Σε μια Ευρώπη που αντιμετωπίζει υπαρξιακές προκλήσεις, οι εθνικές
επέτειοι ξεπερνούν τον τελετουργικό τους χαρακτήρα και γίνονται αφορμές
για βαθύτερες ενδοσκοπήσεις. Στα καθ’ ημάς, η φετινή επέτειος της 28ης
Οκτωβρίου μοιραία συνδέθηκε με την αναζωπύρωση του νεοφασισμού, στο
πρόσωπο της Χρυσής Αυγής και με τη νέα δοκιμασία στις σχέσεις Ελλάδας -
Γερμανίας, που προκάλεσε η κρίση της Ευρωζώνης. Από την πλευρά τους οι
Γερμανοί γιόρτασαν την 23η επέτειο της επανένωσης εν μέσω έντονων
αναζητήσεων για την ανάγκη να γίνει επιτέλους η χώρα τους μια «κανονική»
παγκόσμια δύναμη, υπερβαίνοντας τις ιστορικές ενοχές της.
Με μια ασυνήθιστα τολμηρή ομιλία του, ο Γερμανός πρόεδρος Χοακίμ Γκάουκ ζήτησε από τη νέα κυβέρνηση που θα προκύψει στο Βερολίνο να διεκδικήσει ηγετικό ρόλο στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, αντίστοιχο της αυξανόμενης οικονομικής ισχύος της. Ο Γερμανός πρόεδρος επανέφερε την αξίωση να γίνει η χώρα του μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα ότι ο ρόλος του διεθνούς «χωροφύλακα» δεν είναι συμβατός με μια πασιφιστική εξωτερική πολιτική, αλλά απαιτεί μεγαλύτερη ανάμειξη στις διεθνείς κρίσεις.
Οι προκάτοχοι της Αγκελα Μέρκελ φρόντιζαν να κρατούν χαμηλό προφίλ στα διεθνή θέματα για να μην ξυπνούν παλιές αντιπαλότητες. Ο μέντορας της Μέρκελ, Χέλμουτ Κολ, συνήθιζε να λέει ότι υποκλίνεται δύο φορές μπροστά στη γαλλική σημαία προτού αποτίσει φόρο τιμής στη γερμανική, ενώ ο Γιόσκα Φίσερ, υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση του Γκέρχαρντ Σρέντερ, δήλωσε σκωπτικά ότι η Γερμανία οφείλει να αναλάβει τα ηνία της Ευρώπης χωρίς να το πάρει κανείς είδηση. Ωστόσο, η κρίση της Ευρωζώνης ανέτρεψε τις μεταπολεμικές σταθερές, αναδεικνύοντας τη Γερμανία σε ντε φάκτο ηγεμόνα της Ευρωπαϊκής Ενωσης και επαναφέροντας με νέα μορφή το αιώνιο «Γερμανικό Ζήτημα».
Η γη και η Βίβλος Οπως αναλύει σε πρόσφατο βιβλίο του ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ, Μπρένταν Σιμς, το «Γερμανικό Ζήτημα» –πώς μπορεί να αποτραπεί η ανάδυση μιας κυριαρχικής Γερμανίας στην καρδιά της ηπείρου– έμεινε αναπάντητο από τη διάλυση της Αυτοκρατορίας, το 1806, μέχρι το 1945, οδηγώντας τα ευρωπαϊκά κράτη σε ολέθριες αναμετρήσεις. Τα καθιερωμένα στερεότυπα χωρίζουν τη νεότερη γερμανική Ιστορία στα δύο: σε ένα μιλιταριστικό τέρας, που ευθύνεται σχεδόν αποκλειστικά για τις τραγωδίες που έπληξαν την Ευρώπη στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα και σε μια εξαγνισμένη Δημοκρατία, οικονομική ατμομηχανή της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, μετά την κάθαρση της στρατιωτικής ήττας. Ωστόσο, η μανιχαϊστική αυτή εικόνα πάσχει και στα δύο σκέλη της.
