27 Οκτωβρίου 2013

Το δώρο της Ευρώπης στη στρίγκλα…

Του Δρα Γιάννου Χαραλαμπίδη

  • Γιατί οι σύμμαχοι της Κύπρου στην ΕΕ είναι οι Γερμανοί και διεθνώς οι ΗΠΑ
  • Πώς η Κύπρος μπορεί να δοθεί στην Τουρκία ως αντάλλαγμα της ειδικής σχέσης και πώς η αποτροπή της τουρκικής Ευρώπης περνά μέσα από την αποτροπή της τουρκικής Κύπρου
  • Ο ΡΑΓΙΣΜΕΝΟΣ γαλλογερμανικός άξονας και οι επιπτώσεις στην ΕΕ

Η ΕΕ προσπαθεί ανεπιτυχώς να βρει τους βηματισμούς της, μέσα από τα θεσμικά της λάθη και τις αδυναμίες της. Οι Ευρωπαίοι εταίροι έχουν ελλειμματική κοινή άμυνα και εξωτερική πολιτική, ενώ είχαν μεν αποφασίσει να οικοδομήσουν κοινή αγορά, χωρίς όμως τους απαιτούμενους θεσμούς και μηχανισμούς. Με αποτέλεσμα, όταν ξέσπασε η οικονομική κρίση, η περιφερειακή ολοκλήρωση μπήκε στο ψυγείο.Και βγήκε από το χρονοντούλαπο της ιστορίας το ξεχασμένο γερμανικό ζήτημα. Ως εκ τούτου, έχουμε σήμερα μια Ευρώπη η οποία είναι πολύ περισσότερο γερμανική παρά κοινή ευρωπαϊκή.

Το ερώτημα δεν είναι μόνο εάν η Ευρώπη θα συνεχίσει να είναι γερμανική, αλλά εάν με την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ θα γίνει τουρκική. Και κάτι άλλο συναφές: Το δικό μας μέλλον ποιο θα είναι και πώς εμείς μπορούμε να δημιουργήσουμε νέα γεωπολιτικά δεδομένα, συνδέοντας τα δικά μας συμφέροντα με εκείνα των Γερμανών και των Αμερικανών, με στόχο αφενός την αποφυγή της διχοτόμησης, όπως υφαίνεται στο πλαίσιο μιας τουρκο-βρετανικής ομοσπονδίας και αφετέρου τη δημιουργία συνθηκών για μια δημοκρατική και βιώσιμη διευθέτηση του προβλήματος στην πράξη, και όχι στα λόγια.

Ο μεγάλος ασθενής και το έμφραγμα του Νότου

Ειδικώς, μετά την εκλογή στην Προεδρία της Γαλλίας του Σοσιαλιστή Φρανσουά Ολάντ, λόγω της αδυναμίας του να ασκήσει ηγετικό εντός της ΕΕ ρόλο, η Γερμανία γίνεται ακόμη πιο ισχυρή και ο άλλοτε γαλλογερμανικός άξονας, που κρατούσε τις ισορροπίες στην ΕΕ, είναι πια ραγισμένος. Τώρα, η Γερμανία έχει δημιουργήσει νέο μπλοκ κρατών με την Ολλανδία, τη Φινλανδία και την Αυστρία, για την επιβολή ενός δημοσιονομικού μοντέλου πειθαρχίας, ώστε να εξέλθει η ΕΕ από την κρίση.

