Σε μια διπλωματική και γεωπολιτική παρτίδα υψηλού επιπέδου και μεγάλης δυσκολίας, ανάμεσα στην Ουάσινγκτον και τη Μόσχα, εξελίσσεται η υπόθεση της Συρίας. Έτσι, στη σκακιέρα της Μέσης Ανατολής, ξεδιπλώνονται τις τελευταίες ημέρες περίπλοκες στρατηγικές και παράτολμες μπλόφες, με την πρωτοβουλία των κινήσεων να εναλλάσσεται -πότε να βρίσκεται στην πλευρά του Μπαράκ Ομπάμα και του Τζον Κέρι και πότε στους Βλαντιμίρ Πούτιν και Σεργκέι Λαβρόφ. Ο νικητής φιλοδοξεί όχι απλώς να ελέγξει τις εξελίξεις στη συγκεκριμένη χώρα, αλλά να κατοχυρώσει την κυρίαρχη θέση του στην ευρύτερη περιοχή. Η παρακάτω ανάλυση του γνωστού (και συνήθως καλά πληροφορημένου) αμερικανικού ινστιτούτου Stratfor περιγράφει με αρκετή σαφήνεια την κατάσταση η οποία έχει δημιουργηθεί.
Ινστιτούτο Stratfor
«Στόχος της Ρωσίας είναι να δημιουργήσει την εικόνα ότι είναι ισότιμη με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Στην περίπτωση που κερδίσει, τότε μπορεί να διεκδικήσει πρωταγωνιστικό ρόλο. Εάν φανεί, δηλαδή, ότι η Ουάσιγκτον αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τα σενάρια επίθεσης εξαιτίας των ρωσικών χειρισμών, τότε το ειδικό βάρος της Μόσχας ενισχύεται δραματικά. Κι αυτό είναι ιδιαιτέρως σημαντικό στην περιφέρεια της Ρωσίας, όπου περισσεύουν οι αμφιβολίες σχετικά με την αμερικανική ισχύ», σημειώνει η ανάλυση και συνεχίζει: «Δεν πρόκειται για φαινομενική αντιπαράθεση. Μετά από όλα όσα έχουν ειπωθεί, εφόσον οι ΗΠΑ αποδεχθούν σε κάποιο βαθμό ένα ρωσικό πλαίσιο, τότε η εξέλιξη αυτή δεν θα αντιμετωπιστεί ως νίκη της διπλωματίας, αλλά ως έλλειψη βούλησης από την πλευρά τους να αναλάβουν δράση και υποχώρησής τους μπροστά στην ανησυχία για τους Ρώσους».
Αναμφίβολα, η ημερομηνία-κλειδί που ανέτρεψε τις ισορροπίες ήταν η 21η Αυγούστου -εκείνο το πρωινό που ο ύπουλος χημικός θάνατος εισέβαλε στο προάστιο της Δαμασκού σκοτώνοντας τουλάχιστον 1.400 ανθρώπους, με την πλειονότητά τους να είναι άμαχοι. Οι εικόνες των νεκρών από τα δηλητηριώδη αέρια βρεφών και παιδιών σοκάρισε όλο τον κόσμο. Σχεδόν αμέσως, ΗΠΑ, Γαλλία και Βρετανία έσπευσαν να επιρρίψουν την ευθύνη στο καθεστώς του Μπασάρ αλ-Ασαντ και έβγαλαν ξανά στο τραπέζι τα σενάρια επέμβασης εναντίον του -προς μεγάλη ανακούφιση της αντιπολίτευσης, η οποία είχε δεχθεί τους τελευταίους μήνες σοβαρά πλήγματα στα πεδία των μαχών. Μάλιστα, οι τρεις χώρες ξεκαθάρισαν εξαρχής ότι δεν θα έκαναν πίσω εξαιτίας του βέτο Ρώσων και Κινέζων, το οποίο απέκλειε κάθε ενδεχόμενο λήψης απόφασης στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Την τελευταία εβδομάδα του Αυγούστου, πολεμικά πλοία, υποβρύχια, αεροπλανοφόρα, μαχητικά αεροσκάφη και «έξυπνοι» πύραυλοι είχαν συγκεντρωθεί στην ανατολική Μεσόγειο, κάνοντας τους περισσότερους να πιστεύουν ότι η απόφαση είχε ήδη ληφθεί και το χτύπημα θα εκδηλωνόταν από στιγμή σε στιγμή. Ο ένας μετά τον άλλο, οι «πρόθυμοι» σύμμαχοι, πρωτίστως δε οι αραβικές χώρες του Κόλπου και η Τουρκία, έκαναν δηλώσεις με τις οποίες τάσσονταν στο πλευρό των αρχιστράτηγων Ομπάμα, Ολάντ και Κάμερον. Αμερικανικά ΜΜΕ διέρρεαν τα πολεμικά σχέδια του Πενταγώνου, κάνοντας λόγο για αποκλειστικά πυραυλικά πλήγματα με χρονική διάρκεια 2-3 ημερών, εναντίον συγκεκριμένων στόχων, που θα είχαν ως αποτέλεσμα να αποδυναμωθεί σημαντικά η μαχητική ικανότητα των κυβερνητικών δυνάμεων.