Είναι αλήθεια ότι η Γερμανία δεν γνώρισε μια νικηφόρο δημοκρατική επανάσταση, όπως η Γαλλία, η Βρετανία και η Αμερική. Το γερμανικό κράτος συγκροτήθηκε καθυστερημένα και «από τα πάνω» το 1871, μέσω των νικηφόρων πολέμων του Βίσμαρκ. Ως εκ τούτου, έφερε στο DNA του τα γονίδια της πρωσικής στρατοκρατίας και των αντιδραστικών γαιοκτημόνων που το γέννησαν: ροπή προς την ωμή βία, ανωριμότητα των δημοκρατικών σχέσεων, έλλειψη κουλτούρας ιδεολογικής ηγεμονίας. Με καθυστέρηση μπήκε η Γερμανία και στον αγώνα για το μοίρασμα της γης, τη στιγμή που οι άλλες οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις είχαν σχηματίσει τις αποικιακές αυτοκρατορίες τους. Αναζητώντας «ζωτικό χώρο» στην Αφρική, έδωσε ένα προείκασμα εκείνου του αδυσώπητου επεκτατισμού, που θα γνώριζε λίγο αργότερα, με άλλο τρόπο, και η Ευρώπη. Οπως είπε ο βραβευμένος με το Νομπέλ Ειρήνης επίσκοπος Τούτου, οι Γερμανοί ιεραπόστολοι «ήρθαν στην Αφρική κρατώντας τη Βίβλο και κάλεσαν εμάς, που στεκόμαστε πάνω στη γη μας, να κλείσουμε τα μάτια και να μιλήσουμε με τον Θεό. Οταν τα ανοίξαμε, εμείς είχαμε μείνει με τη Βίβλο και εκείνοι με τη γη μας».
Ωστόσο, η ίδια χώρα έζησε μια κοσμογονική δημοκρατική επανάσταση, το 1848-49, γέννησε τον Μαρξ και τον Ενγκελς, τον Κάουτσκι και τη Λούξεμπουργκ, τη σοσιαλδημοκρατία και τον κομμουνισμό, τις βραχύβιες δημοκρατίες των εργατικών συμβουλίων, από το 1918 μέχρι το 1923. Με άλλα λόγια, ο γερμανικός λαός, όπως όλοι οι λαοί, αποδείχθηκε ικανός για το καλύτερο και για το χειρότερο, αν και είχε μια ροπή να τα κάνει και τα δύο στη μέγιστη δυνατή κλίμακα. Για την εξέλιξη της Γερμανίας τη δεκαετία του 1930, τεράστιες ευθύνες φέρουν και οι εχθροί της, με την ταπείνωση που επέβαλαν σ’ αυτό το δυναμικό έθνος μέσω της συνθήκης των Βερσαλλιών, αγνοώντας τις προφητικές προειδοποιήσεις του Τζον Μέιναρντ Κέινς.
Αποικίες χρέους Εξίσου μανιχαϊστική, από την ανάποδη, είναι η λογική που βλέπει την ενοποιημένη Γερμανία απολύτως αποκαθαρμένη από τις παλιές αμαρτίες της επιβολής και της κυριαρχίας. Αν οι μονομερείς επιλογές της στη διάλυση της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας έδωσαν τα πρώτα μηνύματα, που τόσο είχαν θορυβήσει εκείνη την εποχή τη Μάργκαρετ Θάτσερ και τον Φρανσουά Μιτεράν, η διαχείριση της κρίσης της Ευρωζώνης από το Βερολίνο έσπευσε να ξυπνήσει για τα καλά τα παλιά φαντάσματα.
Ο διάσημος Γερμανός κοινωνιολόγος Ούλριχ Μπεκ μιλάει ανοιχτά για ένα νέο «γερμανικό ευρωεθνικισμό», ο οποίος κινδυνεύει να οδηγήσει την Ευρώπη σε ένα είδος «νεοαποικιοκρατίας».
Κατά τον Μπεκ, τα κράτη - χρεώστες κινδυνεύουν να εξελιχθούν σε «ένα είδος υποτάξης της Ε.Ε.», καθώς «η πολυμερής συνεργασία μετατρέπεται σε μονομερή επιβολή, η ισοτιμία σε ηγεμονισμό, η εθνική κυριαρχία σε εξάρτηση και η αναγνώριση σε προσβολή της αξιοπρέπειας άλλων εθνών». Από την πλευρά του, ο καθηγητής Νίκος Κοτζιάς κάνει λόγο για ένα νέο είδος Αυτοκρατορίας, όπου το γερμανικό, μητροπολιτικό κράτος δημιουργεί μεταμοντέρνες «αποικίες χρέους», ελέγχοντας όχι τα εδάφη τους, αλλά τις κάθε είδους ροές - χρήματος, εμπορευμάτων, ενέργειας, ορυκτού πλούτου, εργατικού δυναμικού και νέων επιστημόνων.