Αληθές είναι ότι η Γερμανία ήταν η πρώτη διδάξασα τη δημοσιονομική πειθαρχία, αφού υιοθετεί από το 2005, όταν είχε εκλεγεί η κ. Μέρκελ, μια πολιτική δημοσιονομικής πειθαρχίας, που είχε τη στήριξη και των λοιπών πολιτικών δυνάμεων, καθώς και των συντεχνιακών. Επί σειρά ετών οι Γερμανοί πειθάρχησαν και ενώ ο Νότος βρισκόταν σε κατάσταση «γλεντιού» και «μέθης» με ξένα χρήματα, η Γερμανία, από μεγάλος ασθενής της Ευρώπης που ήταν, βρίσκει τα πόδια της. Και η ΕΕ ως τέτοια, καθώς και κράτη- μέλη της, κυρίως εκείνα του Νότου, πάσχουν συνολικά από αρρυθμίες, με εμφανείς ακόμη τους κινδύνους οξύτατου εμφράγματος, δηλαδή πτώχευσης κρατών μελών όπως η Ελλάδα, η Κύπρος και η Ισπανία.

Το πρόβλημα της περισσότερης Ευρώπης

ΕΙΝΑΙ πλέον πρόδηλο ότι:
1. Η ΕΕ δεν οδηγείται προς την ομοσπονδοποίηση. Δεν μπορεί δηλαδή να καταστεί ένα πολιτειακό μοντέλο ανάλογο με εκείνο των ΗΠΑ. Η ΕΕ ακολουθεί το πεπρωμένο της και κινείται και λειτουργεί στη βάση της ισχύος ενός εκάστου των κρατών-μελών και των εθνικών συμφερόντων, η σύγκλιση των οποίων εκεί όπου προκύπτει καθορίζεται το κοινό συμφέρον. Στην παρούσα φάση υπερισχύει το γερμανικό εθνικό συμφέρον. Όσοι πίστευαν αλλιώς, ήταν ουτοπιστές και προχωρούσαν σε λανθασμένες εκτιμήσεις, τις οποίες πληρώσαμε και πληρώνουμε στην οικονομία και στο Κυπριακό.

2. Η ΕΕ δεν έχει επαρκείς θεσμούς, που να κατοχυρώνουν την κοινή αγορά και το κοινό νόμισμα, που γίνεται αντικείμενο για οικονομικά παιχνίδια και απόκτηση ισχύος μεταξύ των εθνών κρατών της,
όπως στην παρούσα φάση με φόντο την οικονομική κρίση.

3. Η ΕΕ εξακολουθεί να πάσχει από το λεγόμενο δημοκρατικό έλλειμμα. Υπάρχει απόσταση μεταξύ
Βρυξελλών και περιφερειών και λαών, δηλαδή της ΕΕ με τις αποφάσεις των Βρυξελλών και δη τις εισηγήσεις τεχνοκρατικών υπηρεσιών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

4. Η λογική και πρακτική της περιφερειακής ολοκλήρωσης παγιδεύεται στη ρεαλιστική πρακτική. Δηλαδή, ενώ η Γερμανία υποστηρίζει την περισσότερη εμβάθυνση και ολοκλήρωση, η Γαλλία, για παράδειγμα, δεν φαίνεται να είναι ένθερμη υποστηρίκτρια μιας τέτοιας εξέλιξης.

Και αυτό διότι είναι πρόδηλος ο κίνδυνος, όπως οι εξουσίες που δίδουν τα λοιπά κράτη μέλη στις Βρυξέλλες, περάσουν στα χέρια της Γερμανίας. Και έτσι, αντί να έχουμε περισσότερη Ευρώπη να έχουμε περισσότερη και μεγαλύτερη Γερμανία, με τρεις πρωτεύουσες. Την εθνική γερμανική στο Βερολίνο, την τραπεζική στη Φρανκφούρτη και την ευρωπαϊκή, οικονομική και πολιτική στις Βρυξέλλες.

