Γράφει: Θανάσης Γκότοβος
Συμβαίνει ορισμένες φορές στην Ιστορία,
συλλογικότητες να βρίσκονται κάτω από τον έλεγχο και τη διοίκηση
ηγεσιών – ελίτ – με προκαθορισμένες ιδέες και προγράμματα που κινούνται
πολύ μακριά από ό,τι μέχρι τη στιγμή της εγκαθίδρυσης των καθεστώτων
θεωρούνταν «λογικό». Στις περιπτώσεις αυτές, μάλιστα, η επίκληση της
γνώσης, της λογικής και του κριτικού διαλόγου μοιάζουν μάταιες.
Κριτικός λόγος είναι μια επικοινωνιακή δραστηριότητα με την οποία αμφισβητείται η ορθότητα της εκδοχής για τα πράγματα που προβάλλει κάποιος (π.χ. μια κυβέρνηση) ή η καταλληλότητα ενός μέτρου (π.χ. μιας απόφασης) που έχει άμεσες και έμμεσες αρνητικές επιπτώσεις σε ευρύτερες ομάδες του πληθυσμού. Ο σκοπός για τον οποίο εκφέρεται ο κριτικός λόγος, ιδιαίτερα στο πεδίο της πολιτικής, είναι όχι μόνον να υποδείξει στον φορέα της εξουσίας ότι βρίσκεται σε πλάνη, αλλά κυρίως να πείσει το κοινό – εκείνους που θα είναι οι αποδέκτες των εκδοχών και των μέτρων των κρατούντων – ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα.
Τι γίνεται, όμως, στην κοινωνία όταν οι άρχοντες «δεν παίρνουν από λόγια»; Τι μπορεί να συμβεί όταν οι πολίτες νιώθουν πως ό,τι κι αν πουν, όσο και αν διαμαρτυρηθούν, η κριτική τους δεν πιάνει τόπο; Ποιες είναι οι επιπτώσεις της γενικευμένης αίσθησης ότι οι κυβερνήτες αποκλείουν εξ ορισμού διορθωτικές κινήσεις σε όσα λένε – και, κυρίως, σε όσα πράττουν;
Η αχρήστευση του κριτικού λόγου αφήνει στον πολίτη – και ειδικά στον πληττόμενο από την οικονομική κρίση πολίτη – μια αίσθηση πολιτικού ευνουχισμού: της πλήρους αδυναμίας να παρέμβει και σε συνεργασία με άλλους να δράσει διορθωτικά. Η γνώση, το επιχείρημα, η κοινωνική ηθική έχουν χάσει τη δύναμή τους. Δεν μπορούν να προκαλέσουν αλλαγή πορείας στο «σκάφος», καθώς αυτοί που κρατούν το τιμόνι «δεν παίρουν χαμπέρι», όπως έλεγαν παλιά στα χωριά, στη «νεκρή» διαλεκτική γλώσσα, πριν περάσει ακόμη ο ισοπεδωτικός οδοστρωτήρας της «κοινής».
Η διπλή οργή που προκύπτει αφ’ ενός από την οικονομική εξαθλίωση ή ανασφάλεια και αφ’ ετέρου από την αγνόηση εκ μέρους των διαχειριστών της δίκαιης διαμαρτυρίας, οδηγούν ένα μέρος των πολιτικά ευνουχισμένων πολιτών στα άκρα. Τα πολιτικά άκρα δεν έχουν να προσφέρουν λύσεις, αλλά έχουν ψυχολογικό πλεονέκτημα για τους πολίτες που αισθάνονται ότι ο «μεσαίος» χώρος – τα συστημικά κόμματα – τους έχουν «γραμμένους»: τους ακούν και τους δίνουν φωνή – τουλάχιστον αυτή είναι η αίσθηση που καλλιεργούν.
