Οι τοπικοί αναλυτές δικαίως θεωρούσαν ότι ο μισοπεινασμένος και εξαθλιωμένος από τους τραπεζίτες πληθυσμός της Αλβανίας διαθέτει οπλισμό αξίας 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Από όλα τα όπλα που εκλάπησαν, κατάφεραν μετά από μακρές διαπραγματεύσεις, να επιστραφούν μόνο 15.000 όπλα, βασικά βαρέου τύπου. Η τοπική μαφία οργάνωσε τάχιστα την αγορά των παλιών, μα απολύτως λειτουργικών Καλάσνικοφ κινεζικής και σοβιετικής κατασκευής. Πολλά από αυτά, στη συνέχεια, μεταφέρθηκαν στη Γιουγκοσλαβία. Αλλά και στη Δυτική Ευρώπη υπήρχαν πολλοί που επιθυμούσαν να αποκτήσουν αυτά τα αυτόματα όπλα έναντι μερικών δεκάδων γερμανικών μάρκων της εποχής. Για τον εξαθλιωμένο αλβανό – ήταν ολόκληρη περιουσία, ενώ για τον πλούσιο μαφιόζο πενταροδεκάρες, με τις οποίες όμως έβγαζε τεράστια κέρδη.
Η διοίκηση της ειρηνευτικής δύναμης θεωρούσε ως κύριο πρόβλημα όχι τους ένοπλους, αλλά τις εκατοντάδες χιλιάδες των πεινασμένων. Αυτοί αποδείχτηκε πως ήταν πολύ πιο επικίνδυνοι από τους κακούργους. Γι’ αυτό και όλοι οι στρατιώτες της διεθνούς δύναμης διέθεταν βαρύ εξοπλισμό – αλεξίσφαιρα γιλέκα, φτυάρια ναρκαλιευτών, αυτόματα, κράνη – συνολικού βάρους 50 κιλών. Η ειρηνευτική αποστολή στην Αλβανία συνολικά δεν ήταν τόσο επικίνδυνη, όσο, κυριολεκτικά, βαριά.

Ένα ακόμη πρόβλημα, το οποίο εντόπισα εκείνες τις ημέρες ήταν ότι ο φτωχός πληθυσμός προσπαθούσε με κάθε τρόπο να φύγει στο εξωτερικό, όσο γίνεται πιο μακριά από τις συμφορές και τις τραγωδίες. Η αλβανική μαφία είναι οργανώσει με το γέρικο δεξαμενόπλοιο «Ιρίνι» τη μεταφορά στην Ιταλία με συγκεκριμένη τιμή: κάθε επιβάτης πλήρωνε 8000 γερμανικά μάρκα. Για ένα ταξίδι με το δεξαμενόπλοιο «Ιρίνι» όλων όσων επιθυμούσαν να βρεθούν στην πλούσια και χορτάτη χώρα, οι διακινητές κέρδιζαν κατά μέσο όρο μισό εκατομμύρια μάρκα. Το δεξαμενόπλοιο συνήθως περνούσε από τα στενά του Ορλάντο, στα σύνορα με το Μαυροβούνιο, όπου δεν υπάρχει ποτέ συνοριακός έλεγχος.

Όταν οι διεθνείς αστυνομικές δυνάμεις ανέλαβαν την ειρηνευτική τους αποστολή, η ροή των φυγάδων σταμάτησε προσωρινά: η ειδική θαλάσσια αστυνομία έκανε περιπολίες στην Αδριατική μέρα και νύχτα. Μετά τη τραγωδία της 28ης Μαρτίου 1997, όταν μετά από σύγκρουση του αλβανικού καραβιού με ένα ιταλικό έχασαν τη ζωή τους 80 άνθρωποι, κανείς πλέον δεν μπορούσε να διασχίσει παράνομα τη θάλασσα μέσω των στενών του Ορλάντο.

Ο πόλεμος κατά της τοπικής μαφίας, η οποία οργάνωνε τη διακίνηση ανθρώπων στην Ιταλία, ήταν ένα από τα καθήκοντα της ειρηνευτικής δύναμης. Η κύρια όμως αποστολή τους ήταν η ασφάλεια κατά τη διανομή της ανθρωπιστικής βοήθειας στον πεινασμένο πληθυσμό. Η βασική δύναμη της ειρηνευτικής αποστολής βρισκόταν στο κέντρο και στο νότο της χώρας, ενώ στο βορρά, στην πόλη Σκόδρα, απ’ όπου και απέπλεε το δεξαμενόπλοιο «Ιρίνι» δεν υπήρχε ούτε ένας άνδρας της ειρηνευτικής δύναμης. Αυτή την κατάσταση εκμεταλλεύονταν το οργανωμένο έγκλημα.

Οι Ιταλοί δεν ήταν πολύ ευχαριστημένοι με το γεγονός ότι η χώρα τους είχε αναλάβει τη δύσκολη αποστολή επιβολής της τάξης στην Αλβανία. Πρώτον, γιατί ήταν μια πανάκριβη επιχείρηση και, δεύτερον, γιατί η ειρήνευση των εξεγερμένων αλβανών αποδείχτηκε διόλου εύκολη υπόθεση. Στη θεωρία όλα είχαν σχεδιαστεί φυσιολογικά, στην πραγματικότητα όμως η κατάσταση κάθε άλλο παρά απλή αποδείχτηκε. Χωρίς ιδιαίτερες αρμοδιότητες, οι άντρες της ειρηνευτικής δύναμης δεν είχαν δικαίωμα να ανοίξουν πυρ, μπορούσαν μόνο να παρατηρούν και να προσπαθούν να πείσουν τους ντόπιους.

* Η άποψη της Σύνταξης μπορεί να μη συμπίπτει με την άποψη του/της αρθρογράφου.