14 Σεπτεμβρίου 2013

Διχοτόμηση. Του Ανδρέα Δημητρίου

Η Κύπρος είναι μια διχοτομημένη χώρα. Γεωγραφικά, η πράσινη γραμμή και η νεκρή ζώνη μας θυμίζουν την de facto στρατιωτική διχοτόμηση και την κατοχή και ότι εδώ υπάρχουν δύο κοινότητες που δεν βολεύονται εύκολα η μια με την άλλη. 
Δυστυχώς, όμως, η διχοτόμηση ως προς διάφορες διαχωριστικές γραμμές διατρέχει τα πολιτικά κόμματα και άλλους σημαντικούς θεσμούς σε τέτοιο βαθμό, ώστε θα μπορούσαμε να μιλάμε για μια κατακερματισμένη κοινωνία.

Η δεξιά είναι χωρισμένη ανάμεσα στη λεγόμενη εκσυγχρονιστική τάση που έχει επαφή με τη σύγχρονη πραγματικότητα, αναγνωρίζει τις ευθύνες του χώρου στα προβλήματα του τόπου, και θέτει ρεαλιστικούς πολιτικούς στόχους που χαρακτηρίζουν το χώρο αυτό. Το άλλο μισό της είναι η εκτός εποχής εθνικιστική δεξιά που καπηλεύεται τα παλιά προδομένα οράματα και τις όποιες, ατελέσφορες ως προς τα οράματά τους, δόξες για να επιβάλλει αδιέξοδες πολιτικές που συχνά οδηγούν σε οπισθοδρομήσεις και καταστροφές. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, έχοντας κινηθεί ένθεν και ένθεν αυτής της γραμμής που χωρίζει τη δεξιά και έχοντας, κατά τις δηλώσεις του, επιλέξει την  εκσυγχρονστική τάση, έχει τη μεγάλη ευθύνη να καταργήσει τη διχοτομική γραμμή που τους χωρίζει υπερ της τάσης την οποία εκφράζει, ανοίγοντας προοπτικές για το μέλλον του τόπου. Διαφορετικά, θα είναι κι αυτός, στην καλύτερη περίπτωση, άλλος ένας τραγικός πρόεδρος που θα φύγει χωρίς να έχει κρατήσει τις μεγάλες του υποσχέσεις. Στη χειρότερη περίπτωση, μπορεί να είναι ο τελευταίος πρόεδρος πριν από τη οριστική διχοτόμηση στη βάση των τετελεσμένων της εισβολής.

Ανάλογη είναι η κατάσταση στην αριστερά. Κι εδώ τα παλιά προδομένα οράματα τροφοδοτούν το διαχωρισμό. Το όραμα για ένα κόσμο που θα τον χαρακτήριζε η ισότητα, η αδελφότητα, η ευημερία και η κοινωνική δικαιοσύνη μαζί με τη δημοκρατία και την ελευθερία κατέρρευσε με την πάλαι ποτέ κραταιά Σοβιετική Ένωση. Η κατάρρευση έδειξε ότι το όραμα αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί σ’ ένα μονοκομματικό καθεστώς, γιατί είναι εξορισμού ασύμφωνο με την έννοια της δημοκρατίας και της ελευθερίας. Όμως, ένα μέρος της αριστεράς εδώ, αλλά και αλλού, εξακολουθεί να πιστεύει ότι η παλιά συνταγή μπορεί να λειτουργήσει. Από την άλλη μεριά είναι η αριστερά που αναγνωρίζει ότι το όραμα με όλους τους πιο πάνω στόχους δεν κατατεμαχίζεται ούτε προσφέρεται σε δόσεις. Όταν ένας στόχος υπολείπεται το όραμα καταργείται. 

Ο τέως  Πρόεδρος της Δημοκρατίας, έχοντας πιστέψει στο από την ΕΣΣΔ προερχόμενο όραμα αλλά έχοντας υπηρετήσει στην πράξη την άλλη εκδοχή του, αφού κυβέρνησε σε συνθήκες δημοκρατίας και ελευθερίας, έχει χρέος να διευκολύνει την κυπριακή αριστερά να υπερβεί το διαχωρισμό που περιορίζει την πολιτική της επιρροή. Εξάλλου, η ηγεσία αλλά και η βάση της αριστεράς οφείλουν να φέρουν τις αλλαγές στο όραμα και τις πολιτικές πρακτικές που θα αποκαταστήσουν την πολιτική της αξιοπιστία και θα κατοχυρώσουν το ρόλο της ως του προστάτη των δικαιωμάτων για ισότητα, αδελφότητα, ευημερία, κοινωνική δικαιοσύνη, δημοκρατία και ελευθερία μέσα στον αντιφατικό κόσμο της εποχής μας. Στον κόσμο αυτό υποτίθεται ότι όλα είναι ανοιχτά σε όλους. Όμως, η εκμετάλλευση και η φτώχια γίνονται συστατικά μιας «υπό όρους ελευθερίας» για μεγάλες μερίδες του πληθυσμού. Γι αυτές η ελευθερία και η δημοκρατία εξαντλείται στην παρακολούθηση των realityshows στην τηλεόραση και στα τηλεφωνήματα στον τηλεπαρουσιαστή για να πουν τη γνώμη τους. Φανταστείτε τον κόσμο χωρίς αυτήν την αριστερά.  Θα ήταν ένας πολύ σκληρός και άδικος κόσμος και η αριστερά δεν έχει ούτε το δικαίωμα ούτε την πολυτέλεια να τον αφήσει να έλθει για να τον παρακολουθεί ως θεατής του.