Τουρκική Ευρώπη εναντίον γερμανικής

Τα ζητήματα αυτά δεν είναι συναφή μόνο με τη λειτουργία της ΕΕ στην παρούσα φάση, αλλά και με εκείνη των διευρύνσεων με κεντρικό ζήτημα την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, που παραπέμπει σε μιαν ανάλογη πολιτική αντίληψη με εκείνην του γερμανικού ζητήματος. Δηλαδή, όπως στην περίπτωση της Γερμανίας το ερώτημα ήταν εάν θα έχουμε μια γερμανική Ευρώπη ή μια ευρωπαϊκή Γερμανία, στην περίπτωση της Τουρκίας το ερώτημα είναι εάν θα έχουμε μια ευρωπαϊκή Τουρκία ή μια τουρκική Ευρώπη.

Καθόλου λοιπόν τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι οι Γερμανοί είναι εκείνοι που αντιδρούν, όπως και οι Γάλλοι, στην πλήρη τουρκική ένταξη, διότι θα απειληθεί ο ηγετικός ρόλος που έχουν σήμερα στην Ευρώπη ή και αν δεν τον χάσουν, θα τεθεί υπό τουρκική απειλή. Υπό αυτές τις συνθήκες, θα υπεισέλθει η ΕΕ σε μια νέα κοινωνική, πολιτική και θεσμική αστάθεια με οικονομικές προεκτάσεις.
Και η σύγκρουση αυτή θα είναι μεταξύ του χριστιανικού και του ισλαμικού κόσμου. Με την Τουρκία να συνιστά πλέον το αντίπαλο δέος των Βρυξελλών και του Βερολίνου. Εάν π.χ. οι Βρυξέλλες θα αποτελούν σε μια νέα εμβάθυνση, ακόμη μια γερμανική πρωτεύουσα, σε περίπτωση πλήρους τουρκικής ένταξης, η Άγκυρα είναι αυτή που θα διαβρώσει τη γερμανική ισχύ και θα δημιουργήσει μια δεύτερη μουσουλμανική πρωτεύουσα στην Κωνσταντινούπολη.

Τότε είναι που θα έχουμε την επανάληψη της ιστορίας στη βάση του διχασμού της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε δυτική και ανατολική. Η ίδια η Τουρκία θα διαθέτει, εάν ενταχθεί στην ΕΕ, τον μεγαλύτερο στρατό, την πιο ισχυρή γεωπολιτική και γεωστρατηγική θέση, καθότι θα συνεχίσει να είναι ενεργειακός κόμβος, αναβιώνοντας τον δρόμο του μεταξιού, στη λογική του φυσικού αερίου και του πετρελαίου. Το ίδιο προφανώς θα ισχύει και για την τουρκική οικονομία, αφού, εκτός των άλλων, ανήκει στους G-20. Οι συντελεστές τουρκικής ισχύος δεν θα απειλούν μόνο την Κύπρο ή και την Ελλάδα, αλλά και την ίδια τη Γερμανία ως ηγετική τής ΕΕ χώρα.

Πληθυσμιακή εισβολή, αστάθεια και ΗΠΑ

ΒΕΒΑΙΩΣ, τα πρώτα διαμερίσματα που θα τεθούν υπό οξύτατη τουρκική απειλή, η οποία θα γίνει με πληθυσμιακή εισβολή, θα είναι της Κύπρου και της Ελλάδας, καθώς και άλλων βαλκανικών χωρών όπως η Βουλγαρία. Στρατηγικά δε, και γεωπολιτικά, Κύπρος και Ελλάδα θα καταστούν δορυφόροι της Τουρκίας, ακόμη και αν η σχέση τους είναι συνεργασιακή αντί συγκρουσιακή. Συνεπώς, η ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ:
1. Θα απειλήσει την πρωτοκαθεδρία της Γερμανίας.
2. Όχι μόνο θα εδραιώσει την Τουρκία ως περιφερειακή δύναμη, αλλά θα της δώσει παγκόσμιες διαστάσεις με ηγεμονικό ρόλο.
3. Θα απειληθεί η συνοχή της ΕΕ ή η ΕΕ, εάν δεν παραλύσει, θα συμβιβαστεί με τη νέα τουρκική ισλαμική πραγματικότητα.
4. Εκτός του ότι Κύπρος και Ελλάδα θα γίνουν τουρκικοί δορυφόροι, πρόβλημα θα έχει και το Ισραήλ.

