05 Οκτωβρίου 2013

Η ευημερούσα Αυστρία εκφράζει την ανησυχία της για το μέλλον / της 'Αλισον Σμέιλ


«Ευτυχισμένη Βιέννη»: προεκλογική αφίσα των σοσιαλδημοκρατών του 1959

Η ευημερούσα Αυστρία είναι πιθανότατα ένα από τα πιο πετυχημένα κράτη της Ευρώπης: ο δείκτης ανεργίας της είναι από τους μικρότερους στην ήπειρο και η οικονομία της συνεχίζει να μεγεθύνεται, παρά την παγκόσμια οικονομική κρίση και τις περιδινήσεις της ευρωζώνης. Επωφελείται βέβαια από τη διασύνδεσή της με την ρωμαλέα γερμανική οικονομία, αλλά κυρίως από την κατάρρευση του «σιδηρούν παραπετάσματος» το 1989, που ξανάνοιξε για τη χώρα τους παραδοσιακούς, από την εποχή των Αψβούργων, εξ ανατολών «κυνηγότοπούς» της.


Κι όμως, στις εκλογές της περασμένης Κυριακής τα κόμματα που υιοθέτησαν τον πολύ ιδιαίτερο αυστριακό δεξιό λαϊκισμό έλαβαν πάνω από το ένα τέταρτο των ψήφων -κάτι λιγότερο μεν από ότι το 2008, όταν ακόμα διατηρούσε την επιρροή του ο ακροδεξιός Γιοργκ Χάιντερ (Jörg Haider), που σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό ατύχημα δύο μόλις εβδομάδες αργότερα, αλλά αρκετό για να αναδείξει τη δυσθυμία που κυριαρχεί στην Ευρώπη.

Το εκλογικό μήνυμα ήταν δυσοίωνο για την φιλοευρωπαϊκή κυβέρνηση των δύο μεγαλύτερων κομμάτων της χώρας, που συγκυβερνούν στο κέντρο για τα περισσότερα από τα τριάντα τελευταία χρόνια. Αν και διαχειρίστηκαν με αποδεδειγμένη επιδεξιότητα τις επιπτώσεις της κρίσης στην Αυστρία, το εκλογικό σώμα δεν τους αναγνώρισε τα επιτεύγματά τους, και πέτυχαν αμφότερα το χειρότερο εκλογικό τους αποτέλεσμα από το 1945.

Η κυβέρνηση συνασπισμού ήταν «άχαρη και χωρίς έμπνευση», λέει ο συγγραφέας Ντόρον Ραμπινοβίτσι (Doron Rabinovici). Η εβδομαδιαία πολιτική επιθεώρηση «προφίλ» κυκλοφόρησε με εξώφυλλο στο οποίο απεικονίζονται σε μια εξαιρετικά άχαρη πόζα ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Βέρνερ Φάιμαν (Werner Fayman) και ο συντηρητικός υπαρχηγός του Μίκαελ Σπιντελέγκερ (Michael Spindelegger), με τη λεζάντα: «το μέλλον μας: καταψηφίστηκε, αλλά συνεχίζει!».

Τα δύο κόμματα συνεχίζουν να διαθέτουν κοινοβουλευτική πλειοψηφία, κατέχοντας 99 από τις 183 έδρες. Πιθανότατα ο «ευρύς συνασπισμός» θα συνεχίσει το έργο του, αν και οι επιδόσεις των ακροδεξιών, που είναι πολύ δύσκολο να συμμετάσχουν σε κάποιο κυβερνητικό σχήμα, ανησυχούν όλους όσοι απεχθάνονται την αυστριακή ξενοφοβία και το ναζιστικό παρελθόν της χώρας. Όπως έγραψε ο επιφυλλιδογράφος του «προφίλ» Γκεόργκ Χόφμαν-Όστενχοφ (Georg Hoffman-Ostenhof), όσοι υπερψήφισαν το «κόμμα ελευθερίας» (FPÖ) επέδειξαν «ιστορική αναισθησία».

Αλλά αν το εκλογικό αποτέλεσμα είναι αποκαλυπτικό για τα τεκταινόμενα στην Αυστρία, υπογραμμίζει επίσης τα προβλήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Είναι προφανές πως οι ψηφοφόροι στα 28 κράτη-μέλη της ένωσης, βλέπουν τις Βρυξέλλες ως μια απόμακρη και απρόσωπη γραφειοκρατία. Συνεχίζουν να ψηφίζουν με τοπικά κριτήρια, αν και η όποια σημερινή επιτυχία και αυριανή ευημερία τους εξαρτάται από την παγκόσμια επιρροή που τους χαρίζει η συμμετοχή τους στην ΕΕ των περίπου 500 εκατομμυρίων κατοίκων.