Σχεδόν παντού στην Ευρώπη – στην Ελλάδα, στην Ιταλία, στη Γαλλία, στην Ολλανδία, στη Νορβηγία, στη Φινλανδία, στη Γερμανία – είτε εμφανίζονται ακραία εθνικιστικά κινήματα, είτε οι ιδέες τους απορροφώνται και εκπροσωπούνται μεταμφιεσμένες από «μη-ακραίους» παραδοσιακούς πολιτικούς φορείς. Το ότι οι ίδιες ιδέες κερδίζουν έδαφος σε χώρες που πλήττονται από την οικονομική κρίση, αλλά και σε χώρες που δεν υπάρχει (ακόμη) παρόμοιο πρόβλημα, δείχνει ότι για κάθε χώρα ο μηχανισμός γένεσης των «άκρων» είναι ξεχωριστός και έχει σχέση και με την ιστορία τους.
Ωστόσο, κοινό σε όλες τις περιπτώσεις παραμένει το στοιχείο που λέγαμε νωρίτερα: η καθιερωμένη εκ μέρους των διαχειριστών της πολιτικής εξουσίας τάση αγνόησης του πολίτη ως μετόχου, μέσω της κριτικής, στη διαμόρφωση των πολιτικών αποφάσεων. Αφού η κυρίαρχη έγνοια είναι πλέον όχι τι λένε οι πολίτες, αλλά τι θα πουν οι «αγορές».
Στις δικτατορίες, κομμουνιστικές και καπιταλιστικές, η ακύρωση της κριτικής, ως αντικαθεστωτικής ενέργειας, υπήρξε προγραμματικό στοιχείο και διακριτικό γνώρισμα. Ο λόγος ήταν αντικείμενο εποπτείας, ελέγχου και κυρώσεων. Στα καθεστώτα αυτά το «κρείττον το σιγάν» ήταν κανόνας, ενώ όσοι τολμούσαν να «λαλήσουν» φάλτσα, έπαιρναν σημαντικά ρίσκα. Η αυτολογοκρισία ήταν διαδεδομένη πρακτική. Την πορεία του «σκάφους» επιτρέπονταν να διορθώνουν μόνον εκείνοι που την χάρασσαν: το κόμμα και τα διευθυντήρια, και πάντως όχι αναρμόδιοι, όπως οι πολίτες.
Στα μετα-δημοκρατικά καθεστώτα της παγκοσμιοποίησης, το κόμμα και τα διευθυντήρια έχουν πάρει άλλες, πιο αφηρημένες, μορφές. Ισχυρές, οικονομικού χαρακτήρα, ελίτ του χρήματος και της επικοινωνίας χαράσσουν και διορθώνουν αυτοτελώς την (απ’ ό,τι φαίνεται μέχρι τώρα, τρελή) πορεία του πλανητικού σκάφους. Ορίζουν ιεραρχίες και προτεραιότητες, ξεθάβουν από το παρελθόν ή επινοούν ασήμαντα ζητήματα και τα εμφανίζουν ως σημαντικά, θάβοντας ταυτόχρονα τα ουσιαστικά προβλήματα και συνοδεύοντας την εξαφάνισή τους με χαλαρωτική και αποπροσανατολιστική «μουσική» της ατομικής αισθητικής.
Και τι γίνεται με τον πολίτη που έχει γνώση και άποψη; Κανένα πρόβλημα, σου λέει. Η έκφραση της κριτικής είναι ευπρόσδεκτη, αρκεί να μην υπερβαίνει τα όρια του συστήματος – στην περίπτωσή μας, του συστήματος «δάνεια αντί μεταρρυθμίσεων» – αρκεί να είναι «ενδο-μνημονιακή». Η κριτική για τη βελτίωση της λειτουργίας του καθεστώτος ως μονόδρομου όχι μόνον επιτρέπεται, αλλά και ενθαρρύνεται, αφού με τον τρόπο αυτό οι βασικές του αρχές και συνθήκες γίνονται σεβαστές. Η κριτική στο καθεστώς, επίσης επιτρέπεται. Αρκεί να είναι γραφική, δηλαδή να μην υποχρεώνει τους διαχειριστές να την πάρουν στα σοβαρά. Αρκεί να μπορούν να την αγνοούν.
Τα πολιτικά «άκρα» στη νεοφιλελεύθερη Ευρώπη δεν τα παράγει, όπως μας βολεύει να υποθέτουμε, η γοητεία του Εθνικοσοσιαλισμού. Άλλωστε, ορισμένες από τις ιδέες του τελευταίου (όπως π.χ. της συλλογικής ευθύνης και τιμωρίας, της ύπαρξης παρασιτικών και φυγόπονων εθνοτήτων κ. α.) τις βλέπει κανείς να κινούνται άνετα στα σαλόνια του ευρωπαϊκού «μεσαίου» χώρου.