Ειδικώς εάν μια τουρκική ένταξη ή ειδική σχέση με την ΕΕ θα είναι το αποτέλεσμα ή η συσχέτιση με μια λύση του Κυπριακού στη βάση της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, τότε το Ισραήλ θα περάσει στην απομόνωση και θα απειλείται από την Άγκυρα πολύ περισσότερο απ' ό,τι σήμερα. Και έτσι, αντί συνθήκες αστάθειας, θα έχουμε πολύ μεγαλύτερες συνθήκες αποσταθεροποίησης, χωρίς να είναι σίγουρο εάν οι ΗΠΑ θα θέλουν ή, ακόμη και αν θέλουν, κατά πόσο θα μπορούν να επιβάλουν την τάξη.

Σχέσεις Γερμανίας, Ρωσίας, Τουρκίας και αέριο

Υπό αυτές τις συνθήκες, η Κύπρος θα πρέπει να εξετάσει τις σχέσεις με την ΕΕ, τις ΗΠΑ, τη Γερμανία και την Τουρκία, καθώς και με τον περίγυρό της, όπως είναι το Ισραήλ, όχι μόνο στην παρούσα φάση, αλλά και μακροπρόθεσμα. Στο πλαίσιο δηλαδή συγκροτημένης στρατηγικής, με συμμαχίες και στόχους υλοποίησης. Το φυσικό αέριο συνιστά εργαλείο προς αυτήν την κατεύθυνση.

Συναφώς θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι η συγκυρία είναι θετική, υπό την έννοια ότι:

1. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο υπάρχει σύγκλιση συμφερόντων ως προς την αποτροπή της μελλοντικής για το σύνολο της Ευρώπης τουρκικής απειλής. Οι Γερμανοί, όπως και εμείς, δεν θα ήθελαν να δουν ποτέ μια τουρκική Ευρώπη. Ούτε μια Τουρκία από την οποία θα αποκτήσουν μέσω της ενέργειας μια σχέση εξάρτησης, επιπρόσθετη αυτήν της Ρωσίας, που συνιστά για το Βερολίνο τον κύριο ανταγωνιστή της σε περιφερειακό επίπεδο.

Είναι δε, πρόδηλο ότι μερικώς η Κύπρος μπορεί να καταστεί εναλλακτική επιλογή προμήθειας φυσικού αερίου επί τη βάσει του άξονα με το Ισραήλ και την Ελλάδα. Ένας άξονας τον οποίο θα ήθελαν οι Γερμανοί ειδικώς μακροπρόθεσμα ως εξισορροπητικό της Τουρκίας, όπως επίσης και οι Αμερικανοί, εφόσον θα διακυβεύονται και δικά τους ενεργειακά συμφέροντα.
Υπάρχει, ως γνωστόν, μια πτέρυγα των Ρεπουμπλικανών που ζητούν την αναθεώρηση της εξωτερικής πολιτικής και του στρατηγικού δόγματος των ΗΠΑ στην περιοχή. Είναι υπέρμαχοι του άξονα Ελλάδας - Κύπρου - Ισραήλ και θεωρούν επικίνδυνη την περίπτωση Ερντογάν, τον οποίο θεωρούν έναν επικίνδυνο πλέον αυταρχικό ισλαμιστή, με δική του κρυφή ατζέντα, η οποία βγαίνει σιγά-σιγά στο φως.

