27 Οκτωβρίου 2013

Οι «στρατηγοί» της Μέρκελ στην καρδιά των Βρυξελλών Τα πρόσωπα κλειδιά με τα οποία το Βερολίνο διαμορφώνει την πολιτική της Ε.Ε.

http://vathikokkino.com/wp-content/uploads/2011/08/eu-germany1.jpg
Στις Βρυξέλλες, οι Γερμανοί έχουν αποτινάξει τη μεταπολεμική επιφυλακτικότητά τους και δεν απολογούνται για το γεγονός ότι καθορίζουν το μέλλον της Ευρώπης, αναλαμβάνοντας θέσεις-κλειδιά σε ευρωπαϊκούς οργανισμούς και προωθώντας με ζήλο τα εμπορικά συμφέροντα του Βερολίνου.Καθώς η Αγκελα Μέρκελ σχηματίζει τη νέα κυβέρνηση συνασπισμού, μπορεί να δρέψει τους καρπούς προσπαθειών που ξεκίνησαν κατά την πρώτη θητεία της το 2005 και είχαν ως αποτέλεσμα όχι μόνο την αύξηση του αριθμού των Γερμανών που κατέχουν υψηλόβαθμες θέσεις στις Βρυξέλλες, αλλά και την αύξηση της λογοδοσίας τους στο Βερολίνο.
Οπου, δε, τα παραπάνω δεν αρκούν για να διασφαλίσουν την υιοθέτηση πολιτικών προτάσεων που να είναι αποδεκτές στη Γερμανία, η κ. Μέρκελ έχει δείξει ότι είναι έτοιμη να ορίσει η ίδια την πολιτική. Το περασμένο καλοκαίρι απαίτησε την αναδίπλωση της Ε.Ε. στο θέμα των κινεζικών φωτοβολταϊκών προκειμένου να αποτραπεί εμπορικός πόλεμος με την Κίνα, ο οποίος θα έπληττε τις εξαγωγές των γερμανικών αυτοκινητοβιομηχανιών και των γερμανικών κατασκευαστικών εταιρειών. Οι 27 εταίροι του Βερολίνου δεν μπορούν ν’ αρνηθούν ότι ένα κράτος που περιλαμβάνει έναν στους έξι Ευρωπαίους πολίτες και παράγει το ένα πέμπτο του ευρωπαϊκού ΑΕΠ θα έχει βαρύνοντα λόγο.

Αυτοπεποίθηση Ωστόσο, η νεοαποκτηθείσα αυτοπεποίθηση των Γερμανών, ενισχυμένη από το διευρυνόμενο οικονομικό χάσμα που τους χωρίζει από τους δοκιμαζόμενους εταίρους, προκαλεί γκρίνιες, αν και προς το παρόν δεν έχει διατυπωθεί κάποια σοβαρή πρόκληση προς την κ. Μέρκελ. Για Γερμανούς όπως ο κ. Χέρμπερτ Ρόιλ, ο οποίος ηγείται των Γερμανών Χριστιανοδημοκρατών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η εν λόγω επιρροή είναι φυσική ιστορική εξέλιξη για ένα έθνος το οποίο εδώ και χρόνια έχει θέσει τον πλούτο που παράγει στην υπηρεσία της Ε.Ε., σε αντάλλαγμα για την πολιτική εξιλέωση μετά τον Χίτλερ. «Τελειώσαμε μ’ αυτά», λέει ο κ. Ρόιλ αναφερόμενος στα χρόνια της γερμανικής επιφυλακτικότητας που διήρκεσε μέχρι το τέλος της θητείας του Χέλμουτ Κολ, τη δημιουργία του ευρώ και την επανένωση των δύο Γερμανιών.

 «Ενα κράτος το οποίο δεν ήταν κράτος και πάντοτε βρισκόταν υπό την εξουσία των Συμμάχων... είναι πολύ επιφυλακτικό», προσθέτει ο κ. Ρόιλ. «Το ν’ αναλάβεις ευθύνη σημαίνει ότι πλέον δεν θα κάθεσαι στη γωνία και θ’ απολογείσαι, δεν αρκεί αυτό».