Τα άλλα κόμματα διχάζονται κατά μήκος διαφορετικών γραμμών. Η κεντροδεξιά είναι τριχοτομημένη μεταξύ του κρατισμού της και της υπαρξιακής της εξάρτησης από την εξουσία, των λειψάνων του παλιού εθνικισμού της, και του κοινωνικού της προσανατολισμού. Η κεντροαριστερά είναι διχασμένη, αφενός, ανάμεσα σε μια μαχητικότητα που προέρχεται από τους αγώνες των ιστορικών της στελεχών αλλά μετεξελίχθηκε σήμερα σε λόγο με εθνικιστικές και ρατσιστικές αποχρώσεις και, αφετέρου, στην σοσιαλδημοκρατικής προέλευσης προστασία των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων.                              

Άλλοι σημαντικοί θεσμοί είναι εξίσου διχοτομημένοι. Η εκκλησία διχοτομείται, αφενός, ανάμεσα στη νοσταλγία της εξουσίας που προέρχεται από τα χρόνια που ασκούσε πολιτικό ρόλο είτε εθναρχώντας (πριν από την ανεξαρτησία) είτε κυβερνώντας τον τόπο δια του Αρχιεπισκόπου και, αφετέρου, του θρησκευτικού της ρόλου. Στην πραγματικότητα, οι πολιτικές και οικονομικές παρεμβάσεις του νυν Αρχιεπισκόπου δεν αντανακλούν παρά αυτόν το διχασμό της εκκλησίας που ακτινοβολεί και επηρεάζει αρνητικά όλη τη δημόσια ζωή αλλά και καταργεί τον θρησκευτικό ρόλο της εκκλησίας. 

Η παιδεία διχοτομείται ανάμεσα σ’ ένα ρομαντικό εθνικισμό και στο αίτημα για μια παιδεία που πρέπει να ετοιμάζει τους πολίτες μιας ανεξάρτητης Ευρωπαϊκής χώρας για το δεύτερο μισό του 21ου αιώνα. Οι στοχεύσεις αυτές αλληλοαναιρούνται, παγιδεύοντας το μέλλον μέσα στο βρόγχο των λαθών του παρελθόντος. Όταν επιχειρήσαμε να διαμορφώσουμε παιδεία για έναν Ελληνισμό άφοβο, ανοιχτό, και δημιουργικό που να μπορεί να ηγείται αλλά και να συνεργάζεται με όλους σε μια μη-διχοτομημένη Κύπρο κατηγορηθήκαμε ασύστολα για ύποπτες προθέσεις από εκείνους που δεν μπορούν να δουν πέρα από τις διχοτομικές γραμμές που τους απομονώνουν από τον υπόλοιπο κόσμο.  

Το επί δεκαετίες άλυτο κυπριακό πρόβλημα, η πρόσφατη οικονομική κατάρρευση  και η προϊούσα απώλεια της κοινωνικής συνοχής είναι τα προϊόντα της πολλαπλής μας διχοτόμησης που δεν επιτρέπει την διαμόρφωση οράματος και στόχων που να οδηγούν την κοινωνία και τη χώρα μπροστά. Πιστεύω ότι πολλοί στο πολιτικό μας σύστημα το κατανοούν. Πολλές ηγεσίες όμως, συχνά μοιραίες και άβουλες, εκφυλίζονται στο λαϊκισμό και στην πελατειακή πολιτική, αδυνατώντας να οδηγήσουν πολιτικούς χώρους και θεσμούς πέραν των δυνάμεων που συγκρούονται γύρω από τις διχοτομικές τους γραμμές. Συχνά μάλιστα διαπλέκονται μεταξύ τους αλλά και με τα ποικίλα οικονομικά, μιντιακά, και ποδοσφαιρικά κατεστημένα, που έχουν ως προτεραιότητα τα δικά τους συμφέροντα και μόνο. Υπό τις συνθήκες αυτές αδυνατούν να δώσουν το όραμα που θα τραβήξει τον τόπο μπροστά. Χωρίς αυτό το όραμα η κατοχική διχοτόμηση θα έλθει αναπόφευκτα και, όπως το προείπε ο Καβάφης, «οι Μήδοι επιτέλους θα διαβούνε.»              
Ευχαριστίες για την παραχώρηση της φωτογραφίας στον Κώστα Κωνσταντίνου