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΜΠΟΥΣ
Διόλου δεν αποκλείεται, μάλιστα, η πρόταση των Ρώσων να έγινε αφού πρώτα είχε υπάρξει η σχετική συνεννόηση -άλλωστε, ας μην ξεχνάμε ότι ο πρώτος που άνοιξε αυτό το «παράθυρο» ήταν ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, όταν δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου ότι ο πόλεμος θα μπορούσε να αποφευχθεί μόνο εάν η Δαμασκός παρέδιδε όλα της τα χημικά...Πλέον, είναι φανερό ότι όλες οι πλευρές έχουν κερδίσει χρόνο. Το επίκεντρο έχει μεταφερθεί στη Γενεύη, όπου διεξάγεται σκληρό παζάρι -χωρίς να είναι βέβαιο ότι θα επιτευχθεί συμφωνία. Οι ΗΠΑ θέλουν, ασφαλώς, να πείσουν ότι ο Ασαντ υποχώρησε επειδή απειλήθηκε με πόλεμο, ενώ, παράλληλα, ο Ομπάμα θα προσπαθήσει να ισορροπήσει σε δύο... βάρκες -στη μία βρίσκονται εκείνοι που πιστεύουν ότι είναι διαφορετικός και πιο δίκαιος από τον πολέμαρχο Μπους και στην άλλη όσοι τον πιέζουν να «καθαρίσει» το τοπίο στη Συρία με τον παλιό δοκιμασμένο τρόπο.
Ο δε Πούτιν θα επιδιώξει, από την πλευρά του, να επενδύσει στην τακτική νίκη που πέτυχε σε αυτή τη
φάση -αν και γνωρίζει καλά, όπως εύστοχα σημειώνει το Stratfor στην ανάλυσή του, ότι «εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες επιλέξουν να χτυπήσουν τη Συρία, τότε η Ρωσία δεν μπορεί να κάνει τίποτε για να το αποτρέψει και θα μοιάζει για μια ακόμη φορά αδύναμη». Το Κρεμλίνο γνωρίζει πολύ καλά ότι αυτό το σενάριο παραμένει ανοιχτό, καθώς πολύ εύκολα μπορεί να στηθεί ένα σκηνικό που θα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η Δαμασκός δεν συνεργάζεται για τον έλεγχο του χημικού της οπλοστασίου.
Μάλιστα, ο Λευκός Οίκος ελπίζει ότι, σε μια τέτοια περίπτωση και εφόσον προκριθεί πάλι το πολεμικό σενάριο, η κοινή γνώμη θα μεταστραφεί, καθώς θα έχει «αποδειχθεί» ότι οι κινήσεις καλής θέλησης δεν αποδίδουν απέναντι σε δικτάτορες όπως ο Ασαντ. Μέχρι τότε, όμως, θα κυλήσει αρκετό νερό στο αυλάκι...