Το γεγονός πως η Αυστρία συγκαταλέγεται στις ευημερούσες ευρωπαϊκές κοινωνίες, με ανεργία μόλις 4.5%, δεν φαίνεται να έπαιξε τόσο πολύ ρόλο στην εκλογική συμπεριφορά των κατοίκων της, σημειώνει ο Αντρέας Σίντερ (Andreas Schieder), που από το 2008 είναι σοσιαλδημοκράτης βουλευτής και υφυπουργός οικονομικών. «Ο κόσμος δε ζει την καθημερινή του ζωή συγκρίνοντάς την με τους άλλους». Κρίνει πώς θα ψηφίσει, ανάλογα με τις εξελίξεις στην καθημερινότητά του.

Για τους περιθωριοποιημένους χαμηλόμισθους εργαζόμενους που βλέπουν τις θέσεις εργασίας τους να απειλούνται, αυτή η στάση εκφράζεται εδώ και είκοσι χρόνια στην ευκολία με την οποία εγκαταλείπουν το «σοσιαλδημοκρατικό κόμμα» (SPÖ) για να υπερψηφίσουν τους λαϊκιστές. Αλλά ακόμα και οι ψηφοφόροι των φιλελεύθερων, φιλικά διακείμενων προς την επιχειρηματικότητα, φαίνεται πως έκριναν με κριτήριο πρόσκαιρα ζητήματα, όπως τη διαρκώς αναβαλλόμενη μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος.

«Το μέλλον μας: καταψηφίστηκε, αλλά συνεχίζει»: το πικρόχολο εξώφυλλο της πολιτικής επιθεώρησης «προφίλ» για το αποτέλεσμα των εκλογών του 2013

Σε αυτή τη μερίδα ψηφοφόρων συγκαταλέγονται άνθρωποι σαν το σαραντάχρονο Μπέρνχαρντ Χόετσλ (Bernhard Hoetzl) που περηφανεύεται πως οι υπάλληλοι της επιχείρησής του προέρχονται από οκτώ διαφορετικές χώρες. Η νεοδημιουργηθείσα επιχείρησή του kompany.com ερευνά δισεκατομμύρια σελίδες κυβερνητικών εγγράφων για να παράσχει πληροφόρηση στις εταιρείες-πελάτες της, με σκοπό να διευκολύνει τη διεθνή τους δραστηριότητα. Συγκαταλέγεται κι εκείνος σε όσους εγκατέλειψαν τα κατεστημένα κόμματα, προτιμώντας να ψηφίσει το νέο, φιλικό προς την επιχειρηματικότητα κόμμα, που εκπόρθησε τις πύλες του κοινοβουλίου στην πρώτη του κιόλας εκλογική εμφάνιση.

O κ. Χόετσλ, που μεταξύ άλλων έχει εργαστεί στο Δουβλίνο, το Λονδίνο και την Ελβετία κι έχει φοιτήσει στο πανεπιστήμιο Στάνφορντ, ενσαρκώνει από πολλές απόψεις την πετυχημένη Αυστρία του 21ου αιώνα, αλλά και τα παράδοξά της: η ευημερία συνοδεύεται από λαϊκιστική δυσαρέσκεια· ένα έθνος ολόκληρο ενδίδει στον απομονωτισμό και την ξενοφοβία -αλλά πολλοί από τους υπηκόους του, σαν τον ίδιο τον Χόετσλ, αποδέχονται την ποικιλομορφία και απορρίπτουν την αντιμεταναστευτική ρητορική.

Ένας από τους δεκατέσσερις υπαλλήλους του είναι ο Αντριάν Μπολόνιο (Adrián Bolonio), ένας εικοσιεπτάχρονος μηχανικός υπολογιστών από το Αλκαλά Ντε Χενάρες, λίγο έξω από τη Μαδρίτη. Εδώ και δεκατρείς μήνες, ο Μπολόνιο, που σαν τους περισσότερους συνομηλίκους του Ισπανούς ήταν άνεργος, αγόρασε ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή για τη Βιέννη και γευμάτισε με τον Χόετσλ. Το ίδιο απόγευμα είχε προσληφθεί -και σήμερα ζει στη Βιέννη με την Ιταλίδα αγαπημένη του. Τους λείπει ο ήλιος και οι βόλτες της νότιας Ευρώπης, λέει. Αλλά όπως λέει, «όποιος θέλει να φάει, πρέπει να δουλέψει».