2. Μαζί με την αναθεώρηση του δόγματος των ΗΠΑ, θα πρέπει να γίνει και της ΕΕ. Ειδικώς ως προς τα θέματα των ενεργειακών ζητημάτων και της εξωτερικής πολιτικής υπάρχει μια φιλοτουρκική προσέγγιση, που στηρίζεται στη λογική του ότι η Τουρκία είναι περιφερειακή δύναμη και ως εκ τούτου η ΕΕ μπορεί να στηρίζεται πάνω της. Αυτή η αντίληψη αποτυπώθηκε στην πρόσφατη έκθεση αξιολόγησης για την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Επισημαίνεται δε, η ίδια θέση σε όλες τις συναφείς επί του θέματος εκθέσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τα τελευταία χρόνια, ενώ εκτιμάται ότι αυτή η αντίληψη θα καταγραφεί και φέτος.
Συνεπώς, ο αντίποδας στην περιφερειακή Τουρκία είναι ο άξονας Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ, που θα δημιουργήσει τις συνθήκες μιας τριμερούς πανίσχυρης περιφερειακής δύναμης στον αέρα, στη θάλασσα και στην ξηρά, καθώς και σε θέματα ενέργειας, που θα ξεκινά από τα Βαλκάνια και θα καταλήγει στη Μέση Ανατολή. Συναφώς, η ΕΕ θα βλέπει την Κύπρο διαφορετικά απ' ό,τι τη βλέπει σήμερα, το ίδιο και οι ΗΠΑ. Επίσης, διαφορετικά θα βλέπει τη σχέση της με την Τουρκία συγκριτικά με την Κύπρο.

Οι σύμμαχοι σε Ευρώπη και παγκοσμίως
ΥΠΟ αυτές τις συνθήκες, έχουμε τη διαμόρφωση νέων στρατηγικών δογμάτων, που υποβάλλουν στην Κύπρο να έχει ως κύριο σύμμαχό της στην Ευρώπη τη Γερμανία και στο παγκόσμιο σύστημα τις ΗΠΑ, γεγονός που προϋποθέτει τη συμμαχία με Ελλάδα και Ισραήλ, καθώς και την ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ. Η αρχή, πάντως, για την προσέγγιση Κύπρου-ΝΑΤΟ-ΕΕ είχε γίνει πριν από πέντε χρόνια με μια τροπολογία του Γιαννάκη Μάτση, σε έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου συναφή με το θέμα.

Με την τροπολογία η οποία έγινε, εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, παρά τον πόλεμο που δέχθηκε από τα τότε Υπουργεία Εξωτερικών της Ελλάδας και της Κύπρου, με επικεφαλής τους Μάρκο Κυπριανού και Ντόρα Μπακογιάννη, άνοιξε ο δρόμος για την ένταξη της Κύπρου στον Συνεταιρισμό για την Ειρήνη. Η τροπολογία συνέστηνε στην κυπριακή κυβέρνηση όπως αναθεωρήσει την πολιτική της στο θέμα του Συνεταιρισμού για την Ειρήνη, που ήταν τότε αρνητική.

Και ως εκ τούτου να υποβάλει αίτηση ένταξης, ώστε η μεν κυπριακή κυβέρνηση να μπορεί να συμμετάσχει στις διαβαθμισμένες πληροφορίες ΝΑΤΟ-ΕΕ, τα δε προβλήματα τα οποία πολλοί ισχυρίζονται ότι υπάρχουν στις σχέσεις ΝΑΤΟ-ΕΕ λόγω του άλυτου κυπριακού προβλήματος, να περιοριστούν ή να επιλυθούν. Πέντε χρόνια αργότερα, δηλαδή προχθές Πέμπτη, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, σε έκθεση του Προέδρου της Επιτροπής Εξωτερικών Έλμαρ Μπροκ, ενσωμάτωσε τροπολογία της Ευρωβουλευτού Ελένης Θεοχάρους, με την οποία καλωσορίζεται η πρόθεση κρατών-μελών και δη της Κυπριακής Δημοκρατίας να υποβάλει αίτηση ένταξης στον Συνεταιρισμό για την Ειρήνη.