Τα «άκρα» τα παράγουν, και ως έναν βαθμό τα συντηρούν, οι πολιτικές συμπεριφορές του «μεσαίου» χώρου στις λεγόμενες μετα-δημοκρατικές κοινωνίες της Δύσης. Εκείνου του χώρου που, σκεπτόμενος πλέον μόνον διαχειριστικά και «καθωσπρεπικά», αρνείται επιδεικτικά να ακούσει την κριτική του πολίτη, με το σκεπτικό ότι ο πολίτης είναι άσχετος και ο κόσμος πολύπλοκος. Είτε αυτή εκφράζεται ως κριτική στην πολιτική ορθότητα, είτε είναι κριτική στις πολιτικές οικονομικής και κοινωνικής εξαθλίωσης που ο ίδιος χώρος υιοθετεί (και στην Ελλάδα εξαναγκάζεται να υιοθετήσει, προκειμένου να επιβιώσει ο ίδιος) στο όνομα της ευημερίας του συστήματος και των στατιστικών του.
Εκείνοι που παίρνουν τις αποφάσεις για τις ζωές των
μελών της συλλογικότητας – και σε έναν διαπλεκόμενο κόσμο κατ’ ανάγκην
και για τις ζωές άλλων συλλογικοτήτων – είναι τόσο προσηλωμένοι στους
διαχειριστικούς τους στόχους, ώστε τίποτε δεν μπορεί να τους σταματήσει
από την υλοποίηση των σχεδίων τους.
Κριτικός λόγος είναι μια επικοινωνιακή δραστηριότητα με την οποία αμφισβητείται η ορθότητα της εκδοχής για τα πράγματα που προβάλλει κάποιος (π.χ. μια κυβέρνηση) ή η καταλληλότητα ενός μέτρου (π.χ. μιας απόφασης) που έχει άμεσες και έμμεσες αρνητικές επιπτώσεις σε ευρύτερες ομάδες του πληθυσμού. Ο σκοπός για τον οποίο εκφέρεται ο κριτικός λόγος, ιδιαίτερα στο πεδίο της πολιτικής, είναι όχι μόνον να υποδείξει στον φορέα της εξουσίας ότι βρίσκεται σε πλάνη, αλλά κυρίως να πείσει το κοινό – εκείνους που θα είναι οι αποδέκτες των εκδοχών και των μέτρων των κρατούντων – ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα.
Με την ελπίδα ότι οι πρώτοι, αντιλαμβανόμενοι το σφάλμα
πάνω στο οποίο βασίζονται οι εκδοχές και τα μέτρα των κυβερνώντων, θα
πράξουν το καθήκον τους ως σκεπτόμενοι πολίτες, δηλαδή θα ασκήσουν πίεση
στους άρχοντες να αναθεωρήσουν το επικοινωνιακό και το πραγματολογικό
τους πρόγραμμα. Όλα αυτά προϋποθέτουν ομαλές καταστάσεις λειτουργίας του
δημοκρατικού πολιτεύματος σε ένα κράτος. Κάτω από ανώμαλες συνθήκες, η
διορθωτική δύναμη που διαθέτει ο πολίτης μέσω της έκφρασης της ατομικής
αλλά και συλλογικής κριτικής, ακυρώνεται ή κινδυνεύει να ακυρωθεί.