Ανάληψη ευθύνης σημαίνει, μεταξύ άλλων, ν’ αναλάβεις μερικές από τις πλέον ισχυρές, αν και όχι πάντοτε περίβλεπτες, θέσεις στις Βρυξέλλες. Οι όμοιοι των Ούβε Κορσέπιους, Γιοχάνες Λάιτενμπεργκερ και Κλάους Βέλε δεν είναι διασημότητες. Ομως, μαζί με μερικούς ακόμη υψηλόβαθμους Γερμανούς, επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό την ευρωπαϊκή πολιτική. Ο 53χρονος κ. Κορσέπιους, κάποτε σύμβουλος της κ. Μέρκελ επί ευρωπαϊκών θεμάτων, είναι ο γ.γ. του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, θέση από την οποία καθορίζει την ατζέντα και τις νομικές γνωμοδοτήσεις βάσει των οποίων γίνονται οι συζητήσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Ο 49χρονος κ. Λάιτενμπεργκερ είναι ο προσωπάρχης του Ζοζέ Μπαρόζο, του προέδρου της Κομισιόν, ο οποίος επιβλέπει τον τομέα του εμπορίου και άλλες ευρωπαϊκές πολιτικές. Ο 49χρονος κ. Βέλε είναι γ.γ. του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και αποκαλείται από ορισμένους ο «άρχοντας του σκότους», εξαιτίας της επιρροής που ασκεί στο Κοινοβούλιο.

 «Οι Γερμανοί συμπεριφέρονται πιο κανονικά όσον αφορά τις Βρυξέλλες», λέει ο κ. Χανς Γκερτ Πέτερινγκ, πρόεδρος του Κοινοβουλίου μέχρι το 2009 και πλέον πρόεδρος του Ιδρύματος Κόνραντ Αντενάουερ, ενός think tank που διατηρεί στενές σχέσεις με τους Γερμανούς Χριστιανοδημοκράτες (CDU). Ο συντονισμός μεταξύ των Γερμανών των Βρυξελλών αλλά και σε σχέση με το Βερολίνο δεν είναι τυχαίος. Ο Κολ παραπονιόταν ότι οι Γερμανοί τείνουν να ξεχνούν την εθνική τους ταυτότητα όταν περνούν τα σύνορα της χώρας. Τώρα, λέει ο ευρωβουλευτής Ρόιλ, «αν μιλάμε με μια φωνή, τότε έχουμε περισσότερη δύναμη». Ο ίδιος συναντάται με τους ηγέτες του CDU, περιλαμβανομένης της κ. Μέρκελ, κάθε Δευτέρα στο Βερολίνο. «Η γερμανική ομάδα έχει στόχο να εκπροσωπήσει βιομηχανικά πολιτικά συμφέροντα. Πρέπει να υπερασπιστούμε πολλές βιομηχανίες», εξηγεί ο κ. Ρόιλ, ο οποίος εκλέγεται σε περιοχή όπου έχουν την έδρα τους πολλές βιομηχανίες. Ο κ. Σάιμον Χικς, καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο LSE, παρατηρεί ότι «αισθάνεσαι τη σκιά της γερμανικής κυβέρνησης στο Κοινοβούλιο... Σπανίως θα συμβεί κάτι... που να είναι αντίθετο με τα συμφέροντα της γερμανικής βιομηχανίας».

Το πρόγραμμα
Ηταν επί καγκελαρίας του κ. Γκέρχαρντ Σρέντερ, προκατόχου της κ. Μέρκελ, όταν ξεκίνησε η προσπάθεια για τοποθέτηση περισσότερων Γερμανών σε σημαντικές θέσεις στις Βρυξέλλες. Ο κ. Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάγερ, υπουργός Εξωτερικών στην πρώτη κυβέρνηση συνασπισμού Μέρκελ, δημιούργησε ένα πρόγραμμα για την εκπαίδευση Γερμανών με σκοπό να διεκδικήσουν θέσεις στην Ε.Ε. «Η περαιτέρω ενίσχυση της γερμανικής παρουσίας σε ευρωπαϊκούς οργανισμούς είναι πολύ σημαντική για την κυβέρνηση», λέει εκπρόσωπος Τύπου του υπουργείου Εξωτερικών. «Στόχος είναι η Γερμανία, ως το μεγαλύτερο κράτος-μέλος, να εκπροσωπείται με κατάλληλο τρόπο σε όλα τα επίπεδα των ευρωπαϊκών οργανισμών».