Ωστόσο, η νέα θέση της Γερμανίας δεν είναι ευσταθής. Οχι μόνο γιατί η χώρα δεν έχει αναπτύξει κουλτούρα αγαθοεργούς ηγεμόνα, ικανού να ενώνει γύρω του κράτη και έθνη με βάση το κοινό συμφέρον, αλλά και γιατί, παρά την κυριαρχία της στην Ευρώπη, παραμένει ένας μεσαίος παίκτης στο περιβάλλον μιας παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Η οικονομία της αντιστοιχεί στο 5,2% της παγκόσμιας, είναι τεσσερισήμισι φορές μικρότερη από την αμερικανική και δυόμισι φορές μικρότερη από την κινεζική. Χωρίς την Ευρωζώνη και την Ε.Ε. η Γερμανία θα δικαιώνει πάντα τον γνωστό αφορισμό του Χένρι Κίσινγκερ –«πολύ μεγάλη για την Ευρώπη, αλλά πολύ μικρή για τον κόσμο»–, κάτι που δεν επιτρέπεται να το λησμονούν ούτε οι Γερμανοί ούτε οι εταίροι τους.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_26/10/2013_538015
Με μια ασυνήθιστα τολμηρή ομιλία του, ο Γερμανός πρόεδρος Χοακίμ Γκάουκ ζήτησε από τη νέα κυβέρνηση που θα προκύψει στο Βερολίνο να διεκδικήσει ηγετικό ρόλο στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, αντίστοιχο της αυξανόμενης οικονομικής ισχύος της. Ο Γερμανός πρόεδρος επανέφερε την αξίωση να γίνει η χώρα του μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα ότι ο ρόλος του διεθνούς «χωροφύλακα» δεν είναι συμβατός με μια πασιφιστική εξωτερική πολιτική, αλλά απαιτεί μεγαλύτερη ανάμειξη στις διεθνείς κρίσεις.
Οι προκάτοχοι της Αγκελα Μέρκελ φρόντιζαν να κρατούν χαμηλό προφίλ στα διεθνή θέματα για να μην ξυπνούν παλιές αντιπαλότητες. Ο μέντορας της Μέρκελ, Χέλμουτ Κολ, συνήθιζε να λέει ότι υποκλίνεται δύο φορές μπροστά στη γαλλική σημαία προτού αποτίσει φόρο τιμής στη γερμανική, ενώ ο Γιόσκα Φίσερ, υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση του Γκέρχαρντ Σρέντερ, δήλωσε σκωπτικά ότι η Γερμανία οφείλει να αναλάβει τα ηνία της Ευρώπης χωρίς να το πάρει κανείς είδηση. Ωστόσο, η κρίση της Ευρωζώνης ανέτρεψε τις μεταπολεμικές σταθερές, αναδεικνύοντας τη Γερμανία σε ντε φάκτο ηγεμόνα της Ευρωπαϊκής Ενωσης και επαναφέροντας με νέα μορφή το αιώνιο «Γερμανικό Ζήτημα».
Η γη και η Βίβλος Οπως αναλύει σε πρόσφατο βιβλίο του ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ, Μπρένταν Σιμς, το «Γερμανικό Ζήτημα» –πώς μπορεί να αποτραπεί η ανάδυση μιας κυριαρχικής Γερμανίας στην καρδιά της ηπείρου– έμεινε αναπάντητο από τη διάλυση της Αυτοκρατορίας, το 1806, μέχρι το 1945, οδηγώντας τα ευρωπαϊκά κράτη σε ολέθριες αναμετρήσεις. Τα καθιερωμένα στερεότυπα χωρίζουν τη νεότερη γερμανική Ιστορία στα δύο: σε ένα μιλιταριστικό τέρας, που ευθύνεται σχεδόν αποκλειστικά για τις τραγωδίες που έπληξαν την Ευρώπη στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα και σε μια εξαγνισμένη Δημοκρατία, οικονομική ατμομηχανή της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, μετά την κάθαρση της στρατιωτικής ήττας. Ωστόσο, η μανιχαϊστική αυτή εικόνα πάσχει και στα δύο σκέλη της.
Είναι αλήθεια ότι η Γερμανία δεν γνώρισε μια νικηφόρο δημοκρατική επανάσταση, όπως η Γαλλία, η Βρετανία και η Αμερική. Το γερμανικό κράτος συγκροτήθηκε καθυστερημένα και «από τα πάνω» το 1871, μέσω των νικηφόρων πολέμων του Βίσμαρκ. Ως εκ τούτου, έφερε στο DNA του τα γονίδια της πρωσικής στρατοκρατίας και των αντιδραστικών γαιοκτημόνων που το γέννησαν: ροπή προς την ωμή βία, ανωριμότητα των δημοκρατικών σχέσεων, έλλειψη κουλτούρας ιδεολογικής ηγεμονίας. Με καθυστέρηση μπήκε η Γερμανία και στον αγώνα για το μοίρασμα της γης, τη στιγμή που οι άλλες οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις είχαν σχηματίσει τις αποικιακές αυτοκρατορίες τους. Αναζητώντας «ζωτικό χώρο» στην Αφρική, έδωσε ένα προείκασμα εκείνου του αδυσώπητου επεκτατισμού, που θα γνώριζε λίγο αργότερα, με άλλο τρόπο, και η Ευρώπη. Οπως είπε ο βραβευμένος με το Νομπέλ Ειρήνης επίσκοπος Τούτου, οι Γερμανοί ιεραπόστολοι «ήρθαν στην Αφρική κρατώντας τη Βίβλο και κάλεσαν εμάς, που στεκόμαστε πάνω στη γη μας, να κλείσουμε τα μάτια και να μιλήσουμε με τον Θεό. Οταν τα ανοίξαμε, εμείς είχαμε μείνει με τη Βίβλο και εκείνοι με τη γη μας».