Εγιναν πάλι... κομπάρσοι οι Ευρωπαίοι
Αρχικά, με την κεκτημένη ταχύτητα που είχαν αποκτήσει από τη Λιβύη, Γάλλοι και Βρετανοί πλειοδότησαν στις πολεμικές ιαχές, ζητώντας επιτακτικά επέμβαση σε βάρος της Συρίας και του Άσαντ. Ακόμη και μετά το σοκ που προκάλεσε το «όχι» στη βρετανική Βουλή, ο Κάμερον δεν απέσυρε τη στήριξή του στα πολεμικά σχέδια των ΗΠΑ, ενώ ο «πολέμαρχος» Ολάντ ξεκαθάριζε ότι γράφει στα παλαιότερα των υποδημάτων του τόσο τις δημοσκοπήσεις όσο και την άποψη της γαλλικής Εθνοσυνέλευσης. Ακόμη και η Μέρκελ, αν και δεν ήθελε να εμπλακεί άμεσα λόγω των επικείμενων εκλογών στη Γερμανία, διεμήνυσε ότι αυτή τη φορά η σιωπή του Βερολίνου θα είχε θετικό πρόσημο...Παρ' όλα αυτά, οι Ευρωπαίοι γνωρίζουν πολύ καλά ότι η Συρία δεν είναι Λιβύη και ότι, χωρίς τη στήριξη των Αμερικανών, κάθε δική τους στρατιωτική εμπλοκή θα μπορούσε να καταλήξει σε Βατερλό, με ανυπολόγιστες συνέπειες. Έτσι, καθώς η υπόθεση έχει εξελιχθεί σταδιακά σε «μονομαχία» των ΗΠΑ και της Ρωσίας, τις τελευταίες μέρες έχουν αποσυρθεί διακριτικά από το προσκήνιο -επιστρέφοντας στον ρόλο ο οποίος αναλογεί στην Ε.Ε. στα μεγάλα διεθνή μέτωπα: αυτόν του κομπάρσου.
Ανάσα για τον Ασαντ
Εν τω μεταξύ, βεβαίως, ο Άσαντ έχει κάθε λόγο να επιχαίρει, καθώς κερδίζει πολύτιμο χρόνο. Το εκμεταλλεύεται δε ποικιλοτρόπως -ανάμεσα στα άλλα, και για να «απλώσει» τα χημικά του σε διάφορες περιοχές της χώρας, έτσι ώστε ο εντοπισμός και η καταστροφή τους να καταστεί μια ακόμη πιο δύσκολη υπόθεση. Παράλληλα, ο στρατός του συνεχίζει και κλιμακώνει τα πλήγματα σε βάρος των ανταρτών, επιχειρώντας να εκμεταλλευτεί το «κενό» που έχει δημιουργηθεί διεθνώς για να ενισχύσει ακόμη περισσότερο τις θέσεις του.
ΤΟΥΡΚΙΑ
Ο Ερντογάν «τρέμει» το Κουρδικό
Οι πληροφορίες συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι ο Μπασάρ αλ-Άσαντ προσπαθεί, με κάθε τρόπο, να κερδίσει τη στήριξη ή την ανοχή των Κούρδων που κυριαρχούν στο βόρειο τμήμα της Συρίας, κατά μήκος των συνόρων με την Τουρκία. Το αντάλλαγμα που τους προσφέρει είναι ένα καθεστώς αυτονομίας ανάλογο με εκείνο που απολαμβάνουν οι ομοεθνείς τους στο βόρειο Ιράκ, μετά την ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν. Το σενάριο αυτό, προφανώς, προκαλεί τρόμο στην Άγκυρα, καθώς γνωρίζει ότι έτσι θα «πυρποληθούν» οι συνειδήσεις και των δικών της Κούρδων, οι οποίοι θα θεωρήσουν ότι η απόκτηση ενός κράτους δεν συνιστά πλέον ουτοπία.
Η πρόσφατη σκλήρυνση της στάσης του ΡΚΚ (που διέκοψε την αποχώρηση των μαχητών του από το τουρκικό έδαφος) ασφαλώς δεν αποτελεί σύμπτωση -ούτε είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Ερντογάν είναι από τους πιο φανατικούς υποστηρικτές της επέμβασης κατά του Άσαντ και της ανατροπής του.