Το γεγονός ότι η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ συνιστά επίσημη θέση της Ευρωβουλής αποτελεί βάση για την Κυβέρνηση, ώστε να διεκδικήσει όπως η ένταξη της Κύπρου στον Συνεταιρισμό για την Ειρήνη καταστεί και θέση του Συμβουλίου, περιορίζοντας έτσι τις τουρκικές αντιδράσεις.

Η όλη διαδικασία συνιστά συνδιαμόρφωση της αμυντικής και εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ με τη συμμετοχή της Κύπρου, και δημιουργεί τις προϋποθέσεις απεγκλωβισμού από μια μίζερη πολιτική κουλτούρα και κλαψουρίσματα του αιωνίως αδικημένου καρπαζοεισπράκτορα και οικοδόμησης, από την άλλη, μιας διεκδικητικής πολιτικής, που δεν θα είναι παθητικός θεατής και δορυφόρος της Τουρκίας, αλλά ενεργός δρων εντός της ΕΕ. Η διαδικασία θα μείνει ημιτελής, εάν δεν συνδυαστεί με την ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ και την ενίσχυση και εμβάθυνση των σχέσεων Κύπρου-ΗΠΑ, που παραπέμπουν σε μια συμμαχία με το Ισραήλ και την Ελλάδα, που θα μας καθιστά αξιόπιστη τριμερή περιφερειακή δύναμη σταθερότητας, οικονομικής ευημερίας, κοινωνικής συνοχής και ανάπτυξης.

Συνταύτιση του Κυπριακού με το κοινό ευρωπαϊκό συμφέρον

ΜΕ αφορμή το γερμανικό ζήτημα, είναι πρόδηλο ότι στην ΕΕ δεν έχουμε ομοσπονδοποίηση και κατάργηση των εθνών κρατών για το χατίρι των υπερεθνικών θεσμών και της περιφερειακής ολοκλήρωσης. Στην ΕΕ είχαμε και έχουμε τη λειτουργία εθνών κρατών και σύγκλισης ή απόκλισης εθνικών συμφερόντων. Ειδικότερα εμάς, ως Κύπρο, εκείνο που πολύ περισσότερο μας ενδιαφέρει είναι η αποτροπή της τουρκικής Ευρώπης απ' ό,τι μιας γερμανικής Ευρώπης, την οποία η τέχνη της πολιτικής και της διπλωματίας, καθώς και της σύγκλισης συμφερόντων επιβάλλει να έχουμε σύμμαχο.

Μια γερμανική Ευρώπη μπορεί να είναι δικός μας σύμμαχος για την αποτροπή της δική μας τουρκοποίησης, η οποία είναι δυνατό να προκύψει μέσω μιας διχοτομικής ομοσπονδίας. Η αποτροπή μιας «τουρκικής Κύπρου» είναι συναφής με την αποτροπή μιας «τουρκικής Ευρώπης».

Και έτσι το δικό μας εθνικό συμφέρον συνταυτίζεται με το κοινό ευρωπαϊκό. Αλλιώς υπάρχει και ο εξής κίνδυνος: εάν εμείς δεν είμαστε ισχυροί και μέρος μιας τριμερούς περιφερειακής πολιτικής με την Ελλάδα και το Ισραήλ, τότε δεν είναι καθόλου παράξενο η γερμανική Ευρώπη και η οποιαδήποτε Ευρώπη, προκειμένου να γλιτώσει τον μπελά της πλήρους ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ (βλέπε ειδική σχέση) να μας δώσει ως αντάλλαγμα στην Άγκυρα, παραδειγματιζόμενη προφανώς από τη δική μας ηγεσία. Η οποία, αντί να δει τα νέα δεδομένα και να οικοδομήσει διεκδικητική στρατηγική και πολιτική, προσφέρει κατά καιρούς απλόχερα δώρα στην Τουρκία… Με την ψευδαίσθηση ότι με τα καλοπιάσματα ημερεύει η στρίγκλα.