Η εικοσιπεντάχρονη Ενταλίνα Σούλτες (Edalina Schultes), που εργάζεται επίσης ως υπάλληλος γραφείου στην εταιρεία του Χόετσλ, ήρθε στην Αυστρία όταν ήταν πέντε χρονών ως πολιτικός πρόσφυγας από την Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Η κ. Σούλτες ομολογεί πως της ήταν πολύ «δύσκολο» να προσαρμοστεί στην Αυστρία. Αλλά αυτό που εκτιμά περισσότερο σήμερα, λέει, είναι «η θετική αντιμετώπιση της εργασίας». Στην Αυστρία, μας λέει, όπου έτυχε επαγγελματικής κατάρτισης ως αντιστάθμισμα για τη μη απόκτηση απολυτηρίου λυκείου, «ποτέ δεν την είδαν ως βάρος για την κοινωνία, αλλά ως μια πηγή εμπλουτισμού της».

Ρωτήσαμε τον κ. Μπολόνιο τι θα μπορούσε να διδαχθεί η Ισπανία από την Αυστρία. Μειδιώντας μας λέει πως οι Ισπανοί αποκαλούν τους Γερμανούς και τους Αυστριακούς «χοντροκέφαλους» και τους θεωρούν υπερβολικά σοβαροφανείς. Αλλά παραδέχεται πως ξέρουν πώς να προγραμματίζουν: «οι Αυστριακοί λένε "αν κάτι δεν πάει καλά, θα κάνουμε αυτό"... Οι Ισπανοί περιμένουν μέχρι να μην πάει καλά κάτι και μετά αναρωτιούνται: "και τώρα τι κάνουμε";».

Αυτός ο προβλεπτικός τρόπος σκέψης ίσως να εξηγεί την παραδοξότητα της δυσθυμίας ενός λαού που ζει από πάσης πλευράς καλύτερα από τους περισσότερους Ευρωπαίους. Στο κάτω-κάτω, όπως κι οι Γερμανοί που ψήφισαν πριν από αυτούς, έτσι και οι Αυστριακοί δεν ακολούθησαν τα βήματα δέκα άλλων κρατών-μελών της ΕΕ, και δεν αντικατέστησαν την κυβέρνησή τους. Εξακολουθούν όμως να ανησυχούν για το τι θα μπορούσε να τους συμβεί στο μέλλον.

Ο Γιοχάνες Κοπφ (Johannes Kopf) είναι διευθυντής της «arbeitmarktservice» («υπηρεσίας αγοράς εργασίας») που εδώ οι πάντες γνωρίζουν ως AMS από το ακρωνύμιό της. Λέει πως συχνά οι Ευρωπαίοι και οι Αμερικάνοι ομόλογοί του τον ρωτούν για να μάθουν πώς κατόρθωσε η Αυστρία να διατηρήσει τόσο χαμηλά την ανεργία της, ιδίως εκείνη των νέων.

Αν κάποιος χάσει τη δουλειά του, το κράτος παρεμβαίνει δυναμικά, εξηγεί. Αν χρειάζονται μαθήματα πληροφορικής ή γερμανικών, το κράτος παρέχει στους ανέργους την ανάλογη κατάρτιση. Παράλληλα με το να στέλνει τους ανέργους για συνέντευξη σε κατάλληλες επιχειρήσεις, ο εργοδότης που προσλαμβάνει τον πιο μακροχρόνιο άνεργο δικαιούται ένα μικρό οικονομικό μπόνους. Η καταπολέμηση της απουσίας κατάρτισης και της μακροπρόθεσμης ανεργίας, είναι απαραίτητες προκειμένου να διατηρηθεί η κοινωνική συνοχή στην οποία θεμελιώθηκε η μεταπολεμική Αυστρία αλλά κι ολόκληρη η Ευρώπη. Σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία, η Αυστρία βρίσκεται στην τέταρτη θέση της κατά κεφαλήν δαπάνης για την καταπολέμηση της ανεργίας των νέων μετά τη Δανία, την Ολλανδία και το Βέλγιο. Μολοταύτα όμως, σχεδόν ο ένας στους τέσσερις άνεργους της χώρας έχει χάσει τη δουλειά του εδώ και πάνω από δώδεκα μήνες. «Αυτό είναι ένα ευρωπαϊκό πρόβλημα», λέει, «κι απειλεί ολόκληρο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα».
Ο Eugen Freund είναι δημοσιογράφος