ΙΣΡΑΗΛ
Επιφυλακή, αλλά και χαμηλοί τόνοι
Το μεγάλο πρόβλημα των Ισραηλινών δεν είναι η Συρία, αλλά το πολύ πιο ισχυρό Ιράν. Η σύγκριση με την Αίγυπτο είναι αποκαλυπτική: η ηγεσία του Ισραήλ ποτέ δεν ενθουσιάστηκε με την Αραβική Άνοιξη και την ανατροπή του Μουμπάρακ, ενώ όλα δείχνουν ότι έπαιξε ρόλο και στο πραξικόπημα σε βάρος του πρώτου εκλεγμένου ηγέτη της χώρας, του ισλαμιστή Μοχάμεντ Μόρσι. Βεβαίως, ο Άσαντ και η Δαμασκός δεν ήταν ποτέ εξίσου... συνεργάσιμοι με τον Μουμπάρακ και το Κάιρο, ειδικά καθώς στήριζαν την παλαιστινιακή Χαμάς και τη λιβανέζικη Χεζμπολάχ. Όμως, οι Ισραηλινοί είναι αρκετά έμπειροι και δεν αποκλείεται να έχουν καταλήξει ότι, στην περίπτωση της Συρίας, πρέπει να προτιμήσουν το μικρότερο κακό: ένα ελεγχόμενο καθεστώς αντί μιας χώρας την οποία θα λυμαίνονται ακραίες -και ανεξέλεγκτες, σε μεγάλο βαθμό- ισλαμικές ομάδες. Έτσι, ίσως δεν έχουν καλό λόγο να πιέσουν ώστε να γίνει επίθεση κατά της Συρίας...
ΙΡΑΝ
Η Τεχεράνη έχει ανάγκη τον Ασαντ
Για την Τεχεράνη, η παρουσία του Μπασάρ αλ-Άσαντ και της αλεβίτικης μειοψηφίας -παρακλάδι του Σιιτισμού- στο τιμόνι της Συρίας αποτελεί εγγύηση για τη συνέχιση της ισχυρής της επιρροή στη Μέση Ανατολή. Μια επιρροή που, με τη σειρά της, δημιουργεί μια ασπίδα προστασίας γύρω από το Ιράν, το οποίο βρίσκεται στο στόχαστρο Αμερικανών, Ευρωπαίων, Ισραηλινών, αλλά και των σουνιτικών μοναρχιών του Κόλπου, με πρώτη και καλύτερη τη Σαουδική Αραβία. Έτσι, η ηγεσία και το «βαθύ κράτος» του Ιράν κάνει ό,τι μπορεί για να μην ανατραπεί ο Άσαντ: τον ενισχύει πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά, του διασφαλίζει συμμάχους στην περιοχή (είναι γνωστό, για παράδειγμα, ότι στο Ιράκ κουμάντο κάνουν τώρα οι Σιίτες...), ενώ έχει στείλει χιλιάδες μαχητές της Χεζμπολάχ να συνδράμουν τον στρατό του στις μάχες κατά των αντικαθεστωτικών, με απόλυτη επιτυχία μέχρι στιγμής.
ΑΡΑΒΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
Εκνευρισμός στη Σαουδική Αραβία
Η Σ. Αραβία και οι σουνιτικές «μοναρχίες-δορυφόροι» της στον Περσικό Κόλπο δεν έχουν κρύψει ποτέ το μίσος τους εναντίον του Ιράν και των συμμάχων του, ανάμεσα στους οποίους εξέχοντα ρόλο έχει η ηγετική ομάδα της Συρίας και ο Άσαντ. Οι λόγοι δεν είναι μόνο θρησκευτικοί, αλλά και γεωπολιτικοί-οικονομικοί: η Τεχεράνη είναι ο μεγάλος ανταγωνιστής στο ενεργειακό παιχνίδι, τόσο εξαιτίας του πετρελαίου που παράγει η χώρα όσο και επειδή ελέγχει τα Στενά του Ορμούζ -ενώ ταυτόχρονα, η επιρροή που ασκεί στη Μέση Ανατολή δεν επιτρέπει στους σεΐχηδες να κυριαρχήσουν πλήρως. Έτσι πρέπει να ερμηνευθεί η άνευ όρων στήριξη στα σχέδια επίθεσης κατά της Συρίας, με την ελπίδα φυσικά ότι θα φέρουν πιο κοντά ένα συντριπτικό χτύπημα κατά του Ιράν -το οποίο δεν μπορούν να αποτολμήσουν μόνες, παρά τα ασύλληπτα ποσά που ξοδεύουν για να εξοπλιστούν.