Τι γίνεται, όμως, στην κοινωνία όταν οι άρχοντες «δεν παίρνουν από λόγια»; Τι μπορεί να συμβεί όταν οι πολίτες νιώθουν πως ό,τι κι αν πουν, όσο και αν διαμαρτυρηθούν, η κριτική τους δεν πιάνει τόπο; Ποιες είναι οι επιπτώσεις της γενικευμένης αίσθησης ότι οι κυβερνήτες αποκλείουν εξ ορισμού διορθωτικές κινήσεις σε όσα λένε – και, κυρίως, σε όσα πράττουν;
Η αχρήστευση του κριτικού λόγου αφήνει στον πολίτη – και ειδικά στον πληττόμενο από την οικονομική κρίση πολίτη – μια αίσθηση πολιτικού ευνουχισμού: της πλήρους αδυναμίας να παρέμβει και σε συνεργασία με άλλους να δράσει διορθωτικά. Η γνώση, το επιχείρημα, η κοινωνική ηθική έχουν χάσει τη δύναμή τους. Δεν μπορούν να προκαλέσουν αλλαγή πορείας στο «σκάφος», καθώς αυτοί που κρατούν το τιμόνι «δεν παίρουν χαμπέρι», όπως έλεγαν παλιά στα χωριά, στη «νεκρή» διαλεκτική γλώσσα, πριν περάσει ακόμη ο ισοπεδωτικός οδοστρωτήρας της «κοινής».
Η διπλή οργή που προκύπτει αφ’ ενός από την οικονομική εξαθλίωση ή ανασφάλεια και αφ’ ετέρου από την αγνόηση εκ μέρους των διαχειριστών της δίκαιης διαμαρτυρίας, οδηγούν ένα μέρος των πολιτικά ευνουχισμένων πολιτών στα άκρα. Τα πολιτικά άκρα δεν έχουν να προσφέρουν λύσεις, αλλά έχουν ψυχολογικό πλεονέκτημα για τους πολίτες που αισθάνονται ότι ο «μεσαίος» χώρος – τα συστημικά κόμματα – τους έχουν «γραμμένους»: τους ακούν και τους δίνουν φωνή – τουλάχιστον αυτή είναι η αίσθηση που καλλιεργούν.
Σχεδόν παντού στην Ευρώπη – στην Ελλάδα, στην Ιταλία, στη Γαλλία, στην Ολλανδία, στη Νορβηγία, στη Φινλανδία, στη Γερμανία – είτε εμφανίζονται ακραία εθνικιστικά κινήματα, είτε οι ιδέες τους απορροφώνται και εκπροσωπούνται μεταμφιεσμένες από «μη-ακραίους» παραδοσιακούς πολιτικούς φορείς. Το ότι οι ίδιες ιδέες κερδίζουν έδαφος σε χώρες που πλήττονται από την οικονομική κρίση, αλλά και σε χώρες που δεν υπάρχει (ακόμη) παρόμοιο πρόβλημα, δείχνει ότι για κάθε χώρα ο μηχανισμός γένεσης των «άκρων» είναι ξεχωριστός και έχει σχέση και με την ιστορία τους.
Ωστόσο, κοινό σε όλες τις περιπτώσεις παραμένει το στοιχείο που λέγαμε νωρίτερα: η καθιερωμένη εκ μέρους των διαχειριστών της πολιτικής εξουσίας τάση αγνόησης του πολίτη ως μετόχου, μέσω της κριτικής, στη διαμόρφωση των πολιτικών αποφάσεων. Αφού η κυρίαρχη έγνοια είναι πλέον όχι τι λένε οι πολίτες, αλλά τι θα πουν οι «αγορές».
Στις δικτατορίες, κομμουνιστικές και καπιταλιστικές, η ακύρωση της κριτικής, ως αντικαθεστωτικής ενέργειας, υπήρξε προγραμματικό στοιχείο και διακριτικό γνώρισμα. Ο λόγος ήταν αντικείμενο εποπτείας, ελέγχου και κυρώσεων. Στα καθεστώτα αυτά το «κρείττον το σιγάν» ήταν κανόνας, ενώ όσοι τολμούσαν να «λαλήσουν» φάλτσα, έπαιρναν σημαντικά ρίσκα. Η αυτολογοκρισία ήταν διαδεδομένη πρακτική. Την πορεία του «σκάφους» επιτρέπονταν να διορθώνουν μόνον εκείνοι που την χάρασσαν: το κόμμα και τα διευθυντήρια, και πάντως όχι αναρμόδιοι, όπως οι πολίτες.
