τη Δυτική Θράκη το 1919 και τη Δωδεκάνησο το 1947. Ο ελληνικός αλυτρωτισμός απέτυχε στη Βόρειο Ηπειρο, στην Κύπρο και την Ανατολική Θράκη η οποία περιήλθε στην Τουρκία το 1923 μετά την κατάργηση της Συνθήκης των Σεβρών. Ωστόσο η ανοδική πορεία της ελληνικής οικονομίας μονιμοποιήθηκε μετά τη μεταπολεμική ανασυγκρότηση. Η σημερινή δημοσιονομική κρίση και η ύφεση που τη συνοδεύει προκάλεσαν μια πρωτοφανή για τους Ελληνες ταπείνωση και απαισιοδοξία. Η αντίστροφη πορεία της ανάπτυξης και η ανακοπή της καταναλωτικής ευτυχίας, που εξασφάλιζαν τα χαμηλότοκα δάνεια αφότου η Ελλάδα έγινε μέλος της λέσχης των ισχυρών της ΟΝΕ, προκάλεσαν την ανίσχυρη οργή των παθόντων καθώς και την τιμωρητική τους ψήφο προς τα κόμματα της αντιπολίτευσης.

Το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής (Χ.Α.) δεν έχει ρίζες στο ελληνικό παρελθόν. Η συντηρητική Δεξιά παρουσιαζόταν είτε ως διατήρηση του status quo κατά τον διχασμό μεταξύ βενιζελικών και βασιλοφρόνων είτε ως επικράτηση του αυταρχικού καθεστώτος Μεταξά. Ο δικτάτορας ακολούθησε την αντιφιλελεύθερη παράδοση των ομολόγων του στην Ευρώπη, χωρίς όμως τον αντισημιτισμό ή τις ρατσιστικές θεωρίες του Μουσολίνι και του Χίτλερ. Ο φιλοβρετανός κατά το τέλος της δικτατορίας του πλέον Μεταξάς προήγαγε την προγονολατρία και τον εθνικισμό.

Η ολοκληρωτική ναζιστική επιρροή της Χ.Α. είναι επείσακτη από το μεσοπολεμικό παρελθόν της Κεντρικής και Νότιας Ευρώπης. Η ελληνική κυβέρνηση αντιμετώπισε τη Χ.Α. με δριμύτητα μετά τη δολοφονική επίθεση κατά του Παύλου Φύσσα, κάτι που η Γερμανία της Βαϊμάρης δεν είχε τολμήσει εναντίον του Χίτλερ (1929-32). Αντίθετα, η Δημοκρατία εκείνη επέτρεψε στον εκκολαπτόμενο δικτάτορα να την εκβιάζει με την απειλή της βίας και να της προσφέρει προστασία από τον ίδιο και τους κομμουνιστές. Μετά το 37% που κέρδισε στις εκλογές του 1932 ο Χίτλερ, απαιτούσε από τον πρόεδρό της Χίντεμπουργκ την εντολή να γίνει καγκελάριος της εκπνέουσας Δημοκρατίας. Το σενάριο της μεθοδικής άλωσης του γερμανικού κράτους είναι σε μας πασίγνωστο και γι’ αυτό η επανάληψή του από δευτεροκλασάτους συνωμότες φαντάζει σήμερα απίθανη.

Ο θάνατος του σημαντικού πολιτικού επιστήμονα Juan Linz του Yale μάς θυμίζει τις απόψεις του για την «ασταθή Δημοκρατία» σε περιόδους κρίσης και τον «πολωμένο πλουραλισμό». Η σημερινή Βουλή μας με τον πολωμένο πολυκομματισμό της εξηγεί και την αδυναμία κοινής δράσης όλων των κομμάτων σε εποχή έκτακτης ανάγκης.

Η επίκληση της λειτουργίας του κράτους δικαίου θυμίζει λίγο την άποψη περί των δύο άκρων, η οποία όμως παρουσιάζει πολλά θεωρητικά προβλήματα. Ιδιαίτερα όταν η γραφική παράσταση του κοινοβουλευτικού φάσματος μοιάζει με κουλούρι που του λείπει ένα κομμάτι: δηλαδή ένας ανοιχτός κύκλος που τα δύο άκρα του συγκλίνουν. Από την περιγραφή του Κοινοβουλίου σαν ευθύγραμμο ή κυρτό σχήμα που κυμαίνεται ανάμεσα στην άκρα Αριστερά, τη σοσιαλδημοκρατία, το Κέντρο, τη συντηρητική Δεξιά και την άκρα Δεξιά, προσωπικά προτιμώ τις κατηγορίες του Αριστοτέλη ανάμεσα στα γνήσια και τα νόθα πολιτεύματα. Πρόκειται για μεταλλασσόμενες εκδοχές του αριστοκρατικού-ολιγαρχικού καθεστώτος και του δημοκρατικού-οχλοκρατικού συστήματος. Η αντιμετώπιση των άκρων ως ομοίων είναι ανιστόρητη και αποτελεί στατική θεώρηση της πολιτικής. Η γενικευμένη ανοχή προς την παρανομία επιτρέπει σε εγκληματικές οργανώσεις να υπάρξουν και μάλιστα με εκπροσώπους στη Βουλή των Ελλήνων. Η εναλλαγή Σπαρτακιστών με τα Ελεύθερα Σώματα και αργότερα τα Τάγματα Εφόδου στους γερμανικούς δρόμους αποδεικνύει πως η κοινωνία εκτραχύνεται όταν επικροτεί υπερβολική ανοχή προς την παραβατικότητα. Ο καλύτερος εγγυητής της Δημοκρατίας, όπως ξαναείπαμε, είναι το κράτος δικαίου.

* Ο κ. Θάνος Βερέμης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.