Η απλή παράθεση του αριθμού των επίσημων θέσεων που καταλαμβάνουν Γερμανοί δεν αποκαλύπτει ολόκληρη την αλήθεια. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Βερολίνου, περίπου το 10% των υψηλόβαθμων δημοσίων υπαλλήλων και διπλωματών στην Κομισιόν και στην Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης της Ε.Ε. είναι Γερμανοί. Οι Γερμανοί αποτελούν το 16% του πληθυσμού της Ε.Ε., ενώ τα μικρότερα κράτη-μέλη υπερεκπροσωπούνται, αναλογικά, όπως συμβαίνει σε κάθε πολυεθνικό οργανισμό. Αν όμως εστιάσει κανείς στις σημαντικές θέσεις, τότε γίνεται σαφέστερη η γερμανική επιρροή, η οποία μάλιστα συνεχώς αυξάνεται, όπως παραδέχονται Ευρωπαίοι και Γερμανοί αξιωματούχοι. Σύμφωνα με εσωτερική έκθεση της Κομισιόν, ήδη υπάρχουν 45 Γερμανοί σε υψηλόβαθμες θέσεις στον οργανισμό, περισσότεροι απ’ τους Γάλλους και πολύ περισσότεροι από τους Ιταλούς και τους Βρετανούς που είναι λιγότεροι από 30. Το Βερολίνο έχει επικεντρώσει τις προσπάθειές του σε τομείς όπου η Κομισιόν έχει μεγάλη εξουσία, όπως στις οικονομικές υποθέσεις και στον ανταγωνισμό.

Συμμαχίες
Η διαμάχη σχετικά με την αυστηροποίηση των διατάξεων που αφορούν τις εκπομπές καυσαερίων από τα αυτοκίνητα, η οποία έληξε αυτό τον μήνα με απόφαση ευνοϊκή για τις γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες, δείχνει σαφώς την ισχύ του Βερολίνου. Στην προσπάθειά της να σχηματίσει συμμαχίες, η κ. Μέρκελ τηλεφώνησε μεταξύ άλλων στον Ιρλανδό και στον Πορτογάλο ηγέτη υπενθυμίζοντάς τους ότι η Γερμανία στηρίζει τις οικονομίες τους. Εκπρόσωπος Τύπου της κ. Μέρκελ αρνήθηκε να σχολιάσει. Η Γερμανίδα καγκελάριος δεν δίστασε να παρέμβει και στο ζήτημα των κινεζικών φωτοβολταϊκών, όπου διεμήνυσε στην Κομισιόν και στους εταίρους ότι ως βασικός χρηματοδότης της Ε.Ε. δεν θα διακινδυνεύσει να διαρρήξει τις σχέσεις της με μια χώρα που κάθε χρόνο αγοράζει γερμανικά προϊόντα αξίας 50 δισ. ευρώ. Και αν οι Γερμανοί είναι ευχαριστημένοι με την εξέλιξη των πραγμάτων, πολλοί γείτονες έχουν εκνευριστεί με την τάση των Γερμανών να υποβαθμίζουν τους λιγότερο ισχυρούς οικονομικά.

«Υπάρχει αυτή η άποψη των Γερμανών ότι αν όλοι ήταν Γερμανοί και τόσο πρακτικοί όσο οι Γερμανοί, τότε τα πάντα θα λειτουργούσαν καλύτερα», σχολιάζει ένας Γάλλος αξιωματούχος. Ορισμένοι αξιωματούχοι υποστηρίζουν ότι η γερμανική τακτική θα μπορούσε ν’ αποβεί μπούμερανγκ, προκαλώντας αντίσταση από τους υπολοίπους και προξενώντας στασιμότητα στην ευρωπαϊκή πολιτική. Σε αυτή την περίπτωση θα υπονομευθεί ακόμη περισσότερο η αποτελεσματικότητα της Ε.Ε., η οποία ήδη αντιμετωπίζει την απειλή της αποχώρησης της Βρετανίας από την Ενωση.

 «Η Γερμανία λέει ότι “τα καταφέρνουμε καλύτερα, οπότε είμαστε και οι καλύτεροι”», λέει ο Ντανιέλ Κον Μπεντίτ, συμπρόεδρος των Πρασίνων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. «Αυτή η άποψη μπορεί να έχει αρνητικό αντίκτυπο. Λαμβάνοντας αυτή τη θέση, η Γερμανία φρενάρει την Ευρώπη». Σύμφωνα με τον κ. Κον Μπεντίτ, η γερμανική επιμονή στην οικονομία που βασίζεται στις εξαγωγές έρχεται σε αντίθεση με τη γενικότερη φιλοδοξία της Ευρώπης να ασκήσει παγκόσμια επιρροή. «Η γερμανική προσέγγιση είναι ότι δεν θέλουν ν’ ασχοληθούν με τον κόσμο. Τα εθνικά οικονομικά συμφέροντα αποτελούν το όριο της σκέψης τους. Θέλουν να ηγούνται στα θέματα της οικονομίας και στην εξωτερική πολιτική να είναι σαν το Λουξεμβούργο», καταλήγει ο κ. Κον Μπεντίτ.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_world_2_26/10/2013_538041