Στα μετα-δημοκρατικά καθεστώτα της παγκοσμιοποίησης, το κόμμα και τα διευθυντήρια έχουν πάρει άλλες, πιο αφηρημένες, μορφές. Ισχυρές, οικονομικού χαρακτήρα, ελίτ του χρήματος και της επικοινωνίας χαράσσουν και διορθώνουν αυτοτελώς την (απ’ ό,τι φαίνεται μέχρι τώρα, τρελή) πορεία του πλανητικού σκάφους. Ορίζουν ιεραρχίες και προτεραιότητες, ξεθάβουν από το παρελθόν ή επινοούν ασήμαντα ζητήματα και τα εμφανίζουν ως σημαντικά, θάβοντας ταυτόχρονα τα ουσιαστικά προβλήματα και συνοδεύοντας την εξαφάνισή τους με χαλαρωτική και αποπροσανατολιστική «μουσική» της ατομικής αισθητικής.
Και τι γίνεται με τον πολίτη που έχει γνώση και άποψη; Κανένα πρόβλημα, σου λέει. Η έκφραση της κριτικής είναι ευπρόσδεκτη, αρκεί να μην υπερβαίνει τα όρια του συστήματος – στην περίπτωσή μας, του συστήματος «δάνεια αντί μεταρρυθμίσεων» – αρκεί να είναι «ενδο-μνημονιακή». Η κριτική για τη βελτίωση της λειτουργίας του καθεστώτος ως μονόδρομου όχι μόνον επιτρέπεται, αλλά και ενθαρρύνεται, αφού με τον τρόπο αυτό οι βασικές του αρχές και συνθήκες γίνονται σεβαστές. Η κριτική στο καθεστώς, επίσης επιτρέπεται. Αρκεί να είναι γραφική, δηλαδή να μην υποχρεώνει τους διαχειριστές να την πάρουν στα σοβαρά. Αρκεί να μπορούν να την αγνοούν.
Τα πολιτικά «άκρα» στη νεοφιλελεύθερη Ευρώπη δεν τα παράγει, όπως μας βολεύει να υποθέτουμε, η γοητεία του Εθνικοσοσιαλισμού. Άλλωστε, ορισμένες από τις ιδέες του τελευταίου (όπως π.χ. της συλλογικής ευθύνης και τιμωρίας, της ύπαρξης παρασιτικών και φυγόπονων εθνοτήτων κ. α.) τις βλέπει κανείς να κινούνται άνετα στα σαλόνια του ευρωπαϊκού «μεσαίου» χώρου.
Τα «άκρα» τα παράγουν, και ως έναν βαθμό τα συντηρούν, οι πολιτικές συμπεριφορές του «μεσαίου» χώρου στις λεγόμενες μετα-δημοκρατικές κοινωνίες της Δύσης. Εκείνου του χώρου που, σκεπτόμενος πλέον μόνον διαχειριστικά και «καθωσπρεπικά», αρνείται επιδεικτικά να ακούσει την κριτική του πολίτη, με το σκεπτικό ότι ο πολίτης είναι άσχετος και ο κόσμος πολύπλοκος. Είτε αυτή εκφράζεται ως κριτική στην πολιτική ορθότητα, είτε είναι κριτική στις πολιτικές οικονομικής και κοινωνικής εξαθλίωσης που ο ίδιος χώρος υιοθετεί (και στην Ελλάδα εξαναγκάζεται να υιοθετήσει, προκειμένου να επιβιώσει ο ίδιος) στο όνομα της ευημερίας του συστήματος και των στατιστικών του.
Και ενώ κινδυνεύει να ακυρωθεί η ίδια η ιδέα της Δημοκρατίας μέσα στο νέο σκηνικό, μέλος του ελληνικού Κοινοβουλίου θυμίζει στους συναδέλφους του φρέσκα επιχειρήματα του 1913 περί «νεκρών γλωσσών».
Για να πάρει από τον αρμόδιο παράγοντα την απάντηση ότι μόνο τα
Λατινικά είναι «πραγματικά νεκρή» γλώσσα, ενώ η Αρχαία Ελληνική είναι
ακόμη ζωντανή.Θαυμάσιος διάλογος. Για το αν η χώρα, και όχι τα Αρχαία,
είναι ακόμη ζωντανή ή νεκρή φαίνεται πως είναι για τους πολιτικούς μας
ταγούς ζήτημα δευτερεύον. Προηγείται η διάγνωση και το πιστοποιητικό
θανάτου για τα Λατινικά και τα Αρχαία…