Ωστόσο, η ίδια χώρα έζησε μια κοσμογονική δημοκρατική επανάσταση, το 1848-49, γέννησε τον Μαρξ και τον Ενγκελς, τον Κάουτσκι και τη Λούξεμπουργκ, τη σοσιαλδημοκρατία και τον κομμουνισμό, τις βραχύβιες δημοκρατίες των εργατικών συμβουλίων, από το 1918 μέχρι το 1923. Με άλλα λόγια, ο γερμανικός λαός, όπως όλοι οι λαοί, αποδείχθηκε ικανός για το καλύτερο και για το χειρότερο, αν και είχε μια ροπή να τα κάνει και τα δύο στη μέγιστη δυνατή κλίμακα. Για την εξέλιξη της Γερμανίας τη δεκαετία του 1930, τεράστιες ευθύνες φέρουν και οι εχθροί της, με την ταπείνωση που επέβαλαν σ’ αυτό το δυναμικό έθνος μέσω της συνθήκης των Βερσαλλιών, αγνοώντας τις προφητικές προειδοποιήσεις του Τζον Μέιναρντ Κέινς.
Αποικίες χρέους Εξίσου μανιχαϊστική, από την ανάποδη, είναι η λογική που βλέπει την ενοποιημένη Γερμανία απολύτως αποκαθαρμένη από τις παλιές αμαρτίες της επιβολής και της κυριαρχίας. Αν οι μονομερείς επιλογές της στη διάλυση της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας έδωσαν τα πρώτα μηνύματα, που τόσο είχαν θορυβήσει εκείνη την εποχή τη Μάργκαρετ Θάτσερ και τον Φρανσουά Μιτεράν, η διαχείριση της κρίσης της Ευρωζώνης από το Βερολίνο έσπευσε να ξυπνήσει για τα καλά τα παλιά φαντάσματα.
Ο διάσημος Γερμανός κοινωνιολόγος Ούλριχ Μπεκ μιλάει ανοιχτά για ένα νέο «γερμανικό ευρωεθνικισμό», ο οποίος κινδυνεύει να οδηγήσει την Ευρώπη σε ένα είδος «νεοαποικιοκρατίας».
Κατά τον Μπεκ, τα κράτη - χρεώστες κινδυνεύουν να εξελιχθούν σε «ένα είδος υποτάξης της Ε.Ε.», καθώς «η πολυμερής συνεργασία μετατρέπεται σε μονομερή επιβολή, η ισοτιμία σε ηγεμονισμό, η εθνική κυριαρχία σε εξάρτηση και η αναγνώριση σε προσβολή της αξιοπρέπειας άλλων εθνών». Από την πλευρά του, ο καθηγητής Νίκος Κοτζιάς κάνει λόγο για ένα νέο είδος Αυτοκρατορίας, όπου το γερμανικό, μητροπολιτικό κράτος δημιουργεί μεταμοντέρνες «αποικίες χρέους», ελέγχοντας όχι τα εδάφη τους, αλλά τις κάθε είδους ροές - χρήματος, εμπορευμάτων, ενέργειας, ορυκτού πλούτου, εργατικού δυναμικού και νέων επιστημόνων.
Ωστόσο, η νέα θέση της Γερμανίας δεν είναι ευσταθής. Οχι μόνο γιατί η χώρα δεν έχει αναπτύξει κουλτούρα αγαθοεργούς ηγεμόνα, ικανού να ενώνει γύρω του κράτη και έθνη με βάση το κοινό συμφέρον, αλλά και γιατί, παρά την κυριαρχία της στην Ευρώπη, παραμένει ένας μεσαίος παίκτης στο περιβάλλον μιας παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Η οικονομία της αντιστοιχεί στο 5,2% της παγκόσμιας, είναι τεσσερισήμισι φορές μικρότερη από την αμερικανική και δυόμισι φορές μικρότερη από την κινεζική. Χωρίς την Ευρωζώνη και την Ε.Ε. η Γερμανία θα δικαιώνει πάντα τον γνωστό αφορισμό του Χένρι Κίσινγκερ –«πολύ μεγάλη για την Ευρώπη, αλλά πολύ μικρή για τον κόσμο»–, κάτι που δεν επιτρέπεται να το λησμονούν ούτε οι Γερμανοί ούτε οι εταίροι τους.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_26/